Θα μπορούσε ίσως να έχει επιλεγεί η πλατεία της πόλης που εδώ και τρία χρόνια φέρει το όνομα του πατέρα του, Μάχου Ρούση, στην κορυφή της οδού Ιονίου Ακαδημίας, αλλά είναι πράγματι ταιριαστός και ο όμορφος «Κήπος του Λαού», πλάι στα Παλαιά Ανάκτορα της πόλης μας, που επελέγη για την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιώργου Ρούση, πανεπιστημιακού, αριστερού διανοητή και πολυγραφότερου Κερκυραίου συγγραφέα των σαράντα τελευταίων ετών.
Αναφερόμαστε βεβαίως στην εκδήλωση που διοργανώνεται την Παρασκευή 19 Αυγούστου στις 8 το βράδυ για την παρουσίαση του νέου βιβλίου «Αστική Δημοκρατία – Εγχειρίδιο επαναστατικής χρήσης». Ο Γ. Ρούσης είναι ο συγγραφέας του. Η μελέτη του παρουσιάζεται από τον εκδοτικό οίκο «Σύγχρονη Εποχή» του ΚΚΕ. Είναι επίκαιρη, θα λέγαμε, από πολλές απόψεις και για την Κέρκυρα.
Έρχεται το βιβλίο αυτό, βλέπετε, σε μια περίοδο που, πολύ περισσότερο μετά και την αποκάλυψη του βούρκου των τηλεφωνικών υποκλοπών, φαίνεται να αυξάνονται και να πληθύνονται σε τοπικά ΜΜΕ διάφορα δημοσιεύματα, άρθρα και αναλύσεις τόσο για την ποιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας μας όσο και για την προοπτική μιας «προοδευτικής» ή «δημοκρατικής» κυβέρνησης στη χώρα μας με κορμό το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, εναλλακτικά προς την υπάρχουσα κυβέρνηση του πιο συντηρητικού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της ισχύουσας κοινωνικοπολιτικής δομής. Μολονότι το βιβλίο δεν αναφέρεται ευθέως στα συγκεκριμένα ζητήματα με τους όρους που τίθενται σήμερα, μια ματιά θα πείσει ότι απαντά σε κρίσιμα ερωτήματα που έχουν εγερθεί στον δημόσιο λόγο για όλα αυτά.
Την -αστική βεβαίως- δημοκρατία που βιώνουμε καθημερινά διερευνά, αναλύει και αποτιμά το νέο αυτό βιβλίο.
Ο συγγραφέας του, ασφαλώς, δεν είναι άγνωστος. Γιος του Τηλέμαχου -Μάχου, όπως τον έλεγαν όλοι- Ρούση, κοινωνικού και πολιτικού αγωνιστή μα και πρωτεργάτη σε αμέτρητες παραδοσιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις κάθε είδους στο νησί μας, ο Γιώργος Ρούσης (1948, Κέρκυρα) έχει ήδη στο ενεργητικό του, σε τέσσερις δεκαετίες (1983- 2022), συνολικά 18 βιβλία με ισάριθμες θεωρητικές – ιδεολογικές και πολιτικές πραγματείες του, αν δεν ξεχνάμε κάποια, που κυκλοφόρησαν από τους εκδοτικούς οίκους «Σύγχρονη Εποχή», «Εκδόσεις Γκοβόστη», «Τόπος» και «Στάχυ». Εκτός αυτών, έχει εκδώσει τουλάχιστον δύο άλλα βιβλία με δοκίμια εξειδικευμένου επιστημονικού αντικειμένου και ένα διήγημα, ενώ έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα-βιβλία για ιδεολογικά και άλλα θέματα και έχει επιμεληθεί έκδοση για ορισμένες πλευρές θέσεων του Καρλ Μαρξ.
Η συγγραφική του διαδρομή, εστιασμένη στον χώρο των σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών ιδεών και της πολιτικής θεωρίας και των εφαρμογών της, είχε ξεκινήσει το 1983, με μια μελέτη για το θέμα της συμμετοχής εκπροσώπων των εργαζομένων σε διοικητικά όργανα μεγάλων επιχειρήσεων. Στο σύνολό τους τα 18 βιβλία του αφορούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μπορεί να πει κανείς, στη δημοκρατία και σε μια πραγματικά φωτεινή κι ελεύθερη κοινωνία.
