Η Φιλαρμονική Εταιρεία «Μάντζαρος» (έτος ίδρυσης 1890), συμμετέχει ανελλιπώς στις θρησκευτικές εκδηλώσεις της Μεγάλης Παρασκευής και του Μεγάλου Σαββάτου, έχοντας δημιουργήσει τη δική της παράδοση και ερμηνεύοντας μουσικά έργα υψηλής καλλιτεχνικής αισθητικής, αλλά και ιστορικής πλέον αξίας. Τα συγκεκριμένα μουσικά έργα «μιλάνε» στην ψυχή κάθε μουσικού της ΦΕΜ, αλλά και σε αυτή του κάθε κερκυραίου, ενώ αυτό δεν θα μπορούσε να μη λειτουργεί αμφίδρομα στην ολότητά του, μέσω της σχέσης εκτελεστή και ακροατή.
Χωρίς ίχνος συναισθηματικής ή άλλης υπερβολής, αλλά προσεγγίζοντας το θέμα υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης πτυχής του μπαντιστικού φαινομένου στο νησί μας, μπορούμε εύκολα να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι τα έργα αυτά, μετά από δεκαετίες (τα περισσότερα) που ακούγονται, και όντας πλέον καθιερωμένα στη συνείδηση όλων μας, εντός και εκτός ΦΕΜ, αποτελούν έκφανση της
συλλογικής μας ταυτότητας, απαραίτητη πλέον ψηφίδα του σύγχρονου κερκυραϊκού πολιτισμού, επομένως και σημείο αναφοράς της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Συνεπώς, μάλλον άνετα τα έργα αυτά μπορούν να καταταχθούν στην κατηγορία της «παραδοσιακής» μας μουσικής.
Κατά τη περιφορά του Επιταφίου του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, η «Μάντζαρος» ερμηνεύει το Πένθιμο Εμβατήριο (“Marcia Funebre”) του σπουδαίου Ιταλού συνθέτη όπερας, Giuseppe Verdi (1813 – 1901) και το επίσης πένθιμο εμβατήριο “La Madruga”, του Ισπανού συνθέτη, μουσικολόγου και διευθυντή ορχήστρας, Abel Moreno Gomez (1944 – ).
Ο Verdi ασχολήθηκε ιδιαίτερα, εκτός από την όπερα, με τη θρησκευτική μουσική (musica sacra), περισσότερο δε μετά τον θάνατο μελών της οικογένειάς του. Δεν έχουν βρεθεί ακόμη περισσότερα στοιχεία για την προέλευση του έργου, αν δηλαδή είναι πρωτότυπο έργο για μπάντα ή μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης ή κάποια μεταγραφή του έργου, είτε από τον Verdi, είτε από κάποιον παλαιό Αρχιμουσικό της ΦΕΜ. Γνωρίζουμε όμως από τους βιογράφους του, ότι ο Verdi, πριν μεταβεί στο Μιλάνο για περαιτέρω σπουδές μουσικής, διετέλεσε μαέστρος, σε νεαρή μάλιστα ηλικία, στη μπάντα του χωριού του, το Busseto της Ιταλίας. Ίσως αυτό το έργο να είναι μέρος της χρηστικής μουσικής που έγραψε για αυτή τη μπάντα, η οποία όπως αναφέρουν οι πηγές, αριθμεί περί τις 120
εργασίες, αποτελούμενες από πρωτότυπες συνθέσεις, διασκευές και μεταγραφές. Υπάρχουν όμως σοβαρές ενδείξεις στο υλικό του έργου, που συνηγορούν ότι πρόκειται για ένα πένθιμο εμβατήριο στο οποίο υπάρχουν χαρακτηριστικά της γραφής του μεγάλου ιταλού συνθέτη. Η “Marcia Funebre” του Verdi, αρχίζει με τραγικό τρόπο. Με ένα tutti στα χάλκινα που απαντιέται από ολόκληρη τη μπάντα, ενώ το μελωδικό υλικό που ακολουθεί, από το οποίο κατασκευάζεται αμέσως μετά και το πρώτο θέμα του έργου, εμφανίζεται από την εισαγωγή κιόλας, σε μονοφωνικό, ίσως εκκλησιαστικό στυλ, χωρίς να ξεχνάμε βέβαια ότι στη φόρμα της άριας στην όπερα, πολλές φορές το θεματικό υλικό από την άρια χρησιμοποιείται για να κατασκευαστεί και μια εισαγωγή της από την ορχήστρα. Η όλη εξέλιξή του έργου του Verdi είναι βασισμένη σε λιτές και καθαρές μελωδικές γραμμές, γνήσιο δείγμα του ιταλικού λυρισμού, οι οποίες υποστηρίζονται πότε από απλή αρμονία και πότε από διάλογο μεταξύ των κύριων και δευτερευουσών μελωδικών γραμμών, με σαφέστατη νύξη στις λυρικές αντιστικτικές διωδίες των μελοδραματικών έργων.
Δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη περιγραφή της περιφοράς της “Madruga” (ελλ. αυγή), της πένθιμης περιφοράς (ισπ. Madrugada ή Madruga), που πραγματοποιείται στην περιοχή της Σεβίλλης στην Ισπανία, το ξημέρωμα της Μεγάλης Παρασκευής. Το πένθιμο εμβατήριο “La Madruga” γράφτηκε το 1987 και είναι αφιερωμένο και ειδικά γραμμένο από τον συνθέτη για να παίζεται σε αυτή την πομπή, την οποία και επακριβώς «μουσικά» περιγράφει. Οι καμπάνες στην αρχή του έργου σηματοδοτούν την έναρξη της πένθιμης πομπής, ενώ η εναρκτήρια, ασματικού ύφους, μελωδία του έργου είναι βασισμένη σε παλιότερο έργο του Gomez, το «Πάτερ Ημών». Κάθε μελωδία του έργου, συμβολίζει και μία ξεχωριστή ιστορική Χριστιανική Αδελφότητα, από αυτές που οργανώνουν και
συμμετέχουν για αιώνες σε αυτή την ιδιαίτερα κατανυκτική και γεμάτη θρησκευτικότητα νυχτερινή πομπή. Μερικές από αυτές είναι η Αδελφότητα της «Σιωπής» (1ο θέμα), του «Ιησού της Μεγάλης Δύναμης» (2ο, και κύριο θέμα του έργου), του «Γολγοθά», της «Παναγίας της Μακαρένα» και της «Παναγίας της Τριάνα». Η αλλαγή τονικότητας προς το τέλος του έργου σε μείζονα κλίμακα, συμβολίζει το ξημέρωμα, πλέον, όπου και η αέρινη λυρική μελωδία απλώνεται με φυσικό τρόπο, χωρίς εξάρσεις, ενώ στο τέλος ακούγεται η ίδια μελωδία, δοσμένη με μεγαλοπρεπή πλέον τρόπο. Καθώς το έργο οδεύει προς το τέλος του, ακούγονται έντονα ρυθμικά σχήματα στα χάλκινα πνευστά και στα κρουστά, συμβολίζοντας τους κουρασμένους πλέον «κοσταλέρος», τους πιστούς που μεταφέρουν τα περίφημα «πάσος», τις πλατφόρμες με τα μεγάλα αγάλματα που αναπαριστούν σκηνές του Θείου Δράματος. Από τη ΦΕ «Μάντζαρος» η “Madruga” καθιερώθηκε να παίζεται από την Μεγάλη Παρασκευή του 2016.
