Δύο περίπου χρόνια από τότε που η Κέρκυρα, μετά την πολιορκία της από οθωμανικό και ρωσικό στόλο με αιχμή του δόρατός τους 2.500 Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά, «απελευθερώθηκε» από τους Γάλλους Δημοκρατικούς και τέθηκε υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Πύλης και την «προστασία» της Ρωσικής Αυλής με ταυτόχρονη διοικητική παλινόρθωση της εγχώριας αριστοκρατικής τάξης, δηλαδή το 1801, το νησί «έβραζε». Ο ζυγός των Ευγενών πρόβαλλε πάλι ανυπόφορος. Ο «προαιώνιος εχθρός του λαού», όπως προσδιόρισε έναν και πλέον αιώνα μετά η Μαρή Ασπιώτη την αριστοκρατία, δεν είχε διστάσει, για τα συμφέροντά του, να θέσει το νησί κάτω από την πιο προσβλητική κυριαρχία των Οθωμανών.
Οι πρόγονοί μας, ωστόσο, «σήκωναν κεφάλι». Δεν συμβιβάζονταν με το νέο βαθύτατα ολιγαρχικό καθεστώς και το λεγόμενο «Βυζαντινό Σύνταγμα» διοίκησης της Επτανήσου, που συντάχθηκε και οριστικοποιήθηκε τις 15 Μαρτίου 1800 στην Κωνσταντινούπολη, με την ανοχή της Ρωσίας, από επιτελείς του σουλτάνου.
Η δημιουργία τότε του υπό ξένη κυριαρχία και προστασία ιδιότυπου κρατικού μορφώματος «Επτάνησος Πολιτεία», που αποτελούσε καρπό εν μέρει των έκδηλων λαϊκών πόθων για εθνικά μα και δημοκρατικά δικαιώματα και κυρίως αναπόφευκτου συμβιβασμού των Μεγάλων Δυνάμεων για τη τύχη των Επτανήσων, δεν λειτουργούσε ως «χάπι» για την τιθάσευση του λαού των νησιών.
Ήταν άλλωστε η περίοδος που και κάποια τμήματα της ανερχόμενης τάξης, της αστικής, στρέφονταν όλο και πιο ανοιχτά κατά της παλαιάς αριστοκρατικής. «Ποπολάροι» διεκδικούσαν τα ηνία, αγωνίζονταν να παραγκωνίσουν τους Ευγενείς, προστρέχοντας στη βοήθεια του λαού.
Τότε, τα χρόνια 1801-1802, εκδηλώθηκαν μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα κοινωνικά γεγονότα στη σύγχρονη ιστορία της Κέρκυρας.
Για πρώτη φορά, τότε, ο λαός του νησιού μέσω εκλεγμένων εκπροσώπων του, έστω υπό την ηγετική επιρροή προοδευτικών στοιχείων της ανερχόμενης αστικής τάξης, ερήμην των κατακτητών αποπειράθηκε να συντάξει, φαίνεται, δικό του Σύνταγμα!
Προωθημένο πολύ κιόλας σε ορισμένα σημεία, θα μπορούσε κανείς να πει, σε σύγκριση με κάποια ευρωπαϊκά δεδομένα της εποχής, αν και ορισμένα σημεία του ήταν τελικά δέσμια παλαιών ιδεών, ασύμβατα με άλλα, αντιφατικά. Η αντίληψη περί αριστοκρατίας αποκτούσε νέα έννοια, νέα διάσταση. Οι έχοντες και κατέχοντες την οικονομική δύναμη, ως Ευγενείς, περιορίζονταν, όσον αφορά το ποσοστιαίο μερίδιό τους στα πόστα της νομοθετικής και διοικητικής εξουσίας, πλησιέστερα προς την αριθμητική τους δύναμη, αν και με σαφώς μεγαλύτερο μερίδιο από όσο τους αναλογούσε μαζί με τους κολαούζους τους ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού!
Μια «Έντιμη Αντιπροσωπεία της πόλεως, των κωμοπόλεων και των χωρίων της Κερκύρας» το συνέταξε εκείνο το Σύνταγμα, το 1801, όταν οι κατοχικές δυνάμεις των Οθωμανών και των Ρώσων είχαν αποπλεύσει για άλλες κατακτήσεις έχοντας παλινορθώσει τους Ευγενείς και ενώ οι αυτοκρατορίες τους είχαν συμμαχήσει διεθνώς με τη βρετανική, πιέζοντας τη γαλλική να συνταχθεί μαζί τους για να επιβιώσει, παραμερίζοντας τις επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Μια πανίσχυρη διεθνής συμμαχία άπλωνε σε όλους τους λαούς την καταθλιπτική κυριαρχία της, δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν συμπήξει την περιβόητη «Ιερή Συμμαχία».
Τότε, ωστόσο, για πρώτη φορά στην ιστορία της Κέρκυρας και βέβαια και της Ελλάδας ολόκληρης, προκηρύχθηκαν – και ως έναν βαθμό προκαταρκτικά έγιναν – εκλογές με καθολικό δικαίωμα ψήφου του λαού για ανάδειξη λαϊκών αντιπροσώπων, έστω με συμμετοχή μόνο των αρρένων μάλλον, καθώς δεν υπάρχουν απολύτως σαφή στοιχεία, αλλά χωρίς περιορισμούς και κριτήρια για οικονομικά ή άλλα ανάλογα «προσόντα» των εκλογέων. Αντιθέτως, με αλληλοαναιρούμενες διατυπώσεις κάποιοι φραγμοί έμπαιναν στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι, καθώς αυτό προϋπέθετε, ως έναν βαθμό, την κατοχή κτηματικής περιουσίας, γεγονός που αντικειμενικά μπορούσε να θέσει τελείως στο περιθώριο τους ακτήμονες που αποτελούσαν, βέβαια, σημαντικό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού. Η αναδυόμενη αστική τάξη φαίνεται ότι από τότε συναρτούσε με την περιουσία, κυρίως, την αξιοσύνη, προωθώντας τις κοινωνικές συμμαχίες της με τα πιο εύπορα αγροτικά στρώματα, για να εκτοπίσει την αριστοκρατική φεουδαρχική τάξη από την εξουσία, πριν συμμαχήσει και μαζί της για την επιβολή της στον λαό. Συνέβησαν αυτά στην Κέρκυρα έναν και πλέον αιώνα, δηλαδή, προτού η Βρετανία, που προβάλλει ως η χώρα με την πρώτη χρονολογικά κοινοβουλευτική δημοκρατία, θεσπίσει τελικά για όλους ανεξαίρετα τους πολίτες της το δικαίωμα ψήφου, όπως άρχισε να κάνει σταδιακά, με το σταγονόμετρο και σε δόσεις, από τις αρχές του 19ου αιώνα, στερώντας την ίδια αυτή περίοδο το δικαίωμα της καθολικής ψήφου από τους Επτανήσιους «υπηκόους» της ενόσω τους είχε υπό την «προστασία» της.
Η «Έντιμη Αντιπροσωπεία» της Κέρκυρας, το 1801, είχε αναδειχθεί από τον λαό. Είχε καταργήσει την κυβέρνηση που πήγαζε από την οθωμανικής και ρωσικής εύνοιας «Ιόνιο Γερουσία», της οποίας ηγείτο ένας κόμης – πολιτικός χαμαιλέοντας και τον οποίο δοκίμαζε ανεπιτυχώς να χρησιμοποιήσει ως «μεσολαβητή» ανάμεσα σε αυτή και τις ξένες Αυλές ή και τους Ευγενείς στο σύνολό τους. Είχε ορίσει δική της προσωρινή κυβέρνηση. Θεωρούσε παρελθόν το οθωμανικής έμπνευσης «Βυζαντινό Σύνταγμα» που είχε επιβληθεί και το οποίο, ανασταίνοντας το 150μελές «Γενικό Συμβούλιο» των Ευγενών φεουδαρχών, κατέλυε κάθε οριακή έστω δημοκρατική κατάκτηση ή επίφαση της περιόδου των Γάλλων Δημοκρατικών. Επιβάλλοντας με τη βία τη θέλησή της στους Ευγενείς, δοκίμαζε να εφαρμόσει το δικό της, νέο Σύνταγμα. Είχε θεσπίσει και λαϊκή Πολιτοφυλακή.
