ΟΙ ΠΡΟΤΟΜΕΣ ΤΩΝ ΝΑΥΜΑΧΩΝ ΤΟΥ 1821 ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Ο πρώτος δρόμος, που συναντά ο επισκέπτης διαβαίνοντας την κεντρική πύλη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, φέρει την ονομασία οδός Αιγαίου. Ο όμορφος και ευρύς αυτός δρόμος αποκτά μια ιδιαίτερη ιστορική και συνάμα καλλιτεχνική αξία, από το 1990, όταν πλαισιώνεται εκατέρωθεν και σε όλο σχεδόν το μήκος του από πέντε προτομές, τρεις στη δεξιά πλευρά και δύο στην αριστερή, προς το μέρος της θάλασσας. Τοποθετημένες παρατακτικά, σε μικρή ισομετρική απόσταση μεταξύ τους και πάνω σε ομοιόμορφες ορθογώνιες στήλες (1,40 μ. ύψος Χ 0,40 μ. πλάτος έκαστης πλευράς) με επένδυση λευκού μαρμάρου, οι εν λόγω προτομές παραπέμπουν στα αρχαιοελληνικά καθιστά λιοντάρια, που συνήθως κοσμούσαν ως φύλακες είτε εισόδους πόλεων, είτε οδούς προς ιερά, αλλά και στις κεφαλές θεών, βασιλιάδων, αυτοκρατόρων, που στήνονταν στις κεντρικές οδούς με δοξαστική και αποθεωτική πρόθεση.
Η πρωτοβουλία της ανέγερσης των γλυπτών ανήκει στο ΓΕΝ και εντάσσεται στο πλαίσιο του επικείμενου εορτασμού της επετείου των 170 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Η παραγγελία δόθηκε στο γλύπτη Στέλιο Τριάντη, το 1989, με την εντολή να αναθέσει τη δημιουργία τους σε ισάριθμους γλύπτες, όπως και έγινε. Τα γλυπτά φιλοτεχνούνται αρχικά σε πρόπλασμα γύψου για να μεταφερθούν στη συνέχεια σε ορείχαλκο και να τοποθετηθούν τον επόμενο χρόνο στο σημείο που βρίσκονται έως σήμερα. Η θεματική τους, απόλυτα συναφής με τη φύση του χώρου που κοσμούν, αφορά ορισμένες από τις πιο ένδοξες μορφές της νεοελληνικής ναυτικής ιστορίας του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου – Αγώνας Παλιγγενεσίας, Βαλκανικοί Πόλεμοι. Εξαιρώντας την προτομή του Παύλου Κουντουριώτη (1855-1935), στο παρόν άρθρο, θα εστιάσουμε στις τέσσερις από αυτές, οι οποίες έχουν ως θέμα μορφές ναυμάχων του 1821. Πρόκειται για τη Λασκαρίνα – Μπουμπουλίνα, το Γεώργιο Ανδρούτσο, το Νικολή Αποστόλη και το Γεώργιο Σαχτούρη.
Η περιήγηση αρχίζει από τη δεξιά πλευρά όπου συναντούμε πρώτη στη σειρά την προτομή της Λασκαρίνας – Μπουμπουλίνας (Σπέτσες 1771-1828), φιλοτεχνημένη από το γλύπτη Μιχάλη Παπαδάκη (1944-2020). Το γλυπτό φέρει διαστάσεις μεγαλύτερες του συμβατού (0,90 μ. ύψος) και εδράζεται απευθείας στη στήλη χωρίς τη μεσολάβηση βάσης. Στην πρόσοψη της στήλης, υπάρχουν εγχάρακτες επιγραφές με κεφαλαία γράμματα, που πληροφορούν σχετικά με την ταυτότητα της εικονιζόμενης προσωπικότητας, καθώς και τη χρονολογία της γέννησης και του θανάτου της,
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ
1871-1825
Εκτός από το κεφάλι, η προτομή περιλαμβάνει όλο το μπούστο, φθάνοντας έως τη μέση περίπου του κορμού, και φέρει βραχίονες, οι οποίοι έχουν υποστεί λοξή απότμηση λίγο πάνω από τον αγκώνα.