Την Μ. Παρασκευή του 2019, ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά, και το πένθιμο εμβατήριο “Aranjuez”, από το 2ο μέρος του φημισμένου κοντσέρτου για κιθάρα και ορχήστρα του ισπανού συνθέτη, Joaquin Rodrigo (1901 – 1999), σε διασκευή του μουσικού της ΦΕΜ και της ορχήστρας της Deutsche Oper Berlin, Βικέντιου Γιονανίδη. Το έργο γράφτηκε στο Παρίσι το 1939, όπου ο συνθέτης είχε καταφύγει λόγω του Ισπανικού εμφυλίου, ενώ η πρεμιέρα του έγινε το Νοέμβρη του 1940 στη Βαρκελώνη. Πρόκειται για το πιο γνωστό έργο του Rodrigo, ενώ είναι από τα αποσπάσματα έντεχνης μουσικής που έχουν ακουστεί και διασκευαστεί από δεκάδες καλλιτέχνες , σε ποικίλα μουσικά στυλ. Η πασίγνωστη μελωδία του, εξελίσσεται από την ηρεμία του σταθερού παλμού της αρχής, σε μια έντονη κλιμάκωση, σαν ξέσπασμα, ενώ στο τέλος, η γαλήνη επιστρέφει, όπως άλλωστε πάντοτε συμβαίνει σε όλα τα φαινόμενα, ακολουθώντας ο συνθέτης και μορφολογικά το αρχέγονο αυτό, σχεδόν τελετουργικό σχήμα. Με το έργο αυτό, ο Rodrigo καθιερώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ισπανούς συνθέτες του 20ου αιώνα.
Στη Λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου, η «Μάντζαρος» ερμηνεύει το «Πένθιμο Εμβατήριο» με τίτλο: «Το βασίλειο του Πλούτωνα», του κερκυραίου συνθέτη, πιανίστα και διευθυντή ορχήστρας, Δημήτρη Ανδρώνη (1866 – 1918) και το πασίγνωστο πένθιμο εμβατήριο “Calde Lacrime” («Καυτά Δάκρυα») του Ιταλού συνθέτη και Αρχιμουσικού Μπάντας, Cesare De Michelis.
Ο Δημήτρης Ανδρώνης μας άφησε κληρονομιά ένα πολύ σπουδαίο πένθιμο εμβατήριο, μέγιστης καλλιτεχνικής αξίας, ένα συνθετικό αριστούργημα μουσικής για μπάντα, μεγαλείο απλότητας και ταυτόχρονα συναισθηματικής πληρότητας. Ίσως είναι μια απτή «ηχητική» μαρτυρία του ευγενικού χαρακτήρα του συνθέτη. Πρόκειται για ένα έργο με εμφανείς τις τότε «σύγχρονες» επιρροές στη
γραφή του, χαρακτηριστικό των νέων τάσεων της μουσικής δημιουργίας εκείνης της εποχής, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να εμπνέουν τους νέους συνθέτες. Αυτές οι τάσεις είχαν ακουστεί και στη χώρα μας, κυρίως από τα έργα του ιθακήσιου Διονυσίου Ροδοθεάτου (1849 – 1892). Άλλωστε, όπως κι ο Ροδοθεάτος, αλλά και σειρά άλλων επτανησίων μουσουργών, και ο Ανδρώνης σπούδασε στην Ιταλία, σε Νάπολη και Μπολόνια, εβρισκόμενος εκεί σε μια περίοδο όπου οι αισθητικές, οι μορφολογικές και άλλες καινοτομίες των Ρίχαρντ Βάγκνερ στην όπερα και των Έκτορ Μπερλιόζ και Φράντς Λίστ στη συμφωνική μουσική, είχαν ήδη διεισδύσει και στην Ιταλία, άλλοτε πατρίδα της μελωδικής και αρμονικής καθαρότητας και σαφήνειας. Ο συνθέτης υιοθέτησε και σε άλλα έργα του αυτό το ύφος,
ενώ όσον αφορά το πρωτότυπο ρεπερτόριο μπάντας της ΦΕΜ, στη ίδια αισθητική γραμμή κινήθηκαν αργότερα και οι Σωτήριος Κρητικός (1888 – 1945) και Σπύρος Δουκάκης (1888 – 1974), έργα των οποίων είναι επίσης καθιερωμένα και παίζονται συχνά από τη Φ.Ε. «Μάντζαρος». Η εισαγωγή του πένθιμου εμβατηρίου καθηλώνει τον ακροατή, με την «ψυχρότητα» των σόλο τυμπάνων στη αρχή,
αλλά και τη μελωδία σε μεσαίες και χαμηλές εκτάσεις που ακολουθεί, που μάλλον μιμείται τον χαρακτηριστικό ήχο μιας ορχήστρας εγχόρδων που παίζει στις αντίστοιχες περιοχές. Η όλη πλοκή του έργου ξετυλίγεται με αριστοτεχνικό τρόπο, χρησιμοποιώντας στοιχεία «ατέρμονης» μελωδίας στο υλικό του, πλούσιες αρμονικές, αλλά και αντιστικτικές τεχνικές, ενώ η σαφήνεια στη μουσική του
φόρμα, ιδιαίτερα στο πως συνδέονται τα επιμέρους τμήματά του έργου, δείχνει την σπουδαία συνθετική κατάρτιση του Ανδρώνη.
