Στη πολιτική, υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός κανόνας : «Η οικονομία, ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις». Από αυτή, τη σκληρή πραγματικότητα, δεν μπορεί να ξεφύγει, ούτε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, παρά τις όποιες και όσες προσπάθειες των φίλα προσκείμενων ΜΜΕ. Αντίθετα, οι τελευταίες εξελίξεις στον οικονομικό τομέα με τον καλπάζοντα πληθωρισμό, την αύξηση επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων και όλα τούτα σε ένα δημόσιο χρέος να τρέχει με ρυθμούς 208% επί του ΑΕΠ, – χωρίς να έχουν προστεθεί τα χρέη της πανδημίας ή εκείνα των εξοπλιστικών προγραμμάτων και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε το επίσης δυσθεώρητο ιδιωτικό χρέος, είτε προς το Δημόσιο ή προς Ασφαλιστικά Ταμεία, είτε προς τράπεζες ή μεταξύ Νομικών και Φυσικών προσώπων – , δημιουργούν ένα μέγιστο πολιτικό πρόβλημα, το οποίο η κυβέρνηση προσπαθεί να «σπρώξει κάτω από το χαλί».
Παρά, τις όποιες χαλαρές και θα έλεγα πολύ αφελείς έως και επιπόλαιες δηλώσεις ανώτατων κυβερνητικών αξιωματούχων, το οικονο0μικό ζήτημα πυροδοτεί τόσο την διακομματική αντιπαράθεση, όσο και την εσωκομματική «γκρίνια», στην κυβερνώσα παράταξη, καθώς αυτή ευρίσκεται στην εξουσία κι άρα, αυτή καλείται να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά».
Παρά τις αισιόδοξες εκτιμήσεις της κυβέρνησης ότι ο φετινός πληθωρισμός για το 2022 θα κυμαινόταν κοντά στο 0,8%, η Κομισιόν αναθεώρησε τη δική της εκτίμηση για αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή στο 3,1%. Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να έρχονται αντιμέτωπα με ένα άνευ προηγουμένου κύμα ακρίβειας, τόσο σε σφοδρότητα όσο και σε διάρκεια.
Σειρήνες στις αγορές για Δημόσιο Χρέος
Οι διεθνείς αγορές, γνωρίζουν άριστα την ως άνω περιγραφείσα οικονομική πραγματικότητα. Ακριβώς γι αυτό, τα επιτόκια δανεισμού μέσα σε λίγους μήνες, από 0,51% ξεπέρασαν το ψυχολογικό όριο του 2% και πέταξαν στο 2,51%. Λίγοι ξέρουν και ελάχιστοι λένε την πικρή αλήθεια : Αν ξεπεράσουν το 3%, η κρίση χρέους μεταλλάσσεται σε κρίση δανεισμού = ΜΝΗΜΟΝΙΟ, καθώς η χώρα επιστρέφει στο 2009…!!!
Κι αν η κυβέρνηση δείχνει να ζει σε έναν ιδιότυπο «πολιτικό «νιρβάνα», στον δικό της «νιρβάνα», δείχνει να ζει και η αντιπολίτευση. Ένας, καλός και ψυχρός παρατηρητής, βλέπει πως όλη η αντιπαράθεση, αρχίζει και τελειώνει, στο αν πρέπει ή δεν πρέπει να γίνει μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης, μείωση του Ειδικού Φόρου στα καύσιμα και στην αύξηση ή μη του βασικού μισθού στα 800 ευρώ, λίγο πάνω ‘η λίγο κάτω.
Ουδείς θα αρνηθεί, όλα τούτα είναι αναγκαία και επιβεβλημένα. Όμως, μόνον ως «παυσίπονα» σε έναν βαριά άρρωστο ασθενή. Όλοι παραβλέπουν, – για να μην πω ότι αφελώς περιθωριοποιούν, σαν να μην ήθελαν να παραδεχτούν την πικρή και ωμή – κυνική αλήθεια – , πως το βασικό οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι «δεν παράγει πλούτο εδώ και δεκαετίες» και όλα τα περιμένει από μια Ενωμένη Ευρώπη, που απλά δεν είναι ενωμένη, όπως αποδεικνύει η αντιπαράθεση Βορρά και Νότου για τα οικονομικά, και η παντελής έλλειψη κοινής εξωτερικής πολιτικής, στην εσχάτως προκύψασα κρίση στην Ουκρανία.
Κυβέρνηση σε αποδρομή
Ο υπογράφων, πολλές φορές έχει υπέρ τονίσει, ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει πολιτικά αυτεγκλωβιστεί στις δικές της επιπόλαιες εικονικές πραγματικόπτητες.
Στο πεδίο της πανδημίας, περί τις 9 με 10 φορές, ο πρωθυπουργός έχει πει ότι η πανδημία κλείνει τον κύκλο της, ενώ η κοινωνία μετράει καθημερινά εκατόμβες νεκρών. Στην οικονομία έχει τάξει από τα τέλη του περασμένου Ιουνίου χρήματα από το περιβόητο ταμείο Ανάκαμψης, όταν επισήμως έχει δηλωθεί από τις Βρυξέλλες ότι τα πρώτα χρήματα θα αρχίσουν να εισρέουν στην Ελλάδα, κατά το πρώτο τετράμηνο του 2022, αν και εφόσον εγκριθούν τα εθνικά σχέδια που υποβλήθηκαν. Επί του προκείμενου, είναι γνωστό ότι τα πρώτα σχέδια επιστράφηκαν και κατατέθηκαν δεύτερα τον μήνα Δεκέμβριο.