Αγωνιστής στον χώρο της Αριστεράς με το βλέμμα του πάντα στραμμένο προς μια σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία, πολιτικά τοποθετημένος επί μακρόν στο ΚΚΕ και σε κάποια φάση στον παράπλευρο θα έλεγε κανείς χώρο της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, τον περασμένο Νοέμβριο από την Αθήνα είχε στείλει στην Κέρκυρα, για την εκδήλωση του ΚΚΕ στη μαρτυρική νησίδα Λαζαρέτο με ομιλητή τον Γενικό Γραμματέα του Δημήτρη Κουτσούμπα, το εξής χαιρετιστήριο μήνυμα: «Η καρδιά μας σήμερα χτυπάει από ‘δω στο Λαζαρέτο. Οι λαϊκοί αγωνιστές που υπέφεραν εκεί την Κατοχή, μεταξύ των οποίων και ο ακατάβλητος μέχρι τη δύση του Μάχος Ρούσης, όλοι και, ακόμη περισσότερο, όσοι αντιμετώπισαν εκεί μετά την Κατοχή το εκτελεστικό απόσπασμα βροντοφωνάζοντας υπέρ του ελληνικού λαού και του Κόμματος της Αντίστασης, δεν ξεχνιούνται. Η αγωνιστική συμπόρευσή τους με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας δείχνει σε όλους μας τον δρόμο για το καλό του λαού». Είχε προηγηθεί μέσα στο 2021 άλλη δήλωσή του για τη συμπαράταξή του με το ΚΚΕ.
Ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θητεία στην πανεπιστημιακή κοινότητα από το 1980, έχει διδάξει επίσης Πολιτική Θεωρία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθήνας και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και καθιερώθηκε στον εκδοτικό χώρο ως διανοητής της κομμουνιστικής αριστεράς. Οι θεωρητικές του αναζητήσεις περιστρέφονται, κυρίως, στα ζητήματα του κράτους και της χειραφέτησης του ανθρώπου, από τη μαρξιστική σκοπιά.
Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το θέμα του νέου βιβλίου του. Έχει ήδη δικαίως όμως χαρακτηριστεί το βιβλίο ως «ένα πολυεπίπεδο ανατρεπτικό πόνημα».
Για να σταθούμε μόνο σε λίγους τίτλους των περιεχομένων της έκδοσης αυτής, που μπορεί να αποκληθεί συνοπτικά «Αστική Δημοκρατία» (σελ. 184), ας σημειώσουμε καταρχάς ότι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η συναινετικά αποδεκτή αστική δημοκρατία», όπως τη βιώνουμε με ένα «δίπολο βίας και δόλου» ως «συστατικό κάθε αστικού κράτους», δεν είναι, τελικά, παρά «η πλέον αποτελεσματική μορφή για την υπεράσπιση της εξουσίας του κεφαλαίου».
Στο ευρύτερο πλαίσιο ενός κράτους που αποτελεί, όπως αναφέρει, έκφραση της «δικτατορίας της αστικής τάξης» πάνω στον λαό, η συναινετικά αποδεκτή αστική δημοκρατία του είναι ο μοχλός του.
Υπάρχει, όπως υποστηρίζει ο Ρούσης, μια «νομοτελειακή τάση αντιδραστικοποίησης της αστικής δημοκρατίας», σαν αυτή ίσως που βιώνουμε και τώρα. Είναι αναμενόμενη μάλιστα «η όξυνσή της σε περίοδο κρίσης» ακόμα και πιο απλής από αυτή που επίσης βιώνουμε. Επιπλέον, υπάρχουν σαφή «κοινωνικά όρια» και σαφής «ταξικός χαρακτήρας» στην «πολιτική χειραφέτηση που σηματοδοτεί η αστική δημοκρατία» με τη λειτουργία της.
Εξηγεί τις θέσεις του αυτές αναλυτικά, με τρόπους που δίνουν ξεκάθαρα αρνητικές απαντήσεις σε ερωτήματα, θα λέγαμε, που βασανίζουν μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, όσον αφορά τη μία ή την άλλη απλή κυβερνητική εναλλαγή και τα δικά του συμφέροντα.