Η στιγμή όμως που όλοι οι μουσικοί της «Μαντζάρου» περιμένουν το Μεγάλο Σάββατο το πρωί είναι η μεγαλοπρεπής όσο και τραγική εισαγωγή της “Calde Lacrime”, η οποία σηματοδοτεί και την έναρξη της Λιτανείας για τη Φιλαρμονική. Έργο μνημειώδες για την ιστορία της «Μάντζαρος», που οι περισσότερο «μυημένοι» στο χώρο της μπάντας όταν το ακούν ή το ερμηνεύουν, αισθάνονται θα
λέγαμε την «ψυχική ενέργεια» που περιβάλλει τον χώρο από τον οποίο διέρχεται η Φιλαρμονική όταν παίζει αυτό το έργο. Ο De Michelis δραστηριοποιήθηκε ως συνθέτης και μαέστρος μπάντας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, σε μπάντες της Βόρειας Ιταλίας, ενώ στην εργογραφία του περιλαμβάνονται και άλλα πρωτότυπα έργα για μπάντα, όπως πένθιμα εμβατήρια, φαντασίες, βάλς, καθώς και εμβατήρια παρέλασης. Με εισαγωγή που παραπέμπει σε μεγάλα ορχηστρικά έργα σπουδαίων συνθετών του 19ου αιώνα και συμφωνική φόρμα, η “Calde Lacrime”, συνετέθη ακριβώς αυτή την περίοδο, πιθανότατα στα τέλη του 19ου αιώνα, ίσως το 1896, χρονιά κατά την οποία εκδόθηκε στη Φλωρεντία από τον εκδοτικό οίκο Lapini. Αποτελεί ένα λυρικό αριστούργημα, στα πρότυπα της ιταλικής μουσικής για μπάντα της εποχής, με έμφαση στην καθαρή μελωδική ροή, και χαρακτηριστικό μουσικό υλικό ιταλικής μάρτσιας. Είναι γνωστό ότι οι κάθε είδους μάρτσιες καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ιταλικής «κουλτούρας» μπάντας από τον 19ο αιώνα κιόλας, ενώ η παράδοση αυτή φτάνει μέχρι τις μέρες μας, και υπάρχει ακόμα και ως αντικείμενο των σημερινών σπουδών διεύθυνσης μπάντας στα ιταλικά κονσερβατόρια. Δεν θα ήταν υπερβολή να αναφέρουμε ότι για τους μουσικούς
της Φιλαρμονικής «Μάντζαρος», η περίοδος του Πάσχα τελειώνει, αλληγορικά φυσικά, στην «Πλακάδα τ’ Αγιού», ακριβώς έξω από τον Ιερό Ναό του πολιούχου μας Αγίου Σπυρίδωνα, περίπου τις 10.30 το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, με την τελευταία συγχορδία της “Calde Lacrime”. Ακούγεται σε χαμηλή ένταση μια μεγάλη νότα με τη συγχορδία της, που επαναλαμβάνεται για συνολικά τρία
μουσικά μέτρα (άραγε συμβολισμός της μετά τριημέρου Ανάστασης, κατά το Ευαγγέλιο..?) και το σταθερό επαναλαμβανόμενο ρυθμικό σχήμα των κόρνων και άλλων οργάνων, σύμβολο ίσως της πολυπόθητης γαλήνης, συναισθηματικής σταθερότητας και πληρότητας, που έρχεται μετά την «εσωτερική» μας «Ανάσταση».