Έτσι, τις 6 Μαρτίου 1802, δώδεκα περίπου χρόνια πριν έρθουν για να μείνουν τελικά μισόν αιώνα ως «προστάτες», πήραμε ως νησί μια πρώτη γεύση τι σημαίνει πρώιμος βρετανικός «δημοκρατικός» ιμπεριαλισμός. Οι πρόγονοί μας πρωτογνώρισαν τη χώρα που διακήρυσσε ότι ήταν δημοκρατική, πως αντιπροσώπευε την κοινοβουλευτική δημοκρατία, σε μορφή διαφορετική βέβαια από τη σημερινή, ενώ την κυβερνούσε μια ολιγαρχία.
Τότε, πριν από 220 χρόνια, πολύ προτού λάβει την τρέχουσα μορφή της η αστική δημοκρατία ως δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου με δημοκρατικό μανδύα, έλαβε χώρα η πρώτη ιστορικά αγγλική απόβαση στην Κέρκυρα.
Δύο αγγλικά πολεμικά πλοία μοίρας του Στόλου της μακρινής χώρας αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της πόλης. Το ίδιο βράδυ πλήθος Άγγλων στρατιωτών, βοηθούμενο από στρατιωτικό αξιωματούχο του ανυπόληπτου και ισχνής δύναμης καταργημένου τυπικά τοπικού καθεστώτος, εισέβαλε από την Πύλη της Σπηλιάς – πιο πάνω παλαιά εικόνα της – στο κέντρο της πόλης, απειλητικά. Ένα μικρό στρατιωτικό σώμα της τοπικής, μη αναγνωριζόμενης από τον λαό κυβέρνησης, τέθηκε στην υπηρεσία τους υπό τις διαταγές τους. Η προδοσία του λαού ήταν, όπως προέκυψε στη συνέχεια, προμελετημένη, καλά σχεδιασμένη. Τετρακόσιοι περίπου Άγγλοι στρατιώτες κατέλαβαν όλες τις πύλες της πόλης, απωθώντας από αυτές χωρικούς και μέλη της λαϊκής Πολιτοφυλακής της κυβέρνησης της «Έντιμης Αντιπροσωπείας» που τις φρουρούσαν. Είχαν έλθει με τη ρητή εντολή να επιβάλουν την εφαρμογή του βαθιά αντιλαϊκού «Βυζαντινού Συντάγματος».
Η «Έντιμη Αντιπροσωπεία» είχε αποφασίσει να υπερασπίσει το Παλαιό Φρούριο. Πράγματι, απόπειρα των Άγγλων νωρίς το πρωί να το καταλάβουν, αφού παρατάχθηκαν στην πλατεία της πόλης μπροστά του, απέτυχε. Οι φρουρές σήκωσαν τη γέφυρα κι έκλεισαν τις πύλες, δηλώνοντας ότι υπακούουν μόνο στις εντολές της κυβέρνησής τους, που δεν ήταν άλλη από εκείνη που είχε αναδείξει η «Έντιμη Αντιπροσωπεία» του νησιού.
Έντρομοι οι Ευγενείς μπροστά στη λαϊκή αντίσταση και τη δήλωση Άγγλων πως δεν ήταν βέβαιο ότι μπορούσαν να κυριαρχήσουν, ζήτησαν από τον πρόεδρο της διαβλητής Γερουσίας κόμη Σπυρίδωνα – Γεώργιο Θεοτόκη να εξαντλήσει τις δυνατότητές του να πείσει τους Άγγλους να επιμείνουν, ώστε να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους.
Του έγραψε για λογαριασμό των Ευγενών σύνδικων ο σύνδικος – ένα διοικητικό αξίωμα που αναβίωσε από τα χρόνια της ενετοκρατίας – Στυλιανός Βλασσόπουλος, αν και είχε δώσει δείγματα ασπασμού των δημοκρατικών ιδεών των Γάλλων: «Αι εχθρικαί διαθέσεις πάντων σχεδόν των κατοίκων, το υφέρπον εν απάση τη νήσω στασιαστικόν πνεύμα, η δεδηλωμένη και ένορκος εχθρότης κατά τινων της πόλεως, αι σαφείς ειδήσεις, ας έχομεν περί όλων τούτων, ωθούσιν ημάς να εκπληρώσωμεν καθήκον επιβαλλόμενον ημίν εκ των προς τον λαόν υποχρεώσεών μας, και να παρακαλέσωμεν την ημετέραν φιλανθρωπίαν όπως εν μέσω τοσούτων κρισίμων περιστάσεων μη αφήση να εξέλθωσι των τειχών ημών οι άγγλοι στρατιώται, οίτινες μόνοι δύνανται να συντελέσωσιν εις την ησυχίαν και ειρήνευσιν του τόπου τούτου, και να εξασφαλίσωσιν ούτως ειπείν την ύπαρξιν ημών εντός του οικιακού ημών ασύλου. Εν εναντία περιπτώσει δεν τολμώμεν να βεβαιώσωμεν την Υμετέραν Εξοχότητα ότι δεν μέλλουσι να συμβώσι θλιβερώτεραι και μάλλον αξιοθρήνητοι συγκρούσεις».
Η μόνη ορατή σύγκρουση, βέβαια, ήταν μεταξύ αφενός του λαού και, αφετέρου, της αγγλικής αποικιοκρατικής δύναμης κι όσων ήλπιζαν από αυτή να σώσει τα προνόμιά τους. Στο όνομα των συμφερόντων του λαού οι Ευγενείς, μαζί και μέλη του Γενικού Συμβουλίου τους που μεταπηδούσαν με νέες οικονομικές δραστηριότητες στην αστική τάξη χωρίς να απαρνούνται τους τίτλους και τα «ευγενικά» προνόμιά τους, με το αναπτυγμένο ταξικό τους κριτήριο ζητούσαν την πάταξή του. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε ο πολύς λαός αντιπροσώπευε έναν «εχθρό», έναν σοβαρό κίνδυνο για όλους όσοι ήδη μπορούσαν ή φιλοδοξούσαν να «καθίσουν στο σβέρκο του» ενώ εκείνος άρχιζε να προβάλλει δικά του αιτήματα και δική του αντίληψη για τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Οι Ευγενείς είχαν αποκλειστεί από τα φέουδά τους στην κερκυραϊκή ύπαιθρο, που είχαν δεχθεί επιδρομές από χωρικούς. Έμεναν κλεισμένοι στην πόλη, αποκομμένοι από τις άδικες περιουσίες τους και τις πηγές του περαιτέρω πλουτισμού τους. Σε αρκετές περιοχές του νησιού στο στόχαστρο είχαν βρεθεί, γενικά, όσοι υποστήριζαν το νέο ρωσοτουρκικό καθεστώς και τους Ευγενείς. Ο «βρασμός» άρχισε να ξεσπά με το που τις 13 Αυγούστου 1801 αποχώρησαν από το νησί οι ρωσικές και οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, αφού δημιούργησαν ένα υποτακτικό σε αυτές εγχώριο στρατιωτικό σώμα, ως στρατό του ημικυρίαρχου κρατικού μορφώματος που άκουε στο όνομα «Επτάνησος Πολιτεία».