Η Σπετσιώτισσα καπετάνισσα στέκει ευθυτενής, έχοντας τον κορμό μετωπικό, το στέρνο προτεταμένο, το κεφάλι αγέρωχο και σε απαλή στροφή προς τον αριστερό της ώμο. Είναι ντυμένη με λιτό ένδυμα και το κεφάλι της καλύπτεται με τη χαρακτηριστική μαντίλα που συνήθιζαν να φορούν οι νησιώτισσες γυναίκες της εποχής της. Σε πλαστικό επίπεδο, κυριαρχούν οι λείες επιφάνειες, οι ομοιογενείς και συμμετρικοί όγκοι, καθώς και απλουστευτικές – γενικευτικές τάσεις. Το απέριττο αυτό σύνολο χρωματίζεται ωστόσο εκφραστικά με τις λεπτές πτυχές της μαντίλας, που στη φορά τους προς το πλάϊ, στο ύψος του λαιμού, δημιουργούν την εντύπωση ότι η μορφή βρίσκεται πάνω σε πλεούμενο ή κοντά στην παραλία και ένα απαλό φύσημα θαλασσινής αύρας κατευθύνεται πάνω της και θορυβεί ελαφρά το συγκεκριμένο ενδυματολογικό στοιχείο. Αξιοποιείται επιπλέον το μπούστο της, που, στην πληθωρική του απόδοση, αναδεικνύει τη θηλυκή και μητρική πτυχή της αγωνίστριας.
Εν τούτοις, είναι το πρόσωπό της, το οποίο, αποδομένο με κολακευτική διάθεση, που τείνει στην εξιδανίκευση και την ωραιοποίηση, διεκδικεί δικαίως το αμέριστο ενδιαφέρον του θεατή. Εντυπωσιάζει το υπέροχο οβάλ σχήμα του προσώπου και οι παντελώς αρυτίδωτες επιφάνειες, όπου σμιλεύονται με περίσσεια λεπτότητα τα ατομικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά· το ευρύ, καθαρό μέτωπο, η ίσια λεπτή μύτη, τα όμορφα αμυγδαλωτά μάτια, τα μετριοπαθώς τονισμένα ζυγωματικά,το καλογραμμένο στόμα. Μέσα από τη συγκεκριμένη διαχείριση, το σοβαρό και στοχαστικό αυτό πρόσωπο αποκτά επιπλέον μια ευγενή και μειλίχια έκφραση, που αφοπλίζει το θεατή, παραπέμποντας σε απεικονίσεις της Παναγίας, ειδικότερα μιας αναγεννησιακής Μαντόνα. Παράλληλα, η εν γένει όψη της αποπνέει την παλικαριά και την αποφασιστικότητα που συνάδουν απόλυτα με την αγωνιστική της ιδιοσυγκρασία και το ρόλο που διαδραμάτισε στον Αγώνα.
Προχωρώντας προς τα δυτικά, στην ίδια ευθεία, συναντούμε σε απόσταση λίγων μέτρων την προτομή του Γεώργιου Ανδρούτσου (περ. Σπέτσες 1782-1849/1851), επίσης Σπετσιώτη ναυμάχου και ναυάρχου με σημαντική συμβολή
στον Αγώνα. Το έργο έχει φιλοτεχνηθεί από τη γλύπτρια Ελισάβετ Βάλβη, αρχικά σε πρόπλασμα από πηλό, κατόπιν σε γύψο, για να μεταφερθεί στη συνέχεια στο μέταλλο – ορείχαλκο. Η δημιουργός εκφράζει με τα ακόλουθα λόγια τη χαρά της για την επιλογή της στη δημιουργία ενός έργου με θέμα μια μορφή του 1821: ”Ήμουν ενθουσιασμένη με την ανάθεση αυτή. Η καταγωγή της οικογένειάς μου – εκ μέρους του πατέρα μου – είναι η Ι. Π. Μεσολογγίου και η ευαισθησία μου πάνω σε θέματα της “Εθνεγερσίας μας”, ήταν μεγάλη από την παιδική μου ηλικία. Οι πρόγονοί μας είχαν δώσει τα πάντα στους αγώνες και η προγιαγιά μου γέννησε τον προπάππο μου στον Κάλαμο, όπου κατέφυγε μαζί με άλλους αγωνιστές μετά την “Έξοδο του Μεσολογγίου”.