Το βιβλίο αμφισβητεί και ανατρέπει, σύμφωνα με τον συγγραφέα, καταρχάς την κυρίαρχη περί δημοκρατίας αντίληψη, την οποία και θεωρεί ότι δολίως καλλιεργούν οι ιδεολόγοι της κυρίαρχης τάξης, με βάση την οποία δήθεν μπορεί να υπάρξει υπερταξική δημοκρατία γενικώς και αορίστως. Επίσης, θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο την άποψη περί φιλολαϊκού χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας όσο και τη λογική του «δημοκρατικού τόξου» και του «μετώπου των δημοκρατικών δυνάμεων».
Ανατρέπει την αντίληψη που θεωρεί ότι τα ίσα πολιτικά δικαιώματα, που παραχωρούνται στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας στην αφηρημένη οντότητα του πολίτη, εξασφαλίζουν και την κοινωνική ισότητα των πραγματικών ανθρώπων. Υποστηρίζει ότι η αστική δημοκρατία είναι «η πλέον πρόσφορη μορφή» εξυπηρέτησης των συμφερόντων του κεφαλαίου στον βαθμό που μέσω αυτής τα συμφέροντα αυτά υπηρετούνται συναινετικά. Θέτει ζητήματα σχετικά με τις δυνατότητες «αξιοποίησης» της αστικής δημοκρατίας «για την ανατροπή της δικτατορίας του κεφαλαίου» και «την ανώτερη από την αστική, σοσιαλιστική δημοκρατία», εξετάζοντας την τελευταία όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως μιαν «αναγκαία μεσολάβηση για να οδηγηθούμε στην εξαφάνιση των τάξεων και τη συνεπαγόμενη απονέκρωση του κράτους και της ίδιας της δημοκρατίας, ως αντίφασης εν τοις όροις, μια και δεν μπορεί να υπάρξει μη κατασταλτικό, ελεύθερο κράτος του δήμου ή λαού».
Συγχρόνως, αμφισβητεί ανατρεπτικά, επίσης, αντιλήψεις που συνοψίζονται στις θέσεις ότι «η αστική δημοκρατία συνιστά το τέλος της Ιστορίας» και ότι δήθεν «η αταξική, ακρατική κοινωνία είναι αδύνατο να υπάρξει στο μέλλον, είτε επειδή δεν υπάρχει πουθενά είτε επειδή επιχειρήθηκε και απέτυχε» στην πρώην Σοβιετική Ένωση ή αλλού.
Προηγήθηκε, το 2021, ένα άλλο από τα πιο πολυσυζητημένα βιβλία του Κερκυραίου αριστερού διανοητή.
Έφερε τον τίτλο «Χριστιανισμός – Μαρξισμός, βίοι παράλληλοι» (σελ. 320). Διαπραγματευόταν τη σχέση που μπορεί να αποδοθεί ανάμεσα στην πρωταρχική χριστιανική θεώρηση του κόσμου και την κοσμοθεωρία του μαρξισμού, συνεκτιμώντας, μεταξύ άλλων, τα λόγια του διεθνιστή επαναστάτη Τσε Γκεβάρα, σύμφωνα με τα οποία «την ημέρα που οι Χριστιανοί θα πάρουν στα σοβαρά την πίστη τους, η επανάσταση θα είναι ασταμάτητη».
Ζητούμενα, πάλι, μια δημοκρατία άλλου τύπου από αυτή που ζούμε, το δίκιο, μα και μια αταξική κοινωνία.
Ένα χρόνο νωρίτερα, το 2020, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ρούση «Ο μύθος της ελεύθερης βούλησης της πλειοψηφίας» (σελ. 160).
