Από το Μάη και μετά ξεκινά το βαρύ “καλεντάρι” πληρωμών που σε συνδυασμό με το συνεχιζόμενο ράλι ακρίβειας οδηγεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε αδιέξοδο.
Σε απόγνωση βρίσκονται νοικοκυριά, επαγγελματίες κι επιχειρήσεις από το πολλαπλό “χτύπημα” που επιφέρει η ακρίβεια σε οικογενειακούς προϋπολογισμούς, κόστη παραγωγής και βέβαια κερδοφορίες. Πλέον η βιωσιμότητα είναι το μεγάλο στοίχημα για πολλούς, καθώς, ως φαίνεται, το κύμα ανατιμήσεων δεν έχει τέλος και βέβαια σαρώνει στο διάβα του ό,τι κρατήθηκε όρθιο τα χρόνια των μνημονίων αλλά και της πανδημίας.
Ενεργειακό ράλι, εκτίναξη των κοστολογίων μεταφοράς προϊόντων, λόγω και των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, πόλεμος στην Ουκρανία, άνοδος των πρώτων υλών, υπερβάλλουσα ρευστότητα από τα προγράμματα των κεντρικών τραπεζών, μεταπανδημική ανάκαμψη της ζήτησης είναι οι βασικές αιτίες της πίεσης που καταγράφεται στις τιμές. Βασικότερη όλων βέβαια η ενέργεια που ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα με σημαντική εξάρτηση από το φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή και με μια “ρηχή” και ”ανώριμη” αγορά αντιμετωπίζει ζωτικό πρόβλημα.
Το φυσικό αέριο
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με άλλα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Eurostat, η μέση τιμή της κιλοβατώρας φυσικού αερίου – για κατανάλωση από 20 GJ έως 200 GJ – στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2021 στα 0,1014 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,0517 ευρώ στο αντίστοιχο εξάμηνο του 2020, καταγράφηκε δηλαδή μία αύξηση 96% σε ετήσια βάση.
Στην ΕΕ, η τιμή της κιλοβατώρας αυξήθηκε στα 0,078 ευρώ από 0,070 ευρώ, αντίστοιχα, σημειώνοντας αύξηση μόνο 11%.
Όπως αναφέρεται η διαφορά αυτή ερμηνεύεται από το ότι η χρέωσή του καθορίζεται με συμβόλαια που επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από τις τιμές στην ευρωπαϊκή χρηματιστηριακή αγορά (TTF). Αντίθετα, στην Ελλάδα η πληρωμή του αερίου γίνεται κυρίως με βάση τις τιμές TTF, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν από πέρυσι το Φθινόπωρο, προκαλώντας πολύ μεγαλύτερη αύξηση των τιμών για τους καταναλωτές.
Οσον αφορά στο ρεύμα, η μέση τιμή της κιλοβατώρας – για μία κατανάλωση από 2.500 έως 5.000 kw- αυξήθηκε στην Ελλάδα το δεύτερο εξάμηνο του 2021 στα 0,1974 ευρώ από 0,1641 ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του 2020, δηλαδή κατά 20%.
Από την άλλη πλευρά, στην ΕΕ αυξήθηκε από 0,213 ευρώ στα 0,237 ευρώ, δηλαδή μόνο κατά 11%. Ωστόσο, παρά τη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών στην Ελλάδα, αυτές παρέμειναν χαμηλότερες από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Να σημειωθεί, βέβαια, ότι για τον τρέχοντα μήνα αναμένονται ιδιαίτερα “φορτωμένοι” οι λογαριασμοί καθώς τώρα τιμολογείται η λιανική με βάση τις υψηλές τιμές που είχε η χονδρική το Μάιο. Παράλληλα αναμένεται να ολοκληρωθούν και οι εκκαθαρίσεις σε όσους δεν τις είχαν λάβει ενώ βέβαια έρχονται και τιμολογήσεις για το φυσικό αέριο για τον “όψιμο” χειμώνα που είχαμε φέτος.
Ανατιμήσεις
Μαζί με την ενέργεια “χτύπημα” επιφέρει και η άνοδος των τιμών σε βασικά είδη. Το τρίμηνο πριν το Πάσχα καταγράφηκαν μια σειρά ανατιμήσεις στο “ράφι”, που παράγοντες της αγοράς τις προσδιορίζουν μεσοσταθμικά από 5% έως 10%. Παράλληλα όπως φαίνεται και από τις οικονομικές εκθέσεις μεγάλων εταιρειών, σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει άνοδος στην αξία πωλήσεων και όχι σε όγκους (λόγω του ότι πωλούνται σε πιο ακριβές τιμές προϊόντα).
Οι “μεγάλοι” άλλωστε, σταδιακά, με τρόπο που να μην “τρομάζουν” οι καταναλωτές περνούν αυξήσεις σε προϊόντα, ήδη, από την αρχή του χρόνου και βέβαια δρομολογούν και άλλες, καθώς, όπως τονίζεται από στελέχη εταιρειών, είναι μονόδρομος ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των οικονομικών τους. Βέβαια οι αποφάσεις δεν είναι εύκολες μια και ο βασικός στόχος είναι να κρατηθεί όσο γίνεται η ζήτηση και να μην υπαρχει μια ανέλπιστη καταβαράθρωση των τζίρων.