Το γλυπτό εδράζεται σε στήλη απόλυτα λιτής όψης, στην πρόσοψη της οποίας είναι σημειωμένα με εγχάρακτα κεφαλαία
γράμματα στοιχεία της ταυτότητας του τιμώμενου,
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
18.. – 1851
Η εγχάρακτη χρονολογία, πάνω στη στήλη, που αφορά στη γέννησή του είναι ωστόσο όχι μόνο ελλειπής αλλά και εσφαλμένη· ο Ανδρούτσος δεν γεννήθηκε τον 19ο αιώνα, κάτι που θα απέκλειε άλλωστε τη συμμετοχή του στον Αγώνα. Οι έγκυρες σχετικές χρονολογίες έχουν σημειωθεί δίπλα στο όνομά του λίγο πιο πάνω στο παρόν κείμενο.
Η προτομή δομείται σε σχετικά φυσικά μεγέθη (0,76 ύψος), επεκτείνεται σε ικανό μέρος του μπούστου, έχει τους βραχίονες αποκομμένους ψηλά και στο κατώτερο σημείο της τέμνεται οριζόντια. Στις δύο πλαϊνές όψεις της, εντοπίζεται ενδιαφέρων ανάγλυφος διάκοσμος, που συνδέεται στενά με τον Αγώνα αλλά και τον εικονιζόμενο· στη δεξιά όψη, όπως βλέπει ο θεατής το έργο, αποτυπώνεται η σημαία της Επανάστασης, που συνοδεύεται από το λογότυπο ”Ελευθερία ή θάνατος” ενώ στην αριστερή, υπάρχει παράσταση με το πλοίο του Ανδρούτσου, Παγκρατίων· τέλος, στην πίσω όψη της, διακρίνεται η υπογραφή της γλύπτριας και η χρονολογία της φιλοτέχνησης του έργου.
Η μορφή εικονίζεται μετωπική και με το κεφάλι ευθυτενές να κοιτάει μπροστά προς το μέρος της θάλασσας, επιλογή που συνδέει – όπως και στο προηγούμενο – γλυπτό με ρεαλιστικό χώρο, παρόντα και ιστορικό.
Είναι ντυμένη με τη χαρακτηριστική ενδυμασία των καπεταναίων της εποχής, με έμφαση στα ανοιχτά κουμπιά του πουκαμίσου, στο ναυτικό σκούφο με την πλούσια και μακριά φούντα καθώς και στο μικρό μαντήλι περίτεχνα δεμένο στο λαιμό. Το τελευταίο συνιστά ενδυματολογικό θέμα που απαντά σε όλες τις απεικονίσεις – ζωγραφικές και γλυπτές – των ναυμάχων του 1821 και τους διακρίνει από τους οπλαρχηγούς.
Όσον αφορά την απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του, , η δημιουργός κινείται σύμφωνα με ένα συνεπές ρεαλιστικό ύφος, που αντλεί την έμπνευσή του – το επιβεβαιώνει και η ίδια – από την προσωπογραφία του ναυμάχου που φιλοξενείται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Όμως, στο δικό της έργο, η γλύπτρια επιδιώκει περισσότερη έκφραση, την οποία επιτυγχάνει με τις χαρακιές και τα βαθουλώματα που επιχειρεί κυρίως στις παρειές της μορφής, ιδιωματικό άλλωστε στοιχείο της σμίλης της, αν και, εδώ, είναι ακόμη ήπιου χαρακτήρα, χωρίς να αλλοιώνεται το πραγματικό, κάτι που βλέπουμε σε μεταγενέστερα έργα της. Επιπλέον, η έντονη διαγραφή της κόρης των ματιών εμψυχώνει τη μορφή και το βλέμμα της γίνεται ζωηρό, σπινθηροβόλο αλλά και γεμάτο ονειροπόλα διάθεση. Το πολύ δε συμπαθητικό χαμόγελο που διαγράφεται στα κλειστά της χείλη, της προσδίδει γλυκύτητα, μαρτυρώντας για την άπλετη καλοσύνη που διείπε κατά γενική ομολογία την ιδιοσυγκρασία της, ενώ η γεμάτη από χαρωπή διάθεση, ευχαρίστηση και αγαλλίαση όψη της οφείλεται μάλλον σε κάποια νίκη ή στο γεγονός ότι αξιώθηκε να ζήσει και να δει την Ελλάδα ελεύθερη. Η καλλιτέχνις αναδύει στο φως της γλυπτικής επιφάνειας την εσωτερική αλήθεια του ναυάρχου, με το παρόν έργο να αποτελεί συγχρόνως ένα ψυχολογικό πορτραίτο, το οποίο τείνει να αποκαλύψει πτυχές του χαρακτήρα του.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, είναι τοποθετημένη πρώτη σε σειρά, η προτομή του Νικολή Αποστόλη (1770-1827), ναυμάχου του 1821 και αρχηγού του στόλου των Ψαριανών. Με διαστάσεις ελαφρά μεγαλύτερες του φυσικού, η προτομή καλύπτει όλο το μπούστο, τέμνεται οριζόντια στη μέση του κορμού και έχει τους βραχίονες σε λοξή απότμηση μόλις πάνω από τον αγκώνα. Εδράζεται σε λιτή μαρμάρινη στήλη, στην πρόσοψη της οποίας αναγράφονται τα στοιχεία της ταυτότητας του τιμώμενου.
Η μορφή εικονίζεται ευθυτενής και μετωπική με ελαφρά παρέκκλιση του κεφαλιού στα αριστερά της. Το χαρακτηριστικό ένδυμα των καπεταναίων της εποχής που φέρει εναρμονίζεται απόλυτα με τη ναυτική της ιδιότητα, ενώ ο πλούτος του και ο περίσσια επιμελής τρόπος με τον οποίο έχει αποδοθεί, παραπέμπει στο ψηλό της αξίωμα και την οικονομική της άνεση, προσδίδοντας της συγχρόνως τη σχετική επιβολή και αρχοντιά. Οι πολλαπλές εξάλλου μικρές χαράξεις και πτυχώσεις στο ρούχο, το μαντήλι και το σκούφο, εμπλουτίζουν εκφραστικά το σύνολο. Με τη σειρά τους, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του προσώπου διέπονται από ένταση και μια σχετική σκληρότητα, με έμφαση στο συνοφρυωμένο μέτωπο και το βλοσυρό βλέμμα, στοιχεία που καθιστούν την όψη της μορφής αυστηρή, ίσως και λίγο αγριωπή ή θυμωμένη, κάτι που αφενός προδίδει το σκληραγωγημενο άνθρωπο της θάλασσας και του πολέμου, αφετέρου, ερμηνεύει πειστικά τη μεγάλη έγνοια και ευθύνη του ναυάρχου και του αγωνιστή.
Λίγο πιο κει, στην ίδια ευθεία, είναι στημένη η προτομή του Γεωργίου Σαχτούρη (1783-1841), αντιναυάρχου της Ύδρας. Η προτομή εκτείνεται σε μεγάλο μέρος του μπούστου και δεν φέρει βραχίονες. Αν και το κεφάλι της μορφής είναι μεγάλο, οι ώμοι και ο κορμός της είναι δυσανάλογα πολύ στενοί, με απόρροια το έργο να αποκτά ένα στενόμακρο σχήμα και να τονίζεται η ιδέα της καθετότητας. Αυτό σε μια ¨θέληση ίσως του γλύπτη να εστιάσει και να τονίσει έτσι τα στοιχεία που εναρμονίζουν τη μορφή με τη ναυτική της ιδιότητα. Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται, με τη σειρά τους, με ήπιο και συμμετρικό τρόπο, καθώς και με απόλυτη ρεαλιστική συνέπεια, όπως φαίνεται από το ζωγραφικό πορτραίτο του ήρωα, που υπάρχει στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, από το οποίο άλλωστε, σύμφωνα με τα λόγια του, εμπνεύστηκε ο δημιουργός το παρόν δικό του. Ωστόσο, το βλέμμα του θεατή κλέβει το χαμόγελο του ναυμάχου και η ευχάριστη και χαρωπή όψη που του προσδίδει, τον κάνει αβίαστα συμπαθή στον θεατή.
Οι ευχαριστίες μου, θερμές και ειλικρινείς, πηγαίνουν στο Γ.Ε.Ν., που μου επέτρεψε την είσοδο στη ΣΝΔ όπου φωτογραφήθηκαν για πρώτη φορά τα έργα στις 6 Μαΐου 2021 από τη γράφουσα. Η πρώτη δημοσίευση των φωτογραφιών των έργων στον Τύπο έγινε στην εφημερίδα του Πειραιά, Ο Ημερήσιος ΔΗΜΟΤΗΣ. Οι εν λόγω φωτογραφίες ανήκουν στο προσωπικό αρχείο της γράφουσας. Επίσης πολλές ευχαριστίες στη γλύπτρια Ελισάβετ Βάλβη και στο γλύπτη Άγγελο Βλάσση, που με τη βοήθειά τους διευκόλυναν το έργο μου.