Πριν από έναν αιώνα περίπου. Όταν ακόμη ήταν αγέννητος ο Κρητικός μεγάλος μουσικοσυνθέτης μας Γιάννης Μαρκόπουλος που εμπνεύστηκε τη μελοποίησή τους σε ηλικία δεκαπέντε ετών το 1954 και θεϊκά τους ανέβασε το 1977 στις κορφές του ελληνικού μουσικού Ολύμπου.
Τότε μάλλον στην Κέρκυρα, στη γη όπου κυρίως γράφτηκε το σολωμικό ποιητικό αριστούργημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», ίσως όμως και στην Αθήνα, όπου σπούδαζε μουσική, ένας νεαρός πιανίστας και φλαουτίστας με το όνομα Γεράσιμος Ρομποτής, πριν ακόμη γίνει 23 ετών, έκανε την αρχή.
Εκείνος εσήμανε πρώτος, καθώς φαίνεται, ή έστω σύγχρονα με τον θεωρούμενο δημιουργό της Εθνικής Μουσικής Σχολής, τον ήδη μεγάλο μουσουργό Μανώλη Καλομοίρη, τις επικολυρικές μουσικές καμπάνες για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».
Αυτοί οι δύο, τουλάχιστον μέχρι η έρευνα να φέρει ενδεχομένως στο φως προγενέστερες μη εντοπισμένες ανάλογες μουσικές απόπειρες, είναι οι πρωτουργοί του εγχειρήματος σειράς Ελλήνων μουσουργών που απέδωσε τελικά ως «Άσμα των Ασμάτων» ίσως της σύγχρονης Ελλάδας τη μουσική λαϊκή λειτουργία του Γιάννη Μαρκόπουλου «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».
Τότε, γύρω στα 1925, με τόλμη πολλή από τον Ρομποτή και τον Καλομοίρη ερρίφθη ο κύβος!
Τους έκανε να τολμήσουν άραγε, όπως φαίνεται ότι το «εισέπραξε» ο Μαρκόπουλος, αυτό που ο Διονύσιος Σολωμός όριζε ως «Χρέος» απέναντι στον λαό μα και ως «Χρέος» του λαού για την ελευθερία του;
Λίγο μόνο αν το καλοσκεφτούμε, φαντάζει μέγα εκείνο το τόλμημά τους. Πώς, με ποιο σθένος, με ποιαν ευθύνη, μελοποιείς ένα ποίημα για το αιώνιο έπος του Μεσολογγιού που, όσες ατέλειες και αν του έχουν δίκαια ή άδικα καταλογιστεί, μοναχό του ηχεί σε κάθε στίχο του σαν «ανάκουστος κελαϊδισμός» του λαού και ορίζει πως είναι «χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι»;
Ένα ποίημα, ακόμη, που είναι γραμμένο με στόχο να έβγουν απ’ αυτό οι «Μεγάλες Ουσίες» της ζωής και να υπηρετηθούν «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας» και συγχρόνως «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητας». Έναν ποιητή που, κατά τον Μίκη Θεοδωράκη, το έργο του είναι «η μουσική με σκέψη και με λόγο» και μάλιστα ως «μια παγκόσμια αρμονία». Το ποίημα εκείνο που, αν αποδίδουμε ορθά τον κορυφαίο ίσως σύγχρονο σολωμιστή Κρητικό πανεπιστημιακό Ερατοσθένη Καψωμένο, αποθεώνει τη ζωή, σχεδόν κατεβάζει τον Παράδεισο από τον ουρανό στη γη και καθιστά τον λαό, ως συλλογικό ήρωα, θεό της γης και ταυτόσημο και ομοούσιο με την έννοια, με την επιδίωξη και με την πραγμάτωση της Ελευθερίας «ενάντια σε μεγάλες δύναμες» κάθε καιρού!
Το κορυφαίο εκείνο ποίημα ενός ποιητή που, κατά τον Κώστα Βάρναλη, με το έργο του έγινε οδηγός ταυτοχρόνως για την εθνική ελευθερία, την πνευματική ελευθερία, την ηθική ελευθερία και την κοινωνική ελευθερία του λαού!
Πώς μελοποιείς, με άλλα λόγια, την πιο δυνατή ποιητική δημιουργία ενός ποιητή που κατά τον Οδυσσέα Ελύτη ήδη θα συγκαταλεγόταν παγκοσμίως αν δεν ήταν Έλληνας και ήταν διεθνής η γλώσσα του στους πέντε-δέκα μεγαλύτερους ποιητές όλων των αιώνων;
Τον Ρουβίκωνα λοιπόν της μελοποίησης αυτού του πιο μελωδικού και πιο συγκλονιστικού ελληνικού ποιήματος εκείνου του εθνικού ποιητή που ήταν κατά τον Νικόλαο Μάντζαρο μουσική διάνοια, διάβηκε πρώτος μάλλον ο Γεράσιμος Ρομποτής (1903-1987) με τόλμη μεγάλη το 1925, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις του αρχείου του που βρίσκεται στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στην Κέρκυρα, αν όχι και λίγο νωρίτερα.
Εκεί σώζεται η παρτιτούρα μουσικού έργου του διάρκειας μάλλον οκτώ λεπτών που τιτλοφορείται «Εκ των Ελευθέρων Πολιορκημένων» και φέρει τη χρονολογία της παρουσίασής του.
