Οι στίχοι του Κωστή Παλαμά δοξολογούν την Κέρκυρα και ρητά βεβαιώνουν πως εκεί η ψυχή του ωρέχτηκε να γλυκοζήσει, εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου – και σμίγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση – κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι.
Εκεί η ψυχή μου ωρέχτηκε να γλυκοζήσει…
Συλλογάται ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, καθώς απολαμβάνει τον ίσκιο της μεσημβρινής δενδροστοιχίας στη Σπιανάδα, σ’ ένα απ’ τα σημεία που προτιμούσαν κι ο Οδυσσέας Ελύτης κι ο Παύλος Παλαιολόγος κι ο Ανδρέας Καραντώνης. Είναι ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του περασμένου αιώνα. Σκέφτεται τα δέντρα – και τα βόλτα με τα μεγάλα γραφικά τους φανάρια και τα σπίτια τα πανύψηλα, τα παμπάλαια, αυτόν τον κόσμο που σταμάτησε κάπου, στα περασμένα (…) και ρεμβάζει.
Ακόμη κι αν η σκέψη και τα ενδιαφέροντα της Κέρκυρας είναι στο παρόν, η ψυχή της πλανάται στα περασμένα, είχε πει άλλωστε ο Παύλος Παλαιολόγος.
Νιώθει την κούρασή του γουλιά τη γουλιά ν’ αφανίζεται, καθώς παρατηρεί γύρω του με πόση περιπάθεια αγαπούν τα παιδιά οι Κορφιάτες, λαός αληθινά πολιτισμένος, γεμάτος τρυφερότητα και στοργή, που και στην πιο δύσκολη περιπέτεια και στην πιο ανυπόφερτη βαρυθυμιά του ξαστερώνει και φαιδρύνεται μονομιάς, για ασήμαντους, υποτίθεται, λόγους. Είναι λαός ήμερος, γλυκύς, πράος, αγαθός και προσηνής, είχε συμπεράνει ο Σπύρος Μελάς, ενώ ο Albert Mousson είχε παραδεχθεί ότι στην Κέρκυρα η ποικιλία των ανθρώπινων τύπων δεν έχει προηγούμενο.
(Στην κορυφή του θέματος Τεν Φλωριάς: Κέρκυρα. Εδώ Φίλης Κένταρχος: Καλαφατιώνες)
Συλλογάται ότι άλλοι Ρωμιοί δύσκολα τη νιώθουν τη γενικώς παιγνιδιάρικη διάθεση του κάθε Κορφιάτη και την πιστεύουν αλαφρομυαλιά κι ανεγνιασιά αξιοκατάκριτη, αλλά είναι ψυχής καλλιέργεια, αγωγή που τη μαστόρεψαν πολλοί αιώνες. Αγαπούν τα παιδιά, το χορό, το τραγούδι, δεν ξέρω πια αν αγαπούν και την ποίηση, κι ας την ανασαίνουν ολόγυρά τους, μια ποίηση που έγινε βαρυσήμαντη παράδοση κι ακριβή. Όχι, μπορεί να μη την αγαπούν την ποίηση όσον άλλοτε. Βρίσκονται και τούτοι, αθέλητα βέβαια, μέσα στην πικρή βαναυσότητα των καιρών, συνεχίζει. Πιστεύει ότι μόνο κάποιοι παλιοί ζούνε με το Σολωμό στην καρδιά τους. Είναι άραγε πράγματι έτσι; Δίνει γρήγορα ο ίδιος την απάντηση: Μα δεν έχουν πάψει ν’ αγαπούν τον έρωτα, που είναι η ποίηση όλη – κ’ είναι, το δίχως άλλο, ερωτική η ατμόσφαιρα κ’ η ολόγυρα φύση. Η φύση αυτή άλλωστε μάγεψε διάνοιες όχι μόνο σαν τον Παλαμά και τον Ελύτη. Οδήγησε και τον Σολωμό σε νέα, ασύλληπτα με τον κοινό νου μονοπάτια.
Ναι, σίγουρα αυτή η μαγευτική φύση ευθύνεται. Πετράδι, δεμένο σε μενεξένια ολόγυρα βουνά, την είχε περιγράψει ο Αλέξανδρος Πάλλης.
(Τεν Φλωριάς: Ύψος)
Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ανηφορίζει για τον Ύψο και την ακρογιαλιά του. Κατακαλόκαιρο κ’ ευωδιάζουν τα πάντα παντού. Όπως λέει ο σολωμικός στίχος, η φύσις όλη του γελά και γένεται δική του.
Συναντώντας τουρίστες στον δρόμο συλλογάται τον ξένο, που κατεβαίνει από τ’ αντικρινά περιγιάλια και σμίγει εδώ πέρα, στην Κέρκυρα, την πρώτη στεριά της Ανατολής. Δε βρίσκεται ακόμη στην καθαυτό Ανατολή, μα δε βρίσκεται πια και στη Δύση. Βρίσκεται μετέωρος ο ξένος, στο ανάμεσα; Ε, λοιπόν, απλώς ανάμεσα μπορεί να αποκαλεί, χάριν συντομίας, τούτη τη μαγεύτρα κόρη του θεού Ουρανού, τούτο το νησί τέρας ομορφάδας κατά πως το τραγούδησε ο Λορέντζος Μαβίλης, την κόρη του Ποσειδώνα σύμφωνα με άλλο μύθο, τη γη των Φαιάκων που η τόση ομορφιά της θαρρείς πως έδωσε στον τυφλό Όμηρο το φως του για να την υμνήσει. Βρίσκεται στο ανάμεσα...
(Πίπος Καρδάκης: Σιναράδες)
Οι σκέψεις αυτές δεν τον αφήνουν σε ησυχία. Σίγουρα, ο τόπος είναι μια δυτική πολιτεία στην καθολική της μορφή.
Ωστόσο, η φύση είναι Ανατολή, χωρίς τ’ ολόζεστο πάθος της χαμηλής μεσόγειας θάλασσας, με κάποιαν αλαφράδα και κάποιαν ευγένεια, που μεταμορφώνει τον έρωτα σε τραγούδι, όχι σε αγωνία καταλυτική του κορμιού.
Το νησί έπλασε την ψυχή του παίρνοντας κι από δω κι από κει.
(Φίλης Κένταρχος: Άλσος Γαρίτσας)
Παρόμοια η πεποίθηση του Ευγένιου Αρανίτση. Η έννοια παρυφές είναι εδώ, ούτως ή άλλως, το κλειδί· βρισκόμαστε στις οιονεί παρυφές της Δύσης, αλλά και – για τους Δυτικούς – στις παρυφές της Ανατολής. Κέρκυρα ονομάζουμε την πόλη-Πύλη ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς. Στη φύση αναβλύζει η χαρά, το μεγαλείο της ζωής. Εδώ μπορείς να καταλάβεις πολύ περισσότερο από αλλού τον σολωμικό στίχο γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
(Γιώργος Πέννας: Ροβινιά)
Δε σε βαστάει το μάτι! Μην είσαι του Παράδεισου κομμάτι; αναρωτήθηκε ο Σπύρος Νικοκάβουρας.