Σε αυτό το δοκίμιο τεκμαίρεται η αμφισβήτηση ή και η άρνηση αποδοχής της βούλησης της λαϊκής πλειοψηφίας, στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Αποδομείται έτσι «μία από τις βασικές αρχές αυτής της ψευτοδημοκρατίας» και αποκαλύπτεται «ο κίβδηλος χαρακτήρας της». Ο καπιταλισμός και με τη μορφή της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, «πέραν των άλλων δεινών, διαπλάθει ανελεύθερους ανθρώπους», όπως υποστηρίζεται. Παράλληλα, με την παραχώρηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, εμφανίζεται να αντιμετωπίζει ως ίσους πολίτες, άνισους στην πραγματική τους ύπαρξη ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι, από τη μία, αφήνει τους ανθρώπους να εκφράζονται «ελεύθερα» αφού προηγουμένως τους έχει αφαιρέσει το δικαίωμα να σκέφτονται «ελεύθερα», ενώ, από την άλλη, επιχειρεί να συγκαλύψει τις κοινωνικές ανισότητες, πίσω από το προσωπείο των ίσων πολιτικών δικαιωμάτων.
Το 2019 ο Ρούσης με το βιβλίο του «Εργατική τάξη και επανάσταση» (σελ. 304) είχε επισημάνει στο ενδιαφερόμενο αναγνωστικό κοινό πως, «περιέργως, ένα από τα πλέον σημαντικά, αν όχι το πιο σημαντικό ζήτημα σχετικά με την ανατροπή του καπιταλισμού και τη χειραφέτηση του ανθρώπου, είναι παραμελημένο από τους σύγχρονους μαρξιστές». Αναφερόταν, βεβαίως, «στον ρόλο της σύγχρονης εργατικής τάξης ως της κοινωνικής δύναμης, η οποία θα πρωτοστατήσει σε αυτήν την απελευθερωτική διαδικασία».
Το ερώτημα το οποίο προσπάθησε να απαντήσει στη σχετική μελέτη του είναι «κατά πόσο η σύγχρονη εργατική τάξη συνεχίζει να αποτελεί μία δυνάμει επαναστατική τάξη και, αν ισχύει κάτι τέτοιο, ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθηθεί έτσι ώστε να επέλθει η μετεξέλιξή της στην πράξη από τάξη καθεαυτή σε επαναστατική τάξη διεαυτήν».
Ένα άλλο τεράστιο θέμα είχε απασχολήσει το βιβλίο του «Ο ελεύθερος χρόνος μέτρο του πλούτου» (σελ. 200), που εκδόθηκε το 2017.
Όπως προκύπτει από τον τίτλο του, το βιβλίο διαπραγματεύεται τον παραλογισμό, όπως τον χαρακτηρίζει, ο χρόνος που κερδίζεται με την αυτοματοποίηση να παίρνει τη μορφή της ανεργίας και της έντασης της εκμετάλλευσης όσων συνεχίζουν να εργάζονται. «Σήμερα, με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής είναι δυνατόν, με προϋπόθεση την ανατροπή του καπιταλισμού, ο ελεύθερος χρόνος να γίνει κυρίαρχος και να είναι αυτός και όχι ο βαθμός εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο το μέτρο του πλούτου», όπως τονίζεται. Θεωρείται ότι η δραστική μείωση του χρόνου εργασίας – δίχως μείωση των απολαβών και εντατικοποίηση της εργασίας- πρέπει να αποτελέσει άμεση αγωνιστική διεκδίκηση για το λαϊκό κίνημα και τους φορείς του.
Τρία χρόνια νωρίτερα, το 2014, εκδόθηκε η μελέτη του Ρούση «Μετάβαση – Από τη δύναμη της συνήθειας στη διεκδίκηση της μαρξικής ουτοπίας» (σελ. 272).
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η λύση στη δομική κρίση του καπιταλισμού δεν μπορεί παρά να βρίσκεται εκτός των τειχών του. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο είναι ανάγκη ευρύτερες λαϊκές μάζες να τολμήσουν αυτήν την έξοδο, υπερνικώντας τη δύναμη της συνήθειας, η οποία, όπως καταδεικνύεται από την ιστορική εμπειρία και τις αναφορές σημαντικών στοχαστών όλων των εποχών, είναι πανίσχυρη. Από την άλλη, όμως, το ίδιο ισχυρή είναι και η ανάγκη της ελπίδας για έναν διαφορετικό καλύτερο κόσμο. Και αυτή η ελπίδα, η οποία όταν στηρίζεται στην πραγματικότητα, όπως ο μαρξισμός, μετατρέπεται σε επιστημονική ουτοπία, αποτελεί σήμερα μια πραγματική δυνατότητα που προσφέρεται στην ανθρωπότητα για να βγει από το λιβάδι των δακρύων». Χρειάζεται, ανέφερε, αγώνας και «για ένα νέο αντισυστημικό μεταβατικό “Είναι”, το οποίο θα πρέπει να στηρίζεται στο κεκτημένο επίπεδο συνειδητότητας των λαϊκών μαζών και να στοχεύει στην επαναστατικοποίησή του».
