Στο νοτιοανατολικό άκρο του μεγάλου ανοικτού χώρου όπου γίνονται οι επίσημες τελετές της Σχολής των Ναυτικών Δοκίμων και που ακούει στο όνομα Πλατεία Ελευθερίας, δεσπόζει ο ανδριάντας του Κωνσταντίνου Κανάρη (Ψαρά, 1793 ή 1795 – Αθήνα, 1877), μιας από τις πλέον εμβληματικές και ένδοξες ναυτικές μορφές του Αγώνα του 1821. Το έργο φιλοτεχνείται το 1990 σε γύψο από το γλύπτη Στέλιο Τριάντη, μεταφέρεται στη συνέχεια σε χαλκό και τοποθετείται αμέσως μετά στο προαναφερθέν σημείο της εν λόγω Σχολής. Πανομοιότυπο αντίγραφο του γλυπτού στήνεται στα Τρίκαλα, στη Θεσσαλία, το 1992, στο πλαίσιο του εορτασμού της ναυτικής εβδομάδας.
Μετρώντας διαστάσεις σχετικά κοντά στις συμβατές, το γλυπτό αγγίζει το ύψος των 2,05 μέτρων και εδράζεται σε βάση μηδαμινού ύψους πάνω σε δίβαθμο ορθογώνιο βάθρο (1,15 μ. ύψος, 1,20 μ. πλάτος, 1,00 μ. βάθος), απόλυτα λιτό, του οποίου ο κατώτερος αναβαθμός είναι κοντύτερος (0,30 μ. ύψος) και πλατύτερος (1,58 μ. πλάτος, 1,38 μ. βάθος) και το οποίο φέρει εξ ολοκλήρου επένδυση από λευκό μάρμαρο. Αν και αδικείται λίγο από το σχετικά χαμηλό ύψος του βάθρου, το γλυπτό αναδεικνύεται ωστόσο εξαιτίας του ευρέος και κενού χώρου που το περιβάλλει. Στην πρόσοψη του βάθρου είναι σημειωμένο με κεφαλαία γράμματα το ονοματεπώνυμο του ήρωα, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ, και η χρονολογία της γέννησης και του θανάτου του (1795-1877). Στη βάση του γλυπτού υπάρχει επίσης με κεφαλαία γράμματα η υπογραφή του δημιουργού, ΤΡΙΑΝΤΗΣ.
Ο ήρωας αποδίδεται με ρεαλιστική διάθεση σε νέα ηλικία, συναφή με αυτή που είχε στα χρόνια του Αγώνα, και ντυμένος με την παραδοσιακή ναυτική φορεσιά των καπεταναίων της εποχής. Στέκει όρθιος και ευθυτενής, με το κεφάλι σε ελαφρά στροφή δεξιά του, με τα πόδια σε ευρεία διάσταση και σε ισοβαρή στήριξη, με το αριστερό τους πέλμα να είναι μετωπικά τοποθετημένο ενώ το άλλο να στρέφει έντονα προς τα δεξιά. Οι βραχίονες, με τη σειρά τους, απομακρύνονται από τον κορμό κυρτώνοντας ελαφρά ενώ ταυτόχρονα φέρονται λίγο πίσω, στάση που ερμηνεύει την προσπάθεια του εικονιζομένου να σηκώσει το βάρος της άγκυρας και της αλυσίδας που σφίγγει δυναμικά στις κλειστές του παλάμες.
Η χαρακτηριστική ενδυμασία του, η έντονη διάσταση των ποδιών του και η δυναμική με την οποία πατάει στη βάση επιδιώκοντας ασφαλή στήριξη, αλλά και τα γυμνά του πόδια, τα ανασηκωμένα ως τους αγκώνες μανίκια του και η παρουσία της άγκυρας, συνιστούν εξάλλου στοιχεία που όχι μόνο κινούνται καθαρά στο πνεύμα της ναυτικής του ιδιότητας αλλά ασφαλίζουν εξίσου το γεγονός ότι ο ήρωας βρίσκεται πάνω σε πλεούμενο.
Επιπλέον το προτεταμένο στέρνο, τα έντονα έως σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου, το αδιάσπαστα προσηλωμένο σε κάποιο σημείο και συνάμα ανήσυχο βλέμμα, η τονισμένη μυοσκελετική πραγμάτωση και οι πεισματικά κλειστές γροθιές, στοιχεία που αποπνέουν θάρρος και αποφασιστικότητα, παραπέμπουν σε αγωνιστική δράση. Ταυτόχρονα προσδίδουν στη μορφή έκφραση και αμεσότητα, πείθοντας έτσι για την ένταση και την αλήθεια της στιγμής. Έτσι, η μορφή, πέραν του ναυτικού, αποκτά παράλληλα πολεμικό και ηρωικό χαρακτήρα, που σχετίζεται απόλυτα με την ταυτότητά της – σύμφωνα με τον τίτλο του έργου. Χωρίς αμφιβολία, το γλυπτό πραγματεύεται τη στιγμή που ο Κανάρης προετοιμάζεται να ανατινάξει τη ναυαρχίδα του Οθωμανικού στόλου προσπαθώντας πρώτα να πλησιάσει και να σταθεροποιήσει τη βάρκα του δίπλα της.