Στους Κορφούς η πλάση στάζει μέλια, είπε ο Κωστής Παλαμάς.
(Άγγελος Γερακάρης: Σολωμός / Ωδή προς Επτανησίους)
Ο νους του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου γύρισε πάλι στον Διονύσιο Σολωμό, που ζώντας στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα περνούσε καθημερινά από τη Σπιανάδα και προτού γράψει τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» είχε γνωρίσει όχι μόνο την πόλη, μα και την εξοχή του νησιού. Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περιγράφοντας την άνοιξη του Μεσολογγιού τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας, ο Σολωμός προσφέρει τη χαρακτηριστικότερη εξεικόνιση της γης των Φαιάκων: Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τις χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα.
(Τεν Φλωριάς: Άγιοι Δέκα)
Σε τούτη τη γη πραγματικά το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κ’ εκείνο. Δίχως άλλο τούτη η γη παρακίνησε τον ποιητή να γράψει: Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη. Δεν υπάρχει, πιστεύει, στην ποίηση όλη στίχος που να δηλώνει υποβλητικώτερα την ουσία και το νόημα του περίγυρου τούτου.
Θυμάται, ακόμη, ότι ο Ζακύνθιος εθνικός ποιητής είχε παρουσιάσει τον εαυτό του ως Ιερομόναχο Σολωμό Κερκυραίο, εγκάτοικο στην Πλατυτέρα, σε μια παραλλαγή του κειμένου του για τη «Γυναίκα της Ζάκυθος».
(Σπύρος Κουρσάρης: Πέραμα)
Η εξιδανικευμένη γη προσφέρεται, λοιπόν, για πνευματικό άθλημα φοβερό. Στην Κέρκυρα άλλωστε δεν αντίκρυσε κι ο Ελύτης το περίφημο σύννεφο από πυγολαμπίδες που αλλάζει ανάλαφρα θέση; Ο Κώστας Δαφνής έχει φανερώσει για τον Ελύτη: του άρεσε να βρεθή μέσα στον κερκυραϊκό ελαιώνα, εκεί όπου η εληά αδελφώνεται με το κυπαρίσσι. Κι αυτή τη σύζευξη τη χαιρόταν μ’ όλες του τις αισθήσεις. Ο ποιητής χαιρόταν την αρμονία του πράσινου με το ασημί, ζητούσε εκείνο που δεν εύρισκε στο ανατολικό πέλαγος (…), να ποτιστεί από τη γοητεία του τοπίου.
(Γιάννης Τσαρούχης: Μουράγια / Κέρκυρα)
Είχε περάσει το πρωινό του ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στα Μουράγια, όπου έναν αιώνα πριν έμενε ο Σολωμός, έχοντας αντίκρυ του το νησάκι Βίδο, την αρχαία Πτυχία που κάποτε, αιώνες μετά τον ερχομό του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά, όπως ίσως και το νησάκι Λαζαρέτο πιο πέρα, έγινε θέατρο σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών του νησιού. Περπατούσε στις αγιασμένες στράτες που ο Σολωμός συνήθαε ν’ ακολουθάει, όπως είχε αποκαλέσει τους γύρω δρόμους ο Άγγελος Σικελιανός. Θαύμαζε τη σαπφείρινη θάλασσα και το φως της αυγής να ταξιδεύει και να σπέρνει τα χρυσά του λουλούδια στη ράχη του νερού τη γαλήνια. Αργότερα, είχε βρεθεί στην, αγαπημένη του Ελύτη, Παλαιοκαστρίτσα, να κοιτάζει τις ξέρες τις μοναχικές, τους βράχους τους αναχωρητές, που τη βαθαίνουν την ερημιά και τη μεταμορφώνουν σε παραμύθι.
Και να, στον Ύψο, τι βράδιασμα και τούτο, κάτω από το ψηλότερο βουνό του νησιού: Γεμάτο αστέρια τρεμάμενα στο περιγιάλι, στα πόδια του μετέωρου ανάμεσα γης κι ουρανού Παντοκράτορα.
(Νίκος Κόκκαλης: Μαβίλης / Κέρκυρα, απ’ του Ουρανού το αίμα εβγήκες)
Του ουρανού γεννήτορα της Κέρκυρας, που ύμνησε ο Μαβίλης. Ανοίγει το βιβλίο με τα σονέτα του Μαβίλη που περιγράφει τον μύθο για τον θείο Σπόρο που δέχτηκε η θάλασσα απ’ τα ουράνια, όταν ο Κρόνος έκοψε με δρεπάνι τα γεννητικά όργανα του πατέρα του, θεού Ουρανού.
Τότε βγήκε απ’ το πέλαγο τ’ αφράτο
Τέρας της ομορφάδας και σημείο
Τ’ άγιο της Αφροδίτης μεγαλείο
Γλύκες ερωτικές όλο γιομάτο (…)
Και ρόδο πλουμιστή, γιομάτη γλύκες
Κέρκυρα, απ’ του Ουρανού το αίμα εβγήκες
Προβαίνει τότε μπροστά του στο ακρογιάλι του Ύψου, μέσα στη φεγγαρόφωτη νύχτα, η Ναυσικά με την παρθενική γοητεία της χυμένη παντού. Νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια, που έλεγε ο Σολωμός, είναι τούτη; Βλέπει την παρθένα κόρη στην αμμουδιά με τα φιλντισένια βότσαλα και το ήμερο κύμα, στη μαλακή γεωμετρία των βουνών και των λόφων, να προβάλλει πότε απ’ τα κυπαρίσσια και πότε απ’ τις ελιές.
(Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: Κέρκυρα)
Αυτοί οι Φαίακες… Σίγουρα, ήταν πολύ ανοιχτομάτης ο Όμηρος, που θέλησε να πραΰνει τον κάματο του φουρτουνιασμένου του Οδυσσέα στα περιγιάλια τα μαγευτικά των Φαιάκων. Λογαριάζονται φερμένοι κάποτε από τη νοτιοανατολική Μέση θάλασσα, από τις πολυτάραχες φοινικικές πολιτείες. Ανέβηκαν ίσαμε τη Δύση, τη Σικελία και τη μεσημβρινή Ιταλία. Ύστερα, απαγγιάσανε στην Κέρκυρα και συνάχτηκαν στους γιαλούς κι ανοίξανε εργαστήρια και ταρσανάδες και μαζώξανε βιός κ’ ευτυχήσανε. Ο αρχηγός τους Ναυσίθοος πρώτος θεμέλιωσε τον πολιτισμό του νησιού (…), τον ευτυχισμένο λαό, που περιγράφει η Οδύσσεια.