Επιστρατεύτηκε και το ψέμα, όταν τις 6 Μαρτίου 1802 – πιο πάνω αγγλικά «συμμαχικά» στρατεύματα στην Κέρκυρα σε εικόνα του «corfuhistory» από τα τέλη του 1944, όταν επέβαλαν αφοπλισμό του ΕΛΑΣ του ΕΑΜ και κυριαρχία του ΕΔΕΣ – εισέβαλαν οι Άγγλοι.
Δήθεν «ήλθον γενναίως κατά παράκλησιν της Γερουσίας επί τω μόνω σκοπώ του να προστατεύσωσι την δημοσίαν ασφάλειαν και την ησυχίαν της τε κυβερνήσεως και του λαού άνευ ουδεμιάς επιβαρύνσεως του ταμείου των νήσων», ανακοίνωνε ο κόμης Θεοτόκης της ρωσοτουρκικής προτίμησης και εκλεγμένης από Ευγενείς κυρίως «Ιονίου Γερουσίας», προσθέτοντας: «Προς επίτευξιν δε του σκοπού τούτου τα βρεττανικά όπλα θέλουν κατέχει τα φρούρια ενόσω αι περιστάσεις ήθελον το απαιτήσει». Έλεγε σε προκήρυξή του ότι «οι πάντες οφείλουσι να προσφέρωσιν εις τον στρατόν εκείνον την οφειλομένην τιμήν και υπακοήν, συνάμα δε να εννοήσωσιν οπόσον οφείλει ήνε ευγνώμον το κράτος και το έθνος προς το βρεττανικόν στέμμα επί τηλικαύτη ευεργεσία».
Η αλήθεια ήταν ότι πλην του ιδίου κανένας από την Κέρκυρα δεν είχε καλέσει την αγγλική στρατιωτική δύναμη. Ο ερχομός της ήταν καρπός διαβουλεύσεων της Οθωμανικής Πύλης με τη Βρετανία και τη Ρωσία στην Κωνσταντινούπολη, στο πλαίσιο συμφωνιών τους για τον διαμοιρασμό της πολεμικής λείας τους ανά την Ευρώπη. Υλοποιώντας οθωμανικές προτροπές, ενόψει των αποτελεσμάτων εκείνων των διαβουλεύσεων, ο κόμης αρχικά τα τέλη του Ιανουαρίου και στη συνέχεια τις 19 Φεβρουαρίου είχε κιόλας απευθύνει επιστολή – πρόσκληση στον διοικητή Μάρτενς παραπλέουσας αγγλικής ναυτικής μοίρας να σπεύσει. Με ψεύδη και απειλές, λειτουργώντας χωρίς αιδώ και ως εντολοδόχος της Πύλης, η κερκυραϊκή ιθύνουσα τάξη έβλεπε στα αγγλικά στρατεύματα μια «σανίδα σωτηρίας» της.
Ο κόμης Θεοτόκης δεν δίσταζε, καλώντας αντιπροσώπους της «Έντιμης Αντιπροσωπείας», να τους διαβάσει ενώπιον Άγγλου πλοίαρχου και των τοπικών προξένων της Οθωμανικής Πύλης, της Ρωσίας και της Αγγλίας, αχρονολόγητη επιστολή που είχε λάβει από εκπρόσωπο του Μεγάλου Βεζύρη της Κωνσταντινούπολης και την οποία επί πολλές ημέρες κρατούσε μυστική.
Ιδού, όπως τα διέσωσε και μετέφρασε γνωστός ιστορικός, τα βασικά αποσπάσματα της επιστολής που τους διάβασε, ζητώντας υπακοή στο – εικονίζεται πιο πάνω σελίδα του – φιρμάνι της οθωμανικής Αυτοκρατορικής Πύλης:
* «Επληροφορήθη η Πύλη ότι τα προσκληθέντα πρόσωπα ίνα εκδηλώσωσι τας ιδέας των επί των υπό του χρόνου υπαγορευομένων μεταρρυθμίσεων του εσωτερικού των νήσων πολιτεύματος, υπερέβησαν τον σκοπόν δι’ ον εκλήθησαν, και γενόμενοι νέοι νομοθέται απετόλμησαν να συντάξωσιν έτερον πολίτευμα, ουδόλως σκεφθέντα ότι το υπάρχον, αποδεκτόν παρά της Πύλης γενόμενον και μη αποδοκιμασθέν υπό της Ρωσσίας, δεν ηδύνατο να μεταβληθή άνευ της αμοιβαίας των δύο Αυλών συναινέσεως, και ότι κατ’ ακολουθίαν πας νεωτερισμός έμελλε να ήνε φυσικώ τω λόγω άκυρος».
* «Επληροφορήθημεν προσέτι ότι οι αιρεσιάρχαι αφού εξετέλεσαν και εφήρμοσαν τοιαύτην τολμηράν μεταβολήν, διανοούνται να πέμψωσιν αντιπροσώπους των εις τας δύο Αυλάς, όπως αιτήσωνται την έγκρισιν και επιδοκιμασίαν των πράξεών των».
* «Επειδή τοιαύτη διαγωγή παρώργισε την Υψηλήν Πύλην, θέλετε επιχειρήσει πάραυτα την ανόρθωσιν της πρώην κυβερνήσεως και την ανασύστασιν της Γερουσίας και των λοιπών της Κερκύρας διοικητικών αρχών ως ήσαν πρότερον, μεχρισού η Υψηλή Πύλη, συμφώνως τη αυτοκρατορική Αυλή της Ρωσσίας, σκεφθή επί της προτεινομένης μεταρρυθμίσεως».
* «Ει ποτε δε η άνω ρηθείσα Συνέλευσις μη υπετάσσετο εις την Γερουσίαν, τα μέλη αυτής θέλουσι θεωρηθή παρ’ ημών επαναστάται και αιρεσιάρχαι».
* «Προσέτι παραγγέλλομεν υμίν ότι αφού μελετήσετε επισταμένως το υπό της Συνελεύσεως προτεινόμενον σχέδιον Συντάγματος, θέλετε υποβάλει αυτό εις την Υψηλήν Πύλην και την αυτοκρατορικήν Αυλήν της Ρωσσίας δια των οικείων πρεσβευτών, συνοδεύοντες αυτό δια των υμετέρων παρατηρήσεων. Περί τούτου θέλετε συμβουλευθή και εκείνους, ους αι δύο Δυνάμεις εξετίμησαν και οίτινες είναι ο κόμης Δεσύλλας και ο κόμης Καποδίστριας· προς τούτοις δε και εκείνους, οίτινες κατά την αποστασίαν της Ζακύνθου προτίμησαν να υποστώσι την καταστροφήν της περιουσίας των και την εξορίαν ή να εγκαταλίπωσι την ελπίδα του να ίδωσι εδραιουμένην την κυβέρνησιν κατά τας αποφάσεις των συμμάχων Αυλών».
* «Ίνα δυνηθήτε δε να καταβάλητε οιανδήποτε αντίπραξιν από μέρους των φατριαστών, ο στρατός της ρωσσικής μοίρας, όστις απ’ αρχής διετέλεσε σύμμαχος της Υψηλής Πύλης, ήδη δε κατά την μεταξύ των δύο συμμάχων δυνάμεων ευρίσκεται εν Νεαπόλει, θέλει τεθή εις την διάθεσίν σας όπως παράσχη υμίν την συνδρομήν του».
* «Εν τούτοις ο ενταύθα διαμένων ημέτερος φίλος πρεσβευτής της Αγγλίας παρεκλήθη να ενεργήση, όπως εν ανάγκη και μεχρισού φθάση αυτόθι η εκ Νεαπόλεως περιμενομένη δύναμις, ο εν τη νήσω ευρισκόμενος αγγλικός στόλος χορηγήση εις την Γερουσίαν την απαιτουμένην συνδρομήν».
* «Οφείλομεν προσέτι να υπομνήσωμεν ότι και η γαλλική δημοκρατία, μία των εγγυηθεισών δυνάμεων την Επτάνησον πολιτείαν, παρατηρούσα ότι αι αρχαί του νέου Συντάγματος αντίκεινται προς τον ορθόν λόγον και στηρίζονται επί σοφισμάτων ομοίων των δόντων αφορμάς εις πολυχρονίους και ολεθρίας έριδας κατασπαραξάσας την Γαλλίαν, θέλει βεβαίως δυσαρεστηθή και αποδοκιμάση τους περί ων ο λόγος νεωτερισμούς».
* «Τελευταίον θέλετε προσκαλέσει άπαντας τους αιρεσιάρχας όπως επανέλθωσιν ειρηνικώς εις την πρώτην αυτών θέσιν, απαρνούμενοι ειλικρινώς και ανυποκρίτως τα σχηματισθέντα σχέδιά των, ότε θέλουσι ριφθή εις λήθην και τα αδικήματα αυτών. Εν εναντία περιπτώσει έστωσαν βέβαιοι ότι η Υψηλή Πύλη και οι ισχυροί αυτής σύμμαχοι θέλουν προτιμήσει να ίδωσι τας νήσους καταστρεφομένας άρδην και μεταβαλλομένας εις κόνιν μάλλον, ή να επιτρέψωσι να γείνωσι αύται το κέντρον νέων αναστατώσεων».
* «Αναθέτομεν εις την υμετέραν φρόνησιν και κρίσιν να δημοσιεύσητε την επιστολήν ημών ολόκληρον ή μέρη τινά αυτής, ως ήθελε φανή υμίν μάλλον κατάλληλον».
Θα γινόταν «σκόνη» η Κέρκυρα και όλα τα Επτάνησα, αν ο λαός δεν απαρνιόταν τη θέλησή του και δεν συνθηκολογούσε!
Υπό την ασφυκτική πίεση του λαού, ο Θεοτόκης είχε διαμηνύσει λίγους μήνες νωρίτερα στην Πύλη ότι έπρεπε, για λόγους διάσωσης του καθεστώτος, να τροποποιηθεί κάπως το «Βυζαντινό Σύνταγμα», υποδεικνύοντας πρόσωπα που θα μπορούσαν να έλθουν σε συνεννόηση μαζί της στην Κωνσταντινούπολη. Η Πύλη είχε συγκατανεύσει, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν είχε αντίρρηση, υπό την πίεση των πραγμάτων, να δεχθεί οριακές τροποποιήσεις του που θα άφηναν αμετάβλητο τον αριστοκρατικό χαρακτήρα του. Είχε προτείνει οι Κερκυραίοι «νεωτεριστές», ενώ στη Ζάκυνθο ήδη είχε αρχίσει ανταρσία, να συμβουλευτούν τους Επτανήσιους κόμηδες Νικόλαο Σιγούρο Δεσύλλα και Καποδίστρια, τους οποίους είχε ορίσει «Αυτοκρατορικούς Επιτρόπους» της στα Επτάνησα, καθώς εκείνοι είχαν πλειοδοτήσει στην Κωνσταντινούπολη στην καθιέρωση αφόρητα ολιγαρχικού Συντάγματος και είχαν αποδεχθεί όλες τις αξιώσεις της Πύλης, ακόμη και για παραίτηση της Κέρκυρας από δικαιώματα κυριαρχίας που είχε στην Πάργα, ώστε να περιέλθει στους Οθωμανούς, υπερβαίνοντας την εξουσιοδότηση που είχαν λάβει να προτείνουν μια συμβολική έστω συμμετοχή αστών στη διοίκηση του νησιού. Ο πρώτος από αυτούς τους «Αυτοκρατορικούς Επιτρόπους» ήταν Ζακύνθιος κόμης, πρόγονος της μετά από επτά περίπου δεκαετίες οικογένειας των Κερκυραίων μεγαλοβιομήχανων Δεσύλλα, ενώ ο δεύτερος δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του κατοπινού πρώτου Κυβερνήτη της χώρας Ιωάννη Καποδίστρια, Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας. Η Πύλη προεξοφλούσε, στο πλαίσιο των πιέσεων που ασκούνταν στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη από τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, μετά και την αναγνώριση από εκείνον της ρωσοτουρκικής κυριαρχίας στα Επτάνησα, ότι και η Γαλλία, ως μία ακόμη εγγυήτρια Δύναμη, όπως και η Αγγλία,θα την υποστήριζε. Ο αγγλικός στόλος που έπλεε κοντά στο Ιόνιο Πέλαγος και έσπευσε στην Κέρκυρα, ξεκαθάριζε η Πύλη, είχε την εξουσιοδότηση όλων των Μεγάλων Δυνάμεων για όσα θα έπραττε.
Από «εκλεκτός» της βενετικής κυριαρχίας, ο κόμης Σπυρίδων – Γεώργιος Θεοτόκης (1722-1803), γόνος του αρχοντικού κλάδου των Θεοτόκηδων της Σπηλιάς ή Καλοκαρδιάρη, επί Γάλλων Δημοκρατικών διακήρυσσε την πίστη του στις απελευθερωτικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, για να ταχθεί στη συνέχεια ως Πρίγκιψ με τις αντίθετες των Ρώσων και Τούρκων και τα ίδια περίπου έκανε αργότερα ο βαρόνος Εμμανουήλ Θεοτόκης (1777-1837) του αρχοντικού κλάδου των Θεοτόκηδων του Αγίου, ως υποστηρικτής πρώτα των Γάλλων Αυτοκρατορικών και στη συνέχεια των Βρετανών «προστατών», τασσόμενος και εναντίον της Επανάστασης του 1821, ενώ μάλιστα ο Ιωάννης – Βαπτιστής Θεοτόκης (1778-1865) του επίσης αρχοντικού κλάδου των Θεοτόκηδων των Νταβιάτζο, παππούς του μετέπειτα πρωθυπουργού της Ελλάδας Γεώργιου Θεοτόκη (1814-1916), πολεμούσε στην επαναστατημένα Ελλάδα, ως εξέχον μέλος της αστικής τάξης που διεκδικούσε μαχητικά την εξουσία.
Σ’ εκείνες τις συνθήκες των αρχών του 19ου αιώνα ο κόμης Θεοτόκης δήλωνε «φίλος του λαού», φίλος της «Έντιμης Αντιπροσωπείας» του λαού της Κέρκυρας, για να μπορεί να την υπονομεύει. Ωχριούν μπροστά στις δικές του οι «κωλοτούμπες» κάποιων «προοδευτικών» και «συντηρητικών» πολιτικών των ημερών μας. Το 1802 ζητούσε «συμμόρφωση» με τις επιταγές της Πύλης και των Άγγλων.
Η «Έντιμη Αντιπροσωπεία» του λαού, που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση έχοντας επικεφαλής της ως πρόεδρο τον Κάρολο Μάνεση της πλευράς των ενάντιων στους Ευγενείς ασθενικών ακόμη μελών της ανερχόμενης αστικής τάξης, πρόγονο οικογένειας που γόνοι της συγκρότησαν στις μέρες μας ισχυρό βιομηχανικό όμιλο και ανέδειξαν ισχυρές πνευματικές προσωπικότητες, ελισσόμενη δέχθηκε να θέσει το νέο Σύνταγμά της υπόψη των Αυλών, συμφωνώντας σε αναστολή της ισχύος του. Είχε αντιπροέδρους της τους Δημήτριο Αλεξάκη και Αυγουστίνο Κογεβίνα. Υποτίθεται ότι θα ακολουθούσε διάλογος. Που δεν έγινε ποτέ, καθώς τους Άγγλους διαδέχθηκε στο νησί, λίγο μετά, ισχυρή ρωσική στρατιωτική δύναμη, η οποία με τη βία επέβαλε το «Βυζαντινό Σύνταγμα», μέχρι το 1803, οπότε αυτό πράγματι τροποποιήθηκε προς το καλύτερο με τη συμβολή και του Ιωάννη Καποδίστρια, αν και βέβαια το νέο εκείνο κάπως φιλελεύθερο Σύνταγμα του 1803 δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο τολμηρό και φιλολαϊκό όσο εκείνο που είχε προκύψει από συνέλευση των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού.