“Εισαγόμενος πληθωρισμός”
Οι πιέσεις άλλωστε σε μια σειρά από είδη είναι ήδη αποτυπωμένες στο δείκτη του αποκαλούμενου εισαγόμενου πληθωρισμού, που καταγράφει τις τιμές των εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων, συχνά βασικών για την εγχώρια παραγωγή. Έτσι, ο Γενικός Δείκτης Τιμών Εισαγωγών τον περασμένο Φεβρουάριο αυξήθηκε κατά 27,2% σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2021, έναντι αύξησης 6,3% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων δεικτών το 2021 με το 2020.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση αυτή στον λεγόμενο «εισαγόμενο πληθωρισμό» οφείλεται:
-Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός ευρωζώνης κατά 39,3%, και
-Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες ευρωζώνης κατά 6,3%.
Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 2,7% τον Φεβρουάριο 2022 σε σύγκριση με τον δείκτη του Ιανουαρίου 2022, έναντι αύξησης 6,5% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021.
Σε ετήσια βάση (Φεβρουάριος 2021- Φεβρουάριος 2022) οι μεγαλύτερες αυξήσεις στα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα καταγράφηκαν: στο αργό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο 61,8%, οπτάνθρακα και προϊόντα διύλισης 61,1%, βασικά μέταλλα 28,9%, ηλεκτρονικοί υπολογιστές 14,3%, χαρτοποιία 10,8%, βιομηχανία ξύλου 10,4%, χημικές ουσίες 9,6% και βιομηχανία τροφίμων 6,2%. Από μήνα σε μήνα (Ιανουάριος 2022- Φεβρουάριος 2022), οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν: προϊόντα διύλισης 10,6%, έπιπλα 4,3%, στην άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου 3,1% και στη χαρτοποιία 2,8%.
Δείκτης παραγωγού
Παράλληλα, έντονη πίεση στις τιμές λιανική αναμένεται να ασκηθεί από το κύμα ακρίβειας στις τιμές παραγωγού στη βιομηχανία. Έτσι άνοδο της τάξης του 46,2%, σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία τον Μάρτιο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Μαρτίου 2021, έναντι αύξησης 9,1% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021 με το 2020.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση αυτή στο κόστος παραγωγής των εγχώριων βιομηχανιών οφείλεται στις εξής μεταβολές των δεικτών των επιμέρους αγορών:
α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εξωτερικής αγοράς κατά 48,7%, και
β. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εγχώριας αγοράς κατά 45,4%.
Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 10,6% τον Μάρτιο 2022 σε σύγκριση με τον δείκτη του Φεβρουαρίου 2022, έναντι αύξησης 1,1% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021.
Νέες εκτιμήσεις
Στο φόντο αυτό και μετά τα προκαταρκτικά στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat, (όπου ο εναρμονισμένος πληθωρισμός ανέβηκε στο 9,4% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2021, υψηλότερα σε σχέση με το 8% του Μαρτίου), ένα διψήφιο νούμερο στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή είναι άκρως πιθανή. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο λεγόμενος εθνικός πληθωρισμός, που ενσωματώνει σε μεγαλύτερο βαθμό,την κίνηση των τιμών των καυσίμων και των μη επεξεργασμένων τροφίμων, έτρεξε με ρυθμό 8,9% τον περασμένο μήνα.
Αναλυτικά, με βάση τα στοιχεία της Eurostat στην ευρωζώνη, τον Απρίλιο παρά την κάποια επιβράδυνση των τιμών ενέργειας σε επίπεδο ΕΕ, ο εναρμονισμένος δείκτης κατέγραψε αύξηση τιμών 7,5%, από 7,4% τον Μάρτιο. Ουσιαστικά πρόκειται για το υψηλότερο ρεκόρ από το 1997, οπότε και ξεκίνησε η σχετική ομοειδής μέτρηση του εναρμονισμένου δείκτη.
Σημειώνεται ότι σε επίπεδο Ευρωζώνης, ο δείκτης είναι χαμηλότερος σε σχέση με την Ελλάδα, με την ενέργεια και πάλι να οδηγεί την κούρσα. Έτσι, στο 38% έφτασε η άνοδος τιμών στην ενέργεια τον Απρίλιο έναντι 44,4% τον Μάρτιο και 32% τον Φεβρουάριο, ενώ κατά 3,8% ήταν στα βιομηχανικά αγαθά εκτός ενέργειας, έναντι 3,4% τον Μάρτιο και 3,1% τον Φεβρουάριο. Η άνοδος στα μη τυποποιημένα τρόφιμα ήταν 9,2% από 7,8% τον Μάρτιο και 6.2% τον Φεβρουάριο.
