Ανακοίνωση του τοπικού ΚΚΕ με την οποία καταγγέλλει ότι ακόμη δεν έχουν ανοίξει οι βρεφικοί σταθμοί του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας, ενώ, παραθέτει και φωτογραφικό υλικό από τα προβλήματα που υπάρχουν.
Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Σε αδιέξοδο βρίσκονται δεκάδες οικογένειες, των οποίων τα παιδιά τον Σεπτέμβριο του 2021 έμειναν εκτός βρεφονηπιακών σταθμών στο Δήμο Κεντρικής Κέρκυρας & Διαποντίων Νήσων. Μετά την απόρριψη 70 περίπου βρεφών, η Δημοτική Αρχή ανακοίνωσε το άνοιγμα δυο νέων βρεφικών σταθμών στο κέντρο της πόλης, στο κτίριο του ΚΑΠΠΗ και στον 4ο Παιδικό Σταθμό οι οποίοι, σύμφωνα με τις εξαγγελλίες, επρόκειτο να λειτουργήσουν στις αρχές Δεκεμβρίου του 2021 μετά την αναγκαία ανακαίνιση και μετατροπή των κτιρίων. Το πρόβλημα είχε φανεί από τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν και πάλι είχαν μείνει εκτός σταθμών 40 βρέφη αλλά η Δημοτική Αρχή δεν είχε τον ανάλογο προσανατολισμό και σχεδιασμό για έγκαιρη λύση του προβλήματος.
Επτά μήνες μετά την αρχή της σχολικής χρονιάς και τέσσερις μήνες μετά τις αρχικές υποσχέσεις, κανείς από τους δυο σταθμούς δεν έχει λειτουργήσει. Από τις αρχές του 2022, η αρμόδια υπηρεσία (ΣΥΚΟΙΠΑ) σε απαντήσεις προς τους γονείς μεταθέτει την έναρξη λειτουργίας τους από μήνα σε μήνα. Στο τελευταίο Δημοτικό Συμβούλιο, η εντεταλμένη σύμβουλος για θέματα Παιδείας και πρόεδρος του ΣΥΚΟΙΠΑ, ανακοίνωσε την έναρξη λειτουργίας τους στις αρχές Απριλίου αποδίδοντας την κατάσταση στην καθυστέρηση των εργασιών από τους εργολάβους. Εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιος έχει την ευθύνη για την επίβλεψη και την ολοκλήρωση του έργου. Γιατί δεν ελήφθησαν έγκαιρα μέτρα αφού διαπιστώθηκαν καθυστερήσεις;
Η κατάσταση, σήμερα 4 Απριλίου έχει ως εξής: ο σταθμός που στεγάζεται στο κτίριο του ΚΑΠΠΗ είναι έτοιμος –σύμφωνα με τα λεγόμενα των αρμοδίων– αλλά παραμένει αδιευκρίνιστο πότε θα ανοίξει καθώς δεν έχει γίνει καμία ειδοποίηση των γονέων. Ιδιαίτερα απογοητευτική είναι η κατάσταση στον πρώην 4ο Παιδικό Σταθμό, όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες που επισυνάπτουμε. Δε χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει ότι υπολείπονται πολλές εργασίες για την ολοκλήρωση του (δάπεδα, είδη υγιεινής, διαμόρφωση εξωτερικού χώρου κλπ), οι οποίες είναι αδύνατον να ολοκληρωθούν τις επόμενες μέρες. Η πολιτική υποστελέχωσης των Δήμων, που σε άλλες συνθήκες θα μπορούσαν οι ίδιοι να προβαίνουν σε ανακαινίσεις κτηρίων και υποδομών, τελικά κρατά τους γονείς και τα παιδιά δέσμιους των εργολάβων και των κερδών τους παίζοντας με την αγωνία τους τόσο καιρό τώρα. Η κατάσταση αυτή είναι αποκλειστική ευθύνη της Δημοτικής Αρχής που συμφωνεί και υλοποιεί αυτές τις κατευθύνσεις.
Στο ίδιο πλαίσιο, το προσωπικό που εργάζεται στους παιδικούς σταθμούς είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό συμβασιούχοι ενώ οι ανάγκες είναι πάγιες και γνωστές. Όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι, βρίσκονται κάθε έτος σε καθεστώς εργασιακής ομηρίας χωρίς να γνωρίζουν πότε και αν θα πιάσουν δουλειά.
Οι τεράστιες ελλείψεις στη δημόσια προσχολική αγωγή, επί της ουσίας σπρώχνει τους γονείς στους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς τινάζοντας στον αέρα το εισόδημα τους, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει δεχτεί απανωτά πλήγματα λόγω της πανδημίας, αλλά και σήμερα με την ακρίβεια, τις ανατιμήσεις στην ενέργεια κλπ. Όσοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα κρατάνε τα παιδιά στο σπίτι βρίσκοντας άλλες λύσεις, στερώντας τους ένα περιβάλλον που θα μπορούσε να συμβάλει ακόμη καλύτερα στην ολόπλευρη ανάπτυξή τους.
Παράλληλα, κυβέρνηση και τοπική διοίκηση αντί να ενισχύσουν τις δομές της δημόσιας προσχολικής αγωγής πλασάρουν τάχα καινοτόμες δράσεις όπως το αναχρονιστικό και αντιπαιδαγωγικό πρόγραμμα «Νταντάδες της γειτονιάς», που υλοποιείται από το Δήμο Βόρειας Κέρκυρας αυτό το διάστημα. Τα προγράμματα αυτά, τα οποία ακολουθούν τις οδηγίες της ΕΕ για την αποψίλωση των κοινωνικών υπηρεσιών, δεν είναι τίποτα περισσότερο από «κατ’ οίκον φύλαξη» των παιδιών, μακριά από τις ανάγκες των βρεφών και των νηπίων για επιστημονικά οργανωμένη κοινωνική προσχολική φροντίδα. Ταυτόχρονα, ανακυκλώνουν την ανεργία των γυναικών δίνοντας πρόσκαιρα ένα λειψό μεροκάματο.
Είτε σαν εμπόρευμα που πρέπει να ακριβοπληρώσει κάθε οικογένεια, είτε σαν «εργαλείο» για την αύξηση των ποσοστών απασχόλησης των γυναικών, είτε σαν προσοδοφόρα «επένδυση» για την καπιταλιστική οικονομία, το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουν την Προσχολική Αγωγή οι κυβερνήσεις θέτει στο περιθώριο τις ανάγκες και τα δικαιώματα των παιδιών, σε μία τρυφερή ηλικία όπου μπαίνουν οι βάσεις για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και τη διανοητική εξέλιξη του νέου ανθρώπου.
Οι λαϊκές οικογένειες, το οργανωμένο εργατικό κίνημα πρέπει να διεκδικήσει αποκλειστικά δημόσιους, δωρεάν, σύγχρονους και ασφαλείς παιδικούς σταθμούς. Με κτιριακή επάρκεια, καταλληλότητα υποδομών, ποιότητα γευμάτων, με μόνιμο, εξειδικευμένο και επαρκές προσωπικό και με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.