Το 2012, στον απόηχο των λαϊκών κινητοποιήσεων εναντίον των γνωστών μνημονίων, αναμφισβήτητη συμβολή του Ρούση στον αγώνα των ιδεών στην Ελλάδα ήταν το βιβλίο του «Από την κρίση στην επανάσταση» (σελ. 192), καθώς και άρθρα του.
Απέναντι στην παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, σημείωσε, τόσο η αρχή «η κίνηση είναι το παν, ο σκοπός δεν είναι τίποτα», δηλαδή ένας τακτικισμός δίχως στρατηγική, όσο και εκείνη του «όλα ή τίποτα», δηλαδή μιας στρατηγικής δίχως τακτική, οδηγούν σε αδιέξοδο όταν εκδηλώνονται. Σε αδιέξοδο οδηγεί, επίσης, η εναπόθεση των ελπίδων για ένα καλύτερο αύριο στο αυθόρμητο λαϊκό κίνημα και μόνον.
Στο βιβλίο αναπτυσσόταν, μεταξύ άλλων, η στρατηγική του «πολέμου θέσεων» του Ιταλού διανοητή Γκράμσι, του μεγάλου αυτού «θεωρητικού της επανάστασης στη Δύση», λαμβανομένων υπόψη των αντιφάσεων και των αδυναμιών της.
Το 2011 είχε εκδοθεί μελέτη του Κερκυραίου αγωνιστή και διανοούμενου για την όποια ιδεολογική σχέση του Καρλ Μαρξ με τον θεωρητικό του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν, με τον τίτλο «Μαρξ – Μπακούνιν για το σοσιαλιστικό κράτος» (σελ. 224).
Στο επίκεντρό της ήταν η σύγκρουση του Μαρξ με τον Μπακούνιν γύρω από τη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας σε συνέχεια μιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Αίσθηση είχε προκαλέσει το 2008 το βιβλίο του «Ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς – Η ετεροχρονισμένη επικαιρότητα της κομμουνιστικής χειραφέτησης» (σελ. 358).
«Ποιο το περιεχόμενο του κομμουνιστικού οράματος, έτσι όπως το προσδιόρισαν οι κλασικοί του μαρξισμού; Ενός οράματος το οποίο στη συνέχεια παραχαράχτηκε βάναυσα, εκτός από τους αντικομμουνιστές, τόσο από τους ρεφορμιστές όσο και κατά τη διάρκεια του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, με συνέπεια η κοινή γνώμη να έχει διαμορφώσει μια τελείως στρεβλή αντίληψη γι’ αυτό; Υπήρχαν άραγε την εποχή των κλασικών οι αντικειμενικές δυνατότητες ολοκλήρωσης αυτού του οράματος ή μήπως αυτές υπήρχαν στη Ρωσία του 1917; Μήπως οι κλασικοί εισήγαγαν την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό, εκτός των άλλων για να καλυφθεί κατά τη διάρκειά του η υστέρηση των υλικών παραγωγικών δυνάμεων που ήταν απαραίτητη για την ανώτερη φάση του κομμουνισμού ; Και αν ναι, τότε ποιο το περιεχόμενό του στην εποχή μας;», ήταν ορισμένα από τα ερωτήματα που έθεσε.
