Το μήνυμα του δημάρχου Βόρειας Κέρκυρας για την εθνική επέτειο.
Το μήνυμα
Στη ροή του πανδαμάτορος χρόνου, προβάλλει και πάλι αιγλοβολούσα η 82η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, ημέρα ορόσημο στη νεότερη ιστορία μας.
Είναι η ημέρα στην οποία συμπυκνώθηκαν όλες οι ιστορικές καταβολές του λαού μας, όλες οι αρετές, οι αξίες και τα ιδανικά του. Όπως είχε πει ο αείμνηστος παιδαγωγός και φιλόσοφος ο Ευάγγελος Παπανούτσος: «Εμείς αυτή την ημέρα έχουμε να κάνουμε κάτι άλλο, πολύ μεγάλο: Να ξαναζωντανέψουμε στη μνήμη μας την 28η Οκτωβρίου του 1940, να θυμηθούμε σε ποιους θριάμβους οδηγεί η ομοψυχία ένα λαό (όσο μικρός και να είναι, όποιους κι αν έχει αντιπάλους) και σε ποιες αθλιότητες η αδελφική διένεξη».
Ενόψει αυτής της μεγάλης επετείου καταφεύγουμε στη φλογισμένη πένα των πνευματικών ανθρώπων εκείνης της εποχής για να αντλήσουμε δύναμη από το υψηλό φρόνημα, το ψυχικό σθένος, την αξιοπρέπεια, την πνευματική έξαρση, τον ακατάβλητο ηρωισμό και τη γενναιότητα των προγόνων μας, της γενιάς του Σαράντα.
Κι αυτό σαν αντίβαρο της πρωτοφανούς καταιγίδας σε αχαρτογράφητα νερά που διέρχεται η χώρα και οι τοπικές κοινωνίες μας ,η οποία επηρεάζει όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, την καθημερινότητα και την ζωή όλων μας , κάνοντας το μέλλον να φαντάζει αβέβαιο και ζοφερό.
Ο Άγγελος Σικελιανός θα δημοσιεύσει στις 15 Νοεμβρίου 1940 στη «Νέα Εστία» το ποίημα «Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη 1940»:
«…Κανείς δεν θα ξεφύγει τη γενιά του!/ το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή/ που βγαίνοντας από τη λησμονιά του/ στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί/ Ελέγαμε: Ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε:/ Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα, όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν ιστορικό ρυθμό!/ Ω, δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω, ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου! Και μαζί, ω γιγάντια πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία, …Νικητές, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της ανάπλασης ολόκληρης της γης!…»
Ω Μέρα-Μάννα, που μας έσπασες ακέρια κι ως το ύστατο, όλα τα κρυφά εσωτερικά δεσμά μας! Ω κοσμοϊστορική Ελευθερία, τόσο βαθειά λαχταρισμένη! Να Σε! Σε κατέχουμε! Σε νιώθουμε! Σε θέλουμε! Και θε να σε κρατήσουμε όλοι, στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα των Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940, κι ως με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε, είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου, θα βρισκόμαστε στα σπλάχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί!»
Ο Ελύτης στο «Άσμα Ηρωίκό και πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»:
«…Ήταν γενναίο παιδί/ με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του/ με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά/ και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι/ (φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό/ που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)/ με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά/-Φωτιά στην άνομη φωτιά!-/ με το αίμα πάνω από τα φρύδια/ τα βουνά της Αλβανίας βοντήξανε/ ύστερα λυώσαν το χιόνι να ξεπλύνουν/ το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής/ και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο/ και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας./ Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας/ δεν έκλαψαν/ γιατί να κλάψουν/ ήταν γενναίο παιδί!».
Κι ακόμα στο «Μάνα και γιός» (1940) του Νικηφόρου Βρεττάκου:
«Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε/ κι η μάνα κράταε τα βουνά, ορθός να στέκει ο γιος της, μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο./ Κι αχολόγαγε η Πίνδος/ σα να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν/ τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν/ οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν «Ίτε παίδες Ελλήνων…»./ Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταυρώναν στον ορίζοντα,/ Ποτάμια, πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν».
Ο πρεσβύτης Κωστής Παλαμάς θα γράψει το ποίημα «Στη νεολαία μας»:
«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη/ το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι/ αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα:/ Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».
Ο Τίμος Μωραϊτίνης θα γράψει το ποίημα «Ελληνίδες»:
«Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει/ και ξενυχτάει δουλεύοντας για την Πατρίδα/ κι ενώ σκυμμένη πλέκει/ έχει ψηλά το μέτωπο η Ελληνίδα./ Και τα βελόνια γίνονται σπαθιά/ που βγαίνουν απ’ τη χρυσή τους θήκη/ ν’ αγωνιστούνε με το νιο πολεμιστή./ Και πλέκουν ως τη νύχτα τη βαθιά/ κι είναι άσωστη κι ατέλειωτη η κλωστή, όσο κι η Νίκη».
Στα «Φύλλα Ημερολογίου(1941-1943)» του Ασημάκη Πανσέλληνου διαβάζουμε με ημερομηνία 13/12/41
«Πείνα και αθλιότης στους δρόμους και στα σπίτια. Οι άνθρωποι πρήζονται. Πεθαίνουν στους δρόμους. Οι Γερμανοί αφαιρούν το παν. Τα τρόφιμα έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Το θέαμα ανθρώπων αναίσθητων από την πείνα στα πεζοδρόμια της Λεωφόρου Πανεπιστημίου είναι κάθε μέρα συχνότερο.[…] Στο σταθμό μια γυναίκα πέφτει μπροστά μου σαν κεραυνόπληκτη. Την σηκώνουν, μαζεύεται κόσμος και της δίνει λεφτά. Τι να τα κάνει;».
Κι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος αποδίδει την ατμόσφαιρα αυτών των ημερών στο ποίημα «Οκτώβρης 1940»
«Ανοίγουν τα παράθυρα/ κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι./ Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες./ Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας/ κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας».
Ο Γιώργος Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του την πρώτη ημέρα του πολέμου, 28 Οκτωβρίου 1940:«Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτα άλλο. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω απ’ τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι».
Στις 15 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύεται άρθρο του Στρατή Μυριβήλη «Η ώρα της Ιστορίας» στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τεύχος 334):«…Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποία αντίκρισαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο στην ιστορία του έθνους μας ολόκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της (…) Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλής. Δε θα ‘ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρο της , είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μια ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευτική τρέλα».
Ο Ηλίας Βενέζης τόνιζε:
«Δεν ήταν μόνο για τ’ αγαθά τους, για την ξερή τους γη, για το γυμνό τους βράχο που είπαν «ΟΧΙ» οι Έλληνες. Ήταν για την ελπίδα που κινδύνευε».
Και ο διακεκριμένος φιλόσοφος, λογοτέχνης, καθηγητής πανεπιστημίου και πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που ήταν εξόριστος στην Κάρυστο, έγραφε: «Λαός ολόκληρος ενθουσιώδης και αποφασισμένος. ‘Όποιος χύσει το αίμα του δεν θα το χάσει. Ζήτω η Ελλάς». Ναι, ζήτω η Ελλάς!
«Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα» Γιάννης Ρίτσος, Οκτώβρης 1940.»
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940!
Τιμή και δόξα στους ενδόξους προγόνους μας!