(Δημήτρης Άνθης: Πεντάχωρο / Λευκίμμη)
Αλλά φυσικό είναι να ερίζουν οι θεοί για την πατρότητα αυτού του πολυώνυμου τόπου. Ο Ποσειδώνας τη διεκδικεί από τον Ουρανό, πληροφορεί ο Διόδωρος Σικελιώτης: Ασωπός δ’ εν Φλιούντι κατοικήσας έγημε Μετώπην την Λάδωνος, εξ ης εγένοντο (…) θυγατέρες δε δώδεκα, Κόρκυρα και (…). Η Κόρκυρα υπό Πασειδώνος απηνέχθη εις νήσον την απ’ εκείνης Κόρκυραν ονομαζομένην· εκ τούτης δε και Ποσειδώνος εγένετο Φαίαξ (…). Φαίακος δ’ εγένετο Αλκίνοος ο τον Οδυσσέα καταγαγών εις την Ιθάκην.
(Σπύρος Σουρτζίνος: Αερόστατο)
Στον νου έρχεται, αθέλητα, ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Το Ιόνιον πέλαγος ολόγυρά μας, έλεγε ένας στίχος του. Πόσο γαλήνιο είναι, αλήθεια, συνήθως. Αλλά και πόσο «μαγνήτισε» τις Μεγάλες Δυνάμεις στο διάβα των αιώνων, από εκείνη ίσως την εποχή. Από τον καιρό της Ναυσικάς η Κέρκυρα γνώρισε, μαζί με άπειρες χαρές, άλλες τόσες οδύνες απ’ όλους σχεδόν όσους έβαλαν στόχο τον έλεγχο και την κατοχή της. Όπως και ο Μέγας Ναπολέων, πολλοί πριν απ’ αυτόν θεωρούσαν το νησί «κλειδί» για τον έλεγχο της Αδριατικής και του κόσμου. Για να αναχαιτιστεί η προέλαση των Τούρκων στη Δύση, τον καιρό των Ενετών ο τόπος κατέβαλλε ανείπωτο φόρο αίματος. Έτσι, τα ποικίλα, αμφίσημα σημάδια της κατοχής του νησιού από ξένους κατακτητές είναι βαθύτατα χαραγμένα, παρατηρεί ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.
Η πόλη και πολλοί οικισμοί καταστράφηκαν πολλές φορές. Ωστόσο, συχνά τα γράμματα και οι τέχνες άνθισαν ευωδιαστά σαν την ολόγυρα φύση. Κι έχουν μείνει αλώβητες η μνήμη κ’ η ομορφιά.
(Τάσος Αλαμάνος: Χλομός)
Πόσο διαφορετική φαίνεται ωστόσο η φύση απ’ το ένα χωριό στο άλλο, όσο ξεμακραίνεις απ’ την πόλη, βόρεια προς την Κασσιόπη με τους παλαιούς ναούς ή νότια προς τη Λευκίμμη, στ’ ανοιχτά της οποίας ο Θουκυδίδης προσδιόρισε την πρώτη ναυμαχία των αρχαίων Ελλήνων, μεταξύ των Κερκυραίων και των Κορινθίων. Ή, σ’ ένα από τα βουνά όπου ο αργοναύτης Ιάσων, αφού έκλεψε το χρυσόμαλλο δέρας, παντρεύτηκε τη Μήδεια με τη σύμφωνη γνώμη της Αρήτης, της γυναίκας του μυθικού βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου και μητέρας της Ναυσικάς. Η σκηνοθεσία αλλάζει την κάθε φορά, σκέφτεται, μα δε νοθεύει την ενότητα του τοπίου τη μυστική, δεν προδίνει το νόημα της γαλήνης.
(Αναστασία Κροκίδη: Ραχτάδες)
(Δημήτρης Μηλιώτης: Πόρτο Τιμόνι)
(Σπύρος Πιέρρης: Άνω Μεσογγή)
(Στέφανος Βούλγαρης: Γαστούρι)
(Γιώργος Κουλούρης: Γαρδελάδες)
Όλα στην Κέρκυρα είναι ένα φιλί, γράφει στο σημειωματάριό του. Παρά τα δεινά που έχει υποστεί ο τόπος, η διάθεση των ανθρώπων είναι πάντα πρόσχαρη και ευγενική. Ακόμη κ’ εκείνοι που στερούνται πολλά – και υπάρχει πολύς βασανισμένος κόσμος – έχουν ανοικτή την καρδιά και το χαμόγελο πρόθυμο. Έτσι το ταξίδι στην Κέρκυρα γίνεται μια επιστροφή για τον καθένα. Γιατί ο καθένας αισθάνεται, μόλις πατήσει τα χώματά της, πως βρίσκεται στον τόπο του, στους δικούς του. Και τούτο δεν προέρχεται από την τυπική ευπροσηγορία του πολιτισμένου ανθρώπου, αλλά πηγάζει από τα βάθη της ομαδικής ψυχής, που κατέχει, από καλλιέργεια αιώνων, αυτοδύναμη ανταπόκριση προς την ολόγυρα φύση.
(Άγγελος Κόντης: Παλαιοκαστρίτσα)
Πηγαίνοντας ξανά την επόμενη μέρα στην Παλαιοκαστρίτσα, γυροφέρνει το Κράτσαλο. Είναι η πιο θαυμαστή οδοιπορία σε τούτο το μαγευτικό νησί, θα γράψει, με λόγια παρόμοια μ’ εκείνα των περιπατητών που έχουν υμνήσει είτε το Γαστούρι, τον Άνω Γαρούνα, τον Βίστωνα, το Πεντάτι, τις Σινιές, τους Αυλιώτες, τον Χλομό κι άλλα, μακρινά από τον τουριστικό πυρετό, χωριά σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του νησιού, είτε το βουνό Αράκλης – που οφείλει το όνομα στον μυθικό ήρωα Ηρακλή – είτε τους Περουλάδες, πατρογονική εστία των Κάλβων, όπου ο στίχος του Ανδρέα Κάλβου Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία ανακαλεί στη μνήμη εξεγέρσεις εναντίον της φεουδαρχίας και αγώνες εθνικούς. Σε στίχους της για τον ποιητή η Γιώτα Παρασκευά – Χατζηκώστα τον παριστά σιωπηλό στη Σπιανάδα, με διπλωμένα τα αέτια φτερά της οργής του.
(Παναγιώτης Τέτσης: Κέρκυρα)
Μέρη με απέραντους ελαιώνες που έχει καθένα μακρά ιστορία κι έχουν περίσσια κάλλη απαντώνται σε ολόκληρο το νησί. Άγιο των αγίων του νησιού είναι, κατά τον Ιάκωβο Πολυλά, το κλωνάρι ελιάς.