Είναι εκ των ων ουκ άνευ, αναρωτήθηκε, η αναγκαιότητα ενός υψηλού σε παγκόσμια κλίμακα επιπέδου ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων για την εδραίωση του κομμουνισμού; Το σημερινό βαθύ σκοτάδι κρύβει μέσα του το κομμουνιστικό μας μέλλον; Έτσι και αλλιώς, επισήμανε, ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς για να γνωρίσει την υλοποίηση του κομμουνιστικού οράματος που είχε τη μεγαλοφυΐα να προβλέψει.
Η «Σύγχρονη επαναστατική διανόηση» (σελ. 400) ήταν ο τίτλος βιβλίου του που εκδόθηκε το 2005.
Να το περίγραμμά του:
«Απέναντι στους διανοούμενους κέρβερους της εξουσίας, στους ενσωματωμένους στο σύστημα διανοούμενους, που συστηματικά προβάλλονται ως η μοναδική εκδοχή της διανόησης, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία. Πρόκειται για την εν δυνάμει επαναστατική, μαζικά προλεταριοποιημένη διανόηση και για τους λιγοστούς μη ενταγμένους στο κέντρο της παραγωγής και στην εργατική τάξη, επαναστάτες διανοούμενους; (…) Ποιος ο χαρακτήρας και ο ρόλος της επαναστατικής διανόησης σε μια εποχή που η αστική ιδεολογική ηγεμόνευση ενισχύεται, ενώ η ίδια η εργατική τάξη δεν περιορίζεται πια στα “μπλε κολάρα”, ούτε η διανόηση στους λιγοστούς αστούς εκτός παραγωγής διανοούμενους; Ποιες οι προϋποθέσεις ύπαρξης και λειτουργίας ενός, αναγκαίου σήμερα περισσότερο από ποτέ, πρωτοπόρου επαναστατικού συλλογικού διανοούμενου, που θα συνδυάζει τη συλλογική λαϊκή σοφία με τη θεωρητική γνώση, την πολιτική με την επιστήμη, το επαναστατικό πάθος με τη λογική;».
Ο Κερκυραίος αριστερός διανοητής δεν έχει παραλείψει να εντρυφήσει στην αρχαία ελληνική δημοκρατία και στην ουσία της. Καρπός σχετικής μελέτης του ήταν η έκδοση «Αρχαία δημοκρατία, για πάντα νέα» (σελ. 308) το 1999.
Να ορισμένες κρίσεις:
«Η σύγχρονη δημοκρατία, σε αντίθεση με ό, τι συνήθως υποστηρίζεται, δεν είναι ο γνήσιος απόγονος της αρχαίας δημοκρατίας, αλλά προϊόν τερατογένεσής της. Η διεύρυνση σε πλάτος της αφηρημένης έννοιας του πολίτη δεν καλύπτει τη συρρίκνωση σε βάθος της δημοκρατίας. Ακόμη πιο απόμακρες από τις αξίες της σύγχρονης δημοκρατίας είναι οι αξίες που πρόβαλε η φιλοσοφική κριτική της αρχαίας δημοκρατίας, η οποία απέβλεπε στην υπέρβαση των κοινωνικών ανταγωνιστικών αντιθέσεων και στην κυριαρχία της γνώσης διακηρύσσοντας την υπεροχή της εξουσίας των φτωχών απέναντι στην ολιγαρχία του πλούτου. Μήπως όμως η διακυβέρνηση από τους ίδιους τους πολίτες, θεμελιακό συστατικό της αρχαίας δημοκρατίας, δεν είναι παρά ένα μουσειακό είδος που μόνο σαν φάρσα μπορεί να επαναληφθεί; Η εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας και των σύγχρονων επαναστατικών εξουσιών, αλλά και η αντιφατική θεωρητική στάση απέναντι στην αθηναϊκή δημοκρατία από μέρους των σοσιαλιστών θεωρητικών πείθουν για το αντίθετο. Μας πείθουν ότι “αυτοί οι αρχαίοι μένουν πάντα νέοι” και ότι το μονοπάτι που πρώτοι άνοιξαν, παρά το ότι έχει βαλτώσει, μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί. Αν η αρχαία δημοκρατία αντιστοιχούσε σε μια περίοδο μετάβασης προς την κρατική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, μια γνήσια απόγονός της δεν μπορεί να υπάρξει παρά στα πλαίσια ενός μεταβατικού σταδίου απονέκρωσης του “παγερού τέρατος” του κράτους».
