Κατά τη συζήτηση της έκθεσης προόδου της Εθνικής Αρχής Προσβασιμότητας στην Επιτροπή Ισότητας της Βουλής, μίλησε ο πρόεδρος της ΕΣΑμεΑ Ιωάννης Βαρδακαστάνης, την Τρίτη 5 Απριλίου.
Ο κ. Βαρδακαστάνης χαρακτήρισε την Αρχή ένα σημαντικό θεσμό που μπορεί να διαδραματίσει ένα τεράστιο ρόλο στην αξιολόγηση της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Δράσης, που επειδή έχει ορίζοντα πέρα από την κυβερνητική θητεία μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης, «θα πρέπει να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε την επέκτασή του». Αναφερόμενος στα αναπηρικά επιδόματα και στο ελάχιστον εγγυημένο εισόδημα, τόνισε για ακόμη μία φορά ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη «να υπάρξει τουλάχιστον τιμαριθμική αναπροσαρμογή τους. Ζούμε σε πολυτάραχη εποχή, δεν ξέρουμε σε τι ύψη θα φτάσει ο πληθωρισμός. Οι μεγαλύτεροι χαμένοι είναι οι πλέον ευάλωτοι, τα άτομα με αναπηρία, χρόνιες παθήσεις και οι οικογένειές τους. Ειδικά τα αναπηρικά επιδόματα έχουν να αυξηθούν από το 2011».
Ο κ. Βαρδακαστάνης ζήτησε την αναπροσαρμογή και την επέκταση του Σχεδίου Δράσης, καθώς πολλές δράσεις δεν έχουν εξελιχθεί ως όφειλαν. Κομβικό ζήτημα τα υπουργεία να εργάζονται σύμφωνα με τις επιταγές της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, που αποτελεί ψηφισμένο νόμο του κράτους. Ο κ. Βαρδακαστάνης έφερε ως παράδειγμα το μόλις κατατεθέν νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας, που βρίθει διατάξεων αντίθετων με τη Σύμβαση: πετά εκτός της ΕΣΑμεΑ από το ΔΣ του ΕΟΠΥΥ, ένα σημαντικό θεσμό για τα άτομα με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις, καθώς έδινε στους τελευταίους την ευκαιρία να μετέχουν στο σχεδιασμό των πολιτικών. Στο ίδιο νομοσχέδιο η αναγνώριση διαφόρων συλλόγων ασθενών φαλκιδεύει την εκπροσώπηση του αναπηρικού κινήματος και έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 της Σύμβασης.
Στη συνεδρίαση μίλησαν ο υπουργός Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτης, η υφυπουργός για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου, ο πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Προσβασιμότητας Κ. Στεφανίδης, οι δύο αντιπρόεδροι της ΕΑΠ Ελευθερία Μπερνιδάκη – Άλντους και Μαρίλυ Χριστοφή και ο Συνήγορος του Πολίτη, Ανδρέας Ποττάκης.
Ακολούθησαν παρεμβάσεις και ερωτήσεις από τους βουλευτές της Επιτροπής.