(Δημήτρης Σαρακηνός: Καρουσάδες)
Ο Σπύρος Μ. Θεοτόκης στοιχημάτιζε ότι η θέση του χωριού Καρουσάδες είναι η πιο ωραία της ωραίας Κέρκυρας. Η περιγραφή τον δικαιώνει, ίσως. Μακριά, προς το Βορρά, το βαθύχρωμο γαλάζιο πέλαγος, που το στολίζουν τα νησιά Οθωνοί, Ερρίκουσα και Μαθράκι, χωρίζει από την Κέρκυρα τα Ακροκεραύνεια, τα πανύψηλα βουνά της Χειμάρας, που είναι χιονισμένα τον περισσότερο χρόνο. Το πέλαγος αυτό έρχεται και σκάει ανάλαφρο με βοή στη μοναδική αμμουδιά της Ρόδας, που γαλήνια γυρολογάει και γλύφει την ακτή ως την άκρη της Αγίας Αικατερίνης, το Νήσο. Προς νότο και ανατολή η κανονική κορυφογραμμή του Παντοκράτορα με τον Ηρακλή και το Βίστωνα κατεβαίνει ομαλή ως το λιβάδι, σχηματίζοντας καταπράσινους λόφους σπαρμένους με γραφικότατα χωριά: Σφακερά, Επίσκεψη, Νυμφές, Ξανθάτες, Άγιοι Δούλοι, Αγρός, Περλεψιμάδες, όλα τοποθετημένα με τη μεγαλύτερη συμμετρία. Μετά το λιβάδι σηκώνονται οι κατάφυτοι λόφοι των Αγραφών με την περήφανη Παναγία, το Καβαλλούρι και στον ψηλότερο λόφο οι Καρουσάδες, αληθινή κωμόπολη που δεσπόζει του απάνω Γύρου. Αν η πένα μπορούσε να δώσει μιαν αμυδρή εικόνα από όσα βλέπει το μάτι (…) θα ήταν το μεγαλύτερο φιλολογικό κατόρθωμα.
(Σπύρος Κουρσάρης: Αστρακερή)
(Πέτρος Στραβοράβδης: Βαλανειό)
(Δημήτρης Μηλιώτης: Αρίλας Μαγουλάδων)
Γιατί, αλήθεια, πώς είναι δυνατό να περιγραφεί η κλιμακωτή διαδοχή των λόφων από τον Παντοκράτορα, που έχει ύψος 914 μέτρα, ως το λιβάδι, που βρίσκεται σχεδόν στην επιφάνεια της θάλασσας; Και, βέβαια, δεν θα ’ταν τίποτα εάν επρόκειτο για λόφους ή λοφοσειρές άλλες απότομες και άλλες μαλακιές, χωρίς στόλισμα και χωρίς χωριό. Μα εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά με τη μεγάλη ποικιλία του πράσινου: αιωνόβια ελαιόδεντρα, δρυς, βελανιδιές, αμυγδαλιές, που, όταν τον Ιανουάριο είναι ανθισμένες, παρουσιάζουν όλα τα χωριά ανθοστόλιστα να περιμένουν ανυπόμονα την άνοιξη να δώσει την καινούργια ζωή στη φύση. Και αυτό το τοπίο, το τόσο κανονικό μέσα στη μεγάλη ακαταστασία της χλωρίδας και την περίεργη διαμόρφωση του εδάφους, παίρνει πάλι μιαν άλλη διαφορετική μορφή από τα πολλά κυπαρίσσια που φυτρώνουν εδώ κι εκεί, ακανόνιστα κι αυτά, και που δίνουν ένα αίσθημα μελαγχολίας στην ψυχή, που αναγαλλιάζει και τον πιο αδιάφορο θαυμαστή της φύσης. Και όταν τα σεληνόφωτα βράδια ο ρομαντικός άνθρωπος απολαμβάνει όλο αυτό το θεόκτιστο μεγαλείο της δημιουργίας, λουσμένος από το ασημένιο φως της σελήνης που χαρίζει στο τοπίο ένα ανεκδιήγητο μυστήριο και ακούγοντας από μακριά το βογγητό του άγριου πελάγους της Παλαιοκαστρίτσας, νιώθει πως δε βρίσκεται στον κόσμο τούτο της ψευτιάς και της υποκρισίας και, βουβός από τη μεγάλη σοφία και την αρμονία, θαυμάζει το δημιουργό του.
Να, λοιπόν, πάλι η Παλαιοκαστρίτσα, με το Αγγελόκαστρό της. Περιγράφει ο Κώστας Πασαγιάννης: Περνούμε μέσα από το χωριό Σκριπερό στη ρίζα του βουνού κι ανεβαίνουμε ψηλά τις γραφικώτατες κορδέλες του Παντελεήμονα. Κάνουμε το γύρο των Αλιματάδων, περνούμε το Βίστωνα, την Κρήνη, τους Μακράδες, ένα ονειρευτό στεφάνι ζωγραφιστών χωριών και βουνών, και φτάνουμε από το γύρο του Κράτσαλου στ’ Αγγελόκαστρο.
Εναλλακτικά, μπορούμε να κάνουμε διαφορετική διαδρομή για τον ίδιο προορισμό. Περνούμε κάτω από τον πιο φανταχτερό ελαιώνα, ανάμεσα στα γραφικά χωριά Δουκάδες και Λιαπάδες, και φτάνουμε στην Παλιοκαστρίτσα, κάτω στ’ ακρογιάλι το ξωτικό. Από κει πάλι μπορούμε να ανεβούμε στο ωραίο χωριό Λάκωνες, που κρέμεται στην πλαγιά πάνω, και από τους Λάκωνες να ανεβούμε στο Αγγελόκαστρο από ένα γραφικώτατο δρόμο στο φρύδι του βουνού, ένα θεαματικώτατον εξώστη, κρεμασμένον απάνω στην απέραντη Μεσόγειο θάλασσα, που η άλλη άφαντη άκρη της χάνεται στην Αφρική εκεί κάτω.
(Τεν Φλωριάς: Η Κέρκυρα)
Δεν είναι απαραίτητο να φτάσετε σε όλα τα ειδυλλιακά μέρη για να τα δείτε. Ο Σπύρος Πλασκοβίτης μερικά του όρους Παντοκράτορας τα απολάμβανε κι απ’ τα προάστια της πόλης: Τέτοια καθαρότητα, στ’ αλήθεια, δεν ξανάγινε. Τα χωριά, το κάθε φαράγγι, οι ελιώνες, ως και οι πέτρες του στα γυμνά μέρη – λαξεμένα όλα μέσα στην μπουνάτσα απ’ τον πλυμένο ήλιο – ξεχώριζαν ένα ένα σα να τα κοίταζες με φακό. Έτσι ν’ άπλωνες το χέρι, έλεγες, θα τα ψαρέψεις απ’ τη θάλασσα (…). Εδώ ο Άη-Μάρκος – έν’ άσπρο μπαλκόνι… Πιο πέρα ο Σπαρτύλας, χαμηλά στη ρίζα οι Σινιές. Τα λιόδεντρά τους μετράνε ζωή πάνω από τριακόσια χρόνια… Στο τέλος με ζάλισε το φως. Τα μάτια μου, ανήμπορα να το ανθέξουν, πέσανε από μόνα τους χάμου.