Ο αγώνας εκείνος, δηλαδή, μολονότι δεν ήταν νικηφόρος και κάμφθηκε υπό την απειλή της υπέρτερης σε δύναμη πυρός αγγλικής επέμβασης, κάθε άλλο παρά πήγε χαμένος.
Οφείλουμε κυρίως στον Γεράσιμο Μαυρογιάννη (1823-1905) όλα αυτά τα στοιχεία για το τι είχε συμβεί στην Κέρκυρα στα 1801-1802. Διερεύνησε επισταμένως τι είχε συμβεί, αντλώντας πληροφορίες και από άλλους ιστορικούς ερευνητές και, βέβαια, από το πολύτιμο και πληθωρικό σε στοιχεία «Αρχείο Ιονίου Γερουσίας» που φυλάσσεται στα ιστορικά Αρχεία Νομού Κέρκυρας. Τα συμπεριέλαβε στο δίτομο έργο του «Ιστορία των Ιονίων Νήσων αρχομένη τω 1797 και λήγουσα τω 1815», που είχε εκδοθεί στην Αθήνα το 1889. Ήταν με τους Ριζοσπάστες στα χρόνια της βρετανικής «προστασίας» της Επτανήσου. Ο ίδιος είχε γράψει τον ιστορικό «Ύμνο των Ριζοσπαστών» των νησιών μας.
Πίστευε ότι, παρά τα μελανά της σημεία, η «αναστάτωση» που είχαν φέρει στην Κέρκυρα και σε όλα τα Επτάνησα οι Γάλλοι Δημοκρατικοί «υπήρξεν αναντιρρήτως ευεργετική δια τον λαόν» και ότι η μερική έστω κατάλυση του ευγενικού καθεστώτος εκ μέρους τους ήταν «μέγα βήμα προς την πολιτικήν και κοινωνικήν ανάπλασιν».
Αξιοποίησε έρευνες και μελέτες των σπουδαίων ιστορικών Ερμάννου Λούντζη και Παναγιώτη Χιώτη, καθώς και μελέτη του Νικόλαου Μάνεση, πρώτου δημάρχου Κέρκυρας μετά την ένωση της Επτανήσου με την υπόλοιπη Ελλάδα. Όλα εκείνα τα στοιχεία και αρχειακά υλικά αξιοποίησε με τη σειρά της, προσθέτοντας νέα, δημοσιεύοντας σχετικά έγγραφα – που κι εμείς εδώ αξιοποιούμε – και νέες μεταφράσεις και εισφέροντας μια νέα κριτική θεώρηση όσων εκτυλίχθηκαν εκείνη την περίοδο, η Αλίκη Νικηφόρου, πρώην διευθύντρια των Αρχείων Νομού Κέρκυρας, που επιμελήθηκε το 2008 τη θαυμάσια έκδοση του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία «Συνταγματικά κείμενα των Ιονίων Νήσων».
Τα στοιχεία που παρουσίασε ο Γεράσιμος Μαυρογιάννης δεν αφήνουν αμφιβολία πως είχε εκδηλωθεί, τότε, εξέγερση του φτωχού λαού. Που είχε ως βασική αφορμή, «την αφαίρεσιν των πολιτικών του λαού δικαιωμάτων, την οποία εβυσσοδόμευσαν και εξετέλεσαν ασυνέτως οι συνασπισθέντες των νήσων ευγενείς». Η εικόνα απραξίας του λαού μέχρι την αναχώρηση των ξένων στρατευμάτων που έγινε μάλλον κατόπιν απαίτησης του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων με άλλες Μεγάλες Δυνάμεις να μην υπάρχουν ξένοι στρατοί στα νησιά του Ιονίου, η οποία και επικυρώθηκε τον Οκτώβριο του 1801 σε συνθήκη Γαλλίας – Ρωσίας, ήταν παραπλανητική. Αγρότες μα και αστοί «εδείκνυον τάσιν ν’ αποσείσωσι τον επιβληθέντα ζυγόν». Ο Θεοτόκης, γνώστης του αναβρασμού και της επερχόμενης θύελλας του «εχθρού» λαού, ικέτευε τους Ρώσους να μη φύγουν, μα αυτοί έφυγαν παίρνοντας μαζί τους και τους Οθωμανούς, αφού εκπαίδευσαν εγχώριο στρατιωτικό σώμα.
Η ανατροπή
Όλα άρχισαν από την ύπαιθρο. Κανονικές «εχθροπραξίες κατά των ευγενών» και των υποστατικών τους. Στην πόλη, άτομα της αναδυόμενης αστικής τάξης «αποκρούοντες το καθεστώς συνήρχοντο εις ιδιαίτερα διαβούλια και εσκέπτοντο περί ανατροπής του πολιτεύματος», ενώ φιλικά τους άτομα, σταλμένα σε χωριά, υποδαύλιζαν τις αντιδράσεις των αγροτών και άλλων χωρικών, «οίτινες και άλλως κακά φρονούντες κατά των ευγενών, ηπείλουν και την ζωήν και την περιουσίαν των υπέρ της κυβερνήσεως κηρυσσομένων». Ο κόμης – ηγέτης της Γερουσίας «ενόμισε συνετώτερον να ενστερνισθή αυτός ούτος τας αρχάς των αντιπολιτευομένων», ενημερώνοντας τον Σουλτάνο ότι χρειάζεται κάποια συνταγματική τροποποίηση και καλώντας «ευυπόληπτους κατοίκους» για συντονισμό.
Τι έκαναν οι Ευγενείς; «Πτοηθέντες εκ των καταφανώς εχθρικών διαθέσεων του λαού, και μη βλέποντες περί αυτούς τας ρωσικάς λόγχας ετοίμους να έλθωσιν εις σωτηρίαν των, ενέδωκαν εις τον χείμαρρον». Μετά από σύνοδο με τη συμμετοχή 180 τιτλούχων, εξουσιοδότησαν εν λευκώ τον Θεοτόκη να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για τα συμφέροντά τους. Αυτός σχημάτισε «Έκτακτη Επιτροπή Δημοσίας Ασφαλείας», με επικεφαλής τον ίδιο και μέλη τους Δημήτριο Αρμένη και Στάμο Χαλικιόπουλο από την τάξη του. Δεν φανταζόταν ότι τους περίμενε η καθαίρεση.
Ο χείμαρρος ήταν πραγματικότητα. Εκόντος – άκοντος του επικεφαλής της Γερουσίας, οι κάτοικοι των χωριών, των κωμοπόλεων και οι αστοί της πόλης εξέλεξαν 64 αντιπροσώπους τους και ονόμασαν το σώμα τους «Έντιμη αντιπροσωπεία της πόλεως, των κωμοπόλεων και των χωρίων της Κερκύρας», εκλέγοντας πρόεδρο και γραμματέα της τους Κάρολο Μάνεση και Σπυρίδωνα, πρόγονο κατοπινού βουλευτή, αντιστοίχως. Τον Οκτώβριο η «Έντιμη αντιπροσωπεία» διακήρυξε ότι η αναφορά στο «Βυζαντινό Σύνταγμα» σε «πρόκριτους και επιφανείς» που θα ασκούσαν την εξουσία δεν μπορεί να αφορούσε τους λίγους που ήσαν «οι κυρίως αίτιοι των δυστυχημάτων της Κέρκυρας και των φρικαλέων εγκλημάτων υφ’ ων εποτίσθη δι’ αίματος άπαν το έδαφος των νήσων». Εξέλεξε επιτροπή, που σε σύντομο χρονικό διάστημα παρουσίασε σε διάσκεψη της «Αντιπροσωπείας» σχέδιο νέου Συντάγματος.
Αυτό έγινε δεκτό πανηγυρικά. Το συνυπέγραψαν και οι 64 αντιπρόσωποι. Η αληθινή – και πιθανώς μεγάλη – λαϊκή συμμετοχή στην ανάδειξή τους, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς, όπως φαίνεται και στο πιο πάνω εικονιζόμενο έγγραφο με τον ονομαστικό κατάλογο των αντιπροσώπων που το υπέγραψαν, ήταν αγράμματοι και έβαλαν άλλους να το υπογράψουν για λογαριασμό τους.
Ψυχρολουσία περίμενε τον Θεοτόκη και τους συν εκείνον. Τις 24 Οκτωβρίου 1801 η «Αντιπροσωπεία» τού ανακοίνωσε με επιστολή ότι είχε το δικαίωμα και ανελάμβανε προσωρινά η ίδια τη διακυβέρνηση της Κέρκυρας, μέχρι να εκλεγούν από όλον το λαό, από όλες τις κοινωνικές τάξεις του, οι νέοι και πραγματικά «επιφανείς» αντιπρόσωποί του, βάσει του νέου Συντάγματος. Του ζητούσε μάλιστα να φροντίσει ώστε και η τάξη των Ευγενών να εκλέξει κάποιους δικούς της. Η απάντησή του, τέσσερις μέρες μετά, ήταν να κοινοποιήσει επιστολές των προξένων της Ρωσίας και της Τουρκίας, με τις διαφωνίες τους βέβαια. Απάντησε τις 30 Οκτωβρίου και σε αυτές η λαϊκή «Αντιπροσωπεία», έστω με αμφίβολης αξίας φιλοσοφικά επιχειρήματα, προφανώς με συνειδητή επιλογή. Υποστήριξε ότι δήθεν δεν ήταν δυνατόν οι ηγεμόνες της Ρωσίας και της Τουρκίας, τη στιγμή που επικαλούνταν το κοινό καλό, να εννοούν ως «προκρίτους και επιφανείς» τους σφετεριστές της λαϊκής θέλησης Ευγενείς. Η Κέρκυρα, «καταβληθείσα εκ της δωρηθείσης αυτή δουλείας και αλγεινώς φέρουσα την γενομένην αρπαγήν, προσεκλήθη και εξελέξατο τους εαυτής αντιπροσώπους», ανέφερε.
Να οι άριστοι του λαού, αφού οι Ηγεμόνες επιθυμούν αριστοκρατικό πολίτευμα αυτούς θα εννοούν και θα θέλουν!
Η «Αντιπροσωπεία» του λαού τόνιζε ότι δεν μπορούσε να προδώσει τα συμφέροντα των κατοίκων. Τάχα «και αυτοί οι εξοχότατοι κύριοι αντιπρόσωποι των δύο αυτοκρατόρων οφείλουσιν ευχαριστίας εις λαόν προθυμούμενον να εκτελέση αυστηρώς και κατά γράμμα τας ηγεμονικάς εκείνων διατάξεις»!
Παράδοση της διακυβέρνησης
Προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, να φανεί νομοταγής, ενόψει σύγκρουσης. Αυτή ήταν το «μόνο νόμιμον σώμα», διακήρυσσε. Το «αληθώς νόμιμον, προ του οποίου δέον να παύση πάσα άλλη πολιτική αρχή, καθό μη πηγάζουσα εκ του νόμου», όπως απέδωσε τις θέσεις της ο Μαυρογιάννης. Αλλά ο Θεοτόκης απαντούσε πως η «Επιτροπή Ασφαλείας» του δεν έπρεπε να διαλυθεί, ενώ έστελνε στην «Αντιπροσωπεία» τον κατάλογο με 14 ονόματα Ευγενών, που του είχε ζητηθεί. «Ηναγκάζετο να εγκαταλείψη εις τας χείρας της και αυτήν την κυβέρνησιν της νήσου». Διέταξε τους Ευγενείς που είχαν το αξίωμα του σύνδικου να παραδώσουν τις εξουσίες τους στην «Αντιπροσωπεία», πράγμα που εκείνοι, με κάποιες διαμαρτυρίες και απορίες συγχρόνως, έπραξαν μέσω του επικεφαλής τους Άρχοντα – Πρύτανι σύνδικου Ροδόσταμου, ο οποίος βάσει του διαβλητού «Βυζαντινού Συντάγματος» ήταν αρχηγός της τοπικής κυβέρνησης.
Τις 3 Νοεμβρίου 1801, μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης από μέλη της «Αντιπροσωπείας», κυβερνητική προκήρυξη ευαγγελιζόταν μια υποτιθέμενη ομαλή διαταξική συμβίωση, με ταυτόχρονη εφαρμογή του νέου Συντάγματος. Ανέφερε: «Ημείς οι εκλεχθέντες παρ’ υμών, ανεδέχθημεν προσωρινώς την κυβέρνησιν μεχρισού άπασαι αι τάξεις, εκλέγουσαι τους προκρίτους και επιφανείς, καταστήσωσι δυνατήν την εφαρμογήν του νέου Συντάγματος. Αγαθοί της νήσου κάτοικοι! Τα συμφέροντα πασών των τάξεων συνεβιβάσθησαν ήδη. Πάσαι αι τάξεις λαμβάνουσι μέρος εις την κυβέρνησιν· προϊόν δε της τοιαύτης αρμονίας έσεται η ομόνοια, η ειρήνη, ο αμοιβαίος σεβασμός. Του λοιπού δεν θα διαιρώμεθα εις φατρίας, ούτε θα κατατρυχώμεθα υπό αντιθέτων αγρίων παθών· θέλομεν απαρτίζει μίαν οικογένειαν και κοινός απάντων σκοπός έσεται του λοιπού η κοινή ησυχία». Επρόκειτο φυσικά περί ευχολογίου.
Κηρύχθηκε γιορτή μάλιστα. Εκόντες – άκοντες, οι 14 εκπρόσωποι των Ευγενών τις 5 Νοεμβρίου 1801 συνυπέγραψαν το νέο Σύνταγμα που ήδη είχε τεθεί υπόψη του κόμη Θεοτόκη. Συγχρόνως, οι Κερκυραίοι γερουσιαστές Αρλιώτης οικογένειας που ανέδειξε αργότερα γνωστό τραπεζίτη, Βλασσόπουλος ομώνυμης οικογένειας που ανέδειξε εφοπλιστές και Πιέρης έλαβαν κυβερνητικό διάταγμα, βάσει του οποίου η «Αντιπροσωπεία» του λαού, «αναγνωρίζουσα τας εξόχους αυτών υπηρεσίας και υποθέτουσα ότι είχον ανάγκην ν’ αναπαυθώσιν εκ των μακρών μόχθων των», τους αντικαθιστούσε με τους «έντιμους αντιπρόσωπους» του λαού Αλεξάκη, Ζερβίνο και Μαρούλη!