Το μέγα θέμα της ακρίβειας, η κυβέρνηση δείχνει αδύναμη, αν όχι και απρόθυμη να ελέγξει, πολλαπλασιάζοντας, εντείνοντας, επεκτείνοντας και οξύνοντας έτι περαιτέρω τις όποιες λαϊκές δυσαρέσκειες. Στη διαχείριση έκτακτων καταστάσεων όπως ο πρόσφατος χιονιάς, σε απλές καθημερινές λειτουργίες του κράτους όπως η έκδοση των συντάξεων, αλλά και στο πεδίο της Δημοκρατίας, βλέπει ότι κυριαρχεί η σήψη, η παρακμή, η αδυναμία διαχείρισης οποιουδήποτε προβλήματος κι όλα τούτα σε συνδυασμό με μια άκρατη, έως και προκλητική αλαζονεία.
Μέσα σ αυτό το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό κλίμα, φουντώνουν τα σενάρια περί πρόωρων εκλογών και τα αντίστοιχα περί μετεκλογικών συνεργασιών. Όταν αυτά «παίζουν» ενάμιση χρόνο πριν τη λήξη της τετραετίας, είτε είναι εισαγόμενα από τις Βρυξέλλες και ξένες πρεσβείες των Αθηνών, είτε ντόπια από κέντρα και παράκεντρα του εγχώριου συστήματος, καταδεικνύουν την πλήρη απώλεια πολιτικής κυριαρχίας του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και μία κυβέρνηση σε διακριτή πλέον αποδρομή. Η πολιτική και κοινωνική εμπειρία διδάσκει, πως από τη στιγμή που αρχίζει η πτωτική πορεία για μια κυβέρνηση δύσκολα αντιστρέφεται.
ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ : Εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.;
Από την άλλη πλευρά του Φεγγαριού, στην αξιωματική αντιπολίτευση, ο Αλέξης Τσίπρας, επιδιώκει μια γενική ανασυγκρότηση , του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, ενόψει του προ Πασχαλινού Συνεδρίου του και ταυτόχρονα αναπτύσσει τον δικό του προγραμματικό λόγο: αύξηση κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, κατάργηση αντεργατικής νομοθεσίας, διαγραφή χρεών της πανδημίας για τους μικρομεσαίους, ανασυγκρότηση του δημόσιου Συστήματος Υγείας.
Παρά τις όποιες καλές προθέσεις, παραμένει ακόμα ζητούμενο, εάν ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να πείσει τους αναποφάσιστους πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να βελτιώσει τα δημοσκοπικά του ποσοστά και να διαμορφώσει ένα κύμα επιστροφής στην εξουσία. Η δυσκολία έγκειται στο κυβερνητικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρά ταύτα, οι προτάσεις του Αλέξη Τσίπρα, στοχεύουν όχι μόνον τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην ή νυν, αλλά και την κοινωνία στο σύνολό της, καθώς και τις ηγεσίες των όμορων και συγγενικών πολιτικών σχηματισμών, για τη δημιουργία ενός κοινού πολιτικού αφηγήματος για συζήτηση περί σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας σε επόμενο μετεκλογικό πολιτικό χρόνο.
Είναι σαφές, πως μια πολιτική διακομματική προεκλογική σύγκλιση στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, θα διαμορφώσει και την απαραίτητη πολιτική δυναμική στον δρόμο για τις εκλογές κι ακολούθως μια κυβερνητική πλειοψηφία για κυβέρνηση μετά τις εκλογές.
Ο ρόλος της Απλής Αναλογικής
Ο νόμος της Απλής Αναλογικής, προσφέρει ισότιμα τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, είτε κεντροδεξιάς, είτε κεντροαριστεράς. Με δεδομένη τη φθορά της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, οι συστημικές οικονομικές δυνάμεις ενισχύουν επικοινωνιακά τον Νίκο Ανδρουλάκη και το ΚΙΝΑΛ, με απώτερο στόχο να ελέγξουν πολιτικά τις ακραίες φωνές του ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης κεντροαριστεράς.
«Δεν έχουμε εμείς κανένα λόγο να συγκυβερνήσουμε με την Δεξιά. Αν θέλει ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να συγκυβερνήσει με τον κ. Βελόπουλο» είχε πει στην «Εστία», ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, ανατινάζοντας τα σενάρια συγκυβέρνησης με την ΝΔ. Στην πραγματικότητα η δήλωση αυτή του Νίκου Ανδρουλάκη αφαίρεσε από τον Μητσοτάκη την ελπίδα να παραμείνει στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές με ένα σχήμα συγκυβέρνησης, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ.
Οι προσεκτικοί παρατηρητές, των πολιτικών μας πραγμάτων, θα έχουν διαβάσει ότι σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το άθροισμα των ποσοστών .ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ΚΙΝΑΛ, υπερβαίνει κατά πολύ τα ποσοστά της ΝΔ. Κι αυτό συμβαίνει, καθώς το ΚΙΝΑΛ, αφαιρεί αναλογικά περισσότερους ψήφους από την ΝΔ παρά από το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
Τούτων όλων δοθέντων, σε εκλογές με απλή αναλογική το άθροισμα των εδρών ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ΚΙΝΑΛ είναι σαφώς μεγαλύτερο από τις έδρες που λαμβάνει η Νέα Δημοκρατία, γεγονός που δείχνει πως τα δυο κόμματα, εφόσον συνεννοηθούν διαθέτουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, μηδέ εξαιρουμένης και της δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, χωρίς τη δημιουργία τρίτου κυβερνητικού εταίρου.
Επί τούτου, ο εκλογολόγος, Ηλίας Νικολακόπουλος, ξεκαθάρισε ότι, σε περίπτωση που στις δημοσκοπήσεις η διαφορά ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, πέσει κάτω από το 7%, ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί και η εκλογική πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ, καθώς δημιουργείται μια άλλη πολιτική δυναμική.
Γ. Σπ. Π.