(Πίπος Καρδάκης: Καστελλάνοι Μέσης)
(Άγγελος Γιαλινάς: Κέρκυρα)
(Τεν Φλωριάς: Καμάρα)
Χωριά όμοια άσπρα μαργαριτάρια αραδιασμένα κομπολόι είδε ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος σε ολόκληρο το νησί.
Είδε βράχια περίχυτα με λουλουδίσματα κίτρινα και μενεξελιά.
Θαύμασε καρδόγλυκες και ποθερές γυναίκες που χαμογελούν ίδια άνθη, γυναίκες σμαλτομάτες.
(Κατερίνα Ματσούκη: Ποντικονήσι)
Όλη η Κέρκυρα αποθεώνεται σε μια αστέρευτη πηγή ομορφιάς, θα πει ο Κώστας Πασαγιάννης. Στο Ποντικονήσι, νησίδα-σύμβολο του νησιού, τον συγκλόνισε η ονειροθάλασσα του Κανονιού, αυτή που έκανε τον Lawrence Durrell να πει: Εδώ, χωρίς αμφιβολία, ήταν το παραμυθένιο περιβόλι που συνηθίζουν να ονομάζουν Κήπο του Αλκίνοου, το τόσο τραγουδημένο από τον Όμηρο.
Η τροπική ευφορία του νησιού συνεπήρε τον Κώστα Ουράνη, που μίλησε για την Κέρκυρα της ομορφιάς και της ειρήνης – όμοια μ’ ένα τεράστιο νούφαρο πάνω στα γαλάζια νερά.
(Γιώργος Παπαβλασόπουλος: Λίμνη Χαλικιόπουλου)
(Δημήτρης Σαρακηνός: Άγιοι Δούλοι)
Ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης δεν παρέλειψε να επισημάνει την πρωτοτυπία. Τα στοιχεία αυτού εδώ του τοπίου είναι τόσο χτυπητά ώμορφα, που έπρεπε να κραυγάζουν την ωμορφιά τους. Αυτά σιωπούν.
Να η ασύγκριτη πρωτοτυπία της κερκυραϊκής γαλήνης.
Το Κανόνι είναι ένα τοπίο απίστευτο.
(Γεώργιος Σαμαρτζής: Μον Ρεπό)
Το δάσος του Μον Ρεπό αποτελεί κόσμημα της πόλης. Είναι απέραντος κήπος απαράμιλλης ομορφιάς, με πυκνή και άτακτη, σχεδόν τροπική βλάστηση, που ξετυλίγεται αμφιθεατρικά από το φρύδι του λόφου προς τη θάλασσα, μέχρι τα μικρά, εκτυφλωτικά τόξα της παραλίας. Έτσι περιγράφεται από τον Ευγένιο Αρανίτση.
(Φίλης Κένταρχος: Σπιανάδα)
Χρώματα πολλά φυσικά και στην καρδιά και στα περίχωρα της πόλης. Κόκκινο, κίτρινο, ροζ, καφέ – ένα μείγμα από χρώματα παστέλ, που το φως του φεγγαριού τα μεταμορφώνει και δίνει στην πόλη μιαν όψη εκτυφλωτική, είδε ο Lawrence Durrell.
(Τάκης Μεταλληνός: Παλιά Πόλη)
Πόλη του Μάη μάγισσα είναι αυτή, σύμφωνα με την Αγγελική Κουλούρη. Το νησί βρίσκεται στη γεφύρωση ουρανού και γης, σύμφωνα με τον Κώστα Σουέρεφ. Αν ανταμώσω ξανά τη Ναυσικά δε θα ‘ναι θαύμα, έχει αποφανθεί ο Γιώργος Κάρτερ.
(Δημήτρης Άνθης: Παλαιό Φρούριο)
Το επιβλητικό Παλαιό Φρούριο, αυτό το αληθινά απόρθητο κάστρο της χριστιανοσύνης του νησιού, είναι για πολλούς το αξεπέραστο, κυρίαρχο σύμβολο της Κέρκυρας, λόγω των αγώνων που δόθηκαν.
(Άγγελος Γερακάρης: Παλαιό Φρούριο)
Διαφορετική η άποψη του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Το σύμβολο του νησιού κατ’ αυτόν είναι η Ναυσικά, υπέρτατη έκφραση ομορφιάς και αγνείας, όπως το ίδιο το νησί. Το τοπίο είναι πλασμένο από το χάδι, όπως η κόρη του Αλκίνοου.
(Αλέκος Φασιανός: Οδυσσέας και Ναυσικά)
Η Ναυσικά είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα από τα πολύ ισχυρά σύμβολα της Κέρκυρας. Ωστόσο, ο Ευγένιος Αρανίτσης θα πει ότι πρώτη Κυρία του νησιού είναι η ίδια του η φύση, που μοιάζει οικοδομημένη σαν ένα πλήρες σύστημα συμβολισμών.
(Πέτρος Στραβοράβδης: Σπαρτίλας)
Η γαλήνη της είναι κυρίαρχη παντού. Τη νιώθεις άλλωστε, γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, με το που θα πατήσεις το πόδι σου στο νησί. Καθώς αποβιβάζεσαι στην προκυμαία της πολιτείας, αισθάνεσαι να ορθρίζουν μέσα σου χερουβικοί ύμνοι. Η Κέρκυρα ανήκει στους εράσμιους τόπους, που υποβάλλουν τη χαρά της ζωής. Είναι ένας φιλικός τόπος, ένας τόπος που προσφέρεται, που δεν αποκρούει, παρά μόνο βάρβαρους εισβολείς.
(Σοφία Καλογεροπούλου: Λιστόν)
Και πάλι στη Σπιανάδα ο ανατόμος αυτός της κερκυραϊκής φύσης, ένα μεσημέρι με το βλέμμα στραμμένο σε παλαιό πολυόροφο σπίτι, εκεί που είδε το φως της μέρας για στερνή φορά ο μεγαλωμένος στους Καρουσάδες Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που παρά την αρχοντική καταγωγή του έγραψε για τους απόκληρους του τόπου. Αυτός ανάστησε στα γραφτά του την Αγία Κερκύρα των πρώτων χριστιανικών αιώνων του νησιού. Την έφερε μπροστά σε έναν γέροντα παπά που αλαλιασμένος την προσκυνά και μονολογά: Είν’ η άγια Κερκύρα. Δεν ήτουν από σάρκα· το πρόσωπό της έφεγγε γλυκά κ’ εφώτιζε την εκκλησιά μ’ αχνό άσπρο φως σα φεγγαριού. Είχε στο μάτι της, αν κ’ ήτουν δακρυσμένο, τη γαληνότη τ’ ουρανού και στο χλομό της στόμα, τ’ άπειρο το χαμόγελο της ατέλειοτης αιωνιότης. Δεν ήτουν κόκκινη, δεν ήτουν άσπρη, είχε το χρώμα τ’ άυλου σα φάντασμα που ήτουν· ήτουν αγέρας ο άγγελος (…) Σκουτιά ολόχρυσα φορούσε, πλουμισμένα με πέτρες αξετίμωτες που εφωτιζόνταν στο φως του προσώπου της κ’ εφέγγαν. Στα χέρια της που φέγγουν ως κ’ εκείνα, κρατεί τον κλάδο από βαγιά, του μαρτύριου της το σκήφτρο πολύτιμο για κείνον που το λάβη (…) Προβαίνει εμπρός μα δεν πατεί στη γης. Οι ρωμαλέες περιγραφές του για την κοινωνική εξέλιξη στο νησί και οι αξιολογήσεις του για την ανθρώπινη ηθική και το χρήμα μένουν ασυναγώνιστες. Όποιος δεν έχει διαβάσει το βαθιά παιδαγωγικό και ανατρεπτικό έργο του Σκλάβοι στα δεσμά τους, αγνοεί την κερκυραϊκή κοινωνία.