«Ο λόγος στην ουτοπία» (σελ. 312) τιτλοφόρησε ο συγγραφέας τρία χρόνια νωρίτερα, το 1996, ένα άλλο βιβλίο του, ενώ οι ιδέες της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας βάλλονταν παγκοσμίως σφοδρά, ως ξεπερασμένες και αναχρονιστικές.
Ο Ρούσης επέμεινε. Παρέμενε άλλωστε ζητούμενο «μια ανθρωποκεντρική κοινωνία πέρα από το φαύλο κύκλο της αποξένωσης και της αστικής ηγεμονίας», με επαναστάσεις και για «τη χειραφέτηση της προσωπικότητας». Τασσόταν με «τον ρεαλισμό της ουτοπίας». Εξάλλου ο ουτοπικός στοχασμός «συνέβαλε αποφασιστικά στην πρόοδο της ανθρωπότητας».
Είχε αφιερώσει το βιβλίο: «Στη μάνα μου (σ.σ.: την αγωνίστρια από την περίοδο της Κατοχής Γεωργία Ρούση) και τον πατέρα μου που πρώτοι μου άνοιξαν τα μάτια».
Εκείνη την περίοδο, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, εκδόθηκε επίσης η μελέτη του «Κομμουνισμός τέλος; Ή η αρχή της ιστορίας;» (σελ. 314).
Μπαίναμε, κατά την κρίση του, σε μια νέα αρχή.
Στην ίδια περίοδο χρονολογείται ακόμη, αν δεν κάνουμε λάθος, το επίσης αχρονολόγητο βιβλίο του «Το κράτος – Από τον Μακιαβέλι στον Βέμπερ» (σελ. 344).
Είχε γραφεί, μεταξύ άλλων, ως κριτική για εκείνο:
«Σε μια εποχή κυριαρχίας της εικόνας απέναντι στο λόγο και του λόγου που σχετίζεται με την τρέχουσα επικαιρότητα και την εμπορευματική αποτελεσματικότητα, απέναντι στο θεωρητικό στοχασμό, ένα βιβλίο που αναφέρεται στις κλασικές θεωρίες για το κράτος αποτελεί αναμφίβολα μια προσπάθεια ενάντια στο ρεύμα. Ακόμη περισσότερο αυτό συμβαίνει όταν αυτή ακριβώς η προσπάθεια στοχεύει όχι σε μια μουσειακού χαρακτήρα παράθεση των διαφόρων περί κράτους θεωριών και στην απολογητική αιτιολόγηση της κρατικής μορφής οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά στην αξιοποίησή τους στα πλαίσια μιας “ουτοπικής” θεωρητικής αναζήτησης υπέρβασης της κρατικά οργανωμένης κοινωνίας και στην χειραφέτηση της προσωπικότητας».
Το 1989 τυπώθηκε το βιβλίο του «Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής και ο σοσιαλισμός» (σελ. 168), στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών.
Σε αυτό εξεταζόταν «ο συσχετισμός του ασιατικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή μιας κοινωνίας δίχως ιδιωτική ιδιοκτησία, πιο ειδικά δίχως ιδιωτική ιδιοκτησία στη γη, στην οποία όμως υπήρχε μια μορφή κράτους και εκμετάλλευση του υπόλοιπου πληθυσμού από την αριστοκρατία του κρατικού μηχανισμού, με το σοσιαλισμό και τα γραφειοκρατικά φαινόμενα που μπορεί να εμφανιστούν σ’ αυτόν». Είχε επιχειρηθεί «μια σύγκριση του ασιατικού τρόπου παραγωγής και της σοσιαλιστικής γραφειοκρατίας».
Το 1988 ο Ρούσης εξέδωσε το βιβλίο «Σοσιαλισμός και περεστρόικα» (σελ. 298), μια σύνθετη μελέτη για την πολιτική αποδόμησης τελικά του σοσιαλισμού και παλινόρθωσης του καπιταλισμού που ακολούθησε η τότε ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης.