Αυτή η «Έντιμη Αντιπροσωπεία», που όλο και πιο πολύ τελούσε υπό τον έλεγχο δραστήριων μελών της ανερχόμενης τάξης και αποκτώντας ερείσματα στη νομή της εξουσίας επιχειρούσε να χειραγωγήσει τον λαό, με ρητορικές διακηρύξεις εμφάνιζε εαυτήν ως… αυθεντικό εκφραστή της πραγματικής θέλησης του Τσάρου και του Σουλτάνου, κολακεύοντάς τους κιόλας. Προφανώς, με τέτοια επιχειρήματα δεν έπειθε κανέναν. Επιζητούσε ανοχή. Οι αλλαγές που επέφερε δεν μπορούσαν άλλωστε να θεωρηθούν με ευρωπαϊκά μέτρα επαναστατικές, αν και δεν ήταν δυνατόν σ’ εκείνες τις συνθήκες να γίνουν, όπως ήλπιζε, αποδεκτές. Εξέφραζαν, βλέπετε, αστικές, ανεπιθύμητες από τους Οθωμανούς και τους Ρώσους επικυρίαρχους, θέσεις δημοκρατικής αμφισβήτησης της απολυταρχικής φεουδαρχικής μονοκρατορίας που πρέσβευαν.
Το νέο Σύνταγμα
Από 31 άρθρα αποτελούνταν εκείνο το – εικονίζεται πιο πάνω η πρώτη σελίδα του κειμένου του στα ελληνικά – νέο Σύνταγμα που πήγε να εφαρμοστεί πριν από 220 χρόνια.
Με προφανή σκοπό να φανεί ότι γινόταν σεβαστή η θέληση των αυτοκρατορικών Αυλών να κυβερνούν την Κέρκυρα οι αριστοκράτες φεουδάρχες της, με ή χωρίς δειγματοληπτική συμμετοχή μελών της αναδυόμενης – και προοδευτικής στην εποχή της – αστικής τάξης, ορίστηκε ότι το Σώμα των λαϊκών αντιπροσώπων θα αποκαλείται «Αριστοκρατικόν Συμβούλιον», με την έννοια φυσικά ότι αποτελείται από τους «άριστους» γι’ αυτό το έργο κατά την κρίση του λαού. Προβλεπόταν ότι θα το αποτελούν 240 «άριστοι του τόπου», προερχόμενοι «από πασών των τάξεων».
Παρά το ότι οριζόταν πως για να εκλεγεί κάποιος σε αυτό καλό θα ήταν να έχει μεταξύ άλλων κτηματική περιουσία αξίας τουλάχιστον 6.000 τοπικών δουκάτων, στοιχείο που απέκλειε από τους εκλεγόμενους όλους τους πολλούς ακτήμονες πριν απ’ όλους, μα και τους πολλούς πιο φτωχούς καλλιεργητές ιδιόκτητης γης, συναφές άρθρο επέτρεπε την ερμηνεία ότι ελλείψει αυτής αρκούσε «η αρετή και η ατομική αξία» του υποψήφιου, αφήνοντας τους εκλογείς να κρίνουν. Δικαίωμα ανάδειξης στο Συμβούλιο των 240 είχαν έτσι, υποτίθεται, όλοι όσοι, όπως οριζόταν, ήταν τουλάχιστον 30 χρονών. Η κάποια ασάφεια μαρτυρούσε, μπορεί να υποθέσει κανείς, ταξικούς και κάπως αγεφύρωτους ανταγωνισμούς τους κόλπους της «Αντιπροσωπείας». Οι τελικές θέσεις δεν ανταποκρίνονταν στις πιο ζωηρές επιθυμίες και τις ανάγκες των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Οι φεουδαρχικές οικονομικές σχέσεις στην κερκυραϊκή ύπαιθρο, που ο Βοναπάρτης είχε διατάξει την κατάργησή τους, παρέμεναν στο απυρόβλητο.
Κάθε κοινωνική «τάξη» μπορούσε να αναδείξει, από τους κόλπους της, έναν συγκεκριμένο αριθμό μελών του Συμβουλίου. Οριζόταν, με ασαφή ταξικά κριτήρια αφού στην ύπαιθρο ζούσαν και άλλα κοινωνικά στρώματα εκτός από τους πολλούς υποτελείς στα φέουδα ή σχετικά ανεξάρτητους μικρούς φτωχούς αγρότες, πως από τα χωριά και τα προάστια της πόλης που ξεχώριζαν από αυτή θα προέρχονταν οι 140 από τους συνολικά 240 αντιπρόσωπους. Αυτοί θα είχαν, επομένως, την πλειονότητα των εδρών. Από τους υπόλοιπους 100 αντιπρόσωπους, 40 θα εξέλεγε «η τάξις η αποτελουμένη εκ των κτηματιών, των μετερχομένων ελευθερίους τέχνας και των διακρινομένων επ’ αρετή και άλλοις πλεονεκτήμασι» που κατοικούσαν στην πόλη, επίσης 40 «η τάξις των λεγομένων ευγενών» που ήταν βέβαια συγκεντρωμένοι στην πόλη, 14 οι έμποροι της πόλης και τους υπόλοιπους έξι θα εξέλεγε «η τάξις των αποχειροβιώτων», όπως αποκαλούνταν, προφανώς, οι κάθε είδους βιοτέχνες ή ενδεχομένως και χειρώνακτες εργάτες της πόλης. Επρόκειτο, δίχως άλλο, για μια προσπάθεια να αποτυπωθεί η κοινωνική πλειοψηφία με ασαφή ταξικά κριτήρια που δεν ανταποκρίνονταν ακριβώς στη συγκεχυμένη και μεταβαλλόμενη ταξική διάρθρωση της κερκυραϊκής κοινωνίας της εποχής, ενώ συγχρόνως αναγνώριζε σημαντικό ρόλο στην ανερχόμενη αστική τάξη, ορίζοντας συνολικά υψηλότερον αριθμό εκπροσώπων της από εκείνον των παραδοσιακών Ευγενών, ορισμένοι από τους οποίους ήδη εξελίσσονταν σε ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης. Σημαντικό πολύ ήταν, εξάλλου, ότι αναγνωριζόταν αυτοτελής αντιπροσώπευση της περιορισμένης ακόμη αλλά αυξανόμενης βιοτεχνικής δραστηριότητας, αν όχι και της εργατικής τάξης της εποχής, που αναπτύσσονταν στο πλαίσιο συντεχνιών.
Η ανάδειξη των 240 αντιπροσώπων θα προέκυπτε από συνδυασμό άμεσης και έμμεσης ψηφοφορίας. Οριζόταν ότι από κάθε 100 ψηφοφόρους θα αναδεικνυόταν, ανάλογα με την κοινωνική κατηγορία, συγκεκριμένος αριθμός εκλεκτόρων, το σύνολο των οποίων θα εξέλεγε τελικά τα 240 μέλη τού κατά την έννοια που προαναφέραμε νέου κερκυραϊκού «Αριστοκρατικού Συμβουλίου».
Αυτό, με τη σειρά του, θα εξέλεγε τις διάφορες τοπικές Αρχές για την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Ωστόσο, πάλι συγκεχυμένα, υποστηριζόταν πως οι εκλέκτορες όφειλαν να είναι κάτοχοι ακίνητης ιδιοκτησίας. Πράγμα που σήμαινε ότι τελικά και τα 240 μέλη του Συμβουλίου θα είχαν την ίδια ιδιότητα.
Για δυσερμήνευτους λόγους οι συντάκτες του νέου αυτού Συντάγματος προέβλεπαν, ενώ διακήρυσσαν πως είναι σε όλα του δημοκρατικό, ισοβιότητα των μελών του «Αριστοκρατικού Συμβουλίου», με παράλληλη δυνατότητα να εκλέγει εκείνο τους διαδόχους όσων έφευγαν από τη ζωή. Έδινε την εντύπωση ότι ο λαός είχε για μία και μοναδική φορά το δικαίωμα να εκλέξει τους αντιπροσώπους του!
Αντιθέτως, πράγμα που συνιστούσε εντυπωσιακή εξέλιξη, οι συντάκτες και οι λαϊκοί αντιπρόσωποι που ψήφισαν το νέο Σύνταγμα «εχορήγουν το δικαίωμα της ψήφου εις πάντας τους έχοντας εικοσαετή ηλικίαν». Για το πόσο καινοτομική ήταν η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, που μάλλον δεν συμπεριλάμβανε τις γυναίκες, αρκεί να σκεφτούμε ότι σαράντα περίπου χρόνια μετά, το 1850, ο υποτίθεται προοδευτικός φιλόσοφος και μεγαλέμπορος επικεφαλής του Μεταρρυθμιστικού κόμματος της κερκυραϊκής και της επτανησιακής μεγαλοαστικής τάξης, Πέτρος Βράιλας – Αρμένης, τασσόταν εναντίον της καθιέρωσης δικαιώματος καθολικής ψηφοφορίας όσον αφορά έστω μόνο τον ανδρικό πληθυσμό της Κέρκυρας και των άλλων νησιών του Ιονίου, για την εκλογή των βουλευτών του, ενώ οι Άγγλοι «προστάτες» αναγνώριζαν τελικά τέτοιο δικαίωμα, υπό αυστηρούς περιουσιακούς και άλλους όρους, στο 10% περίπου του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού της Επτανήσου. Αλλά ακόμα και η κοσμοϊστορική Γαλλική Επανάσταση στα πρώτα – και αντιφατικά – στάδιά της ήταν φειδωλή στην αναγνώριση του δικαιώματος της καθολικής ψήφου.
Τις 9 Δεκεμβρίου 1801 η «Έντιμη Αντιπροσωπεία της πόλεως, των κωμοπόλεων και των χωρίων της Κερκύρας» εξέδωσε πράξη – πιο πάνω επιστολή της προς τον κόμη Θεοτόκη – με την οποία όριζε επίτροπους για την προετοιμασία των πρώτων εκλογών με πραγματική συμμετοχή του λαού που θα γίνονταν στην Κέρκυρα πριν από 220 χρόνια. Καθώς το έργο αυτό απαιτούσε προετοιμασία αρκετών εβδομάδων και την υπέρβαση πολλών προβλημάτων, δεν πρόλαβε να τις πραγματοποιήσει, παρόλο που είχε επιτευχθεί «τελεία υποταγή της τάξεως των ευγενών», που βέβαια έβλεπαν τον λαό ως «τρομοκράτη».
Η στρατιωτική επέμβαση της Βρετανίας τις αρχές Μαρτίου του 1802 για «να επαναφέρη τα πράγματα των νήσων εις την πρώτην αυτών κατάστασιν», σε συνδυασμό με τις κίβδηλες υποσχέσεις που έδιναν και τις τρομερές απειλές που παράλληλα εκτόξευαν οι αυτοκρατορικές Αυλές, αλλά και την κατοπινή άφιξη στρατιωτικών δυνάμεων της Ρωσίας, δεν επέτρεψαν την πραγματοποίηση των εκλογών. Ένα ιστορικό βήμα του λαού μας αποσοβήθηκε με τη δύναμη των όπλων. Ο Τσάρος και ο Σουλτάνος, υπόσχονταν και οι Άγγλοι, «έμελλον να λάβωσιν υπ’ όψιν την προτεινομένην πολιτικήν μεταρρύθμισιν, όπως αποφασίσωσιν επ’ αυτής». Η «Έντιμη Αντιπροσωπεία» είχε εκλέξει μάλιστα έξι αντιπρόσωπους για να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη και την Αγία Πετρούπολη. Τους πρόλαβε – και διέλυσε με βία όλο αυτό το κίνημα – η άφιξη ισχυρής ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, με επικεφαλής έναν άλλο Επτανήσιο κόμη. Η αστική τάξη άλλωστε, στην αντικειμενική πορεία της ισχυροποίησής της, δεν θα αργούσε να γυρίσει την πλάτη στον λαό.
Η Βρετανία, από την πλευρά της, δεν ζήτησε ποτέ τη συγγνώμη που όφειλε. Ούτε για εκείνη την πρώτη στρατιωτική επέμβασή της εναντίον του ειρηνικού λαού μας, ούτε για τις βαναυσότητες που διέπραξε αργότερα κατά την κατοχή της Επτανήσου επί μισόν αιώνα, ούτε για τις καταστροφές που έκανε σε στρατιωτικές και άλλες υποδομές της Κέρκυρας το 1864 αποχωρώντας, για να μην πούμε και για άλλες, κατοπινές επιζήμιες για τον λαό μας επεμβάσεις της στο νησί το 1916 ή το 1944 ως συμμαχική με τον λαό μας δύναμη μετά την απελευθέρωση του νησιού από τους Ναζί.
Ήταν εξοργιστικό να ακούει κανείς το 2018 στην Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας την τότε πρέσβη της Βρετανίας Κέιτ Σμιθ στην Ελλάδα να καμώνεται – χωρίς αντίλογο – πως δεν συνέβη τίποτε από όλα αυτά και ότι, αντιθέτως, η σχέση του πολιτικού συστήματος της χώρας της με τον λαό της Κέρκυρας υπήρξε πάντοτε σε γενικές γραμμές αρμονική και αμοιβαία επωφελής!
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ένα περιστατικό που η περιφερειάρχης Ιονίων Νήσων έκανε γνωστό πριν από δύο χρόνια επιστρέφοντας από εμπορική – τουριστική έκθεση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Την πλησίασε εκεί ένας Βρετανός και τι της είπε, λέτε; Συγγνώμη για την κατοχή της Επτανήσου από την πατρίδα του. Υπάρχει η συναίσθηση, φαίνεται, όσων είχαν συμβεί. Την έχουμε νιώσει κι εμείς εδώ, βέβαια, από απλούς Βρετανούς. Σάμπως ρώταγαν οι ηγεσίες τον λαό τους για όσα διέπραξαν στην Κέρκυρα;
Όπως και στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους του δικού μας καιρού, πριν από 220 χρόνια οι Άγγλοι κράδαιναν στην Κέρκυρα ως προσχήματα «αξίες», πότε τον «νόμο και την τάξη» εναντίον «τρομοκρατών» του λαού μας, πότε τη «διεθνή έννομη τάξη» των Αυτοκρατοριών εκείνου του καιρού και πότε τον «σεβασμό του ιερού δικαιώματος της ιδιοκτησίας» και τα «ανθρώπινα δικαιώματα» των κρατούντων μόνο, για να εξυπηρετήσουν δικούς τους σκοπούς και συμμαχίες με συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις.
Αλήθεια, φαντάζεστε τι θα σήμαινε και τι θα μπορούσε να συμβεί έτσι και οι αντιπρόσωποι του κερκυραϊκού – επτανησιακού λαού και του ελληνικού λαού στους Δήμους της Κέρκυρας και την Περιφέρεια των Ιονίων Νήσων και τη Βουλή των Ελλήνων προέκυπταν από επιμέρους ψηφοφορίες με κριτήριο την κοινή ταξική ιδιότητα και ο συνολικός αριθμός των αντιπροσώπων κάθε κοινωνικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων από τις επιμέρους ψηφοφορίες, ως ποσοστό του συνόλου των ταξικά γνήσιων αντιπροσώπων, όπως είχαν αποφασίσει τότε στην Κέρκυρα, αντιστοιχούσε στην ποσοστιαία δύναμη που αντιπροσώπευε κάθε κοινωνική τάξη στο σύνολο του πληθυσμού;
ΑΛΕΞΟΣ ΝΑΠΑΙΟΣ