Πιο πάνω, πάλι στη Σπιανάδα, όπου τον καιρό των Ιγγλέζων δεν ήτουν κανένας καφενές, αλλά μόνον ένα ή δύο μικρά εργαστήρια απουκάτου από τα βόλτα, οπού είχαν λίγα εκλεχτά πιοτά και γλυκίσματα, ιδίως για τους αξιωματικούς, όπως έγραψε ο Νίκος Κονεμένος. Στη Σπιανάδα που και ο Κώστας Καρυωτάκης υπαινίσσεται σε στίχους του. Σ’ ένα από τα απαλοφώτιστα καντούνια, που τραγούδησε η Μαρκησία Κονιδάρη – Τζιμοπούλου, δαφνοστεφανωμένο του Μαβίλη το σπίτι. Ψηλότερα, η Ιόνιος Ακαδημία. Επίσης, η προτομή του πρώτου κυβερνήτη της σύγχρονης Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια. Με τους στίχους Τιμή στο αρμονικό νησί, τιμή στην Κέρκυρά σου, που ανάστησε στο μάρμαρο την πρώτη ζωγραφιά σου, χαιρέτισε την τοποθέτησή της ο Κωστής Παλαμάς.
(Άγγελος Κόντης: Αχίλλειο)
Η Κέρκυρα, πιστεύει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, είναι χώρος που εμπνέει, που υποβάλλει και που προστατεύει, κατά τους χειμερινούς τουλάχιστο μήνες, την περισυλλογή. Τον χειμώνα, με λίγους ξένους επισκέπτες, είναι πιο αληθινή. Διαδέχονται ακατάπαυστα το ένα το άλλο τα πολιτιστικά δρώμενα. Τότε ξαναβρίσκει τον αληθινό εαυτό της, την περισυλλογή και την ανάμνηση, ξαναβρίσκει τον παλιό της καιρό. Το Μάρτη, θα προσθέσει ο Σπύρος Πλασκοβίτης, ξημερώνει ή βραδιάζει δεν ξέρεις, το φως παίρνει την ίδια απόχρωση. Είναι γιορτή των κυμάτων, κατά πως έγραψε ο Νικόλαος Βεντούρας.
(Άγγελος Κόντης: Ανεμόμυλος)
Κι έρχεται ο Κώστας Πασαγιάννης να μην αφήσει αμφιβολία για το τι συμβαίνει μερικές χρονιές: Βρέχει, βρέχει. Ακατάπαυτα βρέχει. Μέρα και νύχτα βρέχει, χωρίς διακοπή. Ο ουρανός χαμηλώνει. Κατέβηκε πάνω από τα κεφάλια μας. Όπως τον καιρό, που ερωτεμένος με τη Γη έγερνε απάνω της, χαμήλωνε τρυφερά και τον έγλυφαν τα μουσκαράκια. Ουρανός και θάλασσα πάνε να σμίξουν.
Ο ίδιος ξεναγεί στον χώρο για πολυζήλευτο περίπατο, που ξεδιπλώνεται νοτιότερα. Είναι μάγεμα κι αναγάλιασμα ψυχής το λιμάνι της Γαρίτσας. Η θάλασσα κοιμάται μέσα στην περίκλειστη αγκαλιά, που ανοίγει ο καμπυλόγυρτος κάβος του Ανεμόμυλου, με το ζωγραφιστό κάστρο του Παλαιού Φρουρίου. Ως αμίλητο λιμάνι περιγράφει τον κόλπο της Γαρίτσας ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, με τη γνώση ότι εκεί ήταν το ένα από τα δύο λιμάνια της πόλης του Αλκίνοου. Θα δεις της φύσης θαύματα, σαν βγεις από τη Σπιανάδα στη Γαρίτσα, υπόσχεται ο Γιάννης Δάλλας.
Σ’ αυτό το νησί, κατά τον Φραγκίσκο Τζίφρα, οι αγέραστες ελιές ανοίγουν βαθειές, ερωτεμένες αγκαλιές. Υπάρχουν ονείρου αχνές ακρογιαλιές.
Σε κάθε γωνιά του, όπως στους Αγίους Δέκα, αγαπημένο χωριό του Oscar Wilde, νομίζεις ότι ηχεί του Δημόδοκου η λύρα η βαγιοφόρα, θα πει ο Ηλίας Σταύρου. Απίστευτες ιστορίες παλαιές επιφυλλάσσει το χωριό Άγιοι Δούλοι, ενώ στην Περίθεια σε περιμένουν νύμφες και νεράιδες και λυγμόλαλες κιθάρες, έγραψε ο Γιάννης Σαρακηνός. Για ανθοπερίχυτη, αφροπλασμένη Κέρκυρα κάνει λόγο ο Σπύρος Μεσημέρης. Θάμβος και έκσταση στο νότιο άκρο του νησιού, περιγράφει ο Μπάμπης Πανδής. Κερκυραϊκά κυπαρίσσια, σκαλιστά με τέχνη αιώνια ύμνησε ο Γεράσιμος Σπαταλάς. Στο νησί, έγραψε, ο ήλιος με φιλιά ροδόπνοα πάει στη δύση. Από την κορυφή του βουνού της Πάνω Παυλιάνας μπορείς πεντακάθαρα να θαυμάσεις και τους Οθωνούς και τους Παξούς. Το πού γεννήθηκα, όνειρο! βεβαιώνει ο Ορέστης Αλεξάκης.
Το Ιόνιο είναι απλωμένο σα διάφανο τριανταφυλλί όνειρο, θα πει με τη δική του πένα ο Ανδρέας Καραντώνης. Ουρανός, θάλασσα και ολόκληρο το χλωροντυμένο και καμπυλογραμμένο νησί συναιρούνται σε μια πνευματική αίσθηση και μιάν ευδαιμονικήν ιδέα αθανασίας. Παντού παίζεται μια μελωδία από χρυσούς, μαλακούς και γαληνιαίους ρυθμούς.
