Δεν υπήρξε στην ελληνική πολιτική ιστορία του εικοστού αιώνα μάλλον καμία άλλη γενναιότερη, μεγαλύτερη σε διάρκεια και πιο συνταρακτική – μα και ανεξίτηλο ίσως στίγμα για Έλληνες ιατρούς, Κερκυραίους εν προκειμένω, για τη στάση τους- πολιτική απεργία πείνας, σαν εκείνη που έκαναν στις φυλακές της Κέρκυρας τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1949 εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι. Μελλοθάνατοι, αγωνιστές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης όλοι τους σχεδόν. Προορίζονταν για εκτέλεση στη μαρτυρική κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο.
Εκεί όπου λίγα χρόνια νωρίτερα, την περίοδο της Κατοχής, οι Ιταλοί είχαν μετατρέψει ένα βενετσιάνικο λοιμοκαθαρτήριο του 16ου αιώνα σε φριχτό στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων αντιστασιακών της Κέρκυρας, της Επτανήσου, όλης της Ελλάδας.
Να σταματήσουν, ζητούσαν, οι εκτελέσεις.
Επίσης, να βελτιωθούν οι άθλιες συνθήκες της φυλάκισής τους, ώσπου να αφεθούν ελεύθεροι.
Ήταν τριακόσιοι; Ήταν μετά από νέες μεταγωγές-αφίξεις στη διάρκεια της απεργίας τους πεντακόσιοι; Σίγουρα ήταν τουλάχιστον τρεις εκατοντάδες. Η κινητοποίησή τους εκείνη ήταν η τρίτη απεργία πείνας μέσα σε επτά μήνες. Η πρώτη είχε αρχίσει τις 22 Ιουλίου 1948 ως αντίδραση σε δύο εκτελέσεις, η δεύτερη ξεκίνησε τις 19 Νοεμβρίου 1948 μετά από άλλες τέσσερις εκτελέσεις. Η τρίτη, που αποφάσισαν – ξεκίνησαν τις 23 Φεβρουαρίου 1949 λόγω νέων εκτελέσεων, έμελλε να διαρκέσει περισσότερο απ’ όλες και να προσλάβει συγκλονιστικό χαρακτήρα. Αποφασίστηκε όταν μετά τα μεσάνυχτα της 22ας Φεβρουαρίου 1949 οι φύλακες άρπαξαν από τα κελιά τέσσερις συγκρατούμενούς τους και τους οδήγησαν στο Λαζαρέτο, όπου εκτελεστικό απόσπασμα τους αφαίρεσε τη ζωή, σε συνέχεια άλλων εκτελέσεων προηγούμενων εβδομάδων και μηνών. Δεν αποκήρυσσαν, βλέπετε, ούτε το ΕΑΜ ούτε το ΚΚΕ ούτε τον εαυτό τους!
Η Κέρκυρα, με τα μηνύματα που με «χωνιά» σκορπούσαν σ’ όλη την πόλη νύχτα και μέρα, ζούσε μαζί τους τη φρίκη μιας ανείπωτης βαρβαρότητας, στην οποία συνέπραξαν ιατροί του νησιού. Καθώς η Ευρώπη βοούσε για τους θανάτους πολιτικών κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές εν μέσω της ταξικής βέβαια εμφύλιας σύγκρουσης και στον ΟΗΕ η Σοβιετική Ένωση ζητούσε την έκδοση απόφασης για τον τερματισμό των εκτελέσεων, αποφασίστηκε από τις ελληνικές Αρχές, με τη σύμπραξη τοπικών ιατρών, η οργάνωση ολόκληρης επιχείρησης για τη βίαιη σίτισή τους με απάνθρωπο τρόπο.
Όσο κι αν δεν μπορεί να το χωνέψει ο νους, για την καταστολή του αγώνα τους κάποιοι οδηγήθηκαν στο Λαζαρέτο, εξαντλημένοι όπως ήταν από την απεργία πείνας, στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο ηρωισμός εκείνων των εκατοντάδων ανθρώπων δεν μπορεί να περιγραφεί εύκολα, νομίζουμε, από τρίτους.
Ένδειξη κατακραυγής του λαού της Κέρκυρας, τιμητική και σωσμένη από περιγραφές των μελλοθάνατων, ήταν η παρέμβαση τοπικών επιστημονικών σωματείων του νομού.
Ζούσε από καιρό την τραγωδία των μεταπολεμικών διωγμών αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και είχε υψώσει από καιρό η Κέρκυρα τη φωνή της και την αλληλεγγύη της για όσα διαδραματίζονταν και πάλι, μετά τη μεταξική δικτατορία και την Κατοχή, στο παλαιό αγγλικό κάτεργο της πόλης του νησιού.
Έχουν σωθεί και στοιχεία που μαρτυρούν εκείνη την αλληλεγγύη μέχρι και τον Μάιο του 1947, όταν άρχισαν οι εκτελέσεις κρατουμένων των φυλακών στο Λαζαρέτο, οπότε και διατάχθηκε η απαγόρευση κυκλοφορίας τοπικών εφημερίδων, όπως η ΕΑΜική «Φωνή του Λαού», που εξέφραζαν την κατακραυγή και την αλληλεγγύη του λαού.
Φτωχοί άνθρωποι από κάθε γωνιά του νησιού εισέφεραν για τους φυλακισμένους αγωνιστές, όπως πιστοποιούν σχετικά δημοσιεύματα που έρχονται στο φως, ακόμη και λίγο λάδι, κάθε λογής τρόφιμα, χρήματα που δεν είχαν, λίγο κρασί. Ό,τι μπορούσαν. Από το φθινόπωρο τουυυ 1945 ακόμα. Γιατί τότε άρχισαν να γεμίζουν με πολιτικούς κρατούμενους- υποστηρικτές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και βέβαια του ΚΚΕ οι φυλακές της Κέρκυρας. Μα και στη συνέχεια. Έχουν και κάποιοι μελλοθάνατοι και απεργοί πείνας του μεγάλου αγώνα τους το 1949 αφήσει μαρτυρίες για τη στάση των προγόνων μας τότε, εκθειάζοντας την ανθρωπιά τους και τα δημοκρατικά τους αισθήματα. Ελλείψει εφημερίδας, οι εκδηλώσεις συμπαράστασης έπαιρναν άλλες μορφές, ίδιες στην ουσία τους με εκείνες των 1945-1947 που έχουν σωθεί σε έντυπη μορφή και υποδηλώνουν ασφαλώς τη στάση του κερκυραϊκού λαού και κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια. Μερικοί ήταν έγκλειστοι στις φυλακές της Κέρκυρας από το 1946 και είχαν ζήσει και τις πρώτες μεγάλες εκδηλώσεις συμπαράστασης του κερκυραϊκού λαού, που αποτυπώθηκαν στη «Φωνή του Λαού».
Κάποιοι που σώθηκαν έψαξαν και για επιπρόσθετα στοιχεία. Απαθανάτισαν με δημοσιεύματα και βιβλία ακόμα το μεγαλείο του αγώνα τους. Πράγματα διάφορα και ονόματα πολλά. Αγωνιστών, προσωπικού καταστολής στη φυλακή, επιστημόνων, συμπαραστατών. Παρουσιασμένα έστω συχνά με παραλλαγές των ονομάτων. Στο επίκεντρο ήταν βέβαια, μεταξύ άλλων, ο περιβόητος διευθυντής της φυλακής εκείνη την περίοδο.
Δεν θα επιχειρήσουμε λοιπόν να περιγράψουμε εμείς όλον εκείνο τον απίστευτο αγώνα των εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων για τη ζωή τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1949. Τι και πώς να το πούμε εμείς, όταν τα λένε οι ίδιοι! Όσα θα διαβάσετε πιο κάτω δεν είναι δικά μας λόγια. Είναι λόγια των φυλακισμένων μελλοθάνατων Λάμπρου Κασσελούρη, Ανάστου Παπαπέτρου και Σταμάτη Σκούρτη. Συνθέσαμε δικά τους κείμενα. Μετρημένες στα δυο δάχτυλα είναι οι λέξεις που παρεμβάλλαμε όπου χρειαζόταν για νοηματικούς λόγους, ελάχιστες οι κάποιες ορθογραφικές μεταβολές και συναφείς τροποποιήσεις στον τύπο απόδοσης κάποιων λέξεων, με στόχο μια κάποια ομογενοποίηση των κειμένων για την ευκολότερη ανάγνωση και κατανόησή τους, χωρίς να παρεμβαίνουμε σε κρίσεις τους. Βιωματικά και αξεπέραστα τα κείμενά τους, συγκλονίζουν και πέτρες. Όλα όσα ακολουθούν, με εξαίρεση λίγους μεσότιτλους, είναι εκείνων των τριών απεργών πείνας.
Παρεμβάλλουμε στα ενοποιημένα κείμενά τους άγνωστα δημοσιεύματα της περιόδου 1945- 1947, προερχόμενα από την εφημερίδα του ΕΑΜ Κέρκυρας «Η Φωνή του Λαού», χαρακτηριστικά για την αλληλεγγύη του κερκυραϊκού λαού, τα οποία μαρτυρούν και άγνωστες απεργίες και κινητοποιήσεις των πολιτικών κρατουμένων και του λαού. Εντοπίσαμε δεκάδες τέτοια δημοσιεύματα σε άγνωστα από τότε φύλλα της εφημερίδας. Επίσης, παρεμβάλλουμε στα κείμενα εικόνες – φωτογραφίες παρμένες από τον Ανδρέα Παγιατάκη με τα κενοτάφια εκείνων των αγωνιστών που εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο ενώ ήταν απεργοί πείνας, καθώς και ένα χαρακτηριστικό σκίτσο του Τάσου Χαλά, καταχωρημένο σε βιβλίο του Λάμπρου Κασσελούρη, για τη βάρβαρη σίτιση των απεργών πείνας της Κέρκυρας.
Επικουρικά, να προσθέσουμε ότι, σύμφωνα με εντοπισμένα επίσημα έγγραφα, από τη βίαιη αναγκαστική σίτιση επτά τουλάχιστον απεργοί είχαν πάθει πνευμονία, αλλά δεν μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο της πόλης. Είχαν κληθεί για τη βίαιη σίτιση, μεταξύ άλλων, ιατροί της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας και της Φυλακής Ανηλίκων που είχε φτιαχτεί στο επίσης κερκυραϊκό νησάκι Βίδο. Σε άλλο επίσημο έγγραφο αναφέρεται ως ημέρα λήξης της απεργίας πείνας η 10η Μαρτίου 1949. Για την εξέλιξή της ενημερωνόταν, μεταξύ άλλων, η Διοίκηση Χωροφυλακής Ηπείρου.
Η πρώτη μεταπολεμική καταγγελία για την επαναχρησιμοποίηση των φυλακών της Κέρκυρας για πολιτικούς λόγους, που έχουμε υπόψη μας, είναι διατυπωμένη στην εφημερίδα της Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ «Νέα Ζωή», στο φύλλο της με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1944. «Το κελί του αρχηγού μας σ. Ζαχαριάδη ξαναφιλοξενεί αγωνιστές του λαού», τιτλοφορούσε η εφημερίδα το δημοσίευμά της, σε ευθεία αναφορά στο γεγονός ότι πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο εκεί η μεταξική δικτατορία κρατούσε επί τέσσερα σχεδόν χρόνια τον ηγέτη του εν λόγω κόμματος Νίκο Ζαχαριάδη, πριν οδηγηθεί στην Αθήνα κι από εκεί στο Νταχάου. Στη φυλακή αυτή τον Δεκέμβριο του 1944 είχαν κλείσει «προσωρινά» κάποιους Κερκυραίους κομμουνιστές και αγωνιστές του ΕΑΜ, με τη γελοία κατηγορία ότι μια προκήρυξή τους για την εφαρμογή συμφωνιών ήταν «δυναμένη να εξεγείρει εις εμφύλιον πόλεμον τον λαό».
Ακολούθησαν σταδιακά, όπως θα δούμε μέσα από καταγγελίες φύλλων της «Φωνής του Λαού», μεταφορές δεκάδων και εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων από άλλες περιοχές της χώρας.
Τα δεκάδες δημοσιεύματα της «Φωνής του Λαού» σε φύλλα της των ετών 1945, 1946 και 1947, που παρεμβάλλονται στα κείμενα των απεργών πείνας, είναι αποκαλυπτικά για την κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές και στο νησί, για τις αντιδράσεις των πολιτικών κρατουμένων, για άγνωστες από τότε απεργίες πείνας που είχαν κηρυχθεί τον Φεβρουάριο του 1946 και τον Απρίλιο του ίδιου έτους, για εκκλήσεις της εφημερίδας και των ίδιων των κρατουμένων μαζί με ευχαριστήριά τους, καθώς και για το κύμα λαϊκής αλληλεγγύης προς αυτούς, ακόμη και με συγκινητικές προσφορές που αφορούσαν με επίσκεψη της τοπικής Εθνικής Αλληλεγγύης στις φυλακές «1.500 τσιγάρα, 200 μήλα, τρία καρτούτσα λάδι» και με διάφορους εράνους και εισφορές.
Ας δώσουμε όμως τον λόγο στα δημοσιευμένα πριν από μισόν περίπου αιώνα κείμενα του Λάμπρου Κασσελούρη, του Ανάστου Παπαπέτρου και του Σταμάτη Σκούρτη, τα οποία, κατόπιν σχετικής επαφής, κοινοποιούμε ταυτόχρονα στην ηγεσία του Ιατρικού Συλλόγου Κέρκυρας για το ενδεχόμενο ο Σύλλογος να θελήσει, όπως θα όφειλε πιστεύουμε έναντι των απογόνων των απεργών πείνας και για την προάσπιση της γνωστής λαμπρής στάσης δεκάδων Κερκυραίων ιατρών-μελών του έναντι πολιτικών κρατουμένων των φυλακών στο διάβα του χρόνου, έστω τώρα να τοποθετηθεί και με τον τρόπο που θα επιλέξει να αποκηρύξει τα μαρτύρια που εκείνοι υπέστησαν με τη συμμετοχή μελών της ιατρικής κοινότητας του νησιού.
Από ‘δω και κάτω «μιλούν» οι ίδιοι οι τρεις απεργοί πείνας.
Για όλα όσα έζησαν και δεν μπόρεσαν να ξεχάσουν ποτέ:
Το ξεκίνημα – αντίδραση στις εκτελέσεις της βραδιάς
– Πληροφορήθηκα πως δεν πήρατε πρωινό ρόφημα.
Οι κατάδικοι τον κοιτάζουν παραξενεμένοι.
Κάθε φορά που γίνεται εκτέλεση δεν παίρνουν τσάι. Το ξέρει κι ο ίδιος καλά. Πού θέλει άραγε να καταλήξει;
Φυσικά ο διευθυντής την γνώριζε αυτήν την τακτική, μα σήμερα φοβάται πως έχουν σκοπό να προχωρήσουν πιο πέρα. Γι’ αυτό θέλει απ’ την αρχή να τους κόψει τη φόρα. Ύστερα να κάνει και μια βολιδοσκόπηση για τις διαθέσεις τους.
– Το κράτος, συνέχισε, με το πιο επίσημο ύφος του, στην προσπάθειά του να καταστείλει την ανταρσία αποφάσισε έναν κύκλο εκτελέσεων. Εάν προσπαθήσετε να δημιουργήσετε ταραχές μες το κατάστημα και να διαταράξετε με φωνασκίες την ησυχία της πόλεως, θα συλλάβω τους πρωταιτίους και θα τους παραπέμψω στο έκτακτο στρατοδικείο.
Σώπασε. Κοίταξε όλους, πισωγύρισε κι έφυγε. Τα ίδια λόγια και με τον ίδιο πάνω κάτω τρόπο επανέλαβε σ’ όλες τις αχτίνες. Σαν έφυγε, απ’ την απομόνωση πίσω του ξέσπασε μια βουή. Μιλάνε όλοι και καθένας φροντίζει να εκφράσει την αγανάκτησή του για τον τρόπο του διευθυντή.
– Τι είπε λέει;
– Θα μας στείλει στρατοδικείο να μας σκοτώσει;
– Ας γελάσω, μήπως τι άλλο κάνει;
– Βρε με τέτοια δεν μας φοβερίζει.
Η κουβέντα για την απεργία δίνει και παίρνει. Στην αρχή ξεκίνησε δειλά, διστακτικά. Αντιμετώπιζαν με πολύ σκεπτικισμό μια τόσο τρομερή περιπέτεια. Ο πιο θερμός οπαδός της ιδέας αυτής ήταν ο Παναγιώτης. Ίσως γιατί δεν ήξερε τι τρομερό βασανιστήριο είναι να οδηγείς θεληματικά και με την πείνα τον εαυτό σου στην εξαφάνιση. Ένα μαρτύριο που κάποιες στιγμές είναι χίλιες φορές χειρότερο απ’ τον άμεσο θάνατο. Κι ο Παναγιώτης αν ήταν σίγουρος πως τέρμα της απεργίας θα είναι ο θάνατος δεν θα προχωρούσε. Θα προτιμούσε την εχτέλεση σα λιγότερο βασανιστική. Έκανε όμως τη σκέψη πως αν είναι, με δέκα το πολύ μέρες πείνα, να εξασφάλιζαν τη ζωή τόσοι άνθρωποι, αξίζει χίλιες φορές να ριχτούν στο εθελοντικό αυτό μαρτύριο. Η ίδια ελπιδοφόρα σκέψη ζέσταινε τις καρδιές όλων κι έκανε κι αυτούς που είχαν ξανακατέβει σ’ απεργία να λησμονήσουν τις κακές εντυπώσεις και να την αποδεχτούν σα σωτήριο μέσο. Πού ξέρεις τι γίνεται, σκέφτονταν.
Ακόμα κι ο Γαρύφαλλος Μάζης, που αποβραδίς αισθάνθηκε μέσα του εξαντλημένο όλο το δυναμικό της ατομικής του αντίστασης, κι ένιωθε ανίκανος να συνεχίσει την πορεία του, πήρε σήμερα λίγο κουράγιο. Χτες ακόμα έκανε τη σκέψη να πάει στη διεύθυνση να υπογράψει μια δήλωση μετανοίας, μια τέτοια παλιανθρωπιά, όπως αυτή του Αθανασίου. Ο Παναγιώτης λυπήθηκε πολύ. Ο Αθανασίου ήταν φίλος του.
– Γιατί αργούμε; Εγώ προτείνω το πρωί ν’ αρχίσουμε.
– Όλοι σύμφωνοι. Τους ρώτησαν έναν – έναν. Κι από τις άλλες αχτίνες όπως φαίνεται έτοιμοι είναι.
Ο Παύλος είχε αντίθετη γνώμη. Δεν θέλει να γίνει απεργία.
– Καταλαβαίνεις πως είσαι μόνος σου, του λέει κάποια στιγμή ο Τσικνής. Όλοι ζητάνε να κατεβούμε σε απεργία.
– Αν είμαι μόνος μου, απαντά ο Παύλος, δεν πρόκειται να επιμείνω. Θα σεβαστώ την απαίτηση της πλειοψηφίας.
Κουβέντιασαν μια σειρά λεπτομέρειες. Ο Τσικνής, ο Παύλος, ο Παναγιώτης και κανά δυο άλλοι ακόμα, θα απαρτίζαν την απεργιακή επιτροπή. Ο Νικολάου, ο φοιτητής της ιατρικής κι ένας ακόμα θα κάναν τους νοσοκόμους. Φυσικά αυτοί οι δυο δεν θα έπαιρναν μέρος στην απεργία. Θα τρώγανε. Μετά κατέβηκαν στην αυλή να αναγγείλουν και στους άλλους την τελική απόφαση. Τώρα πια όλοι κουβέντιαζαν για την απεργία. Όχι με τον ίδιο τρόπο τον πρωινό. Τότε γινόταν η ζύμωση. Ο ένας ζύγιαζε τον άλλο και τον εαυτό του. Αν βαστούσαν τα κότσια για τέτοιο χορό.
Τώρα δεν μπαίνει πια ζήτημα. Το πρόβλημα είναι πώς θα χορέψουν καλύτερα και περισσότερο. Γι’ αυτό η κουβέντα τους ήταν αλλιώτικη. Αναμνήσεις απ’ τις προηγούμενες απεργίες. Την οχταήμερη, μα πιο πολύ τη δεκαήμερη εδώ και τρεις μήνες.
Όλο το μυστικό είναι να μη βάζεις στο νου σου το φαΐ.
Καθένας φροντίζει να φρεσκάρει την πείρα του. Μα πιο πολύ μ’ αυτές τις αναμνήσεις να ενισχύσει το κουράγιο του, για τον καινούργιο αγώνα που πάει να πιαστεί. Κι επειδή ο πιο άπειρος ήταν ο Παναγιώτης, μια και δεν είχε κάνει ποτέ απεργία, καθένας θεωρούσε καθήκον του να του μεταδώσει τη δική του πείρα. Κάποιος, θέλοντας να τον ενισχύσει, του έκαμε μια τέτοια περιγραφή των δυσκολιών, που αυτός αντιμετώπισε, αλλά τις νίκησε, που αντί να του δώσει κουράγιο, του έκοψε τα ήπατα. Άλλος πάλι πέφτει στην ανάποδη. Τον βεβαιώνει πως δεν είναι τίποτα.
Κι ο Παναγιώτης τους παρακολουθεί με το σεβασμό του πρωτάρη. Και προχωρεί, γεμάτος ταραχή, σίγουρες ελπίδες, αγωνία, σε τούτη την πρωτόγνωρη μα τόσο ιδιότυπη μάχη.
Ήρθε το βραδινό φαΐ. Ένα από τα συνηθισμένα παλιόφαγα της φυλακής.
– Απόψε πρέπει να φάμε πολύ, του λέει ο Σήφακας. Ν’ ανοίξουμε καμιά κονσέρβα απ’ τα αποθέματα; Γιατί ποιος ξέρει τώρα πότε θα ξαναφάμε.
Ο Παναγιώτης άκουσε πιο πέρα τον Ανανία το δάσκαλο, να λέει στον Πανάγνου και στον Έλατο:
– Άμα το παραγεμίσεις το στομάχι τεντώνει κι ύστερα που θα μείνει νηστικό, μαζεύεται απότομα και υποφέρεις πιο πολύ.
– Αυτά δάσκαλε είναι για το δικό σου στομάχι, όχι για τις δικές μας τις μυλόπετρες, του λέει ο Πανάγνου.
– Μωρέ εγώ θα τρώγω όλη τη νύχτα, συμπλήρωσε ο Έλατος.
Μοιάζει με το μυστικό δείπνο. Ένα φαΐ βιαστικό, ανόρεχτο, μέσα σε μια απόμερη μισοσκότεινη γωνιά, λίγο πριν αρχίσει η πορεία για το Γολγοθά. Θα πεις, εκεί υπάρχει και η ανάσταση. Κι εδώ μπορεί να υπάρχει. Πάντα υπάρχει η προσδοκία για μιαν ανάσταση. Γιατί αλλιώτικα…
Σε μιαν αχτίνα μέσα στη νύχτα φώναξαν τον αρχιφύλακα και του είπαν:
– Από τούτη τη στιγμή κατεβαίνουμε σ’ απεργία, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για τις εχτελέσεις.
Ο αρχιφύλακας φώναξε και φοβέριξε.
Του ζήτησαν να τους παραχωρήσει χώρο για να βάλουν μέσα όλα τα φαγώσιμα που θα τα έβγαζαν από τα κελιά τους. Ο αρχιφύλακας αρνήθηκε.
Μα τα τρόφιμα που είχαν στα κελιά τους έπρεπε να τα βγάλουν. Αυτό απαιτούσε ο άγραφος νόμος της απεργίας πείνας. Θέλαν να τα βγάλουν και γι’ άλλο λόγο. Ύστερα από μερικές μέρες η διεύθυνση μπορούσε να κουβαλήσει καμιά επιτροπή να τη γυρίσει στα κελιά και να πει: «Βλέπετε, ψέματα λένε πως απεργούν, έχουν εδώ τα τρόφιμά τους και τρώνε». Γι’ αυτό σκέφτονταν, πώς με κάθε τρόπο, απόψε κιόλας, τα φαγώσιμα πρέπει να βρεθούν έξω απ’ τα κελιά. Κατάληξαν στην απόφαση να τα πετάξουν απ’ τα παράθυρα στην αυλή. Και δεν άργησαν να βάλουν μπρος. Γρήγορα ακολούθησαν κι οι διπλανές αχτίνες.
– Να και τούτο π…… Να κι αυτό γ… τα υπουργεία σας, ο Λευτέρης.
Κάποια στιγμή γαντζώθηκε απ’ τα κάγκελα του φεγγίτη, σύρθηκε μ’ όλο του το κορμί ως απάνω κι έριξε μια ματιά στην αυλή.
– Όπω πω, αμάν αδερφέ μου να δεις τι γίνεται! φώναξε χαρούμενος.
Η αυλή στρωμένη με λογής – λογής κουτιά, σακούλια, σακουλάκια, μερικά απ’ αυτά έχουν σπάσει και το χώμα πασπαλίστηκε με τραχανά, χυλοπίτες, μακαρονάκι κοφτό, ζάχαρη, και πού και πού κανένα λαδοκούτι αναποδογυρισμένο χάσκει με το στόμα ολάνοιχτο μπροστά στο χυμένο περιεχόμενό του. Ένας φύλακας που καθόταν μέσα στην αυλή και προσπαθούσε με βρισιές να κόψει τη φόρα των φυλακισμένων, έβαλε τις φωνές. Τάχα κάποια κονσέρβα τον πήρε στο κεφάλι.
– Π…. βαλθήκατε να μας σκοτώσετε. Θα πεθάνετε.
Ανοίγουν τα κελιά στα γρήγορα, βγάζουν τους κατάδικους έξω και δέρνουν. Ο Λευτέρης προσπαθεί να αποδείξει πως όλη η δουλειά ήταν κόλπο και μηχανή στημένη ξεπίτηδες, για να τους βρούνε αφορμή.
– Άμα λέτε πως είναι χτυπημένος φέρτε τον εδώ να τον δούμε.
Και θες γιατί είχε δίκιο κι ο αρχιφύλακας ντράπηκε να δέρνει για ψεύτικη αιτία, θες γιατί κουράστηκαν, σταμάτησαν.
Ο Παναγιώτης πίστεψε πως βρήκε τώρα την εξήγηση, γιατί όταν γινόταν λόγος για απεργία, οι καρδιές αυτών που ξέραν, μέναν ανόρεχτες και βαριές.
Κηρύσσεται η απεργία
Κηρύσσεται απ’ όλες τις αχτίνες η νέα απεργία πείνας. Και είναι η τρίτη μέσα σε επτά μήνες. Πρώτο μέλημα της κάθε αχτίνας είναι να βγάλουν ό,τι φαγώσιμα δεν είχαν ξεφορτωθεί απ’ τα κελιά έξω στον προθάλαμο, όταν ξεκλείδωσαν. Ταυτόχρονα ανακοινώνουν στη διεύθυνση ότι κατέρχονται σε νέα απεργία πείνας διαρκείας, για το σταμάτημα των εκτελέσεων.
Την ευθύνη του αγώνα της απεργίας η κάθε αχτίνα την αναθέτει σε τριμελή απεργιακή επιτροπή.
Κι αφού όλα ετοιμαστούνε, τότε όλες μαζί οι αχτίνες υψώνουν φωνή μεσούρανη με τα χωνιά:
«Λαέ της Κέρκυρας ύστερα από τη νέα εκτέλεση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης κατεβαίνουμε σε νέα απεργία πείνας».
Καθώς τα χωνιά αναγγέλλουν με δραματικό τόνο το νέο απεργιακό αγώνα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα συγκίνησης διαπερνάει το σώμα του κάθε απεργού. Το προκαλεί η αίσθηση της θανάσιμης αναμέτρησης με τον ίδιο το θάνατο.
Ύστερα όλοι οι απεργοί, εκτός της κάθε απεργιακής επιτροπής, ξαπλώνουν στα κρεβάτια τους. Τότε μια απέραντη σιγή απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη του κολαστηρίου. Σ’ αυτή τη σιωπή και τη σιγή συμμετέχουν αντανακλαστικά και όλοι οι ποινικοί, καθώς και οι λίγοι «ανανήψαντες». Ακόμα και οι μάγειροι στα μαγειριά συνεννοούνται χαμηλόφωνα. Κι αυτή τη σιωπή την προκαλεί το δέος για τα επακόλουθα. Ύστερα άρχισε η αναμέτρηση των αντιπάλων στο πεδίο της ιδιόρρυθμης μάχης. Η επίθεση της διεύθυνσης και η άμυνα των κρατουμένων.
Η διεύθυνση, αφού έβαλε σε επιφυλακή όλη τη δύναμη των φυλακών, πέρασε στην επίθεση. Η πρώτη της εμφάνιση ήταν ήπια. Στέλνει, για πρώτη φορά, τον αρχιφύλακα του λογιστηρίου Τσαγκαρόπουλο, να μιλήσει με τους απεργούς. Τον αρχιφύλακα αυτόν, αν και ανώτερο σε βαθμό από τον Γ. Τζόρα, ο διευθυντής τον είχε περιορίσει στη διαχείριση των οικονομικών. Τούτο γιατί δεν φερόταν σκληρά απέναντί μας. Ο Τσαγκαρόπουλος πέρασε από τις αχτίνες κα ζητούσε με κείνο το μόνιμο ήπιο τρόπο, να μην ξεκινήσει η απεργία, γιατί δεν θα βοηθήσει σε τίποτα. Σε μια αχτίνα που οι κρατούμενοι του απέδειξαν με τα τόσα λογικά επιχειρήματα την ανάγκη της απεργίας, ο Τσαγκαρόπουλος υποχρεώθηκε να πεί:
– Αν, βρε παιδιά, νομίζετε πως μπορεί να σας βοηθήσει…, κάντε αυτό που νομίζετε…
Ύστερα ο Ν. Τουρνάς πέρασε στη δυναμική επίθεση. Έστειλε φύλακες, άρπαξαν δυο-τρεις από κάθε αχτίνα, τους τράβηξαν στα πειθαρχεία κι εκεί τους ξυλοκόπησαν άγρια. Όταν τους γύρισαν στις αχτίνες, έλεγε ο Βαγγέλης Καραμιχάλης, γελώντας:
– Διαπιστώνω, συναγωνιστές, με ικανοποίηση, ότι ο άνθρωπος αντέχει πολύ περισσότερο στο ξύλο απ’ ό,τι ένας γάιδαρος.
Αργά το απόγευμα ο Ν. Τουρνάς πέρασε ένα γύρω στις αχτίνες και σε οργίλο ύφος σκόρπισε τις φοβέρες του:
– Μην παρασύρεστε από ορισμένους που σας σπρώχνουν να προκαλείτε την κυβέρνηση. Γιατί έτσι επιβαρύνετε περισσότερο τη θέση σας…
Και πήρε την απάντηση:
– Αν η κυβέρνηση ή και οποιοσδήποτε απ’ εδώ προκαλείται και ερεθίζεται, τότε εμείς τι χαρακτηρισμό να απευθύνουμε στην κυβέρνηση που εκτελεί εμάς τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που στο κάτω-κάτω είχαμε πιαστεί πριν από τον εμφύλιο πόλεμο;
Έφυγε με τις ίδιες απειλές και φοβέρες του.
Χωρίς αλληλογραφία και νερό
Τη δεύτερη μέρα έκοψε την αλληλογραφία και το μεσημέρι δεν άφησε να πάρουν ούτε νερό από τις βρύσες.
Οι φωνές με τα χωνιά προς την πόλη γίνονται δυο φορές την ημέρα. Το πρωί προτού ανοίξουν οι πόρτες των κελιών και το βράδυ μετά το κλείσιμό τους.
Μια φωνή είχε σκίσει σα λόγχη τη νύχτα και το θαμποχάραμα, με το ξεκίνημα:
«Λαέ της Κέρκυρας. Από σήμερα κατεβαίνουμε σ’ απεργία πείνας. Ζητάμε να σταματήσουν οι εχτελέσεις των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης».
Κι ύστερα όλες οι φωνές μαζί, όπως στις εχτελέσεις, επανέλαβαν τα λόγια της ξεχωριστής φωνής.
Ο Παναγιώτης έπιασε την ιδέα του ημερολόγιου.
«23 Φλεβάρη. Πρώτη μέρα. Πρωί στις 6 με τα χωνιά, στείλαμε το μήνυμα της απεργίας στην Πόλη. Ήταν πολύ συγκλονιστικό. Στα σίγουρα θάκανε μεγάλη εντύπωση. Το βράδυ ξαναφωνάξαμε. Σα να ξεχώρισα τη φωνή του Μαρλιώτη. Τώρα που έχει σαματά θα ‘ναι στις δόξες του. Η μέρα κύλησε ήσυχα. Μας κλείδωσαν μαζί με το φαΐ στα κελιά για να το βλέπουμε και να το λιγουρεύουμε».
24 Φλεβάρη. «Συνεχίζουμε για δεύτερη μέρα…», έτσι άρχισαν σήμερα τα χωνιά. Οι φωνές ντούρες. Κι επειδή καθένας σφίγγεται για να δειχτεί πως δεν τον έπιασε η πείνα, ήταν πιο δυνατές από χτες.
Το μεσημέρι φάνηκε η κυρία υπηρεσία. Αρνήθηκε να μας δώσει νερό. «Όποιος δεν τρώει δεν διψάει κιόλας», απάντησαν στις διαμαρτυρίες μας. Μας το κάνει για εκβιασμό. Εγώ πιστεύω πως δεν μπορούν να παίξουν πολύ με το νερό.
Πλάκες: Ο Μαγγίνης όταν ήταν έξω είχε εστιατόριο. Κάποια περίοδο έτρωγε και ο διευθυντής εκεί σα φοιτητής. Ειδοποίησε πως από σήμερα ξανανοίγει το εστιατόριό του. Πιάτο ημέρας «Αρνάκι ψητό γαρνι… », έτσι όπως μας περιγράφει με λεπτομέρειες την παρασκευή του, πέφτουν τα σάλια.
Το βράδυ ξαναφωνάξαμε. Μας το τάξανε. Θα μας δείρουν. Τώρα με την απεργία μάς κόψαν και την αλληλογραφία. Πώς ήθελα ένα γράμμα τούτη τη στιγμή… Όχι απ’ την μάνα μου. Ντρέπουμαι που το σκέφτομαι μα τα γράμματά της με στενοχωρούν πολύ. Επιμένει με κάθε τρόπο να με τραβήξει απ’ το δρόμο μου. Να δω πώς θα φανεί της Τούλας σαν μάθει για την απεργία.
Άγριος ξυλοδαρμός
«25 Φλεβάρη. Τρίτη μέρα. Τους παραδέχομαι. Κρατήσαν την υπόσχεσή τους. Πριν το πρωινό φώναγμα μπουκάρανε μέσα. Άνοιγαν ένα – ένα τα κελιά και μας πέταγαν έξω. Απ’ όσους περνούσα τις μάζευα. Στο διάδρομο, στις σκάλες, στον προθάλαμο. Η μεγάλη υποδοχή, γινόταν έξω στην αυλή. Πόσοι πέσαν απάνω μου, ούτε μπορώ να λογαριάσω. Γκλομπς, βούρδουλες, κλειδιά, όλα ανάκατα. Ένα κάψιμο στη ραχοκοκαλιά δυνατό. Προχώρησε μέχρι πάνω στο κεφάλι κι έτσι δίχως να χάσω εντελώς τις αισθήσεις μου κωλοκάθισα. Τότε με παράτησαν, σύρθηκα ως τον τοίχο και λούμωξα εκεί, ξαπλωμένος κατάχαμα. Το ένα μου μάτι έμεινε ανοιχτό κι έβλεπε. Καταμεσής και στις άκρες της αυλής ήταν κι’ οι άλλοι ξαπλωμένοι, ανάλογα πού έπεσε ο καθένας. Ένας φύλακας, σκόνταψε και ξάπλωσε φαρδύς-πλατύς. Αγρίεψαν όλοι τους πιο πολύ. Ο Τρανός όσο τις τρώει τόσο βρίζει κι όσο βρίζει τόσο πιο πολλές τρώει. Μέχρι που τον πήραν τα αίματα και τον παράτησαν. Φαίνεται κουράστηκαν και δεν τους περιποιήθηκαν όλους. Οι άδαρτοι μας μάζεψαν μέσα. Πονούσα. Το ίδιο κι οι άλλοι. Μετά κοιταχτήκαμε κι αρχίσαμε να γελάμε. Κι όχι να πεις γέλιο νευρικό. Καλαμπούρι πραγματικό. Μου ‘ρχεται και μένα παράξενο και δεν μπορώ να το εξηγήσω. Και τώρα θέλω να γελάσω μα δεν μπορώ γιατί τα χτυπήματα άρχισαν να κρυώνουν. Ο κερατάς ο Καραμάνης μου έχει χώσει μερικές με το κλειδί στο πλευρό. Και τι κλειδί! Από κείνες τις μεσαιωνικές μοναστηρίσιες κλειδαριές. Μας ξανάδωσαν νερό. Σήμερα στο φαΐ έβαλαν πολλά μπαχαρικά. Τις άλλες μέρες δεν ήξεραν να το φτιάνουν έτσι;».
Μπήκε ο Μαρουλής. Έβαζε τη μούρη του στο φιλιστρίνι κάθε κελιού και μας προκαλούσε:
– Γιατί δεν τρώτε το φαγητό σας; Κι είναι τόσο λαχταριστό, μ… μ… μ… άκου μια μοσχοβολιά. Και γκαστρωμένη απορρίχνει.
Τον σιχαίνομαι.
Το βράδυ φωνάξαμε. Ζητάμε τον Εισαγγελέα Εφετών. θα μας παιδέψει πολύ μέχρι να φανεί. Τα χτυπήματα κρυώσαν και πονάνε πολύ!
Η πλάτη μου, μου είπαν είναι μαύρη σαν συκώτι.
Ο πόνος έχει και τα καλά του.
Ξεχνώ την πείνα μου.
Έχω πέσει μπρούμυτα.
Τις καραβάνες με το φαγητό που ως τώρα τις άφηναν στο υπόστεγο, τώρα τις βάζουν μέσα στα κελιά μεσημέρι – βράδυ…
«Σε κάποια αχτίνα φωνάζουν για νερό. Φαίνεται πως σήμερα το κόψανε σ’ αυτούς. Πονώ. Σήμερα όμως ο πόνος δεν μου κόβει την πείνα, κι αυτό είναι άσχημο. Νιώθω κι εξαντλημένος. Ας παρασταίνω στους άλλους πως τάχα δεν με νοιάζει και δε μ’ έπιασε. Το ίδιο κάνουν και κείνοι και από μέσα τους θερίζει. Λένε, πως η πέμπτη μέρα είναι η πιο κρίσιμη. Ύστερα λένε κλείνει το στομάχι και παύει να πονά. Μακάρι. Έχω την εντύπωση πως κάτι γίνεται γύρω μου, τα κελιά με δέχονται κρύα. Σαχλαμάρες της φαντασίας μου. Η πείνα φαίνεται βάρυνε τους ανθρώπους και δεν έχουν κέφι για κουβέντες».
Έχει συμβεί κάτι που δεν περίμενε κανείς. Τραγικό.
Νέες εκτελέσεις!
Ο Μαρουλής ξαναπέρασε. Γιατί δεν τρώτε κ.λπ., το μάθαμε απ’ έξω. Εκεί που μας νευριάζει γελάμε κιόλας.
Ο Τρανός δεν κρατήθηκε άλλο και του ‘πε:
– Ορκίστηκες φαίνεται να μην κάνεις καλό στη ζωή σου. Εκείνα τα Ευαγγέλια που διαβάζεις, αυτά σου λένε;
Ο Αθανασίου με τις αποσκευές του ξεμπαρκάρισε στον προθάλαμο. Κάθισε πάνω στα ρούχα του και δεν σήκωσε ούτε μια στιγμή τα μάτια του. Η γενική πεποίθηση είναι πως τον έστειλε η διεύθυνση ξεπίτηδες για καταδότη. – Αν έχεις φιλότιμο ρε πρέπει να φεύγεις. Όσο κουνήθηκε η κολώνα, άλλο τόσο σάλεψε ο Αθανασίου. Απ’ αυτό που τραβάει τώρα προτιμότερο να ‘χε πεθάνει. Απορώ πώς έσπασε.
Η εκτέλεση των απεργών πείνας
Το αποκορύφωμα της επίθεσης ενάντια στην απεργία είναι το γεγονός ότι στις 3 τα μεσάνυχτα προς την τέταρτη μέρα απεργίας 26.2.49, παίρνουν για εκτέλεση άλλους τρεις αγωνιστές.
Είναι η πρώτη φορά που στη διάρκεια της απεργίας ενάντια στις εκτελέσεις, γίνεται νέα εκτέλεση.
Τα ονόματά τους είναι:
Μόσχος Μπαρμπαλιάρης του Γεωργίου, κτηνοτρόφος (…) Ήταν ένας πολύ πράος αγωνιστής, αλλά και πολύ καταρτισμένος στον αγώνα της αλλαγής.
Θωμαΐδης Σάββας του Σταύρου. Ήταν από το χωριό Αμυστάνη, άγνωστο ποιανού νομού της Μακεδονίας (…), γεωργός.
Γιάννης Σκαλιστήρας του Γεωργίου από ένα χωριό Γραβούνι (…) Ο Γιάννης άφηνε στον κόσμο μόνο μια αδερφή μικρότερή του. Στην απομόνωση κάλεσε το συγκρατούμενό του Γιάννη Παπαχατζή από το Δαδί Φθιώτιδας. Του ζήτησε να στείλει κάτι μικροπράγματά του στην αδερφή του μαζί με γράμμα που να της γράφει να τον θυμάται όχι με πίκρα και καημό, αλλά με περηφάνια που δικαιούνται να αισθάνεται για τη θυσία του.
«Τη νύχτα πήραν για εχτέλεση… Αυτό που ένιωσα είναι αδύνατο να το εκφράσω. Μας ήρθε πέντε φορές πιο βαριά. Άλλα περιμέναμε εμείς, κι όχι εχτέλεση. Τα παιδιά αρνήθηκαν να φάνε. Δεν δέχτηκαν ούτε καφέ ούτε λικέρ. Πέθαναν σαν απεργοί».
Ο αρχιφύλακας είχε μπει από νωρίς στο κελί που ‘ταν κι ο Μπαρμπαλιάρης ή Μπαμπαλιάρης και Πασπαλιάρης όπως κυρίως τον φώναζαν και τον ήξεραν κι οι φύλακες.
– Από πού είσαι;
– Απ’ την Καβάλα.
– Έχεις παιδιά;
– Μόνο παιδιά; Κι εγγόνια, δόξα τω Θεώ.
– Αυτό που κάνετε είναι τρέλα.
– Γιατί κύριε αρχιφύλακα;
– Να θέλετε να πεθάνετε σώνει και καλά.
– Δεν θέλουμε, μας αναγκάζετε. Θέλετε να με στείλετε στο απόσπασμα, γιατί στη κατοχή πολέμησα τους βουλγάρους. Ενώ αυτοί που τους υπηρέτησαν είναι μεγάλοι και τρανοί.
Εικασίες διάφορες. Ο Μπαρμπαλιάρης, ο Πασπαλιάρης όπως τον φώναζαν, ήτανε απ’ τους νεοφερμένους και δεν ήξερε τις συνήθειες, γι’ αυτό δεν έδωσε και μεγάλη σημασία, ούτε στην επίσκεψη, ούτε και στα λεγόμενα του αρχιφύλακα. Οι άλλοι όμως, κάτι ψυλλιάστηκαν. Δεν το πολυπίστεψαν όμως, γιατί δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο.
Δεν ξανάγινε ποτέ στα χρονικά, να σκοτώσουν ανθρώπους μισοπεθαμένους…
Μετά από κάθε απεργία κερδίζαμε δυο τρεις μήνες ησυχία
Το κρύο δεν λέει να λιγοστέψει. Όσο η μέρα σώνεται τόσο εκείνο μεγαλώνει. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια τα προαύλια είναι χιονισμένα. Τα κελιά μοιάζαν με καλύβες εσκιμώων. Τάφοι παγεροί, δίχως καμιά θέρμανση. Η δεκαήμερη εξάντληση κάνει το κρύο πιο τσουχτερό. Έχεις ρίξει πάνω σου, εκτός απ’ τις κουβέρτες, παλτό, σακάκι, παντελόνι, μα το κρύο σε περονιάζει – πέφτεις ντυμένος στα ρούχα, βάζεις κι όσα ζευγάρια κάλτσες έχεις, στα πόδια και πάλι κρυώνεις.
– Σκέψου να σε πάρουνε απόψε, δεν θα προλάβεις να πας στο Λαζαρέτο. Θα πεθάνεις απ’ το κρύο στη μέση του δρόμου…
– Έτσι δεν θα τους ζημιώσεις και τις σφαίρες.
– Εγώ πάντως, δεν να ξαπλώσω ντυμένος, λέει ο Πασπαλιάρης. Μου είναι αδύνατον.
– Καλά, δεν κρυώνεις;
– Ε! δε λέω, αλλά να, υποφέρεται κάπως το κακό.
– Εμ βέβαια, αφού φοράς σώβρακα μάλλινα και μακριά, πού να σε πιάσει το κρύο… Για να φόραγες κοντά σαν τα δικά μας.
– Εγώ όμως, είμαι γεροντάκι, ενώ εσείς παλικαράκια, βράζει το αίμα σας. Ο Ασημακόπουλος αλλάζει θέμα:
– Να είχαμε ένα τραχανά ζεστό, ζεστό, τι ωραίος που θα ‘ταν.
– Πέρασε με το λεμονάκι Ασημακόπουλε και βλέπουμε.
– Δεν μπορώ να βάλω το κεφάλι μου μέσα στη κουβέρτα.
– Γιατί;
– Μόλις το βάζω, πάω να σκάσω απ’ τη βρώμα.
– Δεν έχεις ακούσει Στέλιο την παροιμία που λέει Βρωμάνε τα χνώτα του απ’ την πείνα;
– Πάντως δεν φανταζόμουνα ποτέ πως θα βρωμούσα τόσο ζωντανός.
– Δεν άκουσες τι έλεγε ο γιατρός το πρωί; Πως μπαίνοντας κανείς στα κελιά του βρωμάνε πτωμαΐνη;
– Ευτυχώς που είναι χειμώνας, αν ήταν καλοκαίρι σκέψου τι θα γινόταν.
Τα πεινασμένα στομάχια δύσκολα τα παίρνει ο ύπνος. Κι αν καμιά φορά γελαστείς και κοιμηθείς, ξυπνάς τρομαγμένος. Πότε γλιστράς σ’ ένα βάραθρο, πότε σε κυνηγάνε και πότε νιώθεις την κρύα κάνη του ντουφεκιού να σου τρυπάει το κεφάλι. Πλημμυρισμένος στον ιδρώτα παγώνεις πιο πολύ κι’ απ’ το εφιαλτικό όνειρο.
Κοντεύει τρεις η ώρα. Ακούγονται βήματα, πολλά και δυνατά μες τη νύχτα. Ανεβαίνουν με πάταγο τις σκάλες. Άνοιξαν.
– Γιατί σηκώθηκες Ασημακόπουλε; Κάτσε κάτω. Δεν θέλουμε εσένα.
– Έλα, σήκω εσύ Πασπαλιάρη.
– Εμένα θέλετε; Αμέσως κύριε αρχιφύλακα.
Σηκώθηκε σιγά, παίρνοντας μύριες προφυλάξεις για να μην τον δουν. Ντρεπότανε γιατί φορούσε μακριά σώβρακα με κορδόνια στα μπατζάκια. Ήσυχα, χωρίς να βιάζεται, ντύνεται με προσοχή, φοράει τις κάλτσες, τις δένει με τα κορδόνια και μετά βάζει τα παπούτσια του με προσοχή, τα δένει και πριν βάλει το σακάκι, ζητάει δυο λεπτά συγνώμη, παίρνει το καινούργιο ξυραφάκι, και καθώς τον βλέπει ο αρχιφύλακας τρομάζει. – Τι πάς να κάνεις; του φωνάζει. – Να ξυριστώ μια στιγμή, δεν είναι σωστό να πάω έτσι και ξεβιδώνει τη μηχανή, βάλθηκε να ξυρίζεται, έτσι ξερά, δίχως νερό και σαπουνάδα.
Ξυρίστηκε ήσυχα, ήσυχα, πέρασε το χέρι του πολλές φορές μήπως είχε αφήσει πουθενά καμιά τρίχα, κοιτάχτηκε με προσοχή στον καθρέπτη, έστριψε το γκρίζο του μουστάκι κα φόρεσε το σακάκι του.
– Το παλτό σου, κάνει κρύο…
– Στο χαρίζω Νιόνιο να με θυμάσαι. Το κασκόλ μού φτάνει. Εμάς τους Μακεδόνες δεν μας πιάνει το κρύο…
Όλο το κελί στο πόδι. Είναι αγκαλιασμένος…
– Σαν περάσεις απ’ τις σκάλες, πάρε κάτι για να φας.
