Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής πραγματοποίησε ο Βουλευτής Κέρκυρας της Νέας Δημοκρατίας, Στέφανος Γκίκας, κατά την συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών.»
Ο Στέφανος Γκίκας τόνισε ότι πρόκειται για μία πολύ σοβαρή νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης που αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών «και στη βελτιστοποίηση της δράσης της ΕΥΠ, η οποία προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην Πατρίδα. Επιδιώκεται επιπλέον η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών από λογισμικά και συσκευές παρακολούθησης, η αναβάθμιση της κυβερνοασφάλειας και η αποτελεσματικότερη προστασία των φυσικών προσώπων από διαρροές προσωπικών δεδομένων.», είπε χαρακτηριστικά.
Επεσήμανε επιπλέον ότι σε αυτό το πλαίσιο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση να βρεθεί «η σωστή ισορροπία μεταξύ της προστασίας των ατομικών ελευθεριών και της εθνικής ασφάλειας».
Αναλύοντας τις σημαντικότερες ρυθμίσεις, ο Βουλευτής στάθηκε στο γεγονός ότι αίτημα για άρση του απορρήτου θα μπορούν να υποβάλλουν πλέον μόνο η ΕΥΠ και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Ανέφερε, ότι για την τεκμηρίωση του αιτήματος προβλέπονται αυστηρά προαπαιτούμενα «αφού θα πρέπει να διευκρινίζονται μεταξύ άλλων, οι λόγοι που στοιχειοθετούν τον κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και η αναγκαιότητα για την άρση του απορρήτου για την αντιμετώπιση του κινδύνου».
Επιπλέον, εξήγησε ότι το αίτημα απαιτεί διπλή εισαγγελική έγκριση, αφού θα ελέγχεται πρώτα από τον εισαγγελέα της οικείας υπηρεσίας και στην συνέχεια από Εισαγγελέα Εφετών ή Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Σε αυτό το σημείο ότι Στέφανος Γκίκας υπενθύμισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταργήσει τη δεύτερη εισαγγελική έγκριση, την οποία επανέφερε η Κυβέρνηση με ΠΝΠ τον περασμένο Αύγουστο.
Σε ότι αφορά στα πολιτικά πρόσωπα, όπως σημείωσε ο Βουλευτής, προστίθεται και «τρίτο ελεγκτικό φίλτρο», αφού εφόσον υπάρχουν «στοιχεία που καθιστούν άμεση αλλά και πολύ πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας», η ΕΥΠ θα οφείλει να υποβάλλει το αίτημα στον Πρόεδρο της Βουλής, προτού περάσει από τη διαδικασία της διπλής εισαγγελικής κρίσης.
Ο κ. Γκίκας χαρακτήρισε την ενημέρωση του προσώπου που υπέστη την άρση του απορρήτου ως «ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα». Εκτίμησε ότι το προβλεπόμενο από το νομοσχέδιο χρονικό διάστημα των 3 ετών μετά την παύση της άρσης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός της, «είναι ένα εύλογο χρονικό διάστημα». Τριμελές όργανο που απαρτίζεται από τους δύο δικαστικούς λειτουργούς και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ θα κρίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, αν από την ενημέρωση του θιγόμενου απειλείται η εθνική ασφάλεια.
Αναφορικά με τις αλλαγές που γίνονται στην ΕΥΠ, ο Στέφανος Γκίκας, χαρακτήρισε εύστοχη την πρόβλεψη ως Διοικητής να ορίζεται «πρόσωπο που προέρχεται από το Διπλωματικό Σώμα ή είναι απόστρατος Ανώτατος Αξιωματικός των ΕΔ ή ΣΑ. Αναμφίβολα, οι γνώσεις και η συσσωρευμένη εμπειρία που έχουν αυτοί οι άνθρωποι ενδείκνυνται για τη συγκεκριμένη θέση», είπε.
Έκανε επιπλέον ειδική αναφορά στις 3 νέες δομές, που προστίθενται στην ΕΥΠ, προκειμένου να ενισχυθούν η διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα και ο εσωτερικός έλεγχος της Υπηρεσίας. Πρόκειται για την Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου, το Γραφείο Τύπου και Επικοινωνιών και την Ακαδημία Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας.
Ο Στέφανος Γκίκας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι «η χώρα μας πρωτοπορεί και γίνεται το πρώτο κράτος της ΕΕ που νομοθετεί ένα αυστηρό πλαίσιο που φτάνει στην καθολική απαγόρευση των λογισμικών».
Εξήγησε ότι η χρήση λογισμικών παρακολούθησης γίνεται ξανά κακούργημα και θα τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 ετών, ενώ η εμπορία και κατοχή λογισμικών γίνεται ξανά πλημμέλημα που τιμωρείται με φυλάκιση 2 έως 5 ετών. Τόνισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019, λίγες ημέρες πριν τη διάλυση της Βουλής, υποβάθμισε τη χρήση των λογισμικών σε πλημμέλημα, ενώ αποποινικοποίησε την κατοχή τους.
Επεσήμανε επιπλέον ότι εντός μίας εβδομάδας από την έναρξη ισχύος του νόμου θα δημοσιευθεί από την ΕΥΠ κατάλογος με παράνομα λογισμικά και συσκευές παρακολούθησης. Επίσης, «κατοχυρώνεται η δυνατότητα προμήθειας κατασκοπευτικών λογισμικών και από το Δημόσιο, με τις προϋποθέσεις να καθορίζονται από Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο – όπως προβλέπεται εξάλλου – θα έχει ελεγχθεί από το ΣτΕ ως προς την συνταγματικότητα.»
Κλείνοντας την ομιλία του ο Στέφανος Γκίκας συμπέρανε:
«Με το σχέδιο νόμου το Υπουργείο Δικαιοσύνης πρωτοπορεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θεσπίζει ένα σύγχρονο και αυστηρό πλαίσιο για τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και τη χρήση λογισμικών παρακολούθησης.
Στόχος είναι η θωράκιση της εθνικής ασφάλειας και η προστασία από κινδύνους, όπως είναι οι κυβερνοεπιθέσεις, αλλά και η προστασία των ατομικών ελευθεριών και προσωπικών δεδομένων.
Είναι ενδεικτικό ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Επιτροπή PEGA του Ευρωκοινοβουλίου δεν έκαναν παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου, παρόλο που πρόκειται για το αυστηρότερο πλαίσιο που θεσπίζεται στην ΕΕ.
Τέλος, θέλω να τονίσω την αναγκαιότητα της ΕΥΠ, η οποία επιτελεί πολύ σημαντικό έργο για την Πατρίδα μας. Με τις νέες ρυθμίσεις θα γίνει ακόμη πιο αποτελεσματική και θα λειτουργεί με μεγαλύτερη διαφάνεια.»