Συμφωνεί φυσικά ότι είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να βρούμε και να ικανοποιηθούμε από έναν και μόνο τύπο «κάλλους», σε κάθε είδος ζωής και τέχνης. Πιστεύει ωστόσο ότι στην Κέρκυρα αυτό το πρόβλημα παύει να υφίσταται, ή τουλάχιστον «αναστέλλεται», όσο μένετε δεμένοι με τα μάγια της. Σ’ αυτήν μπορείτε να πείτε απερίφραστα: Η ιδέα του «ωραίου εν τη φύσει» είναι μιά και μόνο, και μιά μόνο είναι και η ενσάρκωσή της, η Κέρκυρα.
(Πίπος Καρδάκης: Μπενίτσες)
Εξερεύνησε ολόκληρο το νησί, μέχρι να μπορέσει να εξηγήσει την τόση αρμονία: Ο νόμος που καθορίζει αυτή την ομορφιά και που την κάνει να λειτουργεί καταλυτικά στις αισθήσεις είναι «η μουσική της θηλυκής καμπύλης», που διέπει εκ των ένδον και στην επιφάνεια ολόκληρο το κερκυραϊκό τοπίο. Κι έπειτα ή και μαζί, αν θέλετε, είναι το σπάνιο φαινόμενο (…) πως το νησί ολόκληρο είναι σκεπασμένο από ένα οργιαστικό πράσινο τριών αποχρώσεων: το ανοιχτό ασημοπράσινο της ελιάς, το βαθυπράσινο του κυπαρισσιού και το φωτεινό πράσινο του αμπελιού. Αυτό το τριπλό πράσινο, ενισχυμένο και από το πράσινο λογής οπωροφόρων δέντρων, αν και οργιαστικό και πλούσιο και φουντωμένο και αγκαλιαστό και σγουρό και αλληλοπλεγμένο σαν τη χλώρη μιας ζούγκλας, αυτό λοιπόν το πράσινο δεν εξαφανίζει, δεν πνίγει (…) μα αναδεικνύει και τονώνει τις αρμονικές και γλυκύτατες καμπύλες της γης, των τοπίων και των υψωμάτων του νησιού. Αυτόν τον θρίαμβο των χλωροντυμένων και εναλλασσομένων καμπυλών της κερκυραϊκής γης. Τα καμπυλωτά της επάλληλα τοπία είναι σαν να κυματίζουν ελαφρά προς μιάν ιδέα ηδονής – κι αυτός ο κυματισμός τους μάλλον μας εκστασιάζει παρά μας αναταράζει, μάλλον μας τραβάει τη συνείδηση προς το πνεύμα παρά προς την ύλη.
(Τζίνος Δημητράτος: Κέρκυρα)
(Γιώργος Κουλούρης: Κάτω Πλατεία)
Στην ιερή πνευματική παράδοση του τόπου περιλαμβάνεται ο Άγιός του των τελευταίων πέντε αιώνων, ο Άγιος Σπυρίδων. Αιώνες τώρα, παρατηρεί ο Κώστας Σαρδέλης, ο λαός δεν έπαψε να επικαλείται τον άγιο του και προστάτη του και να διατηρεί μέσα του αναμμένο το καντήλι του Γένους. Να αγωνίζεται για τα ιερά και τα όσια του ελληνικού έθνους, συχνά με βαρύτατο τίμημα. Να υπερασπίζεται τα ελληνικά ιδεώδη του και την πίστη του στην Ελευθερία. Είναι αμέτρητες οι φορές που οι Κορφιάτες γυρίσανε μάτια και καρδίες αλαρμάδες, κατά τον Άι-Σπυρίδωνα, θυμίζει ο Νίκιας Λούντζης.
Όταν στα 1797 παρουσιάστηκε στο λιμάνι της Κέρκυρας ένας μεγάλος Γαλλικός στόλος, έγραψε η Ειρήνη Δενδρινού, ο κόσμος ανήσυχος δεν είξερε πώς έπρεπε να δεχτεί τους νηόφερτους ξένους· ήταν φίλοι, ήταν καταχτητές, πώς θα μεταχειρίζοντα το φιλήσυχο κόσμο της Κέρκυρας; Χίλιοι θρύλοι τους είχαν προτρέξει· τους παράσταιναν άγριους επαναστάτες, μισητές του καλού, που ο πόθος τους θα ’ταν να γκρεμίσουν όσα ως τα τότες είχε στήσει ο παλαιός πολιτισμός, γιατί, ως έλεγαν, δεν εσεβόντανε πια τους θεσμούς της Θρησκείας και των Νόμων, αλλά ήθελαν μόνον να αναστήσουν καινούργια ανθρωπότητα μέσα σε μιαν ατμοσφαίρα αδελφότητας, ισότητας και ελευτεριάς. Τα λόγια αυτά τα διέσπερνε από κάμποσα χρόνια πριν μυριόστομη φήμη στον κόσμον όλο. Κ’ οι πρόγονοί μας, ταραγμένοι στη θέα του επαναστατικού στόλου, εσκέφτονταν και συσκέφτονταν πώς να δεχτούν το στρατηγό Gentili, και η σύσκεψή τους καταστάλαξε στην απόφαση να του παρουσιάσουν τα σεβάσμια έπη του Ομήρου. Ιεροφορεμένος ο Πρωτοπαπάς Μάντζαρος, με μια χρυσοδεμένη Οδύσσεια στο χέρι, περιτριγυρισμένος από τον ορθόδοξο κλήρο, με άπειρο πλήθος λαού κατόπι του, επρόσμενε στην αποβάθρα. Κι’ όταν ο Γάλλος επάτησε το πόδι του στο κερκυραϊκό χώμα, και στ’ όνομα της Γαλλικής Δημοκρατίας επήρε κατοχή, βροντοφωνώντας την υπόσχεση της Αδελφότητας, Ισότητας και Ελευτεριάς, ο Πρωτοπαπάς του είπε: “Θα βρείτε εδώ φιλήσυχο πληθυσμό που δεν έχει ακόμα καμμιάν επίδοση ούτε στα Γράμματα ούτε στις Τέχνες, καθώς αυτές ακμάζουν στη δοξασμένη πατρίδα σας, αλλά πατείτε εδώ τη Γης που την έψαλε ο τυφλός ποιητής, ένα μέρος γης που στάθηκε μάννα κάθε ωραιότητας, και μάθετε να την εχτιμήσετε διαβάζοντας σε τούτο το βιβλίο”.
Τότε το νησί δεν υπέστη καταστροφές. Ωστόσο, αυτές των προηγούμενων αιώνων συνεχίστηκαν τον 20ό αιώνα. Κορυφώθηκαν στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην Κέρκυρα, μιά στάχτη βρέχει από φαντάσματα, θα πει ο Ιάσων Δεπούντης. Σώματα χιμαιρικά, βγαλμένα από την καταιγίδα αφήνουνε φωσφορισμούς στο φάσμα της ομίχλης. Μνήμη αλμυρή είναι γεμάτο το νησί, θα πει ο Ερωτόκριτος Μωραΐτης. Η Κέρκυρα έχει μια πόλη υγρή και από θρήνους εξαιτίας καταστροφικών επιδρομών, υπαινίχθηκε σε στίχους του ο Νίκος Μώρος. Αυτή τη χρυσοστόλιστη των άστρων θυγατέρα τη διατρέχουν αθέατες πληγές αιώνων και βαρβάρων, κατά τον Κωνσταντίνο Λιντοβόη. Κι ο Νίκος Α. Καββαδίας είναι κατηγορηματικός: Η Κέρκυρα αντιστέκεται.
(Νίκος Βεντούρας: Άγιοι Πατέρες)
Ο Γεράσιμος Χυτήρης έχει περιγράψει τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Κέρκυρα: Τα αεροπλάνα ξανάρχονταν κι έγραφαν κύκλους πάνου από τη νυχτερινή πολιτεία. Κατέβαιναν και συνέχιζαν να ρίχνουν τις εμπρηστικές τους. Ο κρότος από τους κινητήρες βαρυγδουπούσε στα στενά. Χτυπούσε απότομα την ακοή και την αποκούφαινε. Έκανε την καρδιά να σφυροκοπά βίαια στο στήθος. Ανέβαζε την ψυχή στο στόμα, που απέμενε στυφό, ξερό, κατάπικρο. Οι μπόμπες σύριζαν διαπεραστικά. Το αίμα μυρμήδιζε και σαν να χανόταν απότομα από το κορμί, τα γόνατα κόβονταν. Όσες μπόμπες πέφτανε στο οδόστρωμα, άνοιγαν σε μικρές πυρκαγιές. Οι φλόγες ξετινάζονταν, φτεράκιζαν, έγλειφαν τον αέρα. Ύστερα χαμήλωναν, αδυνάτιζαν κι έσβηναν, αφήνοντας ένα μικρό σωρό από μαύρες στάχτες στο πλακόστρωτο. Αφήνοντας μια πληγή φρίκης. Το νησί συνήλθε αρκετά χρόνια μετά.
Θαύμα που συντελέσθηκε από τη σύμπραξη της φυσικής ομορφιάς και του πολιτισμού, θεωρεί με τη σειρά του την Κέρκυρα ο Παύλος Παλαιολόγος. Λάτρης της πόλης της, έχει πει με την πένα του: Πόλη σημαίνει ατμόσφαιρα, παράδοση, συνέχεια ζωής. Αυτά που συγκεντρώνει η Κέρκυρα. Περνάτε χωρίς κενά από τον ένα σταθμό στον άλλο, από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο, και απ’ αυτό στα βενετσιάνικα καντούνια, στα ίχνη της γαλλικής διαβάσεως, στο παλάτι των αρμοστών της βρετανικής αυτοκρατορίας, για να φτάσετε στους σύγχρονους καιρούς. Όταν περιφέρεσθε στους στενούς δρόμους, στις λεωφόρους με τις δενδροστοιχίες, στις μικρές πλατείες του μεσαίωνα, δεν είναι ανάγκη να ξέρετε από την Ιστορία, ότι από δω πέρασαν οι μεγάλοι πολιτισμοί της γης. Όλοι αποτύπωσαν τη σφραγίδα τους. Το βλέπετε με τα μάτια σας, ότι πέρασε η Ευρώπη.
Στον ίδιο ανήκει η επισήμανση ότι το μουσικό αίσθημα καρποφορεί και στο τελευταίο χωριουδάκι. Η μουσική στην Κέρκυρα είναι ο επιούσιος. Κέρκυρα, κατ’ αυτόν, θα πει Άγιος Σπυρίδων και μουσική. Εξαίρει το φαινόμενο ενός λαού που επί αιώνες αιώνων γνώρισε την κατοχή των πιο ισχυρών κρατών της Ευρώπης, δίχως να καμφθεί.
(Λυκούργος Κογεβίνας: Παλαιοκαστρίτσα)
Στον ασπασμό -διακήρυξε- προσφέρεται η Κέρκυρα. Δεν την προσκυνάτε. Την αγκαλιάζετε (…) Εκτός από τα μάτια, ζητά και τις κεραίες σας, για να συλλάβουν την ψυχή των προσώπων και των πραγμάτων της που, ενωμένα, συνθέτουν τον πίνακά της. Έναν πίνακα που συμπεριλαμβάνει Αρχαιότητα, Βυζάντιο, Βενετία, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία…
Η απαλότητα δίνει το ρυθμό της ζωής, σημειώνει. Απαλά τα πάντα. Άνεμος πολιτισμού, ευγένειας και αβρότητας. Αδελφοί της άλλης Ελλάδας, ανοίξτε τα πνευμόνια να τον εισπνεύσετε. Το ελαιόδενδρο απαγγέλλει γαλήνιο το ευαγγέλιο της ειρήνης. Βρίσκεστε σε μιά περιοχή με φλογερό τον πατριωτισμό και ελληνικότατη την ψυχή.
Ανθίζουν, είδε, οι βράχοι της Κέρκυρας… Λάτρεψε τις μανόλιες της, τη χρωματική πανδαισία της φύσης της, των λουλουδιών της. Δεν δίστασε να εξομολογηθεί: Χωρικός στην πολιτεία σου, ναυτόπουλο κάτω από τα μουράγια σου, ποπολάρος έξω από τ’ αρχοντικό σου, τροβαδούρος στα καντούνια σου, ακουμπώ στο στήθος το μαντολινάτο μου και σου τραγουδώ, Κέρκυρά μου, τον έρωτά μου.
Αν στον παράδεισο υπάρχει νησί, λοιπόν, ολόιδιο η Κέρκυρα θε να ’ναι.
* Χ.Κ.: Το κείμενο που διαβάσατε δημοσιεύτηκε πριν από έντεκα χρόνια στις εισαγωγικές σελίδες του εικονογραφημένου με τα εικαστικά έργα που είδατε βιβλίου «Κέρκυρα απ’ όπου χαράζει ως όπου βυθά», είχε τον τίτλο «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη» και έφερε σε ένδειξη τιμής το όνομα της Αγγελικής Δαμίρη, συζύγου του Στυλιανού Μέμμου και κόρης του Κωνσταντίνου Δαμίρη, η οποία γεννήθηκε το 1925 στη Γαρίτσα, την περίοδο της Κατοχής ήταν Αετόπουλο της ΕΠΟΝ, επί δεκαετίες συγκέντρωνε με επιμονή λογοτεχνικές περιγραφές για την Κέρκυρα και σε ηλικία 97 ετών, σήμερα, το άστρο της έδυσε.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΑΜΙΡΗ