Τις τελευταίες ημέρες τα τοπικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονται σ’ ένα ζήτημα, που είχε συζητηθεί αρκετά κατά το παρελθόν στην Κέρκυρα μεταξύ των αρμόδιων φορέων κι αφορούν στη δημιουργία Οργανισμού Διαχείρισης Προορισμού (DMO) στο νησί μας.
Μάλιστα, βασική επιχειρηματολογία του εγχειρήματος αυτού, υπήρξε η αναγνώριση της ανάγκης αυτής από τους τουριστικούς μας φορείς, τα τουριστικά γραφεία, τους πράκτορες, τον δήμο της Κεντρικής Κέρκυρας και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Είναι εύλογο να γίνεται μια τέτοια συζήτηση ανάμεσα στους εκπροσώπους της τοπικής μας αυτοδιοίκησης (δήμους και περιφέρεια Ιονίων Νήσων) αφού, λίγο πριν το τέλος του 2021 το υπουργείο Τουρισμού προώθησε σχετικό νομοσχέδιο και ψήφισε τη σύσταση των Οργανισμών Διαχείρισης Προορισμών.
Νομοσχέδιο, κατά το οποίο ως εισηγητής της μείζονος αντιπολίτευσης, του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. εξέφρασα συγκεκριμένη πολιτική θέση για τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας ενός Οργανισμού Διαχείρισης Προορισμού επ’ ωφελεία της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας.
Οι Φορείς Διαχείρισης Προορισμών ως εργαλείο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης θα πρέπει να υπάρξουν. O θεσμός των DMO’S είναι ένας θεσμός με παγκόσμια εφαρμογή για τον οποίο έχουν ασχοληθεί όχι μόνον κρατικοί λειτουργοί ή επαγγελματικές ενώσεις αλλά και ακαδημαϊκοί κύκλοι. Πρόκειται για την εξέλιξη μια δημόσιας δομής, που με επιστημονικά κριτήρια μπορεί να εφαρμόσει σύγχρονες αρχές διοίκησης, προβολής και διαχείρισης με αποτελεσματικό τρόπο για όλους.
Ως κοινό τόπο τουριστικής συναντίληψης οφείλουμε να τον μελετήσουμε με προσοχή και υπευθυνότητα με σκοπό να οικοδομήσουμε τέτοιους φορείς με όρους βιωσιμότητας για την αναπτυξιακή προοπτική της Κέρκυρας αλλά και κάθε περιοχής της ελληνικής επικράτειας. Γι’ αυτό, η συνεργασία κεντρικής κυβέρνησης, τοπικής αυτοδιοίκησης, τοπικών φορέων αλλά και τοπικής κοινωνίας είναι ένα στοίχημα, που δεν πρέπει να χαθεί.
Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι κομβικός για να επιτύχουμε τα βέλτιστα δυνατά αποτελέσματα στον τουρισμό, χωρίς όμως να κακοποιήσουμε το περιβάλλον. Όταν αναφερόμαστε στη Διαχείριση του Φυσικού, Πολιτιστικού, Κοινωνικού και Οικονομικού Περιβάλλοντος, αλλά και των ανθρώπινων πόρων της περιοχής μας, έχουμε υποχρέωση να επανανοηματοδοτήσουμε τη λέξη «προορισμός», είτε πρόκειται για την Κέρκυρα είτε για άλλους τουριστικούς προορισμούς και να τα κωδικοποιήσουμε, ανάλογα με τα κοινά χαρακτηριστικά τους.
Ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να είναι ελπιδοφόρο για τους πολίτες και την οικονομία του νησιού, εφόσον προχωρήσουμε σ΄ένα σχέδιο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης με διασύνδεση της εθνικής κυβέρνησης και της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης. Η ανάπτυξη αυτή θα γίνεται μέσω ενός φορέα δημοσίου χαρακτήρα, που θα ενθαρρύνει τις συμπράξεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αλλά χωρίς ο ένας να υποσκάπτει τον ρόλο του άλλου.
Μέσα από τη διαδικασία σχηματισμού ενός τέτοιου Οργανισμού θα στηρίξουμε την Κέρκυρα και κάθε τόπο ως προορισμό με βάση τα κοινά εθνικά αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Γιατί έτσι μόνο θα καταφέρουμε να στηρίξουμε τοπικά δεκάδες μικρές επιχειρήσεις, εκατοντάδες θέσεις εργασίας και κοινότητες ανθρώπων, που ζουν όλο το χρόνο από αυτόν και που λόγω της πανδημίας έχουν ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ.