– Ευχαριστώ, δε νιώθω τέτοια ανάγκη, μόνο κανένα τσιγάρο δώστε μου.
Μια κούτα τού αδειάζει ο Στέλιος στη τσέπη, φιλιούνται όλοι.
– Παιδιά, συνεχίστε. Μην λυγίσετε… Θα νικήσουμε… Σαν παππούς, μια ευχή αφήνω στ’ αγγονάκια μου, και στα εγγόνια όλου του κόσμου. Όταν οι παππούδες θυσιάζονται αυτά θα ευτυχήσουν… Ας είναι ευτυχισμένα τα χρόνια που θα έρθουν. Συγχωράτε με…, γεια σας αδέλφια…
Με βήμα σταθερό, φεύγει για πάντα από κοντά μας, με την κουστωδία. Στα πειθαρχεία τον περιμένουν άλλοι για να βαδίσουν μαζί τον Γολγοθά τους…
Ζόφος.
«Ύστερα απ’ αυτό εμείς ούτε στ’ αστεία δεν μπορούμε να μιλάμε για φαΐ. Και τι καιρός απαίσιος. Αν είναι να με σκοτώσουν, τουλάχιστον να ‘ναι καλοκαίρι. Με το κρύο θα τρέμω και θα νομίζουν πως είναι απ’ το φόβο μου. Οι πιο πολλοί συμφωνούν πως η εχτέλεση ήταν μέτρο σπασμωδικό και δείχνει την αδυναμία τους να μας αντιμετωπίσουν αλλιώτικα. Απ’ την πρωινή ατμόσφαιρα της θλίψης και της απογοήτευσης μεταπέσαμε στην αισιοδοξία. Δεν είναι ακριβώς αισιοδοξία. Την λέω έτσι γιατί δεν ξέρω πώς αλλιώς να την πω. Ένα αίσθημα μπερδεμένο και περίπλοκο. Κάτι ανάκατο από το θυμό και το ξάναμμα της μάχης, την απελπισμένη αδιαφορία του ξεγραμμένου. Την πεισματωμένη επιμονή της σύγκρουσης που τη θρέφει η ελπίδα και η ανάγκη της νίκης. Από την μυστική περηφάνια του ανθρώπου, που έχει την εντύπωση πως κάτι μεγάλο καταπιάστηκε. Το φιλότιμο και την προσπάθεια να κρατηθεί καθένας σ’ αυτό που διακήρυξε σαν πίστη του. Ζαλίστηκα. Χτυπάνε τα μελίγγια μου. Θα πεις πως βρίσκομαι και στην κρίσιμη μέρα. Αν είναι αύριο να κοπεί η πείνα δεν πειράζει. Χαλάλι του. Κάποια στιγμή έκανα να σηκωθώ. Μου ‘ρθε μια σκοτούρα. Χρειάστηκε να κρατηθώ κάμποση ώρα απ’ τον τοίχο. Κοιτάζω και τους άλλους. Κόψαν πολύ. Και τα πόδια μου δεν γοργοπερπατάνε. Κομμάρες στα γόνατα. Η γλώσσα μου έχει γίνει σαν τσαρούχι απ’ το τσιγάρο και τη στέγνα. Με το στανιό πίνω λίγο νερό. Πολύ άνοστο πράγμα. Το βράδυ ξαναφωνάξαμε. Με χίλια ζόρια ξεκόλλησε η φωνή απ’ το κλειστό λαρύγγι. Ο Σήφακας ξεκίνησε να μου πει μια ιστορία για την κοπέλα του. Κι αντί γι’ αυτό βρεθήκαμε σ’ ένα μαγέρικο…».
«Απεργία θανάτου»
Απ’ το πρωί τα χωνιά μαζί με την αναγγελία της νέας εκτέλεσης, ανήγγειλαν ότι από σήμερα η απεργία μετατρέπεται σε απεργία θανάτου. Αποφασίσαμε η απεργία να ονομαστεί «απεργία θανάτου». Και να βγάλουμε μαύρα πανιά στα παράθυρα, που να φαίνονται απ’ την πόλη.
Έβγαλαν και κρέμασαν στους φεγγίτες των κελιών προς τα προαύλια, μαύρα πανιά από φόδρες σακακιών για μαύρες σημαίες.
Τα συμπτώματα της καθημερινής απεργίας ήταν περίπου τούτα: Από την τρίτη μέρα ζαλάδες με ελαφρό πόνο στο στομάχι. Το μυαλό τρέχει παντού, χωρίς να σταματάει πουθενά. Τα μάτια χάνουν τη λαμπεράδα τους. Μια χλωμάδα απλώνεται στα πρόσωπα. Το στόμα και ο λαιμός στεγνώνουν. Το νερό πολύ άνοστο. Οι ζαλάδες με το πέρασμα των ημερών μεγαλώνουν. Στο κρεβάτι γυροφέρνεις αδιάκοπα ασυναίσθητα. Αν σηκωθείς νιώθεις να κουνιώνται τα ντουβάρια των κελιών. Τα μελίγγια πονάνε δυνατά. Οι συζητήσεις όλο και λιγοστεύουν. Έτσι η κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο οδυνηρή.
Τα χωνιά μέρες τώρα φωνάζουν, κάθε βράδυ, πως η απεργία πείνας των εκατοντάδων μελλοθανάτων συνεχίζεται. Άλλοτε πάλι οι φωνές είναι πιο πολλές, δεν μοιάζουν με τις πρώτες, είναι γοερές, βγαίνουν απ’ ανθρώπους που δέρνονται και βασανίζονται. Χτυπάνε ώρες… κουράστηκαν να κοπανάνε τους ανθρώπους σαν το λινάρι. Γκλομπς σπάνε πάνω στις πλάτες. Κατάμαυρα γίναν τα κορμιά και δεν βρίσκεις ησυχία πουθενά.
Η απεργία άρχισε στις 23 του Φλεβάρη μ’ ένα κρύο διαβολεμένο. Τέσσερα χρόνια εδώ και για πρώτη φορά αισθανόμαστε τέτοια παγωνιά. Φυσάει και ρίχνει δαιμονισμένα. Μισοπεθαμένο σε δέρνουν όλα τα στοιχεία.
Το φαΐ καλομαγειρεμένο με μπόλικα μυρωδικά στο κλείνουν μαζί σου στο κελί. Τι ωραία που μυρίζει…
– Δεν λυπόσαστε μωρέ τόσα φαγητά που πετιώνται στα γουρούνια;
– Σας έπιασε ο πόνος για τα φαγιά κι όχι για τις ανθρώπινες ζωές που πετιώνται στα σκυλιά.
Τη πέμπτη μέρα της απεργίας, αντί για το άγλυκο πρωινό ρόφημα, μας φέρανε γάλα.
– Γάλια, γάλια! περάστε για γάλια!, θα φωνάζει ο φύλακας και σαν δεν πάει κανείς θα φύγει,
– Τι θα κάνουν, σαν φτάσουν οι εννέα μέρες θα σταματήσουν, όπως και τις άλλες φορές. Ο διευθυντής με τον αρχιφύλακα παίρνουν σβάρνα τα κελιά ένα ένα, βρίζουν, απειλούν, συζητούν κατά την περίσταση:
– Η προσπάθειά σας είναι μάταιη. Κανέναν δεν συγκινεί πια… Με τη στάση σας αυτή προκαλείτε το υπουργείο. Στην Αίγινα ξέρετε ότι διετάχθη εκτέλεση των υπευθύνων της απεργίας κατά τη διάρκειά της κι έτσι την έλυσαν εκών άκων. Δεν μπορείτε να λέτε ανάλγητη την υπηρεσία. Λυπόμαστε, μα δεν φταίμε εμείς αλλά εσείς…
Μια πληροφορία έχει διαρρεύσει απ’ την ημέρα που γύρισε ο διευθυντής απ’ την Αθήνα. Στη σύσκεψη, λέει των διευθυντών, ο δικός μας αντιτάχτηκε στην κατ’ επιλογή εκτέλεση που εισηγήθηκε ο διευθυντής της Αίγινας, διότι «σήμερα είναι όλοι τους επικίνδυνα στελέχη. Ακόμα πως εξίσου σκληροτράχηλοι αποδείχτηκαν και οι απλοί. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μη μείνει κανένας απ’ αυτούς. Ή εμείς ή αυτοί. Δεν υπάρχουν περιθώρια εκλογής».
Αυτό το πνεύμα προσπαθούσε να εμφυσήσει και στους υφισταμένους του. «Δεν θ’ αφήσουμε ούτε σπόρο απ’ αυτούς. Το δικό μας μέτωπο είναι αυτοί. Όποιος δεν εφαρμόζει τις διαταγές μου, είναι φίλος τους και σαν τέτοιος θα διωχθεί. Ο φόβος κι ο τρόμος πρέπει να κυριαρχούν παντού».
Αυτές τις μέρες η φυλακή έχει μεταβληθεί σε κολαστήριο. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», η απεργία πρέπει να σπάσει. Ζήτημα τιμής, κριτήριο ικανότητος, οδός ανόδου…
Θα κληθεί η απεργιακή επιτροπή:
– Εάν δεν διατάξετε να λυθεί η απεργία, θα εισηγηθώ την παραπομπή σας εις το έκτακτο στρατοδικείο και η ποινή όπως ξέρετε είναι θάνατος.
– Την απεργία δεν την διατάξαμε εμείς, γι’ αυτό δεν έχουμε και κανένα δικαίωμα λύσης της.
Όσο για το στρατοδικείο δεν τίθεται λόγος, γιατί ο μελλοθάνατος δεν φοβάται το θάνατο.
– Δώστε τότε μια κάποια λύση.
– Την δυνατότητα αυτή την έχετε εσείς, ο κ. Εισαγγελεύς και το υπουργείο.
– Υπ’ αυτάς τας προϋποθέσεις ουχί! πηγαίνετε και όταν λογικευθείτε ελάτε.
Φύγανε.
Από την έκτη μέρα της απεργίας, εκτός από το σύνθημα συνέχισης του αγώνα με τα χωνιά πρωί και βράδυ, καλούν συνεχώς να επισκεφτεί τη φυλακή ο Εισαγγελέας Εφετών. Ακόμα ζητούν να τους επισκεφτεί και εκπρόσωπος της κυβέρνησης.
«28 Φλεβάρη. Συνεχίζουμε για έκτη μέρα την απεργία. Ζητάμε πάλι τον Εισαγγελέα Εφετών. Παρά λίγο να χάναμε το Σέργιο. Πριν δυο – τρεις μέρες παρουσίασε μικρό πυρετό. Είπαν πως είναι απ’ την πείνα. Τη νύχτα ανέβηκε πολύ. Με το άνοιγμα τον επισκέφθηκε ο Νικολάου. Τι να κάνει κι αυτός; Ζητήσαμε να φέρουν το γιατρό γιατί ο άνθρωπος κινδυνεύει να πεθάνει. Μας απάντησαν κοροϊδευτικά: Δεν πειράζει, ο αγώνας θέλει και θύματα. Ύστερα από πολλά τους πείσαμε να μας δώσουν ένα κλύσμα. Ο Νικολάου στην αμηχανία του αποφάσισε να του κάνει κλύσμα μέσα στο κελί».
Πείνα και κρύο
«Ποιος μου είπε πως απ’ την έκτη μέρα παύει η πείνα; Ο διάολος να τον πάρει και κείνον και μένα το χαζό που τον πίστεψα. Χειροτερεύω. Και το στομάχι. Δώστου και με τραβάει πιο πολύ. Με οποιοδήποτε ταρακούνημα ζαλίζομαι. Ένας κόμπος με πνίγει. Και κρύο. Δεν είναι απ’ την ξενηστικομάρα που μου φαίνεται πολύ. Δε φτάνουν όσα μας κάνουν, βάλθηκε κι ο χειμώνας να μας ξεπατώσει. Κάνω μια νοερή επιθεώρηση στα ψωμιά που είναι στοιβαγμένα στα παράθυρα του προθάλαμου. Λοιπόν, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω δει πιο λαχταριστά καρβέλια απ’ αυτά».
Με το απογευματινό άνοιγμα, μας έστειλαν το γιατρό για το Σέργιο. Τον βρήκε πια αρκετά καλά. Έριξε σ’ όλους μια ματιά εξεταστική. Μας εξήγησε πως απ’ την έχτη μέρα της απεργίας – από σήμερα δηλαδή- ο οργανισμός αρχίζει να τρώει απ’ τα ευγενή κύτταρα. Και μήπως δεν τον κατάλαβαν όλοι, εξήγησε πως ο οργανισμός αρχίζει να πεθαίνει.
Ύστερα μας αποκάλυψε πως η διεύθυνση σκοπεύει να κάνει αναγκαστική σίτιση.
Αυτός δε δέχεται.
Θα αντιδράσει.
Αν δεν εισακουστεί θα παραιτηθεί.
Συνήλθε η απεργιακή επιτροπή. Ανταλλάξαμε σκέψεις για την αντιμετώπιση της αναγκαστικής σίτισης. Θα βγάλουμε ανακοίνωση στους συντρόφους. Πάλι βλέποντας και κάνοντας.
Ο θάνατος άρχισε να βυζαίνει το κορμί του κι απ’ ώρα σ’ ώρα μπορεί να μαρμαρώσει.
Δεν μετάνιωσε.
Μα κυριαρχήθηκε, πιο πολύ, απ’ το βαρύ αίσθημα του φόβου, της θλίψης και της αγωνίας που κρατάει κάθε άνθρωπο σε τέτοιες στιγμές. Κι ο φόβος της αυριανής μέρας. Ναι, αυτή η προσμονή του κακού, που κρατάει τα νεύρα τεντωμένα και την ψυχή αγριεμένη.
Σιγά – σιγά αποκοιμήθηκε. Έναν ύπνο νευρικό, άνοστο όπως τότε που ήταν άρρωστος. Κάποιες παραστάσεις ασύνδετες, παράλογες, με μια κατασκευή τερατώδικη, περνάν μέσα στον ύμνο του. Το κρύο όλο και τον κάνει να μαζεύεται, δίχως να καταλαβαίνει γιατί. Τι κούραση είναι αυτή; Μια εξάντληση, που δεν μπορεί να σύρει τα πόδια του. Και πώς να μην κουραστεί; Οι Γερμανοί κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Τους κυνηγούν. Ολόκληρο το τάγμα τρεις μέρες ούτε έφαγε ούτε στάθηκε. Οι αντάρτες πέφτουν στο δρόμο και μένουν εκεί. Κι αυτός περπατάει σα μεθυσμένος. Κάνει ένα βήμα μπρος και βρίσκεται δυο – τρία πίσω. Πεινούσε. Έδωσε διαταγή να στήσουν τα καζάνια. Οι Γερμανοί πλησιάζουν. Να! Απλώνουν τα χέρια, θα τον βουτήξουν. Βάζει όλη του τη δύναμη. Βγάζει μ’ ένα ταυτόχρονο τίναγμα μια φωνή, λες και το λαρύγγι του ξεκόλλησε.
– Βρε τι λαχτάρα πέρασα. Έβλεπα πως με κυνηγούσαν οι Γερμανοί.
– Αμ τι άλλο ήθελες να δεις; Εμείς μέχρι να πεθάνουμε θα βλέπουμε Γερμανούς κι Εγγλέζους να μας κυνηγάνε, είπε ο Σήφακας κουνώντας πικρά το κεφάλι…
Σήμα, η σφυρίχτρα του εργοστασίου «Δεσύλλα»
– Ακούστε, η σφυρίχτρα του εργοστασίου. Προειδοποίηση στους εργάτες να ξυπνήσουν. Πέντε και…
Ώρα και για το δικό τους πρωινό φώναγμα. Η αχτίνα τους θα ‘ρχιζε πρώτη. Κι ο Έλατος που είχε φωνή τρομπόνι, έστειλε με το χωνί το πρωινό σύνθημα. «Λαέ της…. συνεχίζουμε για έβδομη μέρα την απεργία θανάτου». Στο μεταξύ ο Σήφακας ανέβηκε και κρέμασε στα σίδερα του φεγγίτη ένα ακόμα μαύρο πανί. Σήμα της «απεργίας θανάτου». Ξήλωσαν τη φόδρα απ’ το σακάκι του Παναγιώτη. Τούτο το πένθιμο πανί τού θύμισε κείνες τις μαύρες κουρτίνες στις ξώθυρες των σπιτιών που είχαν πεθαμένο. Μόνο που εδώ τις βάζουν κείνοι που θα πεθάνουν. Το μυαλό του πήγε στους Γερμανούς που υποχρέωναν τους μελλοθάνατους να σκάβουν οι ίδιοι τον τάφο τους. Ο Έλατος άρχισε να μιλάει: «Είχαμε χθες 6 λιποθυμίες… Ζητάμε να ‘ρθει αντιπρόσωπος του υπουργείου». Σταμάτησε.
Από πέρα, ακούστηκε μια φωνή πάλι, που επαναλάβαινε τα ίδια λόγια με τον Έλατο. Ύστερα, άρχισαν, όλοι μαζί.
Η διαφορά από τις πρώτες μέρες έγινε αισθητή. Τώρα σαν κάποια ισιάδα να έσπασε την βροντερή κατεβασιά κείνου του βουερού χείμαρρου, που τράνταζε τον τόπο τις πρώτες μέρες. Οι φωνές ξεχωρίζουν. Αυτές που πασχίζουν να κρατηθούν στο πρωτερινό τους ύψος κι οι άλλες, που δίχως να το καταλαβαίνουν, η πείνα τούς πέρασε τη σουρντίνα της.
Τα πόδια του λυγάνε στο βάρος του κορμιού. Το σώμα στέκει άχαρο, και λίγο παραλυμένο. Τ’ αυτιά βουίζουν. Τα μελίγγια σφίγγουν σαν κάποιος να τα πατάει. Κι η ανάσα πήρε το αλαφρό λαχάνιασμα της κούρασης. Κάθισε. Το ίδιο κι οι άλλοι. Μα το πιο βαρύ, το πιο κουραστικό είναι κείνο το άδειο που νιώθει μέσα του.
Σηκώθηκε. Αργά και προσεχτικά. Μόλις στάθηκε στα πόδια του σα ν’ άδειασε ξαφνικά το κεφάλι του. Σκοτείνιασαν τα μάτια του κι ύστερα ένα μυρμήγκιασμα στο μυαλό. Κρατήθηκε να μην πέσει. Σε λίγο ξαστέρωσε. «Δεν είμαι για πολλά σούρτα – φέρτα» είπε. Μ’ ένα τρόπο, τάχα πως παίζει, ακουμπάει στον τοίχο. Δεν θέλει να φανεί στους άλλους.
Οι περισσότεροι μένουν ξαπλωμένοι. Κι αυτό το μισοσκόταδο! Εδώ και στις καλές μέρες το φως μπαίνει λιγοστό…
– Τι νέα;
Είναι η πρώτη κουβέντα που ανταλλάζουν οι μεταξύ τους μακάρι ν’ ανταμώσουν είκοσι φορές τη μέρα. Είναι η τυποποιημένη έκφραση της βαθύτερης αγωνίας. Γιατί κάτω απ’ το πείσμα και την απόφαση υπάρχει η ανησυχία για το αποτέλεσμα. Η λαχτάρα για την επιτυχία. Η βιασύνη για μια κάποια σιγουριά. Απ’ την ίδια την αγωνία ξεκινούν οι πολύωρες συζητήσεις, οι πολιτικές αναλύσεις με τις ατέλειωτες επαναλήψεις. Οι χιλιοειπωμένες προοπτικές Οι πληροφορίες τούς λείπουν. Η υπηρεσία παίρνει όλα τα μέτρα για να μη φτάσει ως αυτούς καμιά είδηση πολιτική, που θα μπορούσε να τους δημιουργήσει ελπίδες ή κάποιες προσδοκίες. Προσπαθεί, με την τακτική της σιωπής και της απομόνωσης απ’ τον έξω κόσμο, να τους προκαλέσει την εντύπωση της εγκατάλειψης και της γενικής αδιαφορίας για τν αγώνα τους.
Η κουβέντα τους τέλειωσε με μερικές βλαστήμιες του Τρανού για τα κέρατα «αυτουνών» και με την πεποίθηση του Μάζη πως: Αυτή τη φορά θα τους πάρουμε την υπόσχεση για το σταμάτημα των εχτελέσεων.
– Κι άκουσε δω, λέει στον Παναγιώτη που έφευγε. Τι αντιπρόσωπο του υπουργείου ζητάμε. Ν’ απαιτήσουμε να κατέβει ο υπουργός.
Πέρασε απ’ το κελί του Μαγγίνη που ‘χε το εστιατόριο:
– Τι φαΐ έχουμε σήμερα μάστορα; ρώτησε.
– Σήμερα σας έχω… μπριζόλες χοιρινές, γαρνι… απάντησε απ’ το κρεβάτι του.
Μπήκαν στου Μαρμάγκα το κελί. Λιποθύμησε ο Μαρμάγκας. Τον μάζεψαν κάτω στην αυλή. Πήγαινε για τ’ αποχωρητήριο. Του ‘ρθε σκοτοδίνη κι έπεσε. Λασπώθηκε κιόλας.
Η αρχική αόριστη ανησυχία, πως μπορεί και να πέθαιναν απ’ την πείνα, ξαναζωντάνεψε κι έγινε πιο δυνατή, τώρα που άρχισαν να παίρνουν σχήμα τα ενδεχόμενα θύματα.
Πέρασε η πρώτη βδομάδα. Τα εξαντλημένα απ’ τις κακουχίες, την αγωνία, τα βάσανα και τις δύο πρόσφατες απεργίες κορμιά, άρχισαν να δείχνουν σημεία εξάντλησης. Ο γιατρός της υπηρεσίας κάθε μέρα που περνάει γίνεται σκεπτικότερος. Οι σφυγμοί και η πίεση έχουν πέσει επικίνδυνα. Διατάζει φάρμακα, μα κανείς δεν δέχεται.
– Διέταξα να σου κάνουν λίγες ενέσεις
δυναμωτικές.
– Ευχαριστώ, αλλά δεν θα τις κάνω.
– Μα έβγαλες αίμα, έχασες πολύ αίμα.
– Αφού το ξέρασα το είδα, αλλά μήπως και στο απόσπασμα αίμα δεν θα βγάλω;
Ο γιατρός κουνάει το κεφάλι του στον διευθυντή:
– Τρομερή καταβολή δυνάμεων, υποτονία και κίνδυνος θανάτων.
– Καλά κι αυτές οι φωνές από πού βγαίνουν;
– Δεν ξέρω, τι να σας πω. Ίσως αυτό να επιτείνει την εξάντλησή τους. Το Νοσοκομείο έθεσε στη διάθεσή μας ένα θάλαμο.
Στο τραπέζι η σίτιση.
Αναγκαστική.
– Θα χρειαστεί ολόκληρος ο ιατρικός σύλλογος Κερκύρας και να δούμε…
Θα δεχθούν;
– Εάν διαταχθούν θα έρθουν.
Δυσκολίες πολλές.
– Θα ‘ρθούνε εδώ, θα δούνε, θα μιλήσουνε, θα χαλάσει ο κόσμος που λένε. Άλλωστε πού να ξέρεις πόσοι απ’ αυτούς διάκεινται ευμενώς μαζί τους;
Ο αρχιφύλακας:
– Και ποιος μπορεί να τους αναγκάσει; Χτες δεν τους βγάλαμε με τα γκλομπς στο προαύλιο; Έφαγε κανένας; Όχι!
Τύψεις διευθυντή;
– Δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω τον καμπουράκο πάνω στη βρύση θεόγυμνο να κάνει το παγώνι.
– Να σας πω κύριε διευθυντά, τον λυπήθηκα μετά…
– Δεν θέλουν λύπηση κάτι τέτοιοι.
– Δίκιο έχετε.
– Θα μου πεις, έναν άνθρωπο που τον σημάδεψε ο Θεός, δεν είναι σωστό να τον περιγελάμε. Ναι, αλλά σαν το διάολο σε προκαλούσε. «Ζήτω ο θάνατος». Άκου ζήτω ο θάνατος…, πού ξανακούστηκε αυτό! Κι όπως πεταγόντουσαν τ’ αυτιά του δεν μοιάζανε με κερατάκια; Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς έδωσα τέτοια εντολή. «Επιθυμώ να τον δω γυμνό»…, Θε μου συγχώρα με.