Ο ρυθμός της ακρίβειας
Να σημειωθεί ότι άνοδος τιμών στην Ελλάδα ήταν η 6η πιο ταχεία στην Ευρωζώνη. Τον Μάρτιο η άνοδος του ελληνικού εναρμονισμένου δείκτη ήταν 8%, ενώ αυξήθηκε κατά 6,3% τον Φεβρουάριο, κατά 5,5% τον Ιανουάριο και κατά 4,4% τον Δεκέμβριο.
Τούτων δοθέντων, δεν αποκλείεται διψήφια άνοδος στο γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή Απριλίου που θα ανακοινωθεί σε λίγες ημέρες από την ΕΛΣΤΑΤ (10 Μαΐου).
Τεστ βιωσιμότητας στις επιχειρήσεις
Με βάση, δε, παράγοντες της αγοράς ήδη η κατάσταση για πολλές ΜμΕ έχει φτάσει στο “απροχώρητο”. Αφενός είναι αντιμέτωπες με δυσβάσταχτα κόστη, αλλά ταυτόχρονα και οι τζίροι πέφτουν, καθώς οι καταναλωτές και τα νοικοκυριά πλέον καλούνται να σηκώσουν ένα μεγάλο βάρος πληρωμών το επόμενο διάστημα.
Ουσιαστικά από τον Μάη και μετά ξεκινά το “καλεντάρι” πληρωμών, με τον ΕΝΦΙΑ πρώτο και βέβαια στη συνέχεια από τον Ιούλιο τον φόρο εισοδήματος. Αλλά το επόμενο διάστημα θα πρέπει για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών ξεκινήσουν οι πληρωμές των οφειλών για την Επιστρεπτέα Προκαταβολή. Παράλληλα τρέχουν και οι δόσεις από μια σειρά ρυθμίσεων σειράς υποχρεώσεων που έχουν αναβληθεί, από λογαριασμούς ενέργειας, κοινωνική ασφάλιση και εφορία, που συχνά δημιουργούν ασφυκτικό κλοιό.
Σε ετήσια βάση
Αξίζει να σημειωθεί ότι προχθες ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ είπε ότι το διαθέσιμο εισόδημα του πολίτη και ο οικογενειακός προϋπολογισμός έχουν πληγεί σημαντικά και «ροκανίζονται» από τον πληθωρισμό.
«Σας προϊδεάζω ότι οι εκτιμήσεις του υπουργείου είναι για μέσο πληθωρισμό που πιθανόν να υπερβεί και το 5,5% το 2022. Άρα μια παγκόσμια τάση αύξησης του πληθωρισμού επιβεβαιώνεται και στη χώρα μας. Πιθανότατα χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά δεν είναι αντικείμενο πανηγυρισμού ή θριαμβολογίας ένας πληθωρισμός της τάξης του 5,5% ετησίως. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα», ανέφερε.
Πυρά ΣΥΡΙΖΑ
Χθες πάντως με αιχμή τις ανακοινώσεις του πληθωρισμού της Eurostat με κοινή τους δήλωση η Έφη Αχτσιόγλου, τομεάρχης Οικονομικών και ο Αλέξης Χαρίτσης, τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία επισήμαναν ότι είναι “επείγουσα ανάγκη η πολιτική αλλαγή”.
“Τα σημερινά προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat δείχνουν νέα εκτίναξη του πληθωρισμού στο 9,4% για την Ελλάδα τον Απρίλιο. Ο πληθωρισμός στη χώρα μας όχι απλώς αυξήθηκε κατά 1,4 μονάδες μέσα σε έναν μόλις μήνα αλλά πλέον βρίσκεται 2 μονάδες πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο” αναφέρουν οι δυο βουλευτές και προσθέτουν:
“Με τον πιο επίσημο τρόπο επιβεβαιώνεται ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας. Τα νοικοκυριά είναι αντιμέτωπα με διακοπές ρεύματος και αδυνατούν να καλύψουν βασικές διατροφικές ανάγκες, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων έχει συρρικνωθεί δραματικά, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εδώ και μήνες παλεύουν για να αποφύγουν το λουκέτο.
Την ώρα που η κοινωνική συνοχή απειλείται, η κυβέρνηση επιμένει να καλύπτει την αισχροκέρδεια. Η αδράνεια και τα ανεπαρκή επιδόματά της επιδεινώνουν και πολλαπλασιάζουν την κρίση. Την πλέον κρίσιμη στιγμή, η χώρα μας έχει μια κυβέρνηση που δεν δρα, κυρίως όμως δεν νιώθει, και προσβάλλει αδιάλειπτα τους πολίτες.
Η πολιτική αλλαγή είναι επείγουσα ανάγκη. Η χώρα χρειάζεται μια προοδευτική κυβέρνηση, που από την πρώτη μέρα θα κηρύξει τον πόλεμο στην ακρίβεια με ρύθμιση της αγοράς ενέργειας, επιβολή πλαφόν στις τιμές και κατάργηση της ληστρικής ρήτρας αναπροσαρμογής, ελάφρυνση φορολογικών υποχρεώσεων στην ενέργεια και στα τρόφιμα και αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ.”