Το νομοσχέδιο της ΝΔ αφήνει πολλά και σημαντικά σημεία για τους Οργανισμούς Διαχείρισης Προορισμών χωρίς σαφή προσδιορισμό, χωρίς κάποια ιδιαίτερη εξειδίκευση, ενώ και οι ΟΤΑ ως υποτιθέμενοι διαχειριστές των πρότυπων προορισμών, αντιμετωπίζονται εντελώς διεκπεραιωτικά, δίχως να λαμβάνονται υπόψη τα τεράστια προβλήματα, που αντιμετωπίζουν ή τις δυνατότητές τους.
Ένα τέτοιο πρόβλημα είναι η αδυναμία κυρίως των μικρότερων δήμων, που δεν έχουν αναπτυξιακές εταιρείες και οργανισμούς του ν. 4674/2020, όπως μνημονεύεται στη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, το Υπουργείο Τουρισμού δεν απαντά πειστικά τι θα γίνει με εκείνους τους ΟΤΑ, που έχουν αναπτυξιακές δομές, οι οποίες, όμως, είναι υποστελεχωμένες και κυρίως υπερχρεωμένες.
Πάνω από όλα, ένας τέτοιος φορέας διαχείρισης δεν μπορεί να υφίσταται στην πραγματικότητα χωρίς την κοινωνία, χωρίς τους ανθρώπους του τουρισμού, τους ανθρώπους, που έχουν το επιστημονικό υπόβαθρο και την εμπειρία. Αυτό, όμως, χωρίς οικονομική στήριξη απλά δεν γίνεται!
Οι φορείς διαχείρισης δεν έχουν καμία προοπτική χωρίς μελέτη κι οργανωμένη πρόταση, ειδάλλως είναι ασκήσεις επί χάρτου. Απαιτούν δουλειά, επιμονή, οργανωμένο σχέδιο και πάνω από όλα χρειάζονται ανθρώπινους κι υλικούς πόρους, για τη δημιουργία τέτοιων νομικών προσώπων, που θα μπορέσουν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και με την ευελιξία, που επιτάσσει η πολυμορφία κι η πολυπλοκότητα του τουριστικού προϊόντος.
Επομένως, τη δημιουργία, την υποστήριξη και την εφαρμογή της αναπτυξιακής και τουριστικής πολιτικής του προορισμού, εν προκειμένω του νησιού μας, θα πρέπει να την κάνει ο οικείος δήμος / ΟΤΑ και όχι μια ΑΕ που δεν διαθέτει θεσμική μνήμη, ιστορική συνέχεια και θα είναι ανεξάρτητη από τις αποφάσεις της τοπικής ανθρώπινης κοινότητας.
Δεν αρκεί μόνο ένα οργανωτικό μόρφωμα, που θα κάνει μόνον προβολή και διαφήμιση στο πλαίσιο μιας μικρής τοπικής διαφημιστικής εταιρείας. Χωρίς μάλιστα, να επιτελεί το σκοπό της ανάδειξης των προοπτικών κάθε τόπου και του ανθρώπινου δυναμικού του.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία ενός ειδικού Παρατηρητηρίου για τη βιωσιμότητα του τουριστικού εγχειρήματος θα είναι ζωτικής σημασίας, όταν δεν θα στερείται της θεσμικής δυνατότητας διασύνδεσης τόσο με τον ίδιο τον τοπικό DMO, όσο και με τον περιφερειακό, αλλά και τον εθνικό, που δεν είναι άλλος από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού.
Οι Φορείς Διαχείρισης Προορισμού είναι μία βέλτιστη πρακτική διεθνώς, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε ως χώρα αλλά και ως νησιωτική περιοχή, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των περιοχών του τόπου μας. Το αν θα φτιάξουμε έναν ή τρεις Φορείς Διαχείρισης στην Κέρκυρα, ανάλογα με τους τρεις ΟΤΑ, που διοικούν σήμερα τον τόπο μας, είναι σίγουρα ένα θέμα που θα μας απασχολήσει.
Έχουμε χρέος να μιλήσουμε με ειλικρίνεια, να κινηθούμε με επιστημονικό τρόπο και επαγγελματισμό και να χτίσουμε υγιείς, δημόσιες δομές, που θα εξυπηρετούν και θα αναπαράγουν το όφελος των τοπικών κοινωνιών μας μέσα από την ιστορική τους παράδοση και την εικόνα, που κατέχουν στην καρδιά των επισκεπτών τους. Δομές, όμως, που δεν θα κινδυνεύουν να βουλιάξουν στο πρώτο κύμα, λόγω της υποχρηματοδότησης και της αδυναμίας να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους αλλά θα έχουν διάρκεια και προοπτική να βοηθήσουν αποτελεσματικά τον τουρισμό, ο οποίος είναι πάνω απ’ όλα εθνική υπόθεση.