Στο παρόν έργο, ο δημιουργός επιλέγει να μην αποδώσει τη βάρκα του Κανάρη παραστατικά, έστω και αποσπασματικά και σε μικρότερη κλίμακα, όπως το βλέπουμε στο σχετικού θέματος προγενέστερο έργο (1876) του Γεωργίου Φυτάλη (Υστέρνια Τήνου, 1830 ή 1838 – Αθήνα ή Αλεξάνδρεια, 1901 ή 1909), που βρίσκεται στην περιοχή της Κυψέλης στην Αθήνα, αλλά να δηλώσει την παρουσία της με τρόπο υπαινικτικό· υπονοείται μέσα από την παρουσία της άγκυρας και την ευρεία διάσταση των ποδιών της μορφής.
Διαμέσου άλλωστε στοιχείων όπως το σκόπιμα σχετικά βραχύ ανάστημα που έχει αποδοθεί η μορφή, η εντύπωση μιας σχεδόν ανεπαίσθητης ανάτασης του κεφαλιού και μιας ελαφριάς κλίσης, ένα ”γέρσιμο”, των ώμων, καθώς και το βλέμμα της που επίσης στρέφει κάπου ψηλότερα από εκείνη, δίχως άλλο, στο στόχο της – τη ναυαρχίδα -, ο δημιουργός επιδιώκει να αναδείξει αφενός το θέμα της άνισης αναμέτρησης ανάμεσα σε δύο αντίπαλες πλευρές, σε εκείνη του ανίσχυρου ενάντια στον ισχυρό, του ενός ενάντια στους πολλούς, του Δαυίδ ενάντια στο Γολιάθ, αφετέρου την απροσκύνητη στον κατακτητή και αδούλωτη ελληνική ψυχή.
Πρόθεσή του είναι ακόμη να μεταφέρει το μήνυμα ότι η κινητήριος δύναμη του αγώνα είναι περισσότερο η καρδιά του μαχητή και λιγότερο οι σωματικές του διαστάσεις, μεταφέροντας στο πλαστικό υλικό την πολύ σχετική φράση του Victor Hugo, από τους Αθλίους, ”ψυχή Ανταίου σε κορμί Πυγμαίου”. Σε αυτό το πνεύμα, η επιλογή του δημιουργού να δοθεί παρόλα αυτά έμφαση στη σωματική ρώμη του ήρωα δικαιολογείται μόνο ως θέληση της συμβολικής εικονοποίησης του σθένους και της ψυχικής δυναμικής του.
Σε θεματικό επίπεδο, το έργο ανήκει στον ιστορικό ρεαλισμό, εμπνευσμένο από το πλέον ένδοξο ναυτικό γεγονός της Επανάστασης του 1821, ενώ στη μορφοπλαστική του πραγμάτωση εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ρωμαλέου ρεαλιστικού ύφους με εκφραστικές και ιδεαλιστικές διαθέσεις καθώς και εικονογραφικά θέματα παραβολικής φύσης, που τείνουν στο συμβολικό. Με τον τρόπο αυτό, ο δημιουργός υπερβαίνει τη συγκεκριμένη ρεαλιστική πραγματικότητα μεταθέτοντας επιπλέον τον τόνο από το ειδικό στο γενικό, από το ατομικό στο οικουμενικό, από το χρονικό στο διαχρονικό. Η μορφή αποκτά έτσι πανανθρώπινες διαστάσεις και ανάγεται σε παντοτινό σύμβολο πολεμικής αγωνιστικότητας και ηρωισμού. Τέλος, το γλυπτό εγγράφεται επάξια, με τη σειρά του, στη σχετική θεματική κατηγορία της νεοελληνικής μνημειακής ανδριαντοποιίας, η οποία, έχοντας ήδη ξεκινήσει τον 19ο αιώνα, επεκτείνεται με το παρόν έως τα τέλη του 20ού.
*Οι φωτογραφίες του έργου τραβήχτηκαν από τη γράφουσα το Μάιο του 2021 κι ανήκουν στο προσωπικό της αρχείο.