Ο Εισαγγελέας Εφετών
Την όγδοη μέρα ήρθε ο Εισαγγελέας. Κάλεσε έναν από κάθε αχτίνα στο γραφείο του διευθυντή. Οι εκπρόσωποι του ζήτησαν να σταματήσουν οι εκτελέσεις. Ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να ξεχνά ότι είμαστε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Και ότι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης όλων των χωρών της Ευρώπης τιμούνται και δοξάζονται. Ενώ εμείς αντί άλλου τιμήματος, όχι μόνο βρισκόμαστε έγκλειστοι στα μπουντρούμια, αλλά οδηγούμαστε και στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Η απάντηση του Εισαγγελέα ήταν πολύ προκλητική:
– Είσαστε καταδικασμένοι με το νόμο ως εγκληματίες…
Οι εκπρόσωποι απέκρουσαν ως αισχρή την ιταμή αυτή πρόκληση του Εισαγγελέα. Του απάντησαν ότι εμείς είμαστε θύματα των νέων καταχτητών με τους ντόπιους υποτελείς τους κλπ.
Τ’ απόγευμα ήρθε. Έτσι το έκανε και στις άλλες δύο προηγούμενες απεργίες. Μόλις περνούσαν αρκετές μέρες παρουσιαζόταν σα μεσολαβητής. Σήμερα όμως για να τους δηλώσει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα, και να τους φοβερίξει.
Ο Εισαγγελέας ένας ψηλός αδύναμος γέρος μ’ ευγενικό παρουσιαστικό βρισκόταν, πάνω – κάτω, στο τέρμα της σταδιοδρομίας του. Τους δέχτηκε αυστηρά. Όπως ταιριάζει σ’ έναν Εισαγγελέα να δέχεται τους απείθαρχους. Τους είπε να καθίσουν. Η κατάστασή τους επέβαλε αυτή την αναγκαστική ευγένεια.
Άρχισαν να του εκθέτουν τα ζητήματά τους. Του εκθέτουν όλη της επιχειρηματολογία τους. Πως σ’ άλλα κράτη της Ευρώπης τιμούν και δοξάζουν την Εθνική Αντίσταση. Του είπαν για το ρόλο των Εγγλέζων.
– Στην κατοχή, που είχαν ανάγκη, εξυμνούσαν τον απελευθερωτικό στρατό. Σαν έφτασε όμως η απελευθέρωση βάλθηκαν με κάθε τρόπο να τον διαλύσουν. Για να διατηρήσουν την επιρροή τους πάνω στη χώρα μας (…) Εχτελούν εμάς, που πολεμήσαμε τους Γερμανούς. Οι περισσότεροι από μας είναι καταδικασμένοι πριν τρία και τέσσερα χρόνια. Και μας σκοτώνουν τώρα. Είναι φανερό, πως μας εχτελούν για αντίποινα στον εμφύλιο πόλεμο (…)
Ύστερα πρόβαλαν τ’ άλλα: Να σταματήσει το ξύλο. Να καταργηθεί η απομόνωση, να ανοιγοκλείνουν τα κελιά τις ορισμένες απ’ τον κανονισμό ώρες (…)
Μετά απάντησε ο Εισαγγελέας:
– Εγώ δεν εξετάζω αν υπάρχουν πολιτικά ελατήρια ή όχι. Εγώ ξέρω πως είστε δικασμένοι. Και για μένα είστε καλά δικασμένοι. Είστε εγκληματίες. Κι όταν πάρω εντολή για εκτέλεση θα την πραγματοποιήσω. Αν η κυβέρνηση θέλει ν’ αναστείλει τις εκτελέσεις αλλάζει το θέμα. Πάντως με την απεργία δεν έχετε να κερδίσετε τίποτα. Αν δεν τη λύσετε θα πάρουμε μέτρα. Θα σας την σπάσουμε εμείς. Το ξύλο ο νόμος το απαγορεύει. Δεν είναι δυνατόν να σας δέρνουν.
Ο Παναγιώτης μόνο που δεν έσκασε μ’ αυτή την υποκριτική βεβαίωση. Διαμαρτυρήθηκε. Είπε στον Εισαγγελέα αν δεν πιστεύει να του δείξει την πλάτη του.
Ο Εισαγγελέας με επιδεξιότητα έστρεψε αλλού την κουβέντα. Είπε πως η απεργία αποτελεί εκβιασμό. Πως η κυβέρνηση δεν πρόκειται τούτη τη φορά να υποχωρήσει. Αν την λύσουν όμως, αυτός θα εισηγηθεί ευνοϊκά…
Σηκώθηκαν να φύγουν. Χρειάστηκε να πιαστούν απ’ τα χέρια για να μην τους ρουφήξει και τους σωριάσει κάτω ένα κύμα σκοτοδίνης που υψώθηκε ως το κεφάλι τους.
(Η εφημερίδα είναι του 1946 και αναφέρεται σε δεύτερη απεργία πείνας εντός του έτους αυτού)
Ο Εισαγγελέας τους κοίταξε. Τώρα κατάλαβε πόσο πρέπει να υποφέρανε. Είδε τα νεανικά κορμιά τους που πάσχιζαν σαν τα σαράβαλα να στηριχτούν.
Και τους ρώτησε. Τους ρώτησε ο άνθρωπος, όχι ο Εισαγγελέας:
– Βρε παιδιά, σκεφτήκατε τι κάνετε; Ξέρετε πού τραβάτε;
– Ναι σκεφτήκαμε. Αν χρειαστεί, θα πεθάνουμε κιόλας. Του ‘ρθε η απάντηση απ’ την άλλη μεριά.
Απόμεινε να τους κοιτάζει. Θαυμάζει την αποκοτιά τους κι απορεί με το συναισθηματισμό. Ίδια παρατεζαρισμένα μπαλόνια, έτοιμα να εκραγούν στο παραμικρό ζόρισμα; Μήπως τέτοιος δεν ήταν κι αυτός στα νιάτα του; Μετά μεγάλωσε (…) Στην κατοχή στάθηκε αντίθετος με τ’ αντάρτικα κι όλες τις άλλες φασαρίες (…) Όμως, μ’ όλη την αντίθεσή του, το πληγωμένο εθνικό του αίσθημα, στον εκδικητικό αντίλαλο τ’ αντάρτικου τουφεκιού, ένιωσε κάποιες στιγμές ανάτασης και περηφάνιας. Τις χρώσταγε και σ’ αυτούς εκείνες τις στιγμές. «Αυτοί μια φορά πολέμησαν, πληγώθηκαν, πείνασαν, κινδύνεψαν απ’ τον καταχτητή. Τι σημασία έχει, αν εμείς συμφωνούσαμε ή όχι; Αυτοί πιστεύουν πως υπηρέτησαν την Πατρίδα και βρίσκουν άδικη τη συμπεριφορά μας. Όμως τα εγκλήματα; Η καταδίκη τους; Άμα χώνει η πολιτική την ουρά της στη δικαιοσύνη, ποια σιγουριά να ‘χεις και σ’ αυτή; Κι ύστερα τι ζητάνε; Να μην εκτελεστούν. Τι πιο φυσικό;». Τους λυπήθηκε. Ας άφηνε τουλάχιστον τη φωνή τους να φτάσει στους αρμοδίους και κείνοι ας έκαναν όπως ήθελαν.
– Σταθείτε, τους φώναξε, την ώρα που έπιασαν το πόμολο για ν’ ανοίξουν την πόρτα. Φέρτε μου τα υπομνήματά σας. Θα τα διαβιβάσω.
Ας είναι, πάλι καλά. Όλα δείχνουν πως δύσκολα πολύ θα υποχωρήσουν. Αν όμως και μείς επιμείνουμε τι θα κάνουν; Τότε θα τους αναγκάσουμε να σκεφτούν σοβαρά.
Κι οι πιο ξεπνεωμένοι ανασηκώθηκαν. Ακούμπησαν την πλάτη στον τοίχο και μίλησαν. Σαν αυτόν που φτάνει στη μέση του ποταμιού. Είτε πίσω γυρίσει, είτε πέρα προχωρήσει δεν έχει να βραχεί περισσότερο. Αλλά αν πισωγυρίσει και θα βραχεί και δεν θα περάσει. Όταν πέρασε η απεργιακή επιτροπή και ρώτησε καθέναν χωριστά, ψήφισαν να συνεχιστεί η απεργία, αφού η συζήτηση με τον Εισαγγελέα δεν απέδωσε τίποτα.
Ένατη μέρα, προς αναγκαστική σίτιση
Την ένατη μέρα της απεργίας, κυκλοφορεί στους κρατούμενους η είδηση ότι η διεύθυνση ετοιμάζεται να προβεί σε αναγκαστική σίτιση. Για το λόγο αυτό ήρθε και ειδικός γιατρός σε αντικατάσταση του πρώτου που δεν δέχτηκε να αναλάβει την ενέργεια αυτή.
Ο κερκυραϊκός λαός ζει δυο χρόνια τώρα το δράμα των πολιτικών κρατουμένων στο νησί του. Δονείται κατάβαθα όταν ακούει πως πέφτουν αγωνιστές στην άμοιρη γη του. Συμπάσχει και υποφέρει μαζί τους. Τούτη τη δραματική απεργία την παρακολουθάει με κρατημένη την ανάσα του. Αισθάνεται άγρια ανατριχίλα καθώς ακούει τις φωνές των μαζικών χωνιών απ’ το μπουντρούμι πρωί και βράδυ να δονούνε την ατμόσφαιρα της φιλήσυχης πολιτείας του. Μαζί με τα καθημερινά συνθήματα συνέχισης της απεργίας ανακοινώνονται και οι συνεχιζόμενες λιποθυμίες των απεργούντων. Κι αυτό οφειλόταν στον αδύνατο οργανισμό τους από το χρόνιο υποσιτισμό.
Ένα σφύριγμα του βοριά τού έφερε σύγκρυο στο κορμί. «Τι τρομερό μ’ αυτά τα πόδια μου. Κάτω απ’ τα γόνατα ούτε τα νιώθω. Και δεν έχω τίποτ’ άλλο να ρίξω απάνω μου… Λένε πως μαζί με την πείνα προχωράει και το ξεπάγιασμα του κορμιού. Άμα φτάσει στο ύψος της καρδιάς, πάει σκόλασες! Εγώ θα παλέψω. Θα βάλω όλη μου τη δύναμη».
Ο Αθανασίου ξεσκεπάστηκε, ανασήκωσε το κεφάλι και μίλησε.
– Άμα ένας βάλει με το νου του να πεθάνει, τι λες, μπορεί να πεθάνει;
– Εδώ το κατάστημα διαθέτει πιο αποτελεσματικά μέσα, γιατί λοιπόν να μπει κανείς σε τόσο μεγάλο μπελά και κόπο;
Ο Παύλος έκανε αιμόπτυση.
– Πώς κάνετε έτσι; Δεν είναι τίποτα. Έβγαλα στο φλέμα δυο γραμμούλες αίμα ψιλές, σαν κλωστή.
«Αν είναι κι η ψυχή του έτσι, γελούμενη μπροστά στον κίνδυνο, τότε… εγώ είμαι λαγός αντίκρυ σε λιοντάρι».
Παραγγελία του Νικολάου στο σύντροφο νοσοκόμο: Κάθε μέρα θα του δίνεις ένα κουταλάκι του γλυκού λεμόνι.
– Θα κάνουμε και καμιά προσπάθεια μήπως σε στείλουν στο νοσοκομείο.
– Αυτό να μην το κάνεις. Αφού ξέρεις και στο νοσοκομείο να πάω δεν θα δεχτώ τροφή.
– Και φυσικά δεν πρέπει να δεχτείς. Αλλά στο νοσοκομείο θα ‘χεις λίγη ζέστα. Να γλιτώσεις απ’ αυτό το κοφτήρι εδώ μέσα. Ξέρεις τι είναι λίγη ζέστα για σένα; Μεγάλη δουλειά.
– Το στομάχι μου φτάνει ως το στόμα, κλαψούρισε ο Παπαγεωργίου με το κεφάλι κρεμασμένο έξω απ’ το κρεβάτι. Ταράζεται απ’ τους εσωτερικούς σπασμούς.
Ο Νικολάου κατέβηκε κάτω. Στο φαρμακείο της φυλακής φώναξε το φύλακα – νοσοκόμο.
– Να ειδοποιήσεις το γιατρό να ‘ρθει. Έχουμε μία αιμόπτυση, λιποθυμίες…
– Δεν πρόκειται να πω τίποτα. Το φάρμακο το ξέρετε: Φάτε να γίνετε καλά.
«Έρχεται ένας καλοντυμένος, χοντρός». Μήνυμα στην απεργιακή επιτροπή. «Ίσως κανένας Επιθεωρητής».
Ο Τσάμης έχει τη γνώμη, τώρα που θα περάσει ο Επιθεωρητής, να δειχτούν όσο μπορούν πιο εξαντλημένοι.
– Λιθόπουλε ξαπλώσου ίσα όπως εγώ και κάνε τον ψόφιο.
– Σώπα ρε που θα κάνω τον πεθαμένο. Ίσα – ίσα, τώρα που θα περάσει, πρέπει να φανούμε σα να μη νιώσαμε καθόλου την πείνα.
– Δεν είσαι στα καλά σου. Άμα είναι έτσι, ξέρεις τι θα πει αυτός;
– Ξέρω. Θα πει: Έχω να κάνω με σκυλιά, που θα κρατήσουν την πείνα εκατό χρόνια. Γι’ αυτό θα σκεφτεί πως πρέπει να ικανοποιήσει τα αιτήματά μας. Ενώ αν μας δει ψόφιους… θα πει ασ’ τους κι άμα κοντέψουν να πεθάνουν θα την λύσουν μόνοι τους.
– Τ’ αντίθετο θα πει: Μωρέ αυτοί πεθαίνουν κιόλας, θα φοβηθεί και θα δώσει καμιά λύση.
– Άιντε. Άιντε! Εμείς δε κάνουμε το μισοκακόμοιρο για να μας λυπηθούν. Κι ύστερα πρέπει να ξέρεις πως οι αγώνες κερδίζονται με τη δύναμη και όχι με κουτοπονηριές…
Ο κύριος είναι ο νέος γιατρός της φυλακής.
Πραγματικά. Η υπηρεσία αποφάσισε να σπάσει την απεργία με αναγκαστική σίτιση. Ο γιατρός αντιτάχτηκε κι όταν πιέστηκε κάπως περισσότερο έδωσε την παραίτησή του. Ο καινούργιος γιατρός δέχτηκε όλους τους όρους της Υπηρεσίας. Ο διευθυντής τον κάλεσε και του σύστησε να κάνει μια έκκληση στους γιατρούς της πόλης «για τη σωτηρία των κατάδικων». Μ’ άλλα λόγια, να πείσει τους γιατρούς της πόλης να συγκροτήσουν συνεργεία για την αναγκαστική σίτιση. Φυσικά θα μπορούσαν απευθείας κι οι αρχές ν’ απευθυνθούν σ’ αυτούς και να ζητήσουν τη βοήθειά τους. Δεν ήθελαν όμως να ενεργήσουν έτσι, γιατί το πράγμα θα ‘παιρνε διαφορετική όψη. Κι ήταν αμφίβολο αν ο ιατρικός σύλλογος θα δεχόταν να μπλεχτεί σε μέτρα αστυνομικού χαρακτήρα. Τώρα, σύμφωνα με τις υποδείξεις του διευθυντή, ο καινούργιος γιατρός έψαχνε να βρει τους πιο αδύνατους για να τους σιτίσει πρώτους. Ακόμα θα έπαιρνε μια γενική εικόνα της κατάστασης και θα μπορούσε σαν αυτόπτης μάρτυρας να την εκθέσει στους άλλους γιατρούς και να τους καλέσει σε μια «εξόρμηση σωτηρίας».
Ο Τσικνής και ο Παναγιώτης άρχισαν να φωνάζουν από μακριά. Αράδιαζαν μια ο ένας, μια ο άλλος όλα τα επιχειρήματά τους. Γνώμες γιατρών, νομικών, άλλων προσωπικοτήτων. Συμπλήρωναν κι οι υπόλοιποι μέσα απ’ τα κελιά τους. Μερικοί του φώναξαν κατάμουτρα: Άμα εφαρμόσεις την αναγκαστική σίτιση είσαι εγκληματίας.
Ο Νικολάου του ανάφερε νούμερα, λιποθυμίες κι άλλες εκδηλώσεις επικίνδυνες. Κατάγγειλε τη συμπεριφορά της διεύθυνσης απέναντι στους απεργούς σαν απάνθρωπη. Φτάνοντας στο κελί του Παύλου, του λέει:
– Ορίστε! Αυτός σήμερα έκανε αιμόπτυση. Να διατάξετε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο!
Ο γιατρός είπε στον αρχιφύλακα:
– Γραψ’ τον κι αυτόν για γάλα!
Η αντιδραστική κυβέρνηση μαζί με τη διεύθυνση της φυλακής και τις τοπικές αρχές του νησιού, αφού δεν μπόρεσαν με άλλους τρόπους βίας να κλονίσουν και να σπάσουν την απεργία, πάνε τώρα να την εκφυλίσουν μ’ άλλο τρόπο. Κι αυτός είναι η μέθοδος της βίαιης σίτισης. Επιστρατεύουν για το λόγο αυτό, μια σειρά γιατρούς του νησιού με επικεφαλής το διευθυντή του ψυχιατρείου της Κέρκυρας Κώστα Κουρή.
Κοντεύει η δέκατη μέρα.
Οι απεργοί σιγομιλάνε, κάνουν οικονομία δυνάμεων, τ’ αδύνατα και δέκα μέρες τώρα αξύριστα πρόσωπά τους σου δίνουν την εντύπωση, πως δεν είναι χθεσινοί σου γνώριμοι. Δέκα μέρες κοντά χωρίς ψωμί, δίχως φαΐ.
Συζητήσεις γιατρών
Ο γιατρός της φυλακής, συζητώντας με τους συναδέλφους του της πόλης, τους έδωσε την πραγματική κατάσταση των απεργών. Όλοι συμφώνησαν πως η κατάσταση ήταν άσχημη. Μα σαν έφτασαν στα πρακτικά μέτρα, χωρίστηκαν.
– Βέβαια, εμείς είμαστε γιατροί… Πρέπει να τους σώσουμε. Αλλά αν ζήσουν τώρα, είναι βέβαιο πως θα γλιτώσουν απ’ τ’ απόσπασμα; Κι αυτοί αγωνίζονται για να ζήσουν. Έχουμε τάχα το δικαίωμα να διαθέσουμε την επιστήμη μας εναντίον τους; Αν μπορούσε να είναι κανείς σίγουρος πως έτσι τους προσφέρει μεγαλύτερη υπηρεσία δεν θα είχα αντίρρηση. Αλλά… τι να σας πω, για μένα υπάρχει ένα ηθικό δίλημμα.
Ένας άλλος είπε τ’ αντίθετα. Πως δισταγμοί κι επιφυλάξεις, σ’ αυτές τις στιγμές, όχι μονάχα είναι χωρίς νόημα, μ’ αποτελούν υπεκφυγή από το εθνικό χρέος. Είπε πως οι γιατροί είναι στρατιώτες. Πρέπει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο κράτος, όταν διατάζονται, δίχως αντιρρήσεις. Κι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών. Τέσσερις – πέντε ακόμα μίλησαν με το ίδιο πνεύμα και δήλωσαν πως είναι πρόθυμοι να κάνουν ό,τι τους ζητηθεί.
Απ’ τους υπόλοιπους καθένας φρόντισε να προβάλει κάποιους σοβαρούς ατομικούς λόγους, που τον εμπόδιζαν να βοηθήσει κι αυτός προσωπικά.
Οι πέντε – έξι γιατροί που προσφέρθηκαν ήταν αρκετοί για την αρχή. Αν στην πορεία χρειάζονταν κι άλλοι κι εξακολουθούσαν να γλιστράνε, υπήρχε και η επιστράτευση για να τους τσακώσει πιο γερά.
Έτσι, η διεύθυνση της φυλακής σκέφτηκε πως αντί να σιτίσει μόνο τους πιο αδύνατους, θα ‘ταν προτιμότερο να τους σιτίσει όλους. Το χτύπημα της απεργίας θα ‘ταν πιο αποτελεσματικό.
Ο Ιατρικός Σύλλογος Κερκύρας, παίρνοντας τη διαταγή, ήρθε μ’ επικεφαλής τον πρόεδρό του τον άγγλο πρόξενο κ. …… Χωρίζονται σε ομάδες, περνάνε ένα – ένα τα κελιά, κλείνουν τα μάτια τους απ’ τη φρίκη. Πιάνουν τις μύτες τους. Ψάχνουν για σφυγμό, για αρτηριακή πίεση, αφουγκράζονται με τ’ ακουστικά τους τις καρδιές και κάνουν κρυφά το σταυρό τους. Κρυφομιλάνε…
Το φαινόμενο αυτό για πρώτη φορά το αντικρίζουν.
Γίνεται σύσκεψη στο γραφείο του διευθυντή:
– Από αύριο πρέπει ν’ αρχίσουν θάνατοι, το υπουργείο τι λέει;
– Να τους σιτίσουμε αναγκαστικώς.
Ανείπωτο μαρτύριο
Αρχίζει η βίαιη σίτιση.
Ένα νέο μαρτύριο, ανείπωτου σωματικού και ψυχικού βασανισμού, αρχίζει για τους απεργούς. Το δράμα αυτό εκτυλίσσεται ως εξής: Συνεργείο από γιατρούς τοποθετείται στο χώρο του προθάλαμου των κελιών. Εκεί έχουν φέρει ένα καζάνι με γάλα ανάμειχτο με αυγά. Μαζί τους έχουν και μικρό δοχείο απ’ το οποίο ξεκινάει ένα λάστιχο. Αφού ετοιμαστούν μπαίνουν οι φύλακες με τη σειρά στο κάθε κελί. Αρπάζουν βίαια ανά τέσσερις τον κάθε κρατούμενο σηκωτό και τον μεταφέρουν στη θέση των γιατρών. Εκεί αρχίζει η πειθώ από τους γιατρούς να δεχτεί ο κρατούμενος να πιεί το γάλα μόνος του. Και καθώς δεν δέχεται κανένας οι φύλακες του δένουν τα χέρια πίσω με χειροπέδες. Σε συνέχεια τον ακινητοποιούν κρατώντας του γερά χέρια, πόδια και κεφάλι. Τότε οι γιατροί επιχειρούν την πιο επικίνδυνη δουλειά για τη ζωή του κρατούμενου, προκειμένου να πετύχουν την αναγκαστική σίτισή του. Του χώνουν από τη μύτη ένα μακρύ λάστιχο με προορισμό να φτάσει ως το στομάχι. Το αντίκρισμα του λάστιχου αυτού προκαλεί στο θύμα άγρια ανατριχίλα. Και είναι χοντρό όσο περίπου το μικρό δάχτυλο του ανθρώπου. Ο γιατρός το σπρώχνει με δύναμη ώσπου να φτάσει στο στομάχι. Καθώς σπρώχνεται, ο κρατούμενος αισθάνεται σαν να του σχίζουν τα σπλάχνα του και αντιδρά με τις ισχνές δυνάμεις του. Το αίμα από τη μύτη κυλάει στο πρόσωπό του. Καμιά φορά το λάστιχο αντί για το στομάχι τραβάει για τα πνευμόνια. Τότε ο κρατούμενος γουρλώνει επικίνδυνα τα μάτια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια αναγκαστική σίτιση κρατουμένων στις φυλακές Κεφαλονιάς στο 1949, πέθαναν από απειρία εκείνων των γιατρών πέντε πολιτικοί κρατούμενοι.
Τέλος, όταν ο γιατρός διαπιστώνει ότι το λάστιχο βρίσκεται στο στομάχι, τότε του ρίχνει δυο κύπελλα γάλα.
Δεν αργούν να φανούν φύλακες και κάποιοι με άσπρες μπλούζες σε κελιά.
–Περάστε όλοι στον προθάλαμο, ακούγεται η κοφτή διαταγή του αρχιφύλακα.
Δεν κινείται κανείς. Τότε δίνεται το σύνθημα της βίαιης μεταφοράς. Ορμάνε μανιασμένοι οι φύλακες στα κελιά. Φωνάζουν, βρίζουν, τραβάνε κουβέρτες, σε πιάνουν χειροπόδαρα, θέλουν να σε βγάλουν με το ζόρι. Αρχίζει μια πάλη πρωτάκουστη. Σε πιάνουν άλλοι απ’ τα πόδια, άλλοι απ’ τα χέρια κι ένας απ’ τα μαλλιά σφιχτά και σε βγάζουν στον προθάλαμο. Μισοπεθαμένος όπως είσαι δεν αισθάνεσαι ούτε τις γροθιές, ούτε τις κλομπσιές, δεν πονάς. Σε στήνουν όρθιο, σου δένουν με χειροπέδες τα χέρια πίσω. Σε καθίζουν στο πάγκο. Ένας σου καρφώνει το ένα πόδι κι ο άλλος τ’ άλλο. Δυο κρατάνε σφιχτά τους ώμους κι ένας ακόμα έχει αρπαγμένα δυνατά τα μαλλιά σου και κρατάει προτεταμένο το κεφάλι σου, γυρμένο λίγο προς τα πίσω. Παλεύεις, ταράζεσαι, μα κάποτε το εξαντλημένο κορμί σου παραλύει. Τότε πλησιάζει μια άσπρη μπλούζα, που στα χέρια της κρατάει ένα μαρκούτσι ίσαμ’ ένα δάχτυλο χοντρό και στο χώνει στο ρουθούνι. κρακ – κρακ ακούς τα ρουθούνια σου να τρίζουν. «Κατάπινε, μη φωνάζεις, μην κουνιέσαι και πάει το λάστιχο στα πνευμόνια», σου φωνάζει η μπλούζα. Το λάστιχο περνάει, περνάει τη ρινική κοιλότητα, φτάνει στο λαρύγγι, σου ‘ρχεται να κάνεις εμετό, μπαίνει στον οισοφάγο κι από κει σπρώχνοντάς το από τη μύτη φτάνει στο στομάχι. Ντουκ – ακούς!
– Έφτασε;
– Δολοφόνοι!
– Μη μιλάς.
– Γιατί μας σκοτώνετε;
– Ποτέ δεν φανταζόμαστε απόσπασμα με δίπλωμα και άσπρες ποδιές…
– Άστε μας να πεθάνουμε, τέτοια δεν τα ‘καναν ούτε οι Ναζί…
– Γιατρέ δεν είμαστε κτήνη και μη ξεχνάτε τη Νυρεμβέργη…
Ο γιατρός δε μιλάει ή λέει κρυφά και στα πεταχτά: Δεν φταίμε εμείς, μας διέταξαν.
Στην εξωτερική άκρη του σωλήνα τοποθετείται ένα χωνί και αφού γεμίσουν ένα ποτήρι από το μίγμα, το αδειάζουν και νιώθεις το υγρό παρασκεύασμα ν’ απλώνεται στο μαζεμένο σου στομάχι. Σου ρίχνουν δεύτερο και τρίτο. Αφού σε κρατήσουν λίγο ακόμα, σου βγάζουνε το λάστιχο και όπως ανεβαίνει νομίζεις πως ξεκολλάει και κάτι απ’ τα σωθικά σου.
Λύνουν τον πρώτο κι έρχεται η σειρά του δεύτερου. Πάει κι αυτός πιο πέρα, βάζει το δάχτυλο στο στόμα και φωνάζει:
– Γιατρέ;
– Ορίστε! και πετάει αυτό που του ‘βαλε μέσα στ’ ανοιχτό καζάνι.
– Έτσι πεθαίνουμε εμείς…
Τον πήγανε χτυπώντας τον στο κελί του.
Και ξανάρχιζε η αυτή διαδικασία: δέσιμο, κάρφωμα, ξεμάλλιασμα, λάστιχο και μετά δάχτυλο και τέλειωνε η παράσταση.
– Κρίμα το δίπλωμα γιατρέ…
Φωνάζαμε: «Λαέ της Κέρκυρας, βοήθεια…». Ένα άλλο χωνί από κάποιο κελί θ’ ακουστεί: «Λαέ της Κέρκυρας, μας δολοφονούν επιστημονικά, καμάρωσε τους επιστήμονές σου…».
Ανάψανε τα φώτα και το κακό συνεχίζεται μέχρι που νύχτωσε για τα καλά.
Σ’ αυτές τις τραγικές στιγμές της βίαιης σίτισης, οι μάρτυρες του ΕΑΜ ξεσηκώνουν ένα κύμα διαμαρτυρίας γεμάτο πόνο, αγανάκτηση, οργή και μίσος σαν τρικυμισμένη θάλασσα, ενάντια σ’ όλους εκείνους που συμμετέχουν σ’ αυτή την απάνθρωπη, την ανήθικη ενέργεια, που αποβλέπει να εκφυλίσει την πάλη των κρατουμένων ενάντια στο βίαιο θάνατό τους.
Ο ίλαρχος του στρατού Κ. Κούτρας
Και η πιο σκληρή και η πιο αναίσθητη καρδιά θα ράγιζε μπροστά σ’ αυτό το αλγεινό θέαμα, μαζί με τα τόσο συγκινητικά και περήφανα λόγια των αγωνιστών αυτή τη στιγμή.
Παραθέτω εδώ ένα διάλογο που έγινε στη Γ’ αχτίνα, εκεί στη σειρά για τη βίαιη σίτιση, με τον κρατούμενο αγωνιστή, ίλαρχο του στρατού, Κώστα Κούτρα του Αριστείδη, από το χωριό Σταυρό της Λαμίας. Τον είχαν μεταφέρει σε μια κουβέρτα και τον είχαν απιθώσει ξάπλα εκεί στο πλακόστρωτο. Ο διάλογος έγινε με τον επικεφαλής των γιατρών Κ. Κουρή. Μου τον παρέθεσε ο Γιώργος Δεληγιάννης από τη Βίτουλη Λαμίας που κείνη τη στιγμή τον είχαν κι αυτόν εκεί:
– Γιατρέ, με την ενέργειά σας αυτή συνεργείτε κι εσείς στο πρόγραμμα εξόντωσής μας.
– Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο. Διότι με τη σίτιση αυτή πάμε να αποτρέψουμε το μοιραίο.
– Αν πράγματι πιστεύετε αυτό που λέτε, τότε πρέπει να καταλάβετε ότι διαπράττετε μεγάλο σφάλμα. Γιατί έτσι σαμποτάρετε αυτή τη στιγμή το έσχατο και ιερότερο μέσο άμυνάς μας, την απεργία πείνας ως το θάνατο. Κι αν προτιμάμε και επιδιώκουμε αυτόν το θάνατο, το κάνουμε για να καταδείξουμε σ’ όλο τον κόσμο τον άδικο θάνατό μας. Γιατί, όπως νομίζω γνωρίζετε, δεν είμαστε απλώς πολιτικοί κρατούμενοι. Είμαστε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Και σήμερα από μια σκοπιμότητα οδηγούμαστε στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
– Αυτά τα πράγματα αφορούν εκείνους που σας κρατούν κι όχι εμάς.
– Αν αυτά τα πράγματα, δεν μπορείτε εσείς να τα κρίνετε και να τα κατακρίνετε, τότε μη γίνεστε και συνεπίκουρος σ’ αυτά. Κι ακόμα ως γιατροί μην κηλιδώνετε την ανθρωπιά σας και το υψηλό λειτούργημα της αποστολής σας.
Ο γιατρός Κουρής σώπασε. Ο αγωνιστής Κούτρας υποβλήθηκε στην αναγκαστική σίτιση. Το λάστιχο που του χώθηκε από τη μύτη τού προκάλεσε αιμορραγία.
«Γιατροί, κάναμε το χρέος μας…»
Όπως ο συναγωνιστής Κούτρας είπε όσα παρατέθηκαν, έτσι κι όλοι οι αγωνιστές εκεί στη σειρά τους για τη βίαιη σίτιση στην κάθε αχτίνα, επιστρατεύουν το νου και την καρδιά τους και εξωτερικεύουν την πίκρα τους για τη μεταπελευθερωτική αδικία με τα παρακάτω:
– Γιατροί, είμαστε οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Απέναντι στην πατρίδα και στο λαό κάναμε το χρέος μας για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της. Για τη δράση μας αυτή, αντί άλλων τιμών μάς στήνουν τώρα στα αποσπάσματα. Πολεμάμε τον άδικο θάνατό μας με την απεργία θανάτου. Μη θέλετε να εκφυλίσετε τον έσχατο αγώνα μας.
– Γιατροί, αν ως Έλληνες πονάτε για την κατάντια της Ελλάδας, συμμεριστείτε τη θέση μας και παραιτηθείτε απ’ αυτό το ανόσιο έργο σας.
– Γιατροί, δεν είμαστε τρελοί, για να μας υποβάλλετε σε βίαια σίτιση. Μόνο στους τρελούς θα ταίριαζε μια τέτοια ενέργειά σας. Εμείς έχουμε πλήρη συναίσθηση του τι κάνουμε. Συναισθανθείτε κι εσείς τη θέση σας και αντιληφθείτε πού σας σπρώχνουν.
– Η κοινωνία, γιατροί, σας εμπιστεύτηκε ένα ιερό λειτούργημα. Εν ονόματι αυτής της αποστολής σας, εν ονόματι του ανθρωπισμού και της επιστήμης σας μη συμμετέχετε σ’ αυτό το έγκλημα των ντόπιων αντιδραστικών και των ξένων ιμπεριαλιστών που διαπράττεται σε βάρος μας.
Αυτά και πολλά άλλα ακούνε στην αρχή οι γιατροί.
«Την κατάρα μας…»
Μα καθώς οι γιατροί, βέβαια παρά τη θέλησή τους, συνεχίζουν αμίλητοι το έργο τους, τότε ξεχειλίζει η πίκρα από τα στήθια των αγωνιστών και κάτω απ’ την επήρεια των τραγικών στιγμών πολλοί ξεστομίζουν:
– Την κατάρα μας να ‘χετε γιατροί, την κατάρα μας… Είναι ντροπή στην επιστήμη σας. Είναι ντροπή στην ανθρωπιά σας. Είστε επίορκοι στο λειτούργημά σας. Την κατάρα μας να ‘χετε…, την κατάρα μας…
Την τραγική αυτή ατμόσφαιρα σ’ αυτό το μπουντρούμι, αυτές τις μέρες, τη δυναμώνει κι ο βαρύς χειμώνας. Ένα βαρύ σύννεφο έχει καθήσει μόνιμα πάνω απ’ την πηγάδα της φυλακής. Κι ένα τσουχτερό κρύο πρωτόγνωρο για το νησί της Κέρκυρας, κάνει να σπαρταράνε από τρεμούλα τα αδύνατα κορμιά των κρατουμένων.
Ποιος άνθρωπος, ποια ανθρώπινη καρδιά δε θα συγκλονίζονταν μπροστά σ’ αυτό το τραγικό θέαμα;…
(Η εφημερίδα είναι του 1946 και αναφέρεται στην πρώτη απεργία πείνας του έτους αυτού. Υπενθυμίζεται ότι όλα τα εικονιζόμενα δημοσιεύματα προέρχονται από φύλλα της εφημερίδας του ΕΑΜ Κέρκυρας των ετών 1945-1947.)
Οι γιατροί βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη και στενάχωρη θέση. Νιώθουν τον εαυτό τους να συνθλίβεται μεταξύ σφύρας και άκμονα. Μεταξύ της βίας και της ανθρωπιάς. Και μόνο η διεύθυνση με το προσωπικό της μένουν ψυχροί κι ανάλγητοι. Και εκτελούνε το ανόσιο έργο τους σαν άψυχες κι άλογες μηχανές.
Μα οι δεσμώτες, που για την πολιτική και φυσική επιβίωσή τους έμαθαν σαν κανόνα της ζωής τους, να παλεύουν για την κατανίκηση κάθε εμπόδιου, δεν αρκούνται στις κατάρες και στις αποκαλύψεις των ανοσιουργημάτων σε βάρος τους. Επιστρατεύουν όλα τα υπολείμματα των σωματικών και ψυχικών δυνάμεών τους σ’ αυτή την ένατη και δέκατη μέρα της απεργίας πείνας, για να θέσουν εκτός μάχης τον εκφυλισμό του αγώνα τους από τη διεύθυνση. Και το πετυχαίνουν. Μόλις τελειώνει η βίαια σίτιση και οι φύλακες λύνουν τον κρατούμενο, τότε ο κάθε κρατούμενος χώνει τα δάχτυλά του στο στόμα και προκαλεί τεχνητό εμετό, μπροστά εκεί στους γιατρούς. Έτσι βγάζει από το στομάχι του ό,τι του είχαν ρίξει με βασανισμό. Και το πλακόστρωτο δάπεδο γεμίζει από γάλα ανάμειχτο με αίμα από τις πληγές που άνοιξε το λάστιχο στο πέρασμά του.
Περιμένοντας τη σειρά σου…
Η αναγκαστική σίτιση, που έστεκε ένα απειλητικό ενδεχόμενο, πήρε πια συγκεκριμένη μορφή. Όταν ξεκίνησε, καθένας μέχρι να έρθει η σειρά της αχτίνας του και του κελιού του, αναρωτιόταν, τι τον περίμενε άραγε σ’ αυτή την νέα επίθεση. Όλοι ετοιμάζονται για την καινούργια περιπέτεια. Η σύγκρουση ήταν αποφασιστική. Θα καθόριζε την πορεία της απεργίας. Καθένας ένιωθε μέσα του τη διάθεση να αντιταχθεί με κάθε μέσο. Καταλαβαίνει την ανάγκη της αντοχής για μια αντίσταση που θα του επιτρέψει να βγει πάνω από κάθε πίεση. Και μέσα σ’ όλα, το βάρος της ευθύνης. Μήπως με κάποια αδυναμία, με κάποια χαλαρότητα χαντακώσει τη γενική υπόθεση; Και τότε η ίδια αυτή ηθική ευθύνη, γίνεται το ελατήριο που τινάζει τις ψυχές έξω απ’ τα σύνορα της σωματικής ανεπάρκειας.
Οι καρδιές δένονται απ’ το πιο άγριο κι απελπισμένο πείσμα, την ταραχή και την αγωνία, που κυριαρχούν την παραμονή της μάχης.
Το βράδυ φώναζαν την ορισμένη ώρα: «Συνεχίζουμε την απεργία».
Φωνές ραγισμένες κι αριές, σα να ‘βγαιναν από σκορπισμένη διαδήλωση. Κι ύστερα η βαθειά μουγγαμάρα της κρύας χειμωνιάτικης νύχτας.
Ο Ανανίας κρυώνει πολύ. Πιο πολύ κρυώνουν τα πόδια του, που κάτω απ’ τα γόνατα τα νιώθει σαν δυο κομάτια πάγο. Θέλει να ρίξει κάτι πάνω του. Μα τι;… Του ‘ρχεται να κλάψει απ’ το πολύ ξεπάγιασμα. Και τότε πάνω στη ζάλη του λέει στον Έλατο:
– Βάλε στα πόδια μου αυτή τη βαλίτζα!
Ήξερε ότι δεν θα ζεσταθεί. θα αποκτούσε την εντύπωση του βάρους κι έλπιζε πως έτσι θα εξουδετέρωνε εκείνο το τρομερό αίστημα της γύμνιας, που τον τυραννούσε.
Κι ο Σήφακας, κάτω απ’ τα κλειστά του βλέφαρα βρίσκει και τραβάει την άκρη απ’ το κουβάρι των αιστημάτων του. Απ’ το ξεμόνιασμα βγήκαν κάποιοι στίχοι. Ύστερα ανασηκώθηκε και τους έγραψε στο χαρτόνι μιας τσιγαροκούτας. Ένα ποίημα κακότεχνο, απλοϊκό κι οργισμένο:
Μούγκρισαν οι μάντρες
ράγισαν οι τοίχοι
ξεχείλισαν οι πόνοι
και γράφτηκαν στίχοι
Λυγίσαν τα σίδερα απ’ τη φοβέρα
κραυγές αντηχήσαν ψηλά στον αέρα
τρακόσ’ ανεβαίνουν το γολγοθά τους
για όπλο κρατώντας ψηλά τη γροθιά τους
Βρίσκουν εκείθε του χάρου τ’ ασκέρι,
πέφτουν στις μάχες σαν άξιο ξεφτέρι
λάμπουν μαχαίρια, τριζοβολάνε των…
Η έμπνευση στέρεψε. Το ποίημα δε μπόρεσε να βγει ολόκληρο.
Ο Παναγιώτης κι άλλοι, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους, στύλωναν τ’ αυτιά για ν’ ακούσουν όσο μπορούσαν καλύτερα. Ξέραν πως σε άλλες αχτίνες προχωρούσαν τη σίτιση. Καίγονταν απ’ την επιθυμία να μάθουν. Τους κυριαρχούσε η ανάγκη της λεπτομέρειας… Της λεπτομέρειας που φωτίζει. Λύνει το μυστήριο και γλιτώνει τον άνθρωπο από την τυραννία του άγνωστου. Απ’ τη φασαρία που έφτανε ως αυτούς, καταλάβαιναν πως οι σύντροφοί τους αντιστέκονταν.
Ο Μαρουλής, τώρα που το κράτος παρουσιάστηκε παντοδύναμο κι αποφασισμένο, ξαναβρήκε το κέφι του και τη λαλιά του.
– Πώς πάμε; Α! ωραία περνάτε. Με τέτοιο κρύο να σηκωθεί κανείς δεν είναι. Τώρα θα σας φέρουμε και το γαλατάκι σας εδώ.
– Πώς, ετοιμάσου! – Θα το πιείτε! θα πιείτε! Νομίσατε πως θα παίξουμε…
Ο Έλατος ανασηκώθηκε και μ’ ένα ξάφνιασμα παιδιάστικο φώναξε στον Πανάγνου:
– Βρε συ, κοίτα τα δόντια μου. Έπιανε ένα – ένα τα μπροστινά δόντια του και τα κουνούσε. Είδες πώς κουνιούνται; Σα να ‘ναι από λάστιχο.
– Να και τα δικά μου, παίζουν, μα τα δικά σου παραείναι.
Ο Πανάγνου κάλεσε το νοσοκόμο. Από κοντά ήρθε κι ο Νικολάου. Έδωσε μερικές εξηγήσεις:
– Αδυνατίζουν τα ούλα απ’ την πείνα και δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα δόντια. Και ζήτημα οργανισμού.
Στον πιο δυνατό απ’ όλους, τον Έλατο; Έψαξαν κι οι άλλοι τα δόντια τους. Μερικοί βρήκαν πως κουνιούνται ελαφρά κι άλλοι καθώς τα δοκίμαζαν ένιωθαν κάτω στις ρίζες τον πόνο της αδυναμίας.
Ο Παναγιώτης θαρρούσε πως βάδιζε τον ατέλειωτο δρόμο της πολικής νύχτας. Τόσο κουραστική, τόσο στενόχωρη και κρύα νύχτα δε θυμάται άλλη στη ζωή του.
Κάποτε η σφυρίχτρα του εργοστασίου ακούστηκε. Η μέρα δεν ήταν μακριά.
Κάποια στιγμή, ο Παναγιώτης στυλώθηκε. Άρχισε το φώναγμα, ένα πνιγμένο αγκομαχητό ξεπνεομένων ανθρώπων. Ο Θεός να το κάνει φώναγμα αυτό. Οι πιο πολλοί δεν μπορούσαν πια να φωνάξουν. «Λαέ της Κέρκυρας συνεχίζουμε και σήμερα για δωδεκάτη μέρα την απεργία πείνας».
Ο φύλακας πέρασε κι άνοιξε τις πόρτες. Σε λίγο, ο νοσοκόμος, ο μόνος άνθρωπος που ήταν γερός και κυκλοφορούσε, τους έφερε τα δυο δυσάρεστα μαντάτα: Πρώτον, έξω χιόνιζε. Και δεύτερο, κάτω στον προθάλαμο στην ανοιχτή πλευρά βάζαν κουβέρτες.
– Φαίνεται, για να κόψει ο αέρας. Φέραν κανά – δυο μαγκάλια με κάρβουνα για να ζεστάνει ο χώρος. κι αυτά όλα δείχναν πως ήρθε η σειρά τους για τη σίτιση. Όπως άκουσε από μερικούς φύλακες ντόπιους, είκοσι χρόνια είχα να χιονίσει. Τους φάνηκε πως ο ουρανός στάλαζε τον παγωμένο θάνατο στις καρδιές τους.
– Μωρέ τύχη! Να μες τα κέρατά σου για χειμώνας! μουρμούρισε μ’ όλα του τα χάλια ο Τρανός.
Η εξάντληση είχε μικρύνει όλα τα περιθώρια για συναισθηματικά ανεβοκατεβάσματα.
Ο διευθυντής προχώρησε μες την αχτίνα. Τον συνόδεψαν ο αρχιφύλακας, ο Ζαμπούνης, κι ο Καραμάνης. Κάλεσε όσους θέλουν να φάνε, να βγουν από τώρα, με το καλό. Γιατί αλλιώς… έκανε την τελευταία προειδοποίηση, όπως συνηθίζεται κάθε φορά, λίγο πριν αρχίσει μια πράξη βίας. Απ’ τα κελιά τού μιλάνε. Κι’ οι αδύνατες φωνές, καθώς πετάχτηκαν όλες μαζί, στριφογύρισαν στον αέρα σαν τα πεσμένα φύλλα, που κάποιος άνεμος δυνατός τ’ άρπαξε και τα σήκωσε ψηλά.
– Εγκληματικό, εμείς δεν…
– Εξόντωση… Μίσος!…
– Κάνε ό,τι…
– Μας βασανίζεις…
– Απάνθρωποι…
Ο Τσικνής κι ο Παναγιώτης μ’ όλα τα χάλια τους σηκώθηκαν να του μιλήσουν. Διέταξε να τους κρατήσουν μακριά του.
– Λοιπόν, για τελευταία φορά, καλώ να δεχτείτε τροφή, με το καλό.
Σαν έφτασε στ’ αυτιά του η πολύβουη άρνηση, σήκωσε τους ώμους τάχα αδιάφορα. Στα χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο ανάμιχτο με πίκρα για την περιφρόνηση της προειδοποίησής του και προκαταβολικής ικανοποίησης για την επίδειξη της δύναμης που θ’ ακολουθούσε. Πέταξε στον αρχιφύλακα ένα «Αρχίστε! » και βγήκε στον προθάλαμο.
Ο αρχιφύλακας πήρε αμέσως το εξαγριωμένο ύφος του. Φώναξε στους φύλακες απ’ την αυλή να περάσουν μέσα και ν’ αρχίσουν τη δουλειά. Ο ίδιος πηγαινοερχόταν στους στενούς διάδρομους φρουμάζοντας σα θηρίο. Οι φύλακες μπήκαν με φωνές, βρισιές και φοβέρες.
Τριάντα φύλακες, βάλε και πεντέξι ποινικούς κατάδικους που στην περίσταση αυτή έκαναν χρέη φύλακα, έπρεπε να σηκώσουν τριακόσιους ανθρώπους που αντιστέκονταν, πάλευαν, κλώτσαγαν. Πριν μετακινήσουν έναν οποιονδήποτε, έπρεπε να τον νικήσουν. Κι όχι να τον νικήσουν, μα να εξουδετερώσουν και την παραμικρή του κίνηση. Γιατί πώς να ταΐσεις έναν με το στανιό άμα κουνιέται;
Απάνω στην αγανάχτησή τους, οι πιο ζωηροί, τα πρωτοπαλλήκαρα, τα βάζαν και με την κυβέρνηση, που δειχνόταν τόσο ανεχτική στους κατάδικους.
– Μωρέ έπρεπε να ‘μουν εγώ κράτος και θα ‘βλεπες, έλεγε ο Ζαμπούνης. Απεργία θέλεις; Ωραία! Σε κλειδώνω μες το κελί κι όταν αποφασίσεις να φας φώναξέ με.
Ο Καραμάνης είχε δικό του σχέδιο:
– Θα πήγαινα στο κελί. Τρως εσύ; Θα μου ‘λεγε όχι. Θα τον πλάκωνα με το βούρδουλα. Κάθε μέρα το ίδιο. Κι όποιος απ’ τους δυο μας βαριόταν.
– Α! Έτσι θα τους πέθαινες και δε θα κέρδιζες τίποτα, παρατήρησε ο Μαρουλής, κι αντιπρότεινε το δικό του σχέδιο. Να ψήνεις από ένα αρνί την ημέρα εδώ στην αυλή. Να τους παίρνει η κνίσα και να στρίβει το άντερό τους. Να τους ρέβεις λίγο και κάθε μέρα.
Ο Νινής, ήθελε πιο αποτελεσματικά μέτρα: Τι αρνιά μωρέ μου τσαμπουνάς; Αυτοί δεν παίρνουν χαμπάρι από τέτοια. Έπρεπε να ‘ναι στο χέρι μου. Να μπω μέσα με το πιστόλι. Τρως; Όχι. Μπαμ. Εκεί. Επιτόπου, δίχως άλλη κουβέντα. Εσύ δεν τρως; Μπαμ. Κι εσύ; Μπαμ, μπαμ.
Μια όμως και δεν είχαν εξουσία να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους, περιορίστηκαν να εχτελούν τις διαταγές της Υπηρεσίας, βγάζοντας έστω και μ’ αυτό τον τρόπο το άχτι τους.
Στο πρώτο κελί, γύρω απ’ το Γιώργο τον ψηλό, που η πείνα τον είχε κάνει λιγνό σαν φουρναρόφτυαρο, στέκονταν τρεις φύλακες. Του μιλούσαν. και πάσκιζαν να σηκωθεί με το καλό:
– Έλα βρε παιδί μου, αφού κινδυνεύεις να πεθάνεις.
– Όχι. Βαστώ. Εγώ κάνω απεργία πείνας για να γλιτώσω το θάνατο. Μαζί σας δεν έχω τίποτα. Σας παρακαλώ να μ’ αφήσετε ήσυχο.
Ο Νινής που καθόταν στην πόρτα, γιατί το κελί ήταν πολύ στενό και δεν χωρούσε άλλους, δαιμονίστηκε:
– Τι καθόσαστε και τον παρακαλάτε; Σήκω απάνω ρε!
– Όχι. Δεν σηκώνομαι.
Πέφτει πάνω του να τον πιάσει. Προσπαθεί να χώσει τα χέρια του κάτω απ’ το σβέρκο του και να τον σηκώσει. Ο Γιώργος τον εμποδίζει. Πάει να του βουτήξει τα χέρια, τον σπρώχνει.
– Πιάστε τον ένας απ’ τα πόδια! φωνάζει ο Νινής
Τα πόδια καθώς είναι σκεπασμένα με με τις κουβέρτες φτιάχνουν ένα όγκο και δεν πιάνονται εύκολα. Του τράβηξαν τις κουβέρτες από πάνω. Κι ο Γιώργος, τινάζει τα κανιά του στον αέρα για να τους εμποδίσει να τον πλησιάσουν. Τον πιάνουν. Τον τραβούν, καταφέρνει με προσπάθεια και ξεγαντζώνεται. Κι έτσι ο ξεψυχισμένος πριν από λίγο Γιώργος, σε μια τελική και υπέρτατη προσπάθεια, βρήκε μέσα του απίστευτες, για τον ίδιο, δυνάμεις.
Οι φύλακες, δεν μπορούσαν να κινηθούν ελεύτερα κι ούτε μπορούσαν να πάνε απ’ όλες τις μεριές του κρεβατιού. Ήταν υποχρεωμένοι να στέκονται όλοι απ’ την ίδια πλευρά και να προσπαθούν να τον πιάσουν και να τον σηκώσουν. Αυτό έδινε μια υπεροχή θέσης στο Γιώργο και στους άλλους απεργούς και μπορούσαν μ’ όλη την αδυναμία τους ν’ αντιστέκονται αποτελεσματικά.
Ο Νινής πέταξε το καπέλο. Δεν τον χωρούσαν τα ρούχα του απ’ το κακό του.
– Άτιμε προδότη. Είσαι άντρας δίχως αίστημα. Και τ’ αλλουνού από κάτω το στόμα του δουλεύει:
– Φύγε βασανιστή! Είσαι εγκληματίας. Δεν θα φάω. Έννοια σου και θα τα πληρώσεις. Ο σύντροφος του Γιώργου απ’ το διπλανό κρεβάτι, μιλάει. Προσπαθεί να πείσει τους φύλακες, πως δεν είναι σωστό να τους βασανίζουν έτσι, μιας κι αγωνίζονται να σώσουν τη ζωή τους.
Ο Νινής δεν κρατήθηκε άλλο. Μ’ όλη του την απασχόληση βρήκε ώρα ν’ απαντήσει και σ’ αυτόν:
– Καλά, θα τα πούμε σαν θα ‘ρθει η σειρά σου, και συνέχισε την πάλη του με τον Γιώργο. Τον τραβάει να τον βγάλει έξω απ’ το κρεβάτι για να μπορέσει να τον βουτήξει απ’ τις μασχάλες. Ο Γιώργος γαντζώνεται απ’ τα σανίδια του κρεβατιού. Ο Νινής σήκωσε το πόδι και του ‘χωσε μια δυνατή κλωτσιά στο πλευρό. Ύστερα, του βούτηξε τα χέρια, του τα σταύρωσε πάνω στο στήθος και ρίχτηκε κι ό ίδιος μ’ όλο του το κορμί απάνω, για να το κρατήσει σ’ αυτή τη στάση ακίνητο.
– Πιάστε τα πόδια του, φωνάζει στους άλλους.
Ο Γιώργος προσπαθεί να διώξει το βάρος από πάνω του, να λευτερώσει τα χέρια. Δεν τα υπολόγισε καλά. Τον παράσυρε ο Νινής απ’ την αρχή σε γρήγορες κι υπερβολικά απότομες κινήσεις κι έτσι οι δυνάμεις του εξαντλήθηκαν γρήγορα. τα χέρια του και τα πόδια του λύνονται. Ο Νινής το κατάλαβε.
– Πιάστε τα πόδια του, φωνάζει στους άλλους. Τον άρπαξε κι αυτός παραμάσκαλα και τον σήκωσαν. Καθώς όμως έκανε να βγει βιαστικά και θυμωμένα απ’ τη στενή πόρτα, κοπάνισε το κεφάλι του Γιώργου στην κώχη της πόρτας. Κάποια ίχνη ζωής που παίζαν μέχρι εκείνη τη στιγμή στα μάτια του, έσβησαν αμέσως. Τον κουβάλησαν και τον απίθωσαν στις πλάκες του προθάλαμου σαν ψόφιο λελέκι.
– Λιπόθυμος, έκανε ένας γιατρός που του ‘ριξε μια ματιά. Καλά. Αφήστε τον εκεί να συνέλθει. Ρίχτε του και μια κουβέρτα απάνω.
Ο Γιώργος ήταν ο πρώτος που είχαν φέρει. Ίσως, γιατί ήταν ο πιο αδύνατος. Οι άλλοι αργούσαν. Ένας γιατρός που παρακολουθούσε το Γιώργο, να δει πότε θα συνέλθει, παρατήρησε αίμα κάτω στις πλάκες.
– Είναι χτυπημένος! είπε στους άλλους, και διέταξε το φύλακα νοσοκόμο να του κάνει μια επίδεση.
Ο διευθυντής, που έβλεπε να περνά η ώρα δίχως αποτέλεσμα, μπήκε στο διάδρομο. Είδε δυο φύλακες να τραβάνε τον Καμπέρη απ’ τα πόδια κι η πλάτη του να σέρνεται κάτω. Οι φύλακες φοβήθηκαν μην τους μαλώσει που τον έσερναν. Σταμάτησαν για να πιάσουν κι οι άλλοι δυο απ’ τις μασχάλες. Ο Καμπέρης βρήκε την ευκαιρία κι άρχισε να τινάζει τα πόδια του για να ξεφύγει. Ο διευθυντής τούς έβαλε τις φωνές:
– Τι σταθήκατε; Τραβήχτε το χτήνος γρήγορα έξω. Κι οι φύλακες συνέχισαν να τον σέρνουν όπως πριν. Στον προθάλαμο τον κάθισαν σε μια καρέκλα. Του κρατάν τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι. Ο γιατρός στέκεται μπροστά του μ’ ένα μακρύ κόκκινο λάστιχο στα χέρια, που στην πάνω μεριά έχει ένα χωνί. Μοιάζει σαν κλύσμα. Αυτό το λάστιχο, προσπαθεί να το περάσει απ’ τη μύτη και να το χώσει ως το λαρύγγι του Καμπέρη. Ύστερα, απ’ το χωνί θα ρίξει το γάλα. Ο Καμπέρης μ’ όλο το πιάσιμο που του έχουν κάνει, κατορθώνει κα κουνάει το κεφάλι του. Ο γιατρός δεν μπορεί να του μπήξει το λάστιχο κι έτσι τον ξάπλωσαν κάτω στις πλάκες. Ένας του πιάνει τα μαλλιά και τα πατάει προς το έδαφος. Το κεφάλι πια μένει ακίνητο. Ο γιατρός με τα πόδια διχαλωτά πάνω απ’ το κορμί του Καμπέρη δοκιμάζει το λάστιχο στα ρουθούνια του. Μα καθώς η μύτη του είναι στενή και σουβλερή το λάστιχο δεν χωράει.
– Αυτό που κάνεις γιατρέ, είναι έξω απ’ το επιστημονικό σου χρέος, διαμαρτύρεται ο Καμπέρης.
Αυτό ήταν, τα ρουθούνια του διαστάλθηκαν λίγο. Κείνη τη στιγμή ο γιατρός βρήκε την ευκαιρία και πίεσε το λάστιχο προς τα μέσα. Μπήκε λίγο μα σταμάτησε. Ο γιατρός το σπρώχνει μ’ όλη του τη δύναμη. Ο Καμπέρης έχει την εντύπωση πως κάποιο τρυπάνι χώθηκε απ’ τη μύτη του. Έσπασε κάτι κόκκαλα, προχώρησε ως το μυαλό και πιέζει τα μάτια του σα λοστός από μέσα προς τα έξω να τα πετάξει. Έβγαλε ένα δυνατό μούγκρισμα πόνου κι ύστερα ένιωσε ένα πράγμα πυρωμένο να προχωράει προς το στομάχι του και να του γδέρνει τον οισοφάγο. Ο γιατρός σταμάτησε να σπρώχνει το λάστιχο.
Ο Μαρουλής έχωσε στο χωνί ένα κύπελλο γάλα. Δεν ήταν σκέτο γάλα. Είχε μέσα χτυπημένα αυγά, μια προσθήκη βούτυρο και λίγο κονιάκ. Για την περίσταση ήταν κάτι παραπάνω από νέκταρ. Όταν αυτό το πράγμα έφτασε στο στομάχι, ο Καμπέρης θάρρεψε πως μια μάζα γλυκιά κι απαλή σα βελούδο έπεσε μέσα του. Ο γιατρός τράβηξε το λάστιχο έξω. Βγήκε γεμάτο αίματα, και βλέννες. Σήκωσαν τον Καμπέρη. Τον έβαλαν να καθίσει σ’ ένα μπάγκο. Ένας φύλακας τον προσέχει μην κάνει εμετό. Η μύτη του τρέχει αίματα. Ένας γιατρός τον συμβούλεψε:
– Κράτησε το κεφάλι σου προς τα πάνω. Ο Καμπέρης, ούτε άκουσε, ούτε είχε δύναμη να κρατήσει το κεφάλι του προς τα πίσω. Δεν μπορεί να κρατηθεί ούτε καθιστός στον μπάγκο. Το κορμί του γλιστρά σιγά – σιγά προς τα κάτω. Έπεσε μισομπρούμυτα στις πλάκες. Η μύτη του στάζει. Και μες σ’ αυτό το χάλι, μια ευτυχία, που ξεπερνούσε τα όρια κάθε περιγραφής, αναδινόταν απ’ την κοιλιά του. Το στομάχι του, ίδιο σφουγγάρι κατάστεγνο, άνοιξε τα μύρια στόματά του και ρουφούσε τον ακριβό χυμό της ζωής. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Καμπέρης ένιωσε την γλυκιά μέθη της γαστριμαργικής ηδονής. Πώς; Με τι καρδιά να βάλει το δάχτυλο στο στόμα και να καταστρέψει αυτή την πρωτόγνωρη ευτυχία; Δικαιολογείται πως ο φύλακας τον παρακολουθεί και δεν είναι εύκολο να κάνει εμετό. Ύστερα, σκέφτεται πως το φύλακα μπορεί να τον γελάσει. Μα πώς θα γίνει να νικήσει τον εαυτό του; Καταλαβαίνει πως όλες αυτές οι συζητήσεις με τον εαυτό του είναι μικροκατεργαριές για να κερδίσει χρόνο. Στενοχωριέται κατάκαρδα, με τα ταπεινά μέσα που επινόησε. Τότε άκουσε κείνη τη φωνή που την είχε πρωτακούσει εδώ και κάμποσο καιρό και μιλούσε μέσα του. Φυσικά στους άλλους δεν είχε πει ούτε λέξη γι’ αυτές τις μυστικές συνδιαλέξεις. Κι ούτε που μπορούσαν να υποπτευθούν κάτι τέτοιο. Τους άφηνε να πιστεύουν πως τον ενοχλούν οι ζαλάδες, τα «μαμούνια» όπως τα λέγαν όλοι. Αυτή η φωνή που ήταν η «παγκόσμια κυβέρνηση» και του μηνούσε όλα τα μεγάλα, μυστικά και τις αποφάσεις της γης για τα πεπρωμένα του κόσμου. Του μίλησε. «Γελώ σα σκέφτουμαι πως εμπιστεύτηκα σε σένα την ύπαρξή μου. Βγάλε ό,τι έχεις μέσα σου για να υψωθείς κολώνα του παγκόσμιου χρέους». Κι ο Καμπέρης έχωσε αμέσως το δάχτυλό του στο λαρύγγι. Η γλυκειά και βελουδένια μάζα έγινε κάτι αηδιαστικό, ανυπόφορο και τινάχτηκε έξω. Σαν πεθαμένος άφησε το μάγουλό του ν’ ακουμπήσει πάνω στις πλάκες. Στα γένια του είχαν κολλήσει ξερατά, αίματα, βλέννες. Ένας γιατρός έβαλε τις φωνές!
– Ορίστε. Εμείς τους ταΐζουμε κι αυτός ξερνάει. Πού θα πάμε έτσι;
Ο διευθυντής μάλωσε το φύλακα:
– Ανόητε, πού είχες το νου σου; διέταξε να ‘ρθουν μερικοί φύλακες ακόμα για να προσέχουν τους ποτισμένους. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως λιγόστεψαν οι μέσα κι η δουλειά δυσκόλευε.
Κουβάλησαν και τον Ανανία. Αυτός μ’ όλη την αδυναμία του, αντιστάθηκε κάμποσο. Τον πρόδωσε όμως το κρεβάτι του. Τα τρίποδα του κρεβατιού τα ‘χε βάλει ν’ ακουμπάνε πάνω σε κονσερβοκούτια. Με τα πρώτα δικά του τραντάγματα και τα τραβήγματα, των φυλάκων, έφυγαν τα κονσερβοκούτια και το κρεβάτι σωριάστηκε κάτω. Κι είναι ευτύχημα που οι σανίδες δεν κόψαν τα πόδια κανενός φύλακα και που ο ίδιος δεν τσακίστηκε.
Ύστερα απ’ αυτό, τον άρπαξαν και τον φέραν στο γιατρό. Τον κάθισαν σε μια καρέκλα. Του κρατάν το κεφάλι γερά. Έχει πάρει το δασκαλίστικο ύφος του και με μια φωνή που θαρρείς κι ανεβαίνει απ’ το βάθος κάποιου πηγαδιού, εξηγεί στο γιατρό πόσο αντιεπιστημονικό κι απάνθρωπο είναι αυτό που κάνει.
Ο γιατρός έχει κολλήσει το μούτρο του κοντά στο δικό του και δείχνει να μη χάνει ούτε λέξη απ’ τα λόγια του. Στην πραγματικότητα εξέταζε τη μυτη του. Με μια αστραπιαία κίνηση του ‘χωσε το λάστιχο μέσα. και τότε, ο Ανανίας, φώναξε σε μια έσχατη διαμαρτυρία.
– Αίσχος κύριε. Και καθώς το λάστιχο του πίεσε το λαρύγγι η φωνή βγήκε πνιχτή κι αργή σαν από ξεκουρντισμένο γραμμόφωνο.
Τον Μαρμάγκα τον πήραν μισολιπόθυμο. Τον απίθωσαν κάτω. Ο γιατρός στεκόταν με το λάστιχο έτοιμο. Μόλις ανάδεψε τα μάτια του κι έδωσε κάποια δείγματα ζωής, πριν πάρει χαμπάρι πού βρίσκεται του ‘χωσε το λάστιχο. Άφησε μια στριγγλιά πόνου και ξαναλιγοθύμησε. Ύστερ’ από λίγο που ξύπνησε βρέθηκε δίπλα στον Ανανία, που προσπαθούσε να κάνει εμετό κι οι φύλακες τον εμπόδιζαν. Τότε ο Μαρμάγκας, μια και τον είχαν για ψόφιο και δεν τον πρόσεχαν,έβαλε το δάχτυλο στο στόμα και τα ‘βγαλε όλα.
Ο Έλατος μέχρι να βγει, έφαγε κάμποσο ξύλο. Γιατί καθώς ήταν ο πιο θηρίος και ο πιο δυνατός απ’ όλους, τους δυσκόλεψε τρομερά. Κι ακόμα καθώς πάλευε τίναξε κάποια κλωτσιά στον Κουμαριανό. Αυτός νευρίασε, και του ‘χωσε αρκετές. Όταν γάντζωσε τα χέρια του κάπου να κρατηθεί ο Κουμαριανός τα χτύπησε με το χοντρόκλειδο και τα ‘κανε ν’ ανοίξουν. Ο Έλατος, έτσι που τον πήγαιναν σηκωτό απ’ τις μασχάλες και τα πόδια, έπιασε ένα σχέδιο. Καμώθηκε τον ήσυχο και τον παραδομένο. Κάθισε στην καρέκλα σαν καλός μαθητής. Οι φύλακες χαλάρωσαν όσο να ‘ναι το πιάσιμό τους. Και τότε αυτός δίνει ένα απότομο τίναγμα. Γιατρός και φύλακας ξαφνιασμένοι, προς στιγμή, παραμέρισαν. Έτρεξε στο καζάνι, το έπιασε απ’ το χερούλι και έκανε να το τουμπάρει. Γιατί αυτό ήταν το σχέδιό του. Κι αν πετύχαινε να χύσει το γάλα, ήταν σίγουρος, πως θα γλίτωνε τον εαυτό του και τους συντρόφους του, για σήμερα τουλάχιστον, απ’ τα βασανιστήρια. Το καζάνι δεν υπάκουσε, με την πρώτη, στην κατεύθυνση που πήγε να του δώσει. Οι φύλακες πρόλαβαν και τον άρπαξαν. Δοκίμασε ν’ αντισταθεί. Λογάριασε άσχημα. Εδώ του έλειπε το πλεονέκτημα του κρεβατιού. Οι φύλακες είχαν χώρο να κινηθούν και να τον πιάσουν μ’ όποιο τρόπο ήθελαν. Ακόμα, απ’ την προηγούμενη δύναμή του, στην πραγματικότητα μόνο η ανάμνησή της ζούσε μέσα του. Τον στρώσανε κάτω κι ο γιατρός του ‘χωσε το λάστιχο. Φώναξε, όχι από πόνο, γιατί τα ρουθούνια του ήταν φαρδιά και το λάστιχο πέρασε εύκολα, φώναξε για να διαμαρτυρηθεί και για να δώσει διέξοδο στο θυμό του. Μ’ όλη την προσοχή των φυλάκων ο εμετός συνεχιζόταν. Τότε ο διευθυντής σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τις χειροπέδες. Οι γιατροί βρήκαν εξυπηρετική την ιδέα.
Ο Νικολάου, μια και τυπικά δεν ήταν απεργός, προσπαθούσε να κρατηθεί λίγο παράμερα. Σαν έμαθε όμως πως οι γιατροί δέχτηκαν να χρησιμοποιηθούν χειροπέδες, η «επιστημονική του συνείδηση», όπως ο ρομαντισμός και η νεανική του αγνότητα την είχαν διαμορφώσει, επαναστάτησε. Πρώτα πέρασε απ’ το κελί του Παναγιώτη και μερικών άλλων και που δεν ήταν φύλακες μέσα, και τους είπε να πιούν νερό. Αυτό θα διευκόλυνε τον εμετό. «Πέστε το και στους άλλους». Και μετά κατέβηκε στον προθάλαμο. Μπαίνοντας έβαλε τις φωνές:
– Κύριοι! Είστε εγκληματίες.
Όλοι στάθηκαν να δουν μήπως έχουν να κάνουν με τρελό.
– Σε σας τους γιατρούς μιλώ. Σε σας που παρατήσατε τη λευκή μπλούζα, για να φορέσετε τη λερή στολή του φύλακα.
– Νικολάου! Εσύ δεν είσαι απεργός. Τι ζητάς;
– Δεν είμαι απεργός, όχι γιατί διαφωνώ, μα για να βοηθήσω τους συντρόφους μου. και σεις δεν είστε γιατροί! Είστε τα στίγματα του επαγγέλματος.
– Πάρτε τον στο πειθαρχείο! φώναξε ο διευθυντής. Δεν ακούς αρχιφύλακα; Στο πειθαρχείο. Τον βούτηξαν και τον τράβηξαν έξω. Μ’ αυτός συνέχισε να μιλάει.
– Κάποτε η επιστήμη θα ντρέπεται, που γραφτήκατε στους καταλόγους της…
– Στο πειθαρχείο, επανέλαβε ο διευθυντής. Βάλτε τον εκεί και θα ‘ρθω. Θέλοντας να πει, πως θα πάει να κανονίσουν τα υπόλοιπα.
Τον Πανάγνου τον ξεκόλλησαν κάποτε. Τον κατέβασαν κάτω. Του φέραν τα χέρια πίσω και του πέρασαν τις χειροπέδες. Τον κάθισαν στην καρέκλα για πότισμα. τα δεμένα χέρια τού κόβαν κάθε δυνατότητα γι’ αντίσταση. Και για κακή του τύχη έπεσε στο γιατρό που είχε το Μαρουλή να χύνει το γάλα στο χωνί. και καθώς το ρίχνει τον πιλατεύει.
– Είδες τι νόστιμο που είναι; Μην κοιτάς γιατρέ που έλεγε δε θέλει. Έκανε νάζια. Γιατρέ θα τον κεράσω ένα κατοσταράκι από μένα. τρώει πολύ αυτός. Ξαναγέμισε το κύπελλο και τ’ άδειασε στο χωνί.
Μετά πήρε τον Πανάγνου. Τον έβαλε σ’ ένα πάγκο.
– Ωραία! Τώρα κάθισε φρόνιμα να χωνέψεις. Έτσι παιδεύω εγώ, είπε ευχαριστημένος.
Κι ο Πανάγνου του ‘ταξε πως αν καμιά φορά τον βάλει στο χέρι δε θα τον σκοτώσει, αλλά θα τον κάνει μασητό. Ο Παύλος διαμαρτύρεται στους γιατρούς:
– Κύριοι η απεργία είναι νόμιμο μέσο κάθε ανθρώπου. Μ’ αυτό που κάνετε γίνεσθε συνεργοί της κρατικής αυθαιρεσίας και μας καταργείτε ένα νόμιμο δικαίωμα. Αυτό, είναι έξω απ’ τον όρκο σας. Μα καθώς του πέρασαν το λάστιχο η φωνή του γίνηκε λαρυγγιστή και κατσαρή.
Με τις χειροπέδες ο εμετός έγινε δύσκολος. Τους κρατάν κάπου μισή ώρα εκεί για να τραβήξει το στομάχι, και μετά τους λύνουν και τους πηγαίνουν στα κελιά τους. Και τότε ξερνάν μέσα κει. Τα κελιά πλημμύρισαν από γάλα, αίματα και σάλια μαζί. Στην κατάσταση που βρίσκονται κανένα δεν νιώθει την έντονη σιχασιά, που κυριαρχεί γύρω του.
Στον προθάλαμο του πέρασαν του Παναγιώτη χειροπέδες και τον άφησαν να περιμένει. Είχαν κουβαλήσει αρκετή πελατεία στους γιατρούς. Διαμαρτυρήθηκε. Φώναξε στο διευθυντή πως είναι εγκληματίας και βασανιστής. Εκείνος, τίναξε τους ώμους λίγο νευρικά προς τα πάνω και φώτισε το πρόσωπό του μ’ ένα χαμόγελο θέλοντας να δείξει πως οι χαρακτηρισμοί που του δίνει δεν τον στενοχωρούν καθόλου. Αντίθετα αποτελούσαν γι’ αυτόν εύσημα, κι αναμφισβήτητες αποδείξεις, πως εκπλήρωνε τέλεια το εθνικό του χρέος.
Είδε κάποια στιγμή ένα γιατρό που έβγαζε το λάστιχο απ’ τη μύτη του Λιθόπουλου γεμάτο αίματα και μύξες. Ύστερα το ‘πιασε με τα δυο του δάχτυλα και το σκούπισε από πάνω μέχρι κάτω, όπως καθαρίζει ο χασάπης τ’ άντερα. Τίναξε το δάχτυλό του κι έχωσε το λάστιχο στη μύτη του Τσάμη. Άλλη στιγμή θα ‘νιωθε τη μεγαλύτερη αηδία. Τώρα όμως τίποτα. Βλέπει τον Αθανασίου που τον έχουν στρώσει κάτω και προσπαθούν να του περάσουν το λάστιχο. Φαίνεται πως κάποιο στένεμα έχει η μύτη του και δεν περνάει. Έχει ματώσει αρκετά μα ο γιατρός επιμένει να πιέζει το λάστιχο. Ο Παναγιώτης αναρωτήθηκε: «Γιατί τον βασανίζει έτσι; Πιστεύει αυτός ο γιατρός, πως του προσφέρει καμιά υπηρεσία; Ας αφήσουμε τα πολιτικά στην άκρη. Κι αν ακόμα πετύχει να του ρίξει μέσα το γάλα, θ’ αναπληρώσει μ’ αυτό, το αίμα που χύνει;».
Ο γιατρός είδε κι αποείδε με τον Αθανασίου και τον παράτησε…
Ο Παναγιώτης καθόταν κάτω με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Δε μπορούσε να κρατηθεί όμως και σιγά – σιγά ξάπλωσε στις πλάκες. Ας τον άφηναν έτσι. Έστω και με τα χέρια δεμένα πίσω. Αυτή, είναι η μεγαλύτερη ευεργεσία που θα μπορούσαν να του προσφέρουν. καθώς κοίταζε, είδε απ’ το πάνω μέρος του παραθύρου που δεν το σκέπαζε η κουβέρτα, αριές χιονόψυχες να πέφτουν. Τούτη η εικόνα του κρύου, της πείνας, και του θανάτου τού ξανάφερε στη μνήμη του τις τραγικές μέρες του ’41. Τότε, που το Έθνος, ξεπνεομένο της πείνας, έπεφτε στους δρόμους και ξεψυχούσε. Οι επιδρομείς είχαν αρχίσει να γελούν μ’ αυτό το λαό, των «διακοναρέων». Τ’ ανθρωπάκια ασφαλίσανε την υπαρξούλα τους κάτω απ’ την ασπίδα της ξενικής εύνοιας. Τότε οι φοιτητές, οι εργάτες, οι ανάπηροι, με την πληγωμένη τους περηφάνια παράσημο, βγήκαν στους δρόμους. Περιμάζεψαν το έθνος που ψυχορραγούσε. Το στήσαν στα πόδια του, το ζεστάναν με το χνώτο της πίστης τους και βαδίσαν μαζί του. Ξέψυχα, μα περήφανα. με μια σημαία που δεν μπορούσαν καλά – καλά να σηκώσουν τα καλαμένια χέρια τους. Τραγούδησαν με τις βραχνές φωνές τους τον ύμνο της λευτεριάς και πίσω απ’ τις φοβισμένες γρίλιες οι άνθρωποι κλάψαν για την ανάσταση του Έθνους. «Είμαστε και μεις ανάμεσα σ’ αυτούς. Μας θυμούνται όσοι γεύτηκαν απ’ το ίδιο ποτήρι του εθνικού ενθουσιασμού. Όσοι ρίξαν παραπέτασμα τη στοργή τους για να προστατέψουν την ασυλλόγιστη ψυχή μας. Μα ρωτάνε τι κάναμε. Σώσαμε τη ψυχή του έθνους απ’ τη λέπρα του ραγιαδισμού. Σβήστε τα όλα τ’ άλλα. Αυτό μονάχα δε σας φτάνει; Εσείς γ…;». Κείνη τη στιγμή τον άρπαξαν για το λάστιχο κι έτσι οι συλλογισμοί του μείναν στη μέση. Τον έπιασαν γερά. Του ‘λειψε η δύναμη κι η αντίδρασή του στάθηκε ξέψυχη. Όταν του πέρασαν το λάστιχο, αν είχε λεύτερα χέρια, θα ‘χωνε μια μπουνιά στη μούρη του γιατρού. Δίπλα ο Τρανός έβριζε το γιατρό του. Ο Παναγιώτης, δεν συμφωνούσε μ’ αυτή την τακτική του Τρανού και πολλές φορές του το ‘χε πει. «Μα όταν τα πράγματα φτάνουν ως εδώ τι άλλο έχεις να πεις;».
– Βρε αλμπάνη! λέει ο Τρανός του γιατρού. Δεν ντρέπεσαι; Για κοίτα ένας κύριος που φοράει και γραβάτα, για κοίτα που μας κάνει και το γιατρό. Ύστερα γυρνώντας προς τον διευθυντή:
– Και συ ρε χιμπαντζή; Κάθεσαι κι επιστατείς;
Άλλη φορά για να πει ο Τρανός αυτή την κουβέντα, έπρεπε να ‘χει αποφασίσει ισόβια αναπηρία ή θάνατο. Τώρα όμως ο διευθυντής αν και χόρευε ολόκληρος απ’ τα νεύρα του, φάνηκε να το κατάπιε μ’ ένα χαμόγελο υπεροχής. Άλλωστε απ’ αυτή τη στάση είχε και την ωφέλειά του. Οι γιατροί βλέπαν πώς του φέρνονταν τα «καθάρματα» και πόσο ευγενικά και ψύχραιμα τ’ αντιμετώπιζε αυτός. Θα το ‘λεγαν έξω και θα σταματούσαν τα σχόλια για τα βασανιστήρια, τάχα, και για βάρβαρη συμπεριφορά.
Τους βάλαν να καθίσουν στους μπάγκους για τη χώνεψη. Με διάφορες κινήσεις προσπαθούνε να προκαλέσουν σπασμούς στο στομάχι. Τίποτα. Θα περιμένουν πια, όταν τους λύσουν και γυρίσουν στο κελί. Κάθονται στους μπάγκους σωριασμένοι, κουρασμένοι κι αμίλητοι. Στιγμές βαριάς ανημπόριας και καταναγκασμού από κείνες τις στιγμές που την ένταση των αισθημάτων διαδέχεται το κενό της κούρασης.
Ο Παναγιώτης κάθεται ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά. Όχι πως το θέλει, μα δεν μπορεί να τα κρατήσει ανοιχτά Για ώρα πολλή έπαιζε στο στόμα του σαν κομπολόι το σύνθημα, που άκουσε να φωνάζουν το πρωί. Γιατί μόνον το άκουσε. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να σηκωθεί: «Λαέ της Κέρκυρας συνεχίζουμε για δεκάτη τετάρτη μέρα την απεργία θανάτου. Η φυλακή μας γίνεται καινούργιο Νταχάου…». Και ήταν τόσο λίγες οι φωνές σήμερα… Τις μέτρησε… ζήτημα δέκα – δεκαπέντε. Είναι φανερό πως σε λίγο θα σβήσουν κι αυτές. «Πάει να πει θα πεθάνουμε. Δε μπορεί όλοι. Μερικοί…». Θυμήθηκε που λέγαν για το πάγωμα. Άμα φτάσει στην καρδιά…
Τηλεγράφημα γιατρών στην κυβέρνηση
Κατάπληχτοι οι γιατροί βλέπουν το έργο τους να αχρηστεύεται, να μηδενίζεται κι ως επιστήμονες απορούν κι αναρωτιούνται πού κρύβονται αυτές οι δυνάμεις, αυτή αντοχή, αυτό το ψυχικό σθένος.
Την ώρα που μαζεμένοι σε μια αχτίνα οι γιατροί με τη διεύθυνση κάνουν τη βίαια σίτιση και οι διαμαρτυρίες των κρατουμένων φτάνουν στο δραματικό κορύφωμά τους με τις ομαδικές φωνές «Την κατάρα μας να ‘χετε γιατροί, την κατάρα μας», στις άλλες αχτίνες επιβάλλεται μια σιγή, λες τελετουργική. Είναι μια στιγμή σιγής συγκινητική, αγωνιώδικη και εκρηκτική. Αυτές οι δραματικές φωνές που ακούνε από τους συναγωνιστές τους στη διπλανή αχτίνα τούς μηνάνε τη νέα μπόρα, τη νέα τρικυμία που ξέσπασε στο κάτεργο και βαδίζει να φτάσει και σ’ αυτούς. Ρίγος άγριας ανατριχίλας διαπερνάει το κορμί τους, καθώς αναλογίζονται το χτηνώδικο σούρσιμό τους από τους φύλακες έξω στο πλακόστρωτο δάπεδο. Το τσουχτερό κρύο, το δέσιμο πιστάγκωνα με χειροπέδες, τα τόσα θεριά που θα πέσουν απάνω τους για να τους ακινητοποιήσουν. Κι ύστερα εκείνο το λάστιχο που θα διασχίσει τα σπλάχνα τους…
Καθώς αναλογίζονται ανέκφραστα ο καθένας όλα αυτά κυριεύεται από δυνατά αισθήματα: την άμετρη ανησυχία για το άγνωστο, το φόβο από εξάντληση μη δε νικήσει στην πάλη του, την πίκρα για την αδικία που του γίνεται, την οργή για το βασανισμό που τον περιμένει. Και τότε του γεννιέται ένα μίσος ενάντια σ’ όλους που προσπαθούν να σπάσουν τον αγώνα του. Αυτό το μίσος σ’ αυτές τις στιγμές είναι και το μόνο όπλο του που τον ανεβάζει πάνω απ’ τις δυνάμεις του και την αντοχή του.
Και μόνο όταν περάσει αυτή η μέγιστη δοκιμασία και κάνει νικηφόρα το καθήκον του, τότε ξαναβρίσκει την ψυχική ηρεμία του. Μα αν η αίσθηση της σωστής αντίδρασής του, του γεννάει μια αγαλλίαση, νιώθει ταυτόχρονα μια αφάνταστη σωματική κούραση που του γκρεμίζει με κατακόρυφη πτώση την εξάντληση του σώματός του.
Έτσι η βίαια σίτιση έφτασε τη δωδέκατη μέρα της απεργίας στην τελευταία αχτίνα των απεργών.
Εκεί λοιπόν ο ψυχίατρος Κουρής, ο υπεύθυνος και πιο έμπειρος στη βίαιη σίτιση, βλέποντας το αναπάντεχο γι’ αυτόν φαινόμενο του τεχνητού εμετού απ’ όλους τους κρατούμενους, εκστόμισε με καταφανή θλίψη:
– Σκατά το έργο μας.
Έτσι και οι άλλοι γιατροί, πτοημένοι για την αποτυχία της βίαιης σίτισης, αλλά και συγκινημένοι από τη δραματική και ηρωική άμυνα των απεργούντων, παίρνουν μια ψύχραιμη απόφαση.
Απευθύνουν όλοι μαζί στη 14η μέρα της απεργίας τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση, με το οποίο δηλώνουν ότι αρνούνται να συνεχίσουν τη βίαια σίτιση ως μη επιφέρουσα κανένα αποτέλεσμα.
Ο γιατρός Κ. Κουρής
Εδώ ας αναφερθούμε για λίγο στα πρώτα φερσίματα του γιατρού Κ. Κουρή.
Κατά την πρώτη παρουσία του την 8η μέρα της απεργίας, έκανε μια επίσκεψη στις αχτίνες συνοδεία φυλάκων. Εκεί, στη Θ’ αχτίνα, βλέποντας τους κρατούμενους ξάπλα στα κρεβάτια τους και με μαντήλια δεμένα στα κεφάλια τους, λόγω της ζαλάδας από την απεργία και χωρίς ν’ ανοίξει συζήτηση μαζί τους, λέει στους συνοδούς του:
– Ορέ καλά λένε ότι τούτοι είναι εγκληματίες.
Καταγανακτισμένοι εκείνοι που άκουσαν αυτή τη βρισιά απ’ αυτόν τον άγνωστο, τον γιουχάρουν με τις λέξεις: Αίσχος, αίσχος.
Θα νόμιζε ο κύριος αυτός πως μπαίνοντας στις αχτίνες θα συναντούσε τίποτε ανθρώπους με γυαλιστερές όψεις που να σκορπούν μειδιάματα. Ενώ συνάντησε ματιές ερευνητικές γεμάτες απορίες και ανέκφραστα ερωτηματικά για την ταυτότητά του, για το ρόλο που ανέλαβε, να εξυπηρετήσει τη διεύθυνση.
Κι απ’ την άλλη βλέπει ο ίδιος ξόανα εμφάνισης -πού να φανταστεί ο άνθρωπος την τυραννία τους από την παλιά κατοχή, καθώς και τώρα τη νέα των «συμμάχων»- με πρόωρα ρυτιδωμένα πρόσωπα, με βαθουλά μάτια, άυπνους, αξούριστους, αχτένιστους και με δεμένα τα κεφάλια τους. Φαίνεται αηδίασε απ’ αυτά τα αναπνέοντα λείψανα και έκανε τη σκέψη: Αυτοί είσαστε; Και δεν κρατήθηκε και το έριξε το κεντρί του.
Σ’ αυτή όμως την πενθήμερη σύγκρουσή του ο γιατρός Κ. Κουρής, από την όγδοη ως τη δέκατη τρίτη μέρα της απεργίας, με την αναγκαστική σίτιση, έστω παρά τη θέλησή του, ως επικεφαλής των γιατρών, ακούει πώς μιλούν αυτοί οι άσημοι αντιστασιακοί, βλέπει πώς κουρελιάζουν τα άνομα μέτρα της τυραννίας, πώς αντέχουν τα μαρτύρια και πώς επιβάλλουν τη θέλησή τους. Νιώθει φαίνεται ως επιστήμονας μια ίσως πρωτόγνωρη ψυχική αντοχή, που του αχρήστεψε τη βίαια σίτιση. Γι’ αυτό άλλωστε χαρακτήρισε «σκατά» το έργο τους. Μα θα πρέπει να χαρακτήρισε μέσα του κάπως έτσι και κείνα τα ανεπίτρεπτα λόγια που εκστόμισε στην αρχή σε βάρος τους.
Έτσι επισκέφτηκε μόνος του τώρα τη Θ’ αχτίνα και χωρίς να του μιλήσει κανείς λέει:
– Αγαπητοί μου, ήρθα να σας πω ότι εμείς οι γιατροί εγκαταλείπουμε αυτό το άχαρο έργο. Μπορεί να είσαστε αντίπαλοι της κυβέρνησης, αλλά για μας είσαστε άνθρωποι με ιστορία. Σας ζητώ συγνώμη για κάτι λόγια στην αρχή. Εγώ ως άτομο, καθώς και οι συνάδελφοί μου θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για το σταμάτημα των εκτελέσεων.
Τα λόγια του αυτά εκφράζανε μια ανθρωπιά απέναντι στο καθημερινό δράμα που ξετυλιγόταν μπροστά του. Το γεγονός αυτό ικανοποίησε τους κρατούμενους.
«Λαέ, ειδοποίησε τους δικούς μας…»
Η απεργία συνεχίζεται.
Τη δέκατη τέταρτη μέρα τα χωνιά ρίχνουν ένα νέο σύνθημα: «Λαέ της Κέρκυρας η απεργία θανάτου συνεχίζεται. Ο θάνατος πλησίασε. Ειδοποιήστε τους δικούς μας να ‘ρθουν για τα κουφάρια μας».
Το ίδιο σύνθημα ρίχνουν και τη 15η μέρα.
Ο λαός της Κέρκυρας νιώθει το μέγεθος του δράματος που ξετυλίγεται εκεί στη νότια πλευρά της πόλης του. Ακούει μέρα με τη μέρα τις φωνές με τα χωνιά να λιγοστεύουν. Γιατί πράγματι όλο και λιγότεροι μπορούν τώρα να φωνάζουν. Κι αυτό μαρτυράει ότι πλησιάζει το μοιραίο.
Δικηγορικός και ιατρικός σύλλογος
Γι’ αυτό ξεσηκώνεται με επικεφαλής το δικηγορικό και ιατρικό σύλλογο. Αυτοί οι σύλλογοι σχηματίζουν μια πολυάριθμη επιτροπή και επισκέπτονται τη φυλακή. Σε μια μεγάλη γκρούπα απ’ αυτούς επέτρεψε η διεύθυνση να μπει μέσα στις αχτίνες.
Εκεί βλέπουν αυτά τα σκελετωμένα νεανικά κορμιά και με καταφανή συγκίνηση εκφράζουν λόγια συμπαράστασης, όπως: «Σας υποσχόμαστε ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, για να σταματήσουν οι εκτελέσεις. Δείξτε εμπιστοσύνη σε μας. Αφήστε να χειριστούμε το ζήτημά σας, σα να είστε εμείς οι ίδιοι. Κατανοούμε τη θέση σας και νιώθουμε το δράμα σας. Γι’ αυτό θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, ό,τι είναι δυνατό. Είμαστε πεπεισμένοι ότι θα πετύχουμε αυτό που δίκαια ζητάτε…».
Αυτά και πολλά άλλα είπαν οι άνθρωποι αυτοί. Πραγματικά αυτοί οι φιλάνθρωποι επιστήμονες μίλαγαν με την καρδιά τους. Εκφράζανε τα αισθήματά τους και τα αισθήματα των συμπολιτών τους της Κέρκυρας. Όχι μόνο την επιθυμία αλλά και τη διάθεση να κάνουν ό,τι μπορούν για να τις αποτρέψουν.
Ξεσηκωμός συμπαράστασης
Και πρέπει να ειπωθεί ότι ο ξεσηκωμός αυτής της συμπαράστασης, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ήταν μεγάλη αποκοτιά, που απαιτούσε μεγάλο θάρρος.
Έτσι, όπως μαθεύτηκε, έστειλαν ένα υπόμνημα προς την κυβέρνηση και ζήταγαν μεταξύ άλλων να σταματήσουν στην Κέρκυρα οι εκτελέσεις κρατουμένων.
Μαζί με την υπόσχεση του ιατρικού και δικηγορικού συλλόγου και ο εισαγγελέας Εφετών της Κέρκυρας υποσχέθηκε ότι θα αναφέρει προς την κυβέρνηση το αίτημα των επιστημονικών συλλόγων με ευμένεια, αρκεί να σταματήσει η απεργία.
Φυσικά για τους κρατούμενους οι ενέργειες των γιατρών και δικηγόρων ήταν επιθυμίες στις οποίες δεν υπήρχε καμιά κυβερνητική άποψη για την ανάκληση των εκτελέσεων (…)
«Λαέ της Κέρκυρας…», λένε τώρα σποραδικά κι άτονα τα χωνιά. «Συνεχίζουμε για δωδεκάτη, για δεκάτη τρίτη ημέρα της απεργία θανάτου. Σε λίγο, μια γωνιά του όμορφου νησιού σου θα γίνει ένα απέραντο νεκροταφείο».
Με την πείνα έχουμε τελειώσει, δεν νιώθεις την ανάγκη της τροφής, ναρκώθηκες.
– Πόσες μέρες μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς τροφή, δάσκαλε;
– Αυτό εξαρτάται. Πρώτον: Δεν είναι όλοι οι οργανισμοί ίδιοι. Και δεύτερον: Να μην είναι τσακισμένοι, ταλαιπωρημένοι κι εξαντλημένοι σαν τους δικούς μας.
– Εμείς μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε;
– Από δεκαπέντε μέχρι είκοσι μέρες.
– Και μετά;
– Μετά θ’ αποδημήσωμεν εις Κύριον.
– Καλά, πώς γίνεται αυτό;
– Δεν είμαι γιατρός, πάντως στο διάστημα αυτό ο οργανισμός, τρώει τα λευκώματα και παράγει ουρία, όταν λοιπόν μεγαλώσει η ουρία, δηλητηριάζεσαι και πεθαίνεις.
– Δεν μπορώ να σηκωθώ, ούτε για το ψιλό μου. Όπως πάμε, θα το κάνω κι αυτό στο κρεβάτι.
Ανήσυχος ο γιατρός στον διευθυντή:
– Η κατάστασις είναι απελπιστική, από μέρα σε μέρα πρέπει να περιμένουμε για αρκετούς το μοιραίο.
«Απ’ το υπουργείο τηλεφωνούν συνεχώς, ο Εισαγγελέας ήρθε και μη έχοντας τι συγκεκριμένη υπόσχεση να δώσει, έφυγε. Η κατάσταση είναι κρίσιμη, όπως και να ‘ρθουν τα πράγματα», σκέφτεται ο διευθυντής, «αυτός θα γίνει το εξιλαστήριο θύμα, οι αρμόδιοι θα του φορτώσουν τις ευθύνες κι έτσι θα απαλλαγούν αυτοί». Τι να κάνει; Τα ‘χει χαμένα.
Οι εκθέσεις απ’ τις αχτίνες είναι εξαίρετες. Ηθικό άριστο, συμμετοχή απόλυτη, αποφασιστικότης καθολική. Προτάσεις να μην λυθεί κι αν ακόμα υπάρξουν θάνατοι, εάν δεν υπάρξουν σαφείς εγγυήσεις.
Αύριο μπαίνουμε στη δεκάτη πέμπτη μέρα.
Το μεσημέρι ένα συνεργείο κλείνει ερμητικά με κουβέρτες τον προθάλαμο. Γύρω – γύρω κρέμονται κουβέρτες, κατάκλειστο όπως είναι, άλλαξε όψη. Ο αγέρας δεν περνάει από πουθενά. Ο βοριάς λυσσομανάει απ’ το πρωί. Το σώμα σου σιγά – σιγά παγώνει, λίγο θέλει για να κοκαλώσει. Μπαίνοντας σε κάθε κελί, βλέπεις τέσσερα κουβαράκια ρούχα και δεν ξέρεις τι είναι μέσα, κι αν σ’ αυτά υπάρχει ζωή. Κουφάρια που ξεψυχάνε σιγά, δίχως ν’ ακούς τον επιθανάτιο ρόγχο τους. όπως συμβαίνει σ’ άλλους. Σβήνουν αθόρυβα, δίχως βοήθεια, χωρίς ελπίδα, δίχως κανένα δικό τους, για να τους κλείσει τα μάτια.
– Αντίο ζωή, αντίο άνθρωποι. Γεια σου χάρε, εδώ είμαστε «οδός αβύσσου, αριθμός μηδέν».
«Φρίκη, φρίκη», φώναζε το πρωί στο γραφείο του ένας απ’ τους γιατρούς που πήρανε μέρος στην επιχείρηση.
– Δεν ξέρω, κύριοι, αν είμαστε πιστοί στον όρκο που δώσαμε ή γίναμε επίορκοι
– Γιατί κύριε Τοπάλη;
– Ποιος μας εγγυάται, ότι αντί να συμβάλλουμε στη διατήρηση της ζωής, δεν επιταχύνουμε το τέλος της;
– Δεν το νομίζω, πετάγεται κάποιος.
– Εγώ, σαν επιστήμων και σαν άνθρωπος, πολύ το φοβάμαι και το πιστεύω πως αφού η υπόθεση βρίσκεται στα χέρια του συλλόγου μας, να ενεργήσουμε διαφορετικά.
– Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε κύριε συνάδελφε;
– Να εξουσιοδοτήσουμε τον αξιότιμο κύριο Πρόεδρο, όπως είναι και πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στο νησί μας, να μεσολαβήσει στην κυβέρνηση για ριζικότερη λύση του προβλήματος.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ», υποσχέθηκε αργότερα εκείνος.
Ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου
Μπορεί και να σκεφτόταν κάτι. Ίσως να μη σκεφτόταν τίποτα. Μπορεί και να ψευτοκοιμόταν.
Ο Παναγιώτης δεν ήταν σίγουρος. Θυμάται όμως πολύ καλά, πώς όταν άνοιξε ένα του βλέφαρο, ένα φαλακρό ανθρωπάκι του χαμογέλασε και του έκανε μια βαθειά υπόκλιση. Ούτε έδωσε σημασία και το μάτι του ξανάκλεισε. Ύστερα, σκέφτηκε πως δεν είναι κάτι το συνηθισμένο για τη φυλακή, ένας άνθρωπος στην πόρτα του κελιού να σου κάνει χαμογελαστές υποκλίσεις. Γι’ αυτό ξανάνοιξε το μάτι του. Ο ανθρωπάκος επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις. Αν είχε μεγαλύτερη μύτη θα ήταν ίδιος ο Μορφονιός.
Ο Παναγιώτης τον βρίσκει γουστόζικο. Ούτε τον νοιάζει, ούτε σκέφτεται καθόλου να εξηγήσει, πώς διάολο φύτρωσε μπροστά του αυτή η φιγούρα. Άνοιξε και τ’ άλλο μάτι. Πίσω απ’ τον ανθρωπάκο, άλλοι δυο. Αυτοί δείχνουν ψηλοί. Οι φάτσες τους συνηθισμένες, δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο ή το κωμικό. Στέκονται και τον κοιτάζουν. Δεν τον πειράζει. Αφού τους αρέσει ας κάθονται. Στο κάτω – κάτω να, κι αυτός τους κοιτάζει.
Η αναγκαστική σίτιση δεν έδωσε τ’ αποτελέσματα που υπολόγιζε η διεύθυνση. Ούτε μπορούσε να συνεχιστεί μ’ αυτόν τον τρόπο ακίνδυνα. Τρεις κιόλας απεργοί μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο από βρογχοπνευμονία, εξαιτίας της σίτισης. οι αρχές αναγκάστηκαν να κάνουν λίγο πίσω κι επέτρεψαν να εκδηλωθεί μια μεσολαβητική πρωτοβουλία των επιστημονικών σωματείων της πόλης για τη λύση της απεργίας.
Δεν ήταν μόνο ο αντιπρόσωπος του δικηγορικού συλλόγου που τα ‘χασε. Τα ‘χασαν κι οι δυο γιατροί μαζί του. Και να πεις πως αυτοί ήταν αμάθευτοι από τέτοια; Όσο κι αν είχαν εξοικειωθεί με την αθλιότητα της αρρώστιας, μ’ όλες τις μορφές του πόνου και της καταστροφής της ανθρώπινης ύπαρξης, μπρος σ’ αυτά τα νεκροζώντανα πτώματα, που ανάδιναν μια βαρειά μπόχα αποσύνθεσης, ένιωσαν ένα κλονισμό. Θαρρείς και μπήκαν σε κάποιο νεκροταφείο με πολλή δουλειά, που οι πεθαμένοι περιμένοντας τη σειρά τους, είχαν πάρει να μυρίζουν. Γιατί πραγματικά, οι σκελετοί αυτοί ανάδιναν μια μπόχα ψόφιου. Σταμάτησαν. Έκαναν να πισωπατήσουν, αλλά μετά προχώρησαν.
Το θέαμα τους είχε όλους αναστατώσει. Ο σκοπός τους ήταν να μιλήσουν με τους απεργούς. Να τους πείσουν, όσο περνούσε απ’ το χέρι τους, να σταματήσουν. Μα όταν η φιλήσυχη κι ανυποψίαστη ψυχή τους άγγιξε ξαφνικά τη δύναμη που κρυβόταν πίσω από τ’ αποτέλεσμα της αυτοκαταστροφής, έμειναν άφωνοι και μες στη σαστιμάρα τους, στέλναν καλότροπα και συγκινημένα χαμόγελα στους απεργούς. Έτσι έφτασαν και στάθηκαν μπροστά στον Παναγιώτη. «Ο ανθρωπάκος», ήταν πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου. Από παλιά αριστοκρατική οικογένεια της επαρχίας. Πολύ μορφωμένος. Ευγενικός. Σ’ όλες τις εκδηλώσεις του, επαγγελματικές, κοινωνικές, είχε δώσει ένα φιλανθρωπικό χαραχτήρα. Κανά δυο φορές, πήγε να ρωτήσει από συνήθεια: «Πώς τα περνάτε, καλά;». Φοβήθηκε μήπως νομίσει ο Παναγιώτης πως τον κοροϊδεύει και σώπασε. Διστάζει να μιλήσει μην πει καμιά κουβέντα και λυπήσει τους ανθρώπους αυτούς. Στην αμηχανία του χαμογέλασε. Και το χαμόγελό του είναι γεμάτο καλοσύνη, συγκίνηση και συμπόνια. Οι καλομαθημένοι άνθρωποι νιώθουν περισσότερο την ανάγκη και την αξία της συμπονετικής συμπεριφοράς. Οι άλλοι, οι σκληρομαθημένοι, σα βρεθούν μπροστά σε μια τέτοια εκδήλωση δεν τους κάνει εντύπωση, κι αντίς να συγκινηθούν, πολλές φορές γελάνε. Για τον ίδιο λόγο ο Παναγιώτης έβρισκε κωμικό τον «ανθρωπάκο». Κάποια στιγμή ο επισκέπτης μίλησε:
– Υποφέρετε πολύ ε; Ο Παναγιώτης απάντησε με μια γκριμάτσα κουρασμένης αδιαφορίας.
Οι άλλοι ξαφνιάστηκαν. «Πώς μπορεί να δείχνει τόση αδιαφορία για τη ζωή;».
– Κι ως πού θα φτάσετε; Δεν σκέφτεστε ότι πιθανό…
– Να πεθάνουμε; Δεν μας νοιάζει. Είμαστε αποφασισμένοι, απάντησε ο Παναγιώτης. Μετά η κουβέντα, όταν αυτοί του αποκάλυψαν το σκοπό της επίσκεψής τους, πήρε σοβαρό χαραχτήρα.
– Αν δεν μας δώσουν υποσχέσεις πως θα σταματήσουν τις εχτελέσεις, δεν σταματάμε.
– Μα δεν καταλαβαίνετε, πως το κράτος δεν… Πρέπει και σεις να δείξετε μια ελαστικότητα…
– Για μας είναι το ίδιο… Αν δεν πεθάνουμε τώρα, θα μας σκοτώσουν τ’ αποσπάσματα.
– Δεν είναι δυνατό. Κι ύστερα θα ζητήσουμε και μεις την επιείκεια.
– Δεν θέλουμε επιείκεια. Ζητάμε να μη μας σκοτώνουν για αντίποινα του εμφυλίου πολέμου. Να μας σεβαστούν σαν ανθρώπους που πολεμήσαμε για την πατρίδα. Καταλαβαίνετε πόσο άδικα μας φέρθηκε το κράτος;
– Δίκιο έχετε, απάντησε «ο ανθρωπάκος». Δεν το πολυπίστευε. Το είπε έτσι από ντροπή. «Εμείς έχουμε όλη τη διάθεση να σας βοηθήσουμε. Αν κάνετε και σεις λίγο πίσω». Κουβέντιασαν και μ’ άλλους.
Η τελική σούμα όλων των συζητήσεων ήταν: «Είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε».
Πριν, μπορούσαν να ‘χαν κάποιες αμφιβολίες. Τώρα όμως πείστηκαν, πως οι απεργοί δεν παίζουν. Είδαν τα εκατοντάδες κορμιά ξερά και πεθαμένα πάνω στα κρεβάτια τους. Τους φάνηκε τρομερό!
Η καρδιά τους συγκινήθηκε και τα μάτια τους δάκρυσαν. Έφυγαν βιαστικοί με την απόφαση να κάνουν ό,τι μπορούν για να τους σώσουν.
Ο Παναγιώτης μέσα στον πρωινό λήθαργο, για πραγματικό ύπνο δεν μπορούσε πια να γίνει λόγος, άκουσε τις φωνές: «Συνεχίζουμε για δέκατη πέμπτη μέρα». Ακόμα κι η σκέψη του θανάτου, που άλλοτε τον απασχολούσε και τον τάραζε τόσο, τώρα δεν περνάει καθόλου απ’ το μυαλό του. Κι αν τον σκεφτεί δεν τρομάζει πια. Αγγίζοντάς τον καθημερινά, φαίνεται τον συνήθισε. Στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ αποφασίσει τίποτα. Μην κοιτάς που το ‘λεγε αυτό στον «ανθρωπάκο».
Ο Ανανίας ξύλιασε. Κοντεύει να πεθάνει. Ο νοσοκόμος τα ‘χει χάσει. Αν ήταν ο Νικολάου… Αυτός ήξερε πολλά. Με χίλια βάσανα πέτυχε να του δώσουν ένα τούβλο ζεστό. Του το ‘βαλε στα πόδια. Μετά του ‘κανε μια εντριβή να σταματήσει με κάθε τρόπο το ξεπάγιασμα… Η γενική εντύπωση, είναι πως ο Ανανίας δεν θα βγει πέρα. Τον περιμένουν από στιγμή σε στιγμή να σβήσει.
Ο Έλατος δεν μπορεί να το χωνέψει πως θα τον χάσουν μεσ’ από τα χέρια τους. Και μια που νιώθει ακόμα κάποιες δυνάμεις σηκώνεται κι αρχίζει να τρίβει τον Ανανία να τον ζεστάνει, να του δώσει μια σπίθα ζωής. «Αδερφέ μου Πέτρο», λέει του Πανάγνου με συγκίνηση. «Να γλιτώσουμε το δάσκαλο». Και σφίγγοντας τα χείλη αφήνει τα χαλαρωμένα του δάχτυλα να πασπατεύουν τα ξυλιασμένα πόδια του Ανανία. Μια στιγμή, έπιασε μερικές τρίχες και τις τράβηξε, για να δει αν ο Ανανίας θα νιώσει τίποτα. Μαζί με τις τρίχες ξεκόλλησε και λίγο δέρμα. Ο Ανανίας δεν πήρε καθόλουείδηση. Ο Έλατος αναστατώθηκε. Πήγε κοντά στον Πανάγνου. Κοίτα, ξεκολλάει το κρέας του. Τα πόδια του είναι πεθαμένα…. Όσοι μπόρεσαν να σηκωθούν και να φτάσουν ως το κελί του κι οι άλλοι με τη σκέψη τους του στείλαν το στερνό χαιρετισμό τους. Κανείς δεν πιστεύει να τον ξαναδεί το πρωί ζωντανό.
Το βράδυ φώναξαν, δηλαδή δυο -τρεις άνθρωποι μόνο: «Λαέ της Κέρκυρας. Ειδοποίησε τους δικούς μας να ‘ρθουν να μας δουν για τελευταία φορά».
Κι «ο ανθρωπάκος» με την παρέα του, που υποσχέθηκε; Πάει χάθηκε. Ας έρχονταν τουλάχιστον να μας πουν: ΟΧΙ. Να σταθούν απέναντι με τις αστείες υποκλίσεις τους.
Ένα αλαφρό σκούντημα. Άνοιξε τα μάτια του. Είδε το νοσοκόμο. Τον ρώτησε με τα μάτια τι θέλει και κείνος του ‘δειξε κατά την πόρτα. Κι είδε τον «ανθρωπάκο» με την παρέα του να υποκλίνονται και να χαμογελούν. Θάρρεψε πως από κάποιο βαθύ πηγάδι τον τράβηξαν και τον ανέβασαν στο φως και στο χαρούμενο ήλιο. Ένιωσε μέσα του να φτερουγίζει η ελπίδα. Ο «ανθρωπάκος» έδειχνε κουρασμένος. Είχε την ικανοποίηση του ανθρώπου, που φέρνει μια αχτίδα χαράς σ’ ένα δυστυχισμένο σπίτι. Πίστευε πως οι προτάσεις που κουβαλούσε θα γίνονταν δεχτές κι έτσι το δράμα θα ‘παιρνε τέλος. Πλησίασε και μίλησε:
– Να λύσετε την απεργία και οι αρχές υπόσχονται να εξετάσουν με πνεύμα κατανόησης και ανθρωπισμού, τα αιτήματά σας.
Ο Παναγιώτης απογοητεύτηκε. Τα ίδια γνώριμα λόγια της εξουσίας. Αρνήθηκε. Συζήτησαν. Κουράζεται. Έχει θυμώσει. Έβλεπε τις αρχές να παίζουν με τον πόθοτους για τη ζωή. Τους το ‘κοψε:
– Δεν παραδινόμαστε δίχως όρους. Αυτοί θέλουν να ζήσουμε για να μας στήσουν τ’ αποσπάσματα. Αφήστε μας να πεθάνουμε τώρα. Σας ευχαριστούμε. Δεν μπορείτε τίποτ’ άλλο. Πέστε στους αδικητές μας… όχι, τίποτα. Συχωράμε. Πέστε σ’ όλους την τελευταία μας θέληση. Φτάνει τόσο αίμα.
Σταμάτησε και τους κοίταξε με τα θολά κουρασμένα μάτια του και πρόστεσε με τη σβησμένη φωνή του:
– Τα πόδια μας ξύλιασαν, τα χέρια μας πάγωσαν. Θα πεθάνουμε, μα να ξέρετε πως ο τελευταίος χτύπος της καρδιάς μας θα ‘ναι για την Ελλάδα.
– Όχι. Δεν θα πεθάνετε! είπε ο «ανθρωπάκος» με την παρέα του και ξανάφυγαν αναστατωμένοι και βιαστικοί για μια τελευταία εξόρμηση για τη σωτηρία τους.
Ίσως να ‘χε περάσει μια ώρα, ίσως και παραπάνω, όταν κάλεσαν την απεργιακή επιτροπή στο γραφείο του διευθυντή.
Ο «ανθρωπάκος» με την παρέα του απόσπασαν κάποιες παραχωρήσεις απ’ τις αρχές. Έφεραν και τον Εισαγγελέα για να εγγυηθεί την τήρηση των όρων. Ο Παναγιώτης ξανάπεσε. Δυο απεργοί βρέθηκαν γεροί. Στηρίχτηκε ο καθένας τους πάνω σε δυο φύλακες και φτάσαν ως το γραφείο που τους περίμεναν.
Στο γραφείο του διευθυντή ο Εισαγγελέας και ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου κι άλλοι συζητούν πολλή ώρα τις πιθανές εξελίξεις. Πολλά σχέδια εξετάζονται, δίχως να μπορούν να καταλήξουν. Επικοινώνησαν και με το υπουργείο. Ούτε κι αυτοί έχουνε τίποτε συγκεκριμένο. Είναι θέμα κυβερνητικής πολιτικής γενικά. Ο πρόξενος πάντως επιμένει σε κάποια αναστολή εκτελέσεων «για τους καταδίκους των φυλακών της Κέρκυρας, ως παραχώρησιν προς τους κατοίκους του νησιού και τον μεσολαβήσαντα σύλλογον».
Αργότερα την ίδια μέρα το μήνυμα αναστολής πέρασε σ’ όλους σ’ όλες τις αχτίνες:
– Αποφασίσαμε την αναστολή της απεργίας. Δεν ακουγόταν όμως η φωνή κανενός δυνατά και τα λόγια του τα επαναλάβαινε δυνατά ο νοσοκόμος. Δεν την λύνουμε. Την αναστέλλουμε. Κι αν δεν τηρήσουν τις υποσχέσεις που μας δώσαν θα ξαναρχίσουμε.
– Μια φορά υποσχέθηκαν πως «εδώ» δεν θα γίνονται εκτελέσεις.
– Δέχτηκαν να μας αφήνουν και περισσότερες ώρες έξω. Όλα μας τα αιτήματα τα δέχτηκαν
– Πώς το εννοούνε, όταν λεν πως εδώ δεν θα γίνονται εκτελέσεις;
Η απόφαση-υπόσχεση για το σταμάτημα των εκτελέσεων ήταν τόσο θολή, που απ’ την αρχή γέννησε πολλές αμφιβολίες.
«Θα κρατήσουν την υπόσχεσή τους; Και τι θα πει; Κι αν είχαν στο νου τους να μη συνεχίσουν τις εκτελέσεις εδώ στην Κέρκυρα, δεν ήξεραν να το πουν πιο καθαρά;».
10 Μαρτίου 1949, ξημέρωμα: γενική παράλυση σ’ όλο το σώμα. Τα πόδια σου, απ’ τα γόνατα και κάτω είναι δυο ξύλα παγωμένα. Απ’ τη χθεσινή εξάντληση, δεν έχεις κουράγιο ούτε τα μάτια ν’ ανοίξεις.
– Καλύτερα έτσι, σαν πεθάνουμε, να μην μείνουνε ανοιχτά και μας στραβώνει το χώμα…
– Ήμουν περίεργος δάσκαλε να δω αν αληθεύει αυτό που λένε: «Κλαίω κι οδύρομαι όταν ατενίσω το θάνατο».
– Και τι διαπίστωσες;
– Πως αυτός που το ‘γραψε δεν είχε ιδέα για θάνατο.
Στη διεύθυνση ανακοινώθηκε ότι η απεργία αναστέλλεται προσωρινά.
Η απεργία λύθηκε (…) Με διχασμένες τις απόψεις των απεργών (…)
Δυο – τρεις μήνες αναστολή κάτι ήταν κι αυτό.
Η εξάντλησή τους ήταν καθολική. Η ανάρρωσή τους αργή και βασανιστική.
Ένας από τους επικεφαλής τους υπέκυψε στη διεύθυνση, υπέγραψε δήλωση μετανοίας. Ο αρχιφύλακας κρατώντας τον αγκαζέ περνάνε μία – μία τις αχτίνες και προσκαλεί τους κρατουμένους να μιμηθούν το παράδειγμά του. Ο διευθυντής και οι φύλακες έτριβαν τα χέρια τους, περίμεναν μια νέα φουρνιά δηλωσιών.
Μια παγερή σιωπή και περιφρόνηση ήταν η απάντηση όλων μας.
– Σας τον πήραμε τον αρχηγό, μας πετάει προκλητικά ο φύλακας.
– Εμείς δεν έχουμε αρχηγό, αλλά αρχές.
– Σας τον πήραμε…, ο αρχιφύλακας.
– Στ’ αρχ… μας, είπε ο Ντακόγιαννης κι έδειξε τ’ αχαμνά του.
Το ηθικό δεν είχε χαθεί.
– Κύριε αρχιφύλακα, όποιος έχει τη δύναμη να βλέπει το μέλλον δεν νικιέται ποτέ. Ζήτω ο κομμουνισμός. Ζήτω το ΚΚΕ.
Με τη λύση της απεργίας, ωχρά και σκελετωμένα κορμιά προσπαθούν να σηκωθούν από τους υγρούς τάφους-κελιά και να βγουν στα προαύλιά τους για να χαϊδέψει για λίγο ο ήλιος τα αχνά πρόσωπά τους. Μα οι περισσότεροι ζαλίζονται και σωριάζονται στους διαδρόμους των διαζωμάτων. Τώρα έχουν ανάγκη μιας ιδιαίτερης περίθαλψης για να αναρρώσουν. Πώς όμως να αναρρώσουν μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες διαβίωσης, αυτά τα σωματικά ερείπια που είχαν φτάσει ομαδικά ως την πύλη του Αχέροντα;
Μερικοί υποφέρουν τρομερά ώσπου να αρχίσουν να ενεργούνται. Είχε στεγνώσει και είχε ξεραθεί εντελώς το πεπτικό τους σύστημα. Και στην πρώτη προσπάθειά τους για εκκένωση άκουγες ακράτητα βογκητά από τους πόνους και να πέφτουν στο δάπεδο λιπόθυμοι.
Στη μεγάλη αυτή δοκιμασία, μερικοί πολιτικοί κρατούμενοι -βέβαια λίγοι- δεν άντεξαν. Κατά τη διάρκειά της πέρασαν στην αχτίνα των «ανανηψάντων». Μετά την απεργία η ζωή των κρατουμένων άρχισε σιγά-σιγά να βρίσκει τον προηγούμενο ρυθμό της. Παιχνίδια, φωνές, καλαμπούρια και πειράγματα γεμίζουν την ατμόσφαιρα του μπουντρουμιού και δίνουν το μέτρο της ζωής των νέων.
Ηρωισμός απροσμέτρητος. Προφανώς, φίλες και φίλοι, όταν πραγματοποιούμε εκδηλώσεις τιμής και μνήμης στη μαρτυρική νησίδα Λαζαρέτο, τιμούμε αρετές σπουδαίες ανθρώπων που τίμησαν τα χώματά μας. Υπερασπίστηκαν με αξιοπρέπεια και γενναιότητα τις αρχές τους, το δίκιο, ιερά ανθρώπινα δικαιώματα.
Τίτλους τιμής αποτελούν συγχρόνως για τον κερκυραϊκό λαό όσα αναφέρουν για τη στάση του εκείνα τα χρόνια οι ίδιοι οι απεργοί πείνας και προκύπτουν και από τα δεκάδες τοπικά δημοσιεύματα που έρχονται τώρα στο φως. Δεν είναι υπερβολή, νομίζουμε, να ειπωθεί ότι χάρη και σ’ εκείνη τη συμπαράσταση και κατακραυγή του λαού της Κέρκυρας -ας θυμίσουμε εδώ και το βιβλίο του Κερκυραίου αγωνιστή Νίκου Μητσιάλη «Οι Φωνές» για όλα εκείνα- κερδήθηκε χρόνος και σώθηκαν κιόλας ζωές.
Δεν γνωρίζουμε αν τον Νοέμβριο του 2021 είχε υπόψη του και όλα αυτά ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας κ. Δημήτρης Κουτσούμπας, όταν στο Λαζαρέτο αναφερόταν με θέρμη στα δημοκρατικά αισθήματα του κερκυραϊκού λαού και στην πολύτιμη υποστήριξη που προσέφερε στους φυλακισμένους αγωνιστές σταθερά, επί δεκαετίες. Προφανώς, ήταν απολύτως δικαιολογημένα όσα είπε.
Θυμίζοντας εκείνα τα θερμά και τιμητικά για τον λαό μας λόγια ας κλείσουμε:
«Εκφράζουμε σήμερα, από το ηρωικό Λαζαρέτο, την ευγνωμοσύνη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας προς τον κερκυραϊκό λαό για τη θερμή φιλοξενία και φροντίδα που επιφύλαξε στους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές, όταν αυτοί απελευθερώθηκαν από τη νησίδα, με τη βοήθεια του ναυτικού κλάδου του ΕΛΑΣ, ενώ οι ναζί βομβάρδιζαν όλη την Κέρκυρα. Και όχι μόνον γι’ αυτό. Είμαστε ως Κόμμα ευγνώμονες για την ηθική και έμπρακτη πολλαπλή υποστήριξη του δημοκρατικού λαού της Κέρκυρας στα αμέτρητα μέλη, υποστηρικτές, ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ που, μαζί βέβαια και με πολλούς Κερκυραίους, υπέφεραν επί μισόν αιώνα για το δίκιο του λαού στις αποτρόπαιες φυλακές της Κέρκυρας.
»Στην ακτίνα “Θ” κρατούνταν οι πολιτικοί κρατούμενοι. Από τα κελιά των Φυλακών της Κέρκυρας πέρασαν εκατοντάδες στελέχη και μέλη του ΚΚΕ και εκατοντάδες άλλοι αγωνιστές.
»Από την Κέρκυρα πέρασε ο Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, από το 1936 έως το 1940, ενώ στη συνέχεια μεταφέρεται στα μπουντρούμια της Ασφάλειας στην Αθήνα και από εκεί το 1941 στο Νταχάου, μέχρι το Μάη του 1945.
»Από την Κέρκυρα πέρασαν ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Άρης Βελουχιώτης.
»Ο Χαρίλαος Φλωράκης που το 1954 αντίκρισε πρώτη φορά την Κέρκυρα με αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια.
»Ο Μανώλης Γλέζος ως μέλος του ΚΚΕ, ο Αντώνης Αμπατιέλος, ο Μήτσος Παπαρήγας και μία ατελείωτη λίστα κομμουνιστών και αγωνιστών.
»Στις φυλακές της Κέρκυρας οδηγήθηκε το 1938 ο Γραμματέας της ΟΚΝΕ Χρήστος Μαλτέζος, όπου τον έριξαν στην Ακτίνα “Θ” μαζί με τον Νίκο Ζαχαριάδη και άλλα μέλη της ΚΕ του Κόμματος. Ο Χρήστος Μαλτέζος υπέστη τα πάνδεινα για να υπογράψει δήλωση μετάνοιας: Του έκαναν φάλαγγα, τον έκαιγαν με καυτό λάδι, αποπειράθηκαν να του καρφώσουν πέταλα στα πόδια. Αυτός όμως στάθηκε αλύγιστος μέχρι το τέλος, με αποφασιστικότητα, σεμνότητα, ηρωισμό.
»Σώζονται σε εκδόσεις και στα Αρχεία του ΚΚΕ άφθονες μαρτυρίες για την πολύτιμη εκείνη υποστήριξη του λαού της Κέρκυρας.
»Με το βαθιά ταξικό, δημοκρατικό κριτήριό του ο λαός εξέλαβε όλους εκείνους τους αγωνιστές ως σάρκα από τη δική του σάρκα. Ως μέρος του δικού του εαυτού. Όπως και ήταν πραγματικά σάρκα από την καλύτερη σάρκα του ελληνικού λαού.
»Αιώνιο τίτλο τιμής του κερκυραϊκού λαού αποτελεί η συμπαράσταση και η υποστήριξη που προσέφερε ειδικότερα στους μελλοθάνατους αγωνιστές τα χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, κυρίως από το 1947 έως το 1949, κατά τη διάρκεια των ζοφερών εκτελέσεων στο Λαζαρέτο».
* Το θέμα αφιερώνεται, με την ευκαιρία της σημερινής συμπλήρωσης 104 χρόνων από την ίδρυσή του, στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας για τους άξιους αγωνιστές γιους του.