Ήταν «μια πρώτη προσέγγιση», όπως τονιζόταν, με δεδομένη, όπως σημείωνε, «την αδυναμία του συγγραφέα να παρακολουθήσει όλο το διάλογο που έχει αναπτυχθεί στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση γύρω από την ανασυγκρότηση». Διερευνούσε τις αλλαγές που βρίσκονταν σε εξέλιξη σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις, όταν υπήρχαν ακόμη ελπίδες ότι η γνωστή ως περεστρόικα πολιτική «ανασυγκρότησης» ή «ανοικοδόμησης» δεν θα οδηγούσε, τελικά, στα τραγικά καταστροφικά αποτελέσματα που απλώθηκαν παγκοσμίως.
Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1985, ο συγγραφέας εξέδωσε, προφητικά θα έλεγε κανείς, τη μελέτη του «Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία» (σελ. 222).
Εξέταζε τους κινδύνους γραφειοκρατικής δομής που είχε επισημάνει ο μεγάλος Ρώσος επαναστάτης και πρωτουργός της δημιουργίας του πρώτου στον κόσμο εργατικού – σοσιαλιστικού κράτους.
Το 1983, σε ηλικία 35 ετών, είχε εκδώσει το πρώτο θεωρητικό – ιδεολογικό και πολιτικό βιβλίο του, που έφερε τον τίτλο «Συμμετοχή των εργαζομένων – Πεδίο ταξικής πάλης ή ταξικής συνεργασίας;» (σελ.224).
Εστίαζε στις προσπάθειες του αστικού κράτους να εξασφαλίσει ταξική συναίνεση και υποταγή των εργαζομένων με αρμοδιότητες συμμετοχής εκπροσώπων τους, υπό όρους, σε ορισμένα διοικητικά όργανα σειράς επιχειρήσεων. Το βιβλίο του επανεκδόθηκε τουλάχιστον άλλες δύο φορές.
Κλείνοντας αυτή τη μικρή και ενδεικτική ματιά στη βιβλιοπαραγωγή του πολυγραφότατου συμπολίτη μας, ας σημειώσουμε, όσον αφορά την εκδήλωση, ότι για την «αιρετική» ίσως βάσει και του τίτλου της έκδοση του Γιώργου Ρούση «Αστική Δημοκρατία – Εγχειρίδιο επαναστατικής χρήσης» θα πουν τη γνώμη τους στον «Κήπο του Λαού» ο Χρήστος Μπαλωμένος ως εκπρόσωπος της Ιδεολογικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο Σταμάτης Πελάης με την ιδιότητα του προέδρου του Εργατικού Κέντρου Κέρκυρας, ο νομικός Μηνάς Ράπτης, καθώς και, όπως ελπίζεται λόγω μικρού ατυχήματος που μαθαίνουμε ότι είχε προ ημερών, ο ίδιος ο συγγραφέας.
Τη συζήτηση θα συντονίζει, ίσως και για έναν επιπλέον ιδιαίτερο λόγο, η Αλεξάνδρα Μπαλού, επικεφαλής του συνδυασμού «Λαϊκή Συσπείρωση Ιονίων Νήσων» που υποστηρίζει το ΚΚΕ στο περιφερειακό συμβούλιο διοίκησης των νησιών του Ιονίου. Ο Τηλέμαχος Ρούσης (1908-2001) και ο πατέρας της Αριστείδης Μπαλός (1913-1987) αγωνίστηκαν από κοινού την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης στην Κέρκυρα και στάθηκαν αμφότεροι στο πλευρό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
«Τα ιδανικά που πίστεψαν εκατομμύρια άνθρωποι και που πάνω σ’ αυτά στήθηκε η προσπάθεια για τη δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, δεν τελεσφόρησαν στην εποχή μας», είχε γράψει για την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ο Μάχος Ρούσης σε σημείωμά του με τις αναμνήσεις του για τον αιώνα που πέρασε, την Κέρκυρα και τον κόσμο, λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, προσθέτοντας: «Η φιλοσοφία όμως μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση -εκείνο το μισοχαμένο όνειρο που όλο ξαναζωντανεύει- και το όραμα της Παγκόσμιας Ειρήνης και Αδελφοσύνης εξακολουθούν να φλογίζουν τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων».