Μία, κατά τ΄ άλλα αναμενόμενη, χιονοθύελλα στην Πρωτεύουσα , και όχι μόνο, απεδείχθη ικανή να βάλει φωτιά στο πολιτικό σκηνικό, αναδεικνύοντας, με τον πιο ηχηρό τρόπο, την ανυπαρξία Κράτους και Κυβέρνησης. Αλλά, εκτός αυτού, αναδείχτηκε περίτρανα… και η ασυδοσία και αυθαιρεσία των δήθεν επενδυτών στους οποίους παραχωρείται η εκμετάλλευση και διαχείριση μείζονων δημόσιων φορέων εξυπηρέτησης των πολιτών και υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι, με αφορμή τα όσα τραγικά υπέστησαν οι εγκλωβισμένοι της «Αττικής Οδού» και οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου, ξευτιλίστηκε για ακόμα μία φορά -εν τοις πράγμασι- η προσήλωση της Μητσοτακικής Ν.Δ. στον άκρατο νεοφιλελευθερισμό, που ιδιωτικοποιεί τα κέρδη κάθε δημόσιας υποδομής, στο όνομα της δήθεν ανάπτυξης μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της αυτορρυθμιζόμενης Αγοράς, ενώ κοινωνικοποιεί τις οδυνηρές συνέπειες των εγκληματικών στρεβλώσεων και παραλείψεων του όλου συστήματος, που μεταφράζονται σε ανείπωτη κοινωνική ταλαιπωρία και καταστροφές περιουσιών. Από κοντά, βέβαια, και οι πολιτικάντηδες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, α΄ και β΄ βαθμού, που έχουν πέσει με τα μούτρα στη διαχείριση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να παρέχουν στους ¨ιθαγενείς¨ που εκπροσωπούν ούτε τα πλέον στοιχειώδη και αυτονόητα.
Η χειρότερη κυβέρνηση από τη μεταπολίτευση.
Σε ένα κρεσέντο αντιπολιτευτικής κριτικής, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. χαρακτήρισε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως τη χειρότερη κυβέρνηση της χώρας, από τη μεταπολίτευση ως σήμερα, ζητώντας την παραίτησή της και την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, για να γλυτώσει ο τόπος. Δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κάποιος με τους χαρακτηρισμούς αυτούς. Ωστόσο, κανείς δεν περίμενε τον Τσίπρα για να καταλάβει ότι πρόκειται για τη χειρότερη κυβέρνηση.
Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την αρχή της θητείας της έδειξε τον πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό της. Φάνηκαν ξεκάθαρα οι διαθέσεις της απέναντι στις ασθενέστερες κοινωνικά και οικονομικά τάξεις, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης προβλημάτων σε μείζονες τομείς, που αφορούν τη ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών, την ασφάλειά τους και το μέλλον των παιδιών τους. Και αν σε αυτά προστεθούν οι φανερές αδυναμίες και τα πισωγυρίσματά της ακόμα και σε ζητήματα που έχουν σχέση με τον κρίσιμο τομέα της εξωτερικής πολιτικής, (βλ. Σκοπιανό, Ελληνοαλβανικά, ημιΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, νέες βάσεις στις ΗΠΑ χωρίς κανένα αντάλλαγμα, EAST MED, κ.λ.π.), τότε, πράγματι, έχουμε την εικόνα μιας κυβέρνησης που έχει αποτύχει σε όλους τους τομείς. Και το τραγικό είναι ότι δεν έχει αποτύχει, από ανικανότητα. Έχει «αποτύχει» από ιδεολογία και υποταγή σε εντολές ξένων. Όλες οι πολιτικές της απορρέουν από το ιδεολογικό DNA της και εντάσσονται στο συνολικό σχεδιασμό της για ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, για περιστολή των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών και για αντιμεταρρυθμίσεις ξεχαρβαλώματος κρίσιμων τομέων, όπως της Υγείας, της Κοινωνικής Πρόνοιας, του Ασφαλιστικού – Συνταξιοδοτικού συστήματος κ.ο.κ. Σε αυτά τα πλαίσια, είναι βέβαιο, ότι θα εξανεμιστούν και τα 42 δις του Ταμείου Ανάκαμψης, χωρίς ίχνος διάχυσης στην κοινωνική ωφελιμότητα. Όσο για το παραμύθι με το επιτελικό κράτος, αυτό κάηκε μαζί με τα τραγελαφικά συμβάντα της «ΕΛΠΙΔΟΣ»!
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η πρόταση μομφής.
Μετά το αίτημα για παραίτηση της κυβέρνησης και προσφυγή στις κάλπες, ο Τσίπρας κατέθεσε αιφνιδιαστικά πρόταση μομφής εναντίον της, γνωρίζοντας -ως εκ των ισχυόντων συσχετισμών στη Βουλή- ότι δεν οδηγεί σε πτώση της. Άρα, ο σκοπός αυτής της ενέργειας είναι άλλος και φυσικά δεν μπορεί να κρυφτεί.
Κατά 1ον, με την πρόταση μομφής ο Τσίπρας επιδιώκει να πάρει την πρωτοβουλία κινήσεων στο, επιβαρυμένο για την κυβέρνηση, πολιτικό σκηνικό, και να μεγιστοποιήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια εναντίον της, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει, όχι μόνο εξ αιτίας της διαχείρισης της χιονοθύελλας, αλλά και των όσων έχουν προηγηθεί σε μία σειρά από θέματα, που ανέδειξαν την ανεπάρκεια και τον κοινωνικό κυνισμό της, όπως η καταστροφή της Εύβοιας, η ανεξέλεγκτη ακρίβεια, το αλαλούμ στη διαχείριση της πανδημίας, ο τριπλασιασμός της τιμής του ρεύματος και η ασυδοσία της Αγοράς, οι αντεργατικοί, και αντιασφαλιστικοί νόμοι, η αδιαφάνεια στη διανομή εκατ. ευρώ σε φίλους και ημετέρους κλπ. Ωστόσο η κίνηση αυτή έρχεται, χρονικά, μετά την τελευταία δημοσκόπηση, από την οποία καταδεικνύεται -για άλλη μία φορά- ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ όχι μόνο δεν εισπράττει ίχνος από τη κυβερνητική φθορά, αλλά βλέπει και τη δική του αξιολόγηση να είναι έντονα αρνητική από το εκλογικό σώμα, χάνοντας συνεχώς ποσοστά στην πρόθεση ψήφου σε σχέση με εκείνα των εκλογών 2019, την ώρα που το ΠΑΣΟΚ ανεβαίνει, απειλώντας να του «κλέψει» την 2η θέση. Και αυτό είναι που εκθέτει τον Τσίπρα και εσωκομματικά, (με την έντονη κριτική και αντίδραση συγκροτημένων φατριών σχετικά με τις πρωτοβουλίες του για την εκλογή αρχηγού από τη βάση και το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στο Κεντρώο χώρο), και απέναντι στην εκλογική του βάση, χωρίς να παραγνωρίζεται και το στραπατσάρισμα της εικόνας του στη μεγάλη μάζα πολιτών που απέχουν τα τελευταία χρόνια από τις εκλογικές διαδικασίες.
Κατά 2ον, ο Τσίπρας και η προεδρική ομάδα επιδιώκουν να στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα στις διάφορες εσωκομματικές νομενκλατούρες. Ότι ήταν και παραμένει ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της αριστερής παράταξης.
Κατά 3ον, εδράζεται στην κουτοπόνηρη σκέψη ότι μπορεί έτσι να στριμώξει πολιτικά το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρουλάκη, βάζοντάς του το δίλλημα: με τη ΝΔ, επιλέγοντας καταψήφιση της πρότασης μομφής, λευκό ΄΄η αποχή, ΄΄η με το ΣΥΡΙΖΑ, στην προοπτική συσπείρωσης των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων υπό την ηγεμονία του, απέναντι στην επικίνδυνη για το λαό και τη χώρα κυβέρνηση της ΝΔ;
Ο Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ στο επίκεντρο των επερχόμενων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Στο δίλλημα Τσίπρα, ο Ανδρουλάκης «δεν τσίμπησε»… Απάντησε υπεύθυνα και πολιτικά, δηλώνοντας, ξεκάθαρα, ότι θα ψηφίσει υπέρ της πρότασης μομφής, θεωρώντας ότι ο ελληνικός λαός έχει απέναντί του μία αποτυχημένη κυβέρνηση, αλλά ότι δεν προτίθεται να συμμετάσχει στα «παιγνίδια» του ΣΥΡΙΖΑ και του αρχηγού του. Προς τούτο δήλωσε ότι είναι αντίθετος με προσφυγή στις κάλπες, σε μια περίοδο που η πανδημία βρίσκεται σε έξαρση, θερίζοντας εκατοντάδες συνανθρώπων μας σε καθημερινή βάση. Η υπεύθυνη αυτή στάση, απέναντι στη χώρα και απέναντι στη χειμαζόμενη κοινωνία, ώθησε τους δύο μονομάχους, Κυβέρνηση Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, να εγκαλούν τον Ανδρουλάκη για αντιφατική στάση.
Πίσω από τις δηλώσεις των δύο, βρίσκεται η δημοσκοπική εκτόξευση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, που όχι μόνο τους ανησυχεί, αλλά από τις αντιδράσεις τους φαίνεται ότι τους προκαλεί ταραχή. Τους χαλάει τα σχέδια. Θέτει εν αμφιβόλω ΄΄η και ακυρώνει τον δικομματισμό τους και τα παιγνίδια γύρω από αυτόν. Εν ολίγοις τρίζουν καρέκλες, οφίτσια, διαχείριση δημόσιου πλούτου, διαπλοκή, συντεχνιασμός και άλλα «προνόμια», που ευελπιστούσαν να απολαμβάνουν… πότε ό ένας και πότε ο άλλος!
Ο Ανδρουλάκης εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με κύριο σύνθημα και δέσμευση για αυτόνομη πορεία. Όσοι τον ψήφισαν και όσοι προσήλθαν συνολικά στις κάλπες εκλογής προέδρου τον περασμένο Δεκέμβριο, αυτό απαιτούσαν και αυτό οφείλει να τηρήσει, δίνοντας προοπτική στην άλλοτε κραταιά Παράταξη να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνικής πλειοψηφίας και την πολιτική ηγεμονία. Και με συνεπή και σκληρή προσπάθεια αυτό δεν θ αργήσει. Ο κόσμος διψάει για πολιτική φερεγγυότητα, για δίκαιη κατανομή πλούτου, για ασφάλεια, για αλλαγή οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου, για Μεταρρυθμίσεις με τον άνθρωπο και το περιβάλλον στο επίκεντρό τους, για διαφάνεια, για ανεξάρτητη δικαιοσύνη, για εγγύηση των δημοκρατικών, εργασιακών και συνδικαλιστικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Αυτή η Παράταξη, της οποίας ηγείται σήμερα, είναι η Παράταξη των μεγάλων αλλαγών, των μεγάλων Μεταρρυθμίσεων, των μεγάλων έργων και της διαρκούς βελτίωσης της ζωής και της προοπτικής της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί αυτή η Παράταξη είναι που πίστευε ότι ευημερία των αριθμών, χωρίς ευημερία των πολιτών είναι: «άνθρακες ο θησαυρός».
Είναι βέβαιο ότι ο Ανδρουλάκης θα πάρει από την ιστορική πορεία της Παράταξης τα θετικά και θα απορρίψει τα αρνητικά, προσαρμόζοντας την δική του πολιτική στα νέα δεδομένα της χώρας και στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνίας. Μ αυτή την έννοια, σε καμία περίπτωση, δεν έχει χρεία να λοξοκοιτάξει και πολύ περισσότερο να προσκολληθεί ούτε στη Ν.Δ., ούτε στο ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο διάστημα διακινούνται από διάφορους δημοσιογραφούντες, αλλά και από ποικίλα γκρουπούσκουλα της Παράταξης, (περιφερειακού και τοπικού επιπέδου), σενάρια, πότε για σχέδιο ξένων παραγόντων για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, και πότε για συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ, ως κυβέρνηση προοδευτικών δυνάμεων. Το πρώτο, εκπορεύεται από ρετάλια της άλλοτε εκσυγχρονιστικής πτέρυγας, που ταυτίστηκε με ό,τι πιο νεοφιλελεύθερο σε διαπλοκή και πολιτικές πρέσβευε η Νεοδημοκρατική Δεξιά. Το δεύτερο, πλασάρεται στις τοπικές κοινωνίες, ως δήθεν αδήριτη ανάγκη για να τελειώνουμε με τη Ν.Δ. και το Μητσοτάκη, από παραγοντίσκους, που κοιτάνε το προσωπικό τους συμφέρον, θεσούλες, οφίτσια και τη τσέπη τους! Σ αυτά τα σενάρια δεν πρέπει να εγκλωβιστεί η Παράταξη, αν θέλει να έχει μέλλον. Η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος αυτό διδάσκει. Η υπονόμευση της αυτόνομης πορείας του Κινήματος, με οποιονδήποτε τρόπο, θα είναι καταστροφική.
Στον πάτο της γραφής, ο Ανδρουλάκης δεν υποχρεούται να διασώσει πολιτικά, ούτε το ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα, ούτε τη Ν.Δ. και το Μητσοτάκη, για λίγες υπουργικές καρέκλες και την αντιπροεδρία… Εξ άλλου, αν επιθυμούν συγκυβέρνηση, δεν έχουν παρά να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Εδώ ο Τσίπρας συγκυβέρνησε με τον Καμένο και θα τον μαράνει ο Μητσοτάκης;
Κατά τούτο, αυτό είναι το τρίτο σενάριο, που δεν τολμούν να κυκλοφορήσουν οι κατά τ΄ άλλα κοκοραμαχούντες, εντός και εκτός Βουλής, αλληλοκατηγορούμενοι για τις ίδιες ακριβώς εγκληματικές παραλείψεις, για τα ίδια λάθη, την ίδια αδιαφορία, την ίδια τραγική απουσία του Κράτους και της, (υπό την επιρροή τους), αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, στις κρίσιμες περιστάσεις και καταστάσεις. Καταστροφές και θανάτους, μετράνε και οι δύο. Εγκατάλειψη σεισμόπληκτων και πλημμυροπαθών στο έλεος του Θεού, επίσης. Στην κοινωνική αναλγησία και τη διάλυση της μεσαίας τάξης, συναγωνίζονται επάξια. Στην υπονόμευση του Ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος, αλληλοσυμπληρώνονται. Στην περιστολή εργασιακών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, πάνε χέρι – χέρι. Στο ξεπούλημα του κράτους και των στρατηγικών υποδομών του, έχουν βάλει την υπογραφή τους φαρδιά-πλατιά και οι δύο.
Με αυτά ως δεδομένα, το μόνο που τους λείπει είναι μία συγκυβέρνηση για να σώσουν τη χώρα και να δικαιωθεί ο αγώνας τους!