Σε ηλικία μόλις 23 ετών, οπότε και παρουσίασε το έργο του, ο Ρομποτής, γιος Κερκυραίου μουσικού, γεννημένος στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς και μεγαλωμένος στην πόλη της Κέρκυρας, αναμετρήθηκε με το ποίημα σίγουρα με «συντριβή και δέος», αφού αυτό προκαλεί αναπόφευκτα, κατά πως το είπε ο ‘Δυσσέας Ελύτης, κάθε αναμέτρηση με το σολωμικό πνευματικό μεγαλείο.
Η σύνθεσή του αφορά τμήμα από το Γ’ Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Πρόκειται, σύμφωνα με καταλογράφηση των σωσμένων έργων του από τη μουσικολόγο Βάλια Βράκα, υπεύθυνη του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής της μουσικής βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Μεγάρου Μουσικής, για έργο για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο. Σώζεται ίσως και τροποποιημένη εκδοχή της σύνθεσης που γράφτηκε, όπως μαρτυρείται από τον ίδιο τον Ρομποτή, για ολόκληρην ορχήστρα.
Εμπνευσμένος από τον συγκλονιστικό στίχο «Εκείθε με τους αδελφούς εδώθε με τον Χάρο» και αξιοποιώντας και απόμακρους από εκείνον άλλους κορυφαίους στίχους, ο Ρομποτής, όπως μαρτυρούν στοιχεία από τη σωζόμενη παρτιτούρα, επιχείρησε τολμηρά να συνοψίσει όλο το ποίημα εστιάζοντας με «δροσιές και μόσχους» στην ηρωική Έξοδο και στην Ηθική Ελευθερία ως αίτημα και πράξη του λαού.
Είτε έγινε όντως η αρχή είτε όχι στη γη όπου κυρίως γράφτηκαν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» οι αρχινισμένοι στη Ζάκυνθο και ξαναδουλεμένοι και τελειωμένοι στην Κέρκυρα, γεγονός είναι ότι οι πρώτες μελοποιήσεις τμημάτων έστω του ποιήματος αντήχησαν επισήμως, για πρώτη φορά, στη γη των προγόνων του Σολωμού.
Στην Κρήτη!
Το 1926 τόσο το μουσικό σύνθεμα του Ρομποτή όσο και το αντίστοιχο του Καλομοίρη παρουσιάστηκαν στα Χανιά. Στην πόλη αυτού του κρητικού νομού. Όχι μακριά, δηλαδή, από την πατρογονική κατοικία του βαθύτατα σολωμικού Μίκη Θεοδωράκη που μόλις σε ηλικία δεκαπέντε ετών το 1940, τρία χρόνια αφότου είχε φύγει από την Κεφαλονιά και ενώ ο παππούς του από τον πατέρα του είχε ζήσει και στη Ζάκυνθο, άρχισε στην Τρίπολη να μελοποιεί στίχους του Σολωμού και το 2013 έλεγε πως ακόμα είμαστε «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» και σχεδίαζε να μελοποιήσει το ποίημα κι εκείνος και θα το έκανε αν δεν τον προλάβαινε με το τόσο εμπνευσμένο λαϊκό ορατόριό του ο γεννημένος στο Ηράκλειο και μεγαλωμένος στην Ιεράπετρα της Κρήτης Μαρκόπουλος. Στα Χανιά έλαβε χώρα τότε, το 1926, ένας μουσικός διαγωνισμός, οργανωμένος μάλλον από το υπουργείο Στρατιωτικών, με αφορμή ή αιτία τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ηρωική Έξοδο των πολιορκημένων του Μεσολογγιού. Δεν είναι ακόμη διαθέσιμες πολλές πληροφορίες γι’ αυτόν, μα βεβαιωμένα το δεύτερο βραβείο είχε απονεμηθεί στον 23χρονο Ρομποτή για το έργο του «Εκ των Ελευθέρων Πολιορκημένων», ενώ το πρώτο το είχε κερδίσει ο 43χρονος τότε και ήδη καταξιωμένος Μανώλης Καλομοίρης.
Προσωπικότητα που άφησε σημαντικό μουσικό έργο, δημιουργός σπουδαίων συνθέσεων, όπως ένα «Αγροτικό Τρίπτυχο» για τα πάθη του αγροτικού κόσμου, ο Γεράσιμος Ρομποτής, πατέρας του πολύ γνωστού με το ψευδώνυμο Τάσος Κόρφης θαυμαστή του σολωμικού έργου λογοτέχνη Αναστάσιου Ρομποτή, έχει καταγραφεί ως ένας από τους κορυφαίους μουσικούς – μουσικοπαιδαγωγούς του νησιού των Φαιάκων. Τιμήθηκε με μετάλλιο «Κερκυραϊκής Αξιοσύνης» και ανακηρύχθηκε «Μέγας Ευεργέτης» της παλαιότερης Φιλαρμονικής του νησιού, ενώ ως αρχιμουσικός υπηρέτησε και τη Φιλαρμονική «Μάντζαρος». Το 1931 είχε παρουσιάσει σε δική του ενορχήστρωση τη βαθιά κοινωνική και ανατρεπτική όπερα του Σπύρου Ξύνδα «Ο υποψήφιος βουλευτής» σε λιμπρέτο του σολωμιστή Ιωάννη Ρινόπουλου. Δεν είναι γνωστό, ωστόσο, αν η σύνθεσή του «Εκ των Ελευθέρων Πολιορκημένων» παρουσιάστηκε ποτέ στην Αθήνα, όπως έχει γίνει με άλλες συνθέσεις του.
Η ανάλογη δημιουργία του γεννημένου στη Σμύρνη, πολλές φορές βέβαια πιο γνωστού μεγάλου και άξια πολυβραβευμένου μουσουργού Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962), θεμελιωτή της «Εθνικής Μουσικής Σχολής», έφερε τον τίτλο «Επίκληση», με παράλληλη ρητή αναφορά στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».
Αφορούσε κι εκείνη το Γ’ Σχεδίασμα του ποιήματος. Ειδικότερα, το τμήμα που είναι γνωστό ως «Μητέρα μεγαλόψυχη». Το έργο ήταν για ορχήστρα, χορωδία και σολίστ.
Ανασύρθηκε από τη λήθη το 1990, όταν εντοπίστηκε τυχαία σε φάκελο στο Αρχείο του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης.
Ευθύς αμέσως τότε, την ίδια χρονιά, παρουσίασε το πεντάλεπτης διάρκειας έργο του με ύμνους γι’ αυτό, σε συναυλία στην αίθουσα τελετών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης μαζί με άλλα έργα, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του Κάρολου Τρικολίδη (1947-2022), με σολίστ τη Μαρίνα Βουλογιάννη.
Είναι μάλλον το μόνο έργο του θρυλικού Μανώλη Καλομοίρη σε ποίηση Σολωμού και φέρεται να γράφτηκε στα Χανιά το 1926, προφανώς ενόψει του διαγωνισμού που προαναφέραμε, στο πλαίσιο περιοδείας του.
Είχε παρουσιαστεί στην Αθήνα την ίδια χρονιά, το 1926, από έναν Επτανήσιο επίσης μέγα μουσουργό και θεωρούμενο πρωταγωνιστή της δημιουργίας του ελληνικού Μελοδράματος, ο οποίος μάλιστα έμεινε στην Ιστορία ως ο μόνος μουσουργός που είχε υψώσει φωνή διαμαρτυρίας εκείνα τα χρόνια μαζί με εξέχουσες λογοτεχνικές μορφές, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Βάρναλης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Νίκος Καζαντζάκης, συνυπογράφοντας κοινό κείμενο, εναντίον των διώξεων που είχε εξαπολύσει το αστικό βέβαια κράτος εις βάρος κομμουνιστών αγωνιστών. Είχε παρουσιάσει το έργο του Καλομοίρη στο θέατρο «Κεντρικόν», με στρατιωτική μπάντα, με χορωδία του Ελληνικού Ωδείου και σολίστ τη Φανή Σκαραμαγκά, ο Κεφαλονίτης συνθέτης και μαέστρος Διονύσης Λαυράγκας (1860-1940), μαθητής του συμπατριώτη του θεωρούμενου πρώτου Έλληνα μουσουργού υποστηρικτή της στρατευμένης Τέχνης Νικόλαου Μεταξά Τζανή (1825-1907), συνθέτη του «Ύμνου των Ριζοσπαστών της Επτανήσου».
Από τη γη του Σολωμού ορμώμενος, γέννημα- θρέμμα της Ζακύνθου, ο Αλέκος Ξένος (1912- 1995). Ένας γιος μαραγκού, τσαγκάρης εργάτης ο ίδιος στα παιδικά του χρόνια, που έμελλε επί δεκαετίες να ενσαρκώσει στο ελληνικό μουσικό στερέωμα το όραμα κατάκτησης της Ελευθερίας σε όλες τις μορφές της, μαζί την εθνική, την ηθική, την πνευματική και την κοινωνική. Αυτός ο Ζακύνθιος κοινωνικός και πολιτικός επαναστάτης μουσουργός, στη μουσική μεγαλοφυία του υποκλίθηκαν ακόμη και οι ιδεολογικοί αντίπαλοί του και τον αποθέωσε ο Μάνος Χατζηδάκης και τον ύμνησε ο Σοστακόβιτς και δεν δίστασε να υπερασπιστεί σε δικαστήρια τον Μανώλη Καλομοίρη από διάφορες κατηγορίες ύστερα από τον Μεγάλο Πόλεμο και ακόμη είχε συνεργαστεί στενά με τον Λευκάδιο Άγγελο Σικελιανό για ένα έργο αφιερωμένο στον λαϊκό ήρωα Νίκο Μπελογιάννη ως νέον Διγενή Ακρίτα, ενώ είχε ανέβει στα βουνά ως ένας απλός αντάρτης εναντίον των κατακτητών την Κατοχή, όχι μόνον επήρε από εκεινούς τους δύο τη σκυτάλη.
Ο Αλέκος Ξένος, με γνήσια επτανησιακή- ελληνική συνείδηση, επαναστατική κιόλας σε πολύ δύσκολους καιρούς και αντιμετωπίζοντας παντοειδείς διώξεις που ευθύνονται για την απώλεια μεγάλου μέρους του έργου του, έγινε ο πρώτος Έλληνας μουσουργός που μελοποίησε «απ’ όπου χαράζει ως όπου βυθά» το ποίημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».
Ως ολοκληρωμένο μουσικό έργο.
Καντάτα ήταν.
Για 55μελή συμφωνική ορχήστρα, αφηγητή, σολίστ και 24μελή μεικτή πολυφωνική χορωδία, χωρισμένο σε δύο πράξεις.
Με δεκάλεπτη περίπου «Εισαγωγή» τιτλοφορούμενη και ως «Το Χρέος» και άλλα δεκαέξι διαφορετικά μουσικά μέρη που κάλυπταν διάφορα ποιητικά και πεζά μέρη των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Είχε ολοκληρώσει σχεδόν το έργο στη διάρκεια της Χούντας των συνταγματαρχών. Λανθάνουν όλα τα μέρη πια, πλην τριών. Θαρρείς και ήταν γραφτό να μείνει αποσπασματικό, όπως ανολοκλήρωτο θεωρείται από ορισμένους μελετητές ακόμη και σήμερα το ποίημα του Σολωμού ή, καλύτερα, αυτό που μας παραδόθηκε ως ολόκληρο το σύνθεμά του.
Ο γνωστός μαέστρος και συνθέτης Άλκης Μπαλτάς, διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της παλαιότερης Φιλαρμονικής της Κέρκυρας και άλλων μουσικών συνόλων, ήταν εκείνος που το 1999 ανέλαβε την πρωτοβουλία και παρουσίασε στην Αθήνα τη μεγαλόπρεπη «Εισαγωγή» του Αλέκου Ξένου από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του. Με τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΡΤ. Λίγο αργότερα το σωσμένο με ημερομηνία 20 Νοέμβρη 1955 κομμάτι του Ξένου «Άκρα του τάφου σιωπή» αντήχησε στη Ζάκυνθο με πρωτοβουλία του συνθέτη Δημήτρη Λάγιου (1952-1991). Έχει σωθεί στο Ιστορικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη μόνον ένα ακόμα κομμάτι της εκείνης της πολυμερούς εκτεταμένης σύνθεσης του «ελεύθερου πολιορκημένου» στη ζωή του Ξένου.
Τιτλοφορείται «Η Άνοιξη – Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη».
Το συνολικό έργο του Ξένου, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, φέρεται να γράφτηκε, κυρίως, στη διάρκεια της Χούντας. Στηρίχτηκε πράγματι, όπως προκύπτει και από έγγραφό του, στην εκτύπωση και παρουσίαση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» που είχε κάμει ο λόγιος Ιάκωβος Πολυλάς στη μνημειώδη έκδοση των «Ευρισκομένων» του ποιητή στην Κέρκυρα το 1859. Νεότερα στοιχεία κατατείνουν όμως, όσον αφορά τον χρόνο έναρξης της σύνθεσης της μελοποίησης αυτής από τον Ζακύνθιο βάρδο, σε περίοδο πολύ προγενέστερη της Χούντας. Αυτό πιστεύουν και απόγονοί του, επικαλούμενοι μελετητές του. Έγγραφά του δημιουργούν την πεποίθηση ότι άρχισε να δουλεύει το έργο στο μυαλό του στη διάρκεια του ταξικού Ελληνικού Εμφυλίου, ενώ υποστήριζε βέβαια τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, το 1948.
Ο ίδιος ο Αλέκος Ξένος αναφέρει σε έγγραφό του: «Το 1952 καταπιάστηκα με το σκιτσάρισμα ενός πολύ αγαπημένου μου έργου, τους Ελεύθερους Πολιορκημένους σε στίχους του Σολωμού, που ανταποκρίνονταν στα συναισθήματά μου της εποχής εκείνης. Από τα τρία σχεδιάσματα του ποιήματος συνέθεσα ένα είδος λιμπρέτου με τη μουσική μορφή μιας καντάτας».
Η απώλειά της ισοδυναμεί βέβαια με τη μεγαλύτερη απώλεια σύγχρονης ελληνικής καντάτας.
Μα ευτυχώς οι σάλπιγγες του Ρομποτή και του Καλομοίρη είχαν μακρά συνέχεια και ο Αλέκος Ξένος δεν ήταν ο μόνος μουσουργός της μεταπολεμικής Ελλάδας που συγκλονίστηκε από το μεγαλείο των σολωμικών «Ελεύθερων Πολιορκημένων» και που είχε βαλθεί να τους μελοποιήσει συμφωνικά, με τη μορφή ενός λαϊκού ορατορίου, αφού ο ίδιος ο Σολωμός άλλωστε είχε αφιερώσει τον πρώτο ρόλο του έργου του στον ίδιο τον λαό, ως συλλογικό ήρωα, αντί κάποιων ηγετών του, στο αθάνατο έπος του Μεσολογγιού.
Ο Ιωσήφ Μπενάκης (1924-2017), ένας άλλος φωτισμένος εργάτης της μουσικής και του νεοελληνικού πολιτισμού, από την πάντα ανταρτομάνα Λιβαδειά που ‘χε πάρει για τα καλά τ’ άρματα και το ’21, αν και μεγάλωσε σε αστική οικογένεια έμελλε, καθώς έφευγε η Χούντα, να μπαίνει στο τελικό στάδιο της ολοκλήρωσης ενός τέτοιου μεγαλεπήβολου έργου.
Συνθέτης και μαέστρος πολύ καταξιωμένος, που έγραψε έξι ορατόρια, τέσσερις όπερες, μία συμφωνία, πολλές άλλες μουσικές συνθέσεις, αλλά και δέκα βιβλία μουσικής και ένα για τον νεοελληνικό πολιτισμό, βραβευμένος και από την Ακαδημία Αθηνών, τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Μπενάκης ολοκλήρωσε ένα νέο, δικό του μουσικό ορατόριο, όπως το προσδιόρισε, με το ποίημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».
Επρόκειτο για έργο για συμφωνική ορχήστρα, μεικτή χορωδία, σοπράνο, βαρύτονο και αφηγητή, που έλαβε την τελική του μορφή και εκδόθηκε το 1981.
Έκτοτε, παρουσιάστηκε σε συναυλίες ως σύνολο το 2010 στο πρώην θέατρο «Ολύμπια» και νυν «Μαρία Κάλλας» και, κυρίως, με επιλεγμένα τμήματά του σε συνθέσεις για πιάνο, μεικτή χορωδία, βαρύτονο, σοπράνο και απαγγελία, όπως έγινε στο Μέγαρο Μουσικής το 2014 σε συναυλία οργανωμένη από την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών και αφιερωμένη στον Μπενάκη, με μουσική διεύθυνση της χορωδίας της συναυλίας από τον Σταύρο Μπερή.
Μα και ένας άλλος μεγάλος συνθέτης, μετά από εκείνον, δεν επαρέλειψε να μελοποιήσει λίγα πολύ αγαπητά τμήματα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», σε πιο λαϊκή-σύγχρονη μάλιστα εκδοχή, μουσικά, στο πλαίσιο ευρύτερης δουλειάς του. Ο Χρήστος Λεοντής «υπέκυψε» με τη σειρά του στο μεγαλείο και στη γοητεία τους. Εστιάζοντας στο τμήμα «Το χάραμα επήρα», στην «Καντάτα Ελευθερίας» του την αφιερωμένη στον Σολωμό, τον Ρήγα Φεραίο και τον στρατηγό Μακρυγιάννη, προσέθεσε τη δική του μελωδική απόδοση ενός μέρους τους.
Είχε εμπνευστεί κι εκείνος στη διάρκεια της Χούντας τη μελοποίηση και την παρουσίασε συνολικά το 1998, με την υποστήριξη της Βουλής, στα 200 χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τη θανάτωση του Ρήγα. Με τη μελοποίηση εκείνη μέρους των «Ε.Π.» ο Σολωμός τιμήθηκε ως «θεμελιωτής της πνευματικής παράδοσης του σύγχρονου Ελληνισμού και ως υμνητής των ιδεών της Ελευθερίας, του Δικαίου και της Εθνικής Ανεξαρτησίας».
Ο Λεοντής παρουσίασε το εστιασμένο περισσότερο στους «Ε.Π.» έργο του με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, τη χορωδία «Φίλοι Μοντέρνας Μουσικής» και σολίστ γνωστούς και αγαπητούς λαϊκούς ερμηνευτές.
Τότε περίπου ένας άλλος αγωνιστής συνθέτης, Ζακύνθιος, «υποκλινόμενος» βέβαια κι εκείνος όπως και ο Μίκης Θεοδωράκης και όλοι οι άλλοι μείζονες ή ελάσσονες συνθέτες της εποχής του στη μεγαλειώδη και ευρέως γνωστή από το 1977 και διάρκειας πλέον της μίας ώρας μουσική λαϊκή λειτουργία «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Γιάννη Μαρκόπουλου, δοκίμαζε στη γη του Σολωμού, θαρρείς, να καλύψει το οφειλόμενο στην απώλεια του έργου του Αλέκου Ξένου κενό της Ζακύνθου στις μελοποιήσεις των «Ε.Π.». Ο Τιμόθεος Αρβανιτάκης.
Να τους παρουσιάσει θέλησε διακριτά, μάλιστα, ως «Επτανησιακή Ωδή», με κιθάρα και μαντολίνο, μαζί με μικρή συμφωνική ορχήστρα, τετράφωνη μεικτή χορωδία, έναν βαρύτονο και δύο λαϊκούς τραγουδιστές.
Ολοκλήρωσε το αποτελούμενο από 22 μέρη έργο του το 2010.
Το παρουσίασε για πρώτη φορά ολοκληρωμένα, στο σύνολό του, το περασμένο καλοκαίρι σε συναυλία στην πόλη της Ζακύνθου. Όχι μακριά από ‘κει που το 1798 είδε το φως, ως γιος μιας δούλας όπως την αποκαλούσαν και ενός κόμη, ο Διονύσιος Σολωμός».
Ενενήντα επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Σολωμού. Το 1954. Ως άξιος γιος της Κρήτης και των καλύτερων μουσικών παραδόσεών της μα θαρρείς συγγενεύοντας κιόλας με την Επτάνησο, καθώς πρόγονοί του είχαν καταφύγει από την Κωνσταντινούπολη στα Ιόνια νησιά -κυρίως στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά- και αργότερα αρκετοί από εκείνους μετοίκησαν στην Κρήτη, ήδη εντρυφούσε στον Σολωμό και στη δημοτική-λαϊκή μουσική παράδοση. Τότε, σε ηλικία 15 ετών, ζώντας στην Ιεράπετρα της Κρήτης και με δάσκαλο σε μπάντα Φιλαρμονικής έναν μαθητή του Καλομοίρη, ο Γιάννης Μαρκόπουλος οραματίστηκε τη μελωδία των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».
Συνέθεσε κιόλας τότε, στα δεκαπέντε του, την πρώτη του μελωδία, εμπνευσμένη από ένα δίστιχο των «Ε.Π.». Από τους στίχους «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει / Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει».
Έναν χρόνο νωρίτερα, το 1953, ο πατέρας του τού είχε δωρίσει ένα αντίτυπο από την ιστορική, επιμελημένη από τον Κερκυραίο Σπυρίδωνα Δε Βιάζη, έκδοση του 1898 στη Ζάκυνθο με «Άπαντα» του Σολωμού για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του και ενόψει του εορτασμού της εκατονταετηρίδας. Ο πρόεδρος της Επιτροπής εκείνου του Εορτασμού στη Ζάκυνθο ονομαζόταν Σπύρος Μαρκόπουλος.
Κάτι αντίστοιχο, με την έκδοση όμως της Κέρκυρας του 1859, είχε συμβεί είκοσι περίπου χρόνια νωρίτερα, θυμίζουμε, με τον Μίκη Θεοδωράκη νεαρό. Το 2013 θυμόταν ακόμα ότι σε παιδική ηλικία μαγεύτηκε από έναν τόμο με τον Σολωμό, που ήταν η κερκυραϊκή έκδοση Πολυλά και δέσποζε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του. Εκείνο το βιβλίο, όπως είπε, ήταν «η πρώτη οδός» της μύησής του «στα μεγάλα ιδανικά, αυτά της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της πατρίδας». Στα «Μεγάλα Μεγέθη».
Δάσκαλος του Μαρκόπουλου στη μουσική σύνθεση, στην Αθήνα, ήταν ο Επτανήσιος στην καταγωγή Γεώργιος Σκλάβος. Ενώ συνέχιζε να τον απασχολεί η σολωμική ποίηση, ένα από τα πρώτα του έργα ήταν η δισκογραφημένη το 1969 κοσμική καντάτα του «Ήλιος ο Πρώτος» σε ποίηση του Ελύτη. Έναν χρόνο νωρίτερα, το 1968, άρχισε να ασχολείται εντατικά με τους «Ε.Π.». Η μελωδία τους προχώρησε πολύ στη διάρκεια της Χούντας.
«Πάντα» έχει πει, «είχα στο νου μου τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού. Συγκινημένος αλλά και γοητευμένος από το ιδιαίτερο γλωσσικό ήθος της ποιητικής του δύναμης ξεκίνησα να συνθέτω το 1960 τα πρώτα μουσικά συνθέματα. Όμως για αρκετό καιρό παρέμειναν ατελή.Το 1968 εργάστηκα πλέον για μεγάλο διάστημα τις συνθέσεις μου σε τρία σχεδιάσματα του ποιήματος, στα χρόνια της επταετίας με τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Ξαναδούλεψα εξαντλητικά αυτή τη φορά και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οργάνωσα το λιμπρέτο επιλέγοντας αυτά που ήθελα κυρίως από τα αποσπάσματα του κάθε σχεδιάσματος, των στοχασμών, τα πεζά, τους στίχους και κάποια ποιητικά μέλη που σώζονται ατελειοποίητα από τον λόγο του Σολωμού, δίνοντας μια ιδιαίτερη μορφή στην οργάνωση του μουσικού μου υλικού. Σαν μια λειτουργία (…) Ο αείμνηστος καθηγητής Λίνος Πολίτης -ο σημαντικότερος ίσως μελετητής του έργου του Σολωμού- με βοήθησε να εμβαθύνω στην κατανόηση και των πιο κρυφών μηνυμάτων για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια που έδωσαν ακόμη μια προτροπή στο συνθετικό μου “είναι” να οργανώσω τον μελωδικό αρμονικό μου κόσμο και γενικά τους κωδικούς της συνθετικής μου ιδιαιτερότητας και ευαισθησίας σ’ ένα έργο μιας κοσμικής λειτουργίας με ιδιαίτερη μορφή πολλαπλών σχημάτων».
Εξόρυξε τελικά από το σολωμικό ποιητικό μεταλλείο το 1977, θαρρείς, πιστά τη μουσική αρμονία που «κρύβει» ο λόγος του Σολωμού, για να την αποδώσει βέβαια με την αυτονομία της δικής του μουσικής αρμονίας με σύγχρονα μουσικά μέσα και μέτρα, βαθιά ελληνικά, ως ένα είδος λαϊκής λειτουργίας, ενός λαϊκού ορατορίου προσιτού στο ευρύ κοινό, εξασφαλίζοντας έτσι, αντικειμενικά, τον θρίαμβο του έργου του. «Απασχόλησαν δεκάξι χρόνια από τη ζωή μου», έχει πει για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του. Επρόκειτο περί ενός άθλου, για μια μουσική εποποιία που γρήγορα ανέβασε το έργο στο Πάνθεον της ελληνικής μουσικής δημιουργίας.
Ενώ στηρίχτηκε κατά βάση στην παλαιότερη μνημειώδη σολωμική έκδοση του Πολυλά, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης την εταίριαξε θαυμαστά με στοιχεία από το συναφές σολωμικό έργο «Η γυναίκα της Ζάκυθος» και αξιοποίησε τα διδάγματα της επίσης μνημειώδους έκδοσης του 1964 με τα «Αυτόγραφα Έργα» του Σολωμού από τον σολωμιστή Λίνο Πολίτη και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συνεργαζόμενος στενά με τον Πολίτη για την κατανόηση του έργου και την ιεράρχηση των μηνυμάτων του. Εκεί, σε αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, το 1975 απέδωσε πιανιστικά τέσσερα μέρη της μουσικής σύνθεσής του, θέτοντάς τη στην κρίση φοιτητόκοσμου και καθηγητών του Πανεπιστημίου, προτού την τελειοποιήσει και την ολοκληρώσει το 1977, αναδεικνύοντας εξαίσια και ισορροπημένα τις «Μεγάλες Ουσίες» του ποιητικού συνθέματος.
Τότε, το 1977, με ορχήστρα υπό τη διεύθυνσή του, σολίστ μεγάλους λαϊκούς ερμηνευτές, αφηγήτρια σπουδαία ηθοποιό και πολύ καλή επαρχιακή χορωδία, κυκλοφόρησε από την «Columbia» ο ιστορικός διπλός δίσκος του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».
Συγχρόνως, με πολλά και διάφορα μεγάλα ονόματα λαϊκών και λυρικών ερμηνευτών και ηθοποιών που ενστερνίστηκαν στην πορεία το έργο, άρχισαν συναυλίες που το διέδωσαν ακόμη περισσότερο και το έκαναν ακόμα πιο αγαπητό στον λαό. Με νέες ενορχηστρώσεις, στην πορεία, η συμφωνική μουσική του «έδεσε» με προσφιλή παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα. Στην πρώτη δημόσια παρουσίασή του το 1978, το έργο συγκέντρωσε 22.000 νεολαίας και λαού που πλημμύρισαν στάδιο της Αθήνας. Σημαδιακή και η παρουσίασή του το 2002 στην ιερή πόλη του Μεσολογγιού, όπου ο συνθέτης ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης της και κατέθεσε στο Μουσείο της τις αρχικές παρτιτούρες του έργου.
Σαράντα τέσσερα χρόνια από τότε, το έργο διατηρεί ακμαίο τη φρεσκάδα του και συγκινεί. Παρόλο που η παρουσίασή του δεν είναι εύκολα εφικτή, λόγω των δεκάδων συντελεστών που απαιτεί η απόδοσή του, οι συναυλίες που έχουν δοθεί στην Ελλάδα μα και στο εξωτερικό έχουν από καιρό υπερβεί τις εξήντα. Νέες ενορχηστρώσεις το ανανέωσαν κιόλας.
«Είμαστε πολιορκημένοι», είχε πει το 2015 ο συνθέτης, με αφορμή μια συναυλία του. Έψεγε το ψέμα, την υποτέλεια.
Στην πόλη της Κέρκυρας, σε κινηματοθέατρο σε απόσταση μικρότερη των 300 μέτρων σε ευθεία γραμμή από το βομβαρδισμένο την Κατοχή σπίτι όπου ο Σολωμός έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και που για την αναστήλωσή του το 1957 οι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές του νησιού είχαν διενεργήσει έρανο, τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Γιάννης Μαρκόπουλος είχε γνωρίσει την αποθέωση, παρουσιάζοντας μέρη της μεγαλειώδους σύνθεσής του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Τον είχε προσκαλέσει για το έργο αυτό και τον είχε υποδεχθεί με «μύρια λούλουδα», ως πρόεδρος της τοπικής Καλλιτεχνικής Λέσχης που ήταν, ο εμβληματικός στον χώρο του Πολιτισμού του νησιού σθεναρός υποστηρικτής των σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών ιδεών Μάχος Ρούσης, που το όνομά του έχει δοθεί σε πλατεία της πόλης. Μα εκκρεμεί, ίσως όχι για πολύ ακόμη, η υλοποίηση μιας συναυλίας του ίδιου του Μαρκόπουλου με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του εκεί που κυρίως γράφτηκαν, δηλαδή μπροστά και μέσα στο σπίτι του Σολωμού στα Μουράγια της πόλης της Κέρκυρας.
Λέτε να είναι μία νέα στην Κέρκυρα η επόμενη συναυλία του Μαρκόπουλου μετά από αυτή που δίνει απόψε, με τους «Ε.Π.» φυσικά, στο αθηναϊκό δημοτικό μουσικό θέατρο «Μαρία Κάλλας», στο πρώην «Ολύμπια» επί της οδού Ακαδημίας, με οργανωτή το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, στον απόηχο της συμπλήρωσης των 200 χρόνων από το 1821;
Παρούσα στη συναυλία θα είναι, προσκεκλημένη βέβαια, μεταξύ άλλων, η ηγεσία του κερκυραϊκού Μουσείου/Σπιτιού Σολωμού. Αν ο γεννημένος το 1798 στη Ζάκυνθο Διονύσιος Σολωμός έβαλε στο στόχαστρο των «Ε.Π.» του και το «παγκόσμιο σύστημα», το 1798 στην ευρισκόμενη υπό την επήρεια των Γάλλων Δημοκρατικών Κέρκυρα ένας προγενέστερός του διανοούμενος, ο Στυλιανός Βλασσόπουλος, είχε πει πως η μουσική μπορεί να συμβάλει στην «ήττα των καταπιεστών της ανθρωπότητας».
Μια μουσική «νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια» προδιαγράφεται η αποψινή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τους «Ε.Π.» του στο κέντρο της Αθήνας. Είναι μάλλον η πρώτη φορά που έχει επιλέξει όλοι οι σολίστ του έργου να είναι λυρικοί ερμηνευτές. Ορισμένοι υποθέτουν κιόλας πως, προφανώς, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης θα προσφέρει μια νέα ηχητική εκφορά του μεγαλειώδους έργου του, λόγω και του ιστορικού χαρακτήρα της συναυλίας.
Είναι μια συναυλία βέβαια, που, ενώ ο μέσος πολίτης θα περίμενε να την είχε οργανώσει κάποιος από τους χτισμένους ή υποστηριζόμενους από τον πλούτο μεγάλους ελληνικούς πολιτικούς «πύργους», την οργανώνει το άπαρτο και ανίκητο από τον πλούτο ελληνικό πολιτικό λαϊκό «καλυβάκι», που ακατάβλητο, θαρρείς, κόντρα σε «μεγάλες ενάντιες δύναμες», όχι μόνο «δεν το βαραίνει ο πόλεμος» μα μοιάζει με την ανυπότακτη ψυχή του και τα έργα του να διακηρύσσει στον πλούτο και «στην πλημμύρα των αρμάτων» του: «Η δύναμή σου πέλαγο, η θέλησή μου βράχος».
Ο ηγέτης του κόμματος των Ελλήνων κομμουνιστών Δημήτρης Κουτσούμπας είχε πει το 2016 για τον Γιάννη Μαρκόπουλο: «Έκανε τους καημούς, τους αγώνες, τις αγωνίες και την παλικαριά του λαού μας τραγούδι πελώριο, που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα και θα τραγουδιέται από τις επόμενες γενιές».
Στην ταιριαστή με το ποιητικό και το ιστορικό μεγαλείο των «Ε.Π.» μουσική σύνθεση του Μαρκόπουλου ο λαός «συναντά» τον ίδιο τον εαυτό του, θα μπορούσε να πει κανείς. Σ’ αυτό έγκειται, προφανώς, ο θρίαμβος της ομώνυμης λαϊκής λειτουργίας του, ο θρίαμβος των μουσικών «Ελεύθερων Πολιορκημένων», όπως άλλωστε και των ποιητικών. Χάρη στην ίσως ιστορικά μακράν καλύτερη μουσική έμπνευση του Μαρκόπουλου, το έργο του μοιάζει να κατεβάζει κι αυτό τον Παράδεισο από τον ουρανό στη γη, όπως το μεγαλείο του ποιητικού έργου.
Η αναμενόμενη συγκλονιστική λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της αποψινή συναυλία φέρνει ξανά στο προσκήνιο όλα εκείνα που συμβολίζουν οι σολωμικοί «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Τη δύναμη, την υπεροχή και την αναπότρεπτη βέβαια επικράτηση και νίκη της ηθικής -και όχι μόνον- ελευθερίας του λαού. Τις αρετές και το μεγαλείο του μαχόμενου λαού. Όλη την ελληνική πολιτιστική λαϊκή παράδοση και αγωνιστικότητα.
Έτσι δεν είναι φίλες και φίλοι;
Ο λαός, όσο «μεγάλες ενάντιες δύναμες» κι αν τον εμποδίζουν κι όσες θυσίες κι αν απαιτηθούν, είναι αδύνατο τελικά να παραδοθεί, γιατί αυτό αντίκειται κιόλας στη σύμφυτη με την ελευθερία φύση του, διακηρύσσει μεγαλειωδώς ο Σολωμός με τους στίχους και τους στοχασμούς του για το Μεσολόγγι, κατεβάζοντας τον Παράδεισο από τον ουρανό στη γη.
Είναι αδύνατο να πάψει να μάχεται.
Είναι μοιραίο για τους εχθρούς του να βγει νικητής!
Με -τι άλλο καλύτερο;- στίχους του ΔιονύσιουΣολωμού ας κλείσουμε αυτές τις αναδρομικέςγραμμές για τις μελοποιήσεις τουαριστουργήματος των «ΕλεύθερωνΠολιορκημένων»:
Με λογισμό και μ’ όνειρο!
Ψυχή,
ψυχή
και νίκη!
* Οφείλονται ευχαριστίες στις βιβλιοθήκες του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου και του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, στη βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» του Μεγάρου Μουσικής, στον μουσουργό κ. Άλκη Μπαλτά, στη μουσικολόγο κυρία Βάλια Βράκα, στην κόρη του συνθέτη Αλέκου Ξένου κυρία Αλίκη Βενάρδου – Ξένου και στον εγγονό του συνθέτη Γεράσιμου Ρομποτή κ. Γεράσιμο Ρομποτή.