Ένα βαρύ άρωμα πρόωρων εκλογών διαχέεται στην πολιτική ατμόσφαιρα. Κατά πόσον, αυτά τα σενάρια, μπορούν να επαληθευτούν ή όχι;
Θα αρχίσουμε την ανάλυσή μας, με μια γενικά αποδεχτή παραδοχή: Μια οποιαδήποτε κυβέρνηση, προκηρύσσει εκλογές, στις εξής περιπτώσεις :
- Με την συνταγματική εκπνοή της θητείας της,
- Όταν χάσει τη δεδηλωμένη στη Βουλή,
- Πρόωρα, επικαλούμενη υπαρκτό εθνικό θέμα ή «πολιτικά υποκρινόμενη εθνικό θέμα», σε περίπτωση κατά την οποίαν επιδιώκει να «σώσει τα σωζόμενα», από μια γενικότερη πολιτική – οικονομική – κοινωνική κρίση, καθώς η εξάντληση της θητείας της θα μείωνε έτι περαιτέρω την ήδη λαβωθείσα κομματική επιρροή ή το ήδη τρωθέν πολιτικό γόητρό της.
Είναι σαφές, πως μια ενδεχόμενη πρόωρη κάλπη, στην παρούσα χρονική και πολιτική συγκυρία, ανταποκρίνεται πλήρως στην τρίτη από τις παραπάνω αναφερθείσες περιπτώσεις.
Ο πρωθυπουργός αντιμετωπίζει δύσκολα και πολύπλοκα διλλήματα και αδιέξοδα, καθώς η μη αναμενόμενη, σε διάρκεια και ένταση, κρίση στην Ουκρανία, επιτείνει, οξύνει, εντείνει, διευρύνει και πολλαπλασιάζει τα ήδη δημιουργηθέντα από την δεκαετή μνημονιακή περιπέτεια της χώρας προβλήματα και τα περιέπλεξε ακόμη περισσότερο η υγειονομική κρίση από τον covid19, η οποία με τη σειρά της δεν έχει ακόμα κοπάσει.
Η ακρίβεια καλπάζει, ο πληθωρισμός γιγαντώνεται, η περιώνυμη Ανάπτυξη παραμένει ακριβοθώρητη, ο πόλεμος προσθέτει προβλήματα, ακυρώνει κυβερνητικά σχέδια και η κυβέρνηση μοιράζει αδύναμα επιδόματα, κρύπτοντας τις δικές της λάθος πολιτικές πίσω από την καταιγίδα;
Μέσα σ αυτό, το μη πολιτικά εύκρατο πολιτικά κλίμα, στο πολιτικό παρασκήνιο εξυφαίνονται διάφορα σενάρια για πρόωρες εκλογές.
Τα σενάρια εκλογών που «παίζουν»
Σενάρια πρώτο – Εκλογές τον Οκτώβριο : Η εκδοχή εκλογών τον Οκτώβριο, «έπαιζε πολύ» μέχρι και πριν ξεσπάσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι, μετά την μέχρι τότε διαφαινόμενη κάμψη της πανδημίας και μετά από μια τουριστική σεζόν με ανάκαμψη της οικονομίας, που θα δημιουργούσε και μια ανάλογη κοινωνική ανακούφιση και αισιοδοξία, θα ήταν μια καλή πολιτική ευκαιρία να στηθούν οι κάλπες. Από το Βήμα της ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα προκήρυσσε εκλογές, πριν τη σύνταξη του προϋπολογισμού για το 2023, που κατά γενική ομολογία θα είναι δύσκολος και θα τον χρεωνόταν η κυβέρνηση, που αυτομάτως θα διέψευδε την περί του αντιθέτου επικοινωνιακή της πολιτική.
Στους αρχικούς υποστηρικτές του σεναρίου για εκλογές τον Οκτώβριο, – και είναι πολλά πρωτοκλασάτα στελέχη της γαλάζιας παράταξης και της κυβέρνησης – , προστίθενται κι εκείνοι που κρίνουν πως, μέχρι τότε, θα έχει σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα έχει αποκατασταθεί η ρευστότητα στο διεθνές περιβάλλον και θα έχουν ομαλοποιηθεί έστω και σε κάποιο βαθμό οι τιμές στην ενέργεια.
Οι αρνητές του εν λόγω εκλογικού σεναρίου, προτείνουν επίσπευση των εκλογών και προτάσσουν τις αμφιβολίες τους για όλα τα προαναφερθέντα. Επιπλέον εκφράζουν φόβους για πιθανές πυρκαγιές το Καλοκαίρι με τις συνεπαγόμενες αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, ενώ δεν παραλείπουν να επικαλούνται και μια αναμενόμενη πολιτική ανάκαμψη της αντιπολίτευσης, η οποία, όπως υποστηρίζουν, «τρέφεται» από την ακρίβεια, την «αλαζονική πρακτική» πολλών κυβερνητικών παραγόντων και από τα πολλαπλασιαζόμενα σκάνδαλα που έρχονται στην επικαιρότητα.
Σενάριο δεύτερο – Εκλογές τον ερχόμενο Μάιο : Για τον μήνα Μάιο, «παίζουν» και οι συγκεκριμένες Κυριακές, – 15 , 22 , 29 – , που συζητούνται σε πολιτικό, δημοσιογραφικό και επικοινωνιακό παρασκήνιο. Το εν λόγω σενάριο, δείχνει προς ώρας να «τρώει» το σενάριο του Οκτωβρίου καθώς υπέρ αυτού επιμένουν πρωτοκλασάτοι υπουργοί και «στενοί» συνεργάτες του πρωθυπουργού.
Τα επιχειρήματα που προτάσσουν οι υποστηριχτές του Μαΐου, είναι τα εξής :
- Οι κοινωνικά δυσβάσταχτες ανατιμήσεις στην αγορά, μπορούν κάλλιστα να δικαιολογηθούν με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αρνητική διεθνή συγκυρία.
- Σε περιόδους πολεμικών και μεγάλων κρίσεων, οι κοινωνίες συσπειρώνονται στην εκάστοτε κυβέρνηση.
- Η αντιπολίτευση δεν θα έχει προλάβει να οργανωθεί και να συσπειρωθεί εκλογικά.
- Η γενικότερη κρίση, – οικονομική και σε συνδυασμό με τα ελληνοτουρκικά – , μπορεί να δώσει πιο εύκολα «πέρασμα στην κοινωνία», του αφηγήματος της «αυτοδύναμης και σταθερής διακυβέρνησης», που προτάσσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι επιτελείς του.
Σενάριο τρίτο – εξάντληση της τετραετίας ή νωρίτερα τον Μάιο του 2023 : Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει πολλές φορές δηλώσει πως οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας με την εξάντληση της κοινοβουλευτικής θητείας της παρούσας κυβέρνησης. Θεωρεί πολιτική ασυνέπεια κι ανακολουθία μια διάψευση των δικών του δηλώσεων.
Παρά ταύτα, στο εν λόγω σενάριο, είναι αλήθεια, πιστεύουν ολοένα και λιγότεροι, μηδέ του ίδιου του πρωθυπουργού εξαιρουμένου. Ακόμα και στην ευοίωνη περίπτωση, ομαλοποίησης στο διεθνές περιβάλλον, τίποτε δεν θα είναι όπως πρώτα.
Η κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει την τιθάσευση του Δημόσιου Χρέους και να αποκαταστήσει τα «κοινωνικά ναυάγια», που μέχρι τότε θα έχουν δημιουργηθεί, ενώ η γεωστρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας, θα δημιουργήσει θέμα ταχείας επίλυσης των όποιων ελληνοτουρκικών θεμάτων με επίπτωση στις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, που θα απαιτήσουν λαϊκή αναβάπτιση της κυβέρνησης.
Αλλαγή εκλογικού νόμου
Με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο της «απλής και άδολης αναλογικής», που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, είναι μαθηματικώς αδύνατη η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του οποιουδήποτε κόμματος, αν δεν αποσπάσει το 50 + των ψήφων. Άρα, στην περίπτωση, μη σχηματισμού συμμαχικής κυβέρνησης, η χώρα οδηγείται άμεσα σε νέες εκλογές.
Αυτές οι δεύτερες ή «δίδυμες» εκλογές, θα γίνουν με το σύστημα της (κλιμακούμενης) ενισχυμένης αναλογικής (με μπόνους) που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία, το 2019. Το σύστημα αυτό δίνει μεν μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα, όπως και τα προηγούμενα συστήματα, αλλά αυτό το μπόνους είναι κλιμακωτό: όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του πρώτου κόμματος τόσο μεγαλύτερο είναι και το μπόνους.
Με τον νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το μπόνους ξεκινά από το 25% (που δίνει 20 επιπλέον έδρες) και μετά για κάθε μισή μονάδα δίνει άλλη μία έδρα και μέχρι άλλες 30 το πολύ. Το ανώτατο μπόνους είναι 50 έδρες που παίρνει το πρώτο κόμμα αν φτάσει το 40%. Από εκεί και πάνω ό,τι ποσοστό κι αν φτάσει, πάλι 50 έδρες μπόνους θα πάρει. Είναι προφανές πως οι έδρες μπόνους αφαιρούνται από το σύνολο των εδρών που μοιράζονται αναλογικά.
Σύμφωνα με αυτόν το εκλογικό νόμο, ένα κόμμα χρειάζεται 37% έως 38%, ανάλογα με το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής, προκειμένου το πρώτο κόμμα να εκλέξει 151 βουλευτές και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Τούτων όλων δοθέντων, εύκολα νοείται πως δύσκολα η Νέα Δημοκρατία, ακόμα και πρώτο κόμμα κατά τις δημοσκοπήσεις, θα αποσπάσει ποσοστό 37 με 38 % για να κερδίσει τις 151 έδρες με τον δικό της εκλογικό νόμο.
Ακριβώς γι αυτήν την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, ακόμα και μετά από δεύτερες εκλογές, συζητείται στο κυβερνητικό παρασκήνιο η αλλαγή του εκλογικού νόμου που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία, με στόχο να επανέλθει το μπόνους του νόμου Παυλόπουλου της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή.
Ωστόσο, αν επιχειρούσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να αλλάξει τον εκλογικό νόμο που η ίδια ψήφισε, πέραν των όποιων συνταγματικών ενστάσεων που εγείρονται, θα έδειχνε ότι έχει χάσει εντελώς την «αίσθηση της πραγματικότητας».
Είναι σαφές, πως μια επιχειρούμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου, με επιχείρημα την αποφυγή ακυβερνησίας, σαφώς και δικαίως θα εκληφθεί ως κυβερνητική ανησυχία για την έκβαση των εκλογών και θα μηδένιζε κατ΄ απόλυτο τρόπο και βαθμό την μέχρι τούδε ακολουθούμενη επικοινωνιακή πολιτική περί «σίγουρης πρωτιάς της κυβέρνησης, λόγω του ορθώς επιτελούμενου έργου της».
Με απλά λόγια θα κατέληγε πολιτικό μπούμερανγκ για τους παλατιανούς εμπνευστές του εν λόγω νομοθετικού εγχειρήματος, περί νέας αλλαγής του εκλογικού νόμου…