Την Τετάρτη 18 Μαΐου 2022 θα διεξαχθούν οι εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα, η κατά την υπουργό Παιδείας «Ελληνική PISA», για 6.000 μαθητές/τριες της ΣΤ τάξης των Δημοτικών σχολείων και 6.000 της Γ τάξης των Γυμνασίων. Συγκεκριμένα στο άρθρο 104 του Ν.4823/3-8-2021 προβλέπεται ότι κάθε σχολικό έτος θα διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις υποχρεωτικά για τους μαθητές της ΣΤ τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ τάξης των γυμνασίων. Εξετάσεις στη Νεοελληνική Γλώσσα και στα Μαθηματικά, με πρόβλεψη, κατόπιν υπουργικής απόφασης οι εξετάσεις να αφορούν και σε άλλα γνωστικά αντικείμενα καθώς και σε άλλες τάξεις.
Για τη φετινή χρονιά 2021-2022 και όπως δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης ορίζονται 300 Δημοτικά και 300 Γυμνάσια που θα συμμετάσχουν στις εξετάσεις της Ελληνικής PISA. Τα σχολεία που επελέγησαν αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα από το σύνολο των σχολείων της χώρας, ανά βαθμίδα εκπαίδευσης (εκτός από τα ειδικά σχολεία και τα ξενόγλωσσα σχολεία).
Σκοπός των ως άνω εξετάσεων σύμφωνα με το Υπ. Παιδείας είναι η εξαγωγή πορισμάτων, σχετικά με την πορεία υλοποίησης των Προγραμμάτων Σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, Διευθύνσεων Εκπαίδευσης και σχολικής μονάδας. Επικεντρώνονται συγκεκριμένα στην έγκυρη και αξιόπιστη διάγνωση των γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων των μαθητών και μαθητριών σε θέματα Γλώσσας – Κατανόησης Κειμένου και Μαθηματικών, σύμφωνα με τα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα, όπως αυτά αναφέρονται ή περιγράφονται στα σχετικά Προγράμματα Σπουδών. Τα δε αποτελέσματα των εξετάσεων είναι ανώνυμα και δεν συνεκτιμώνται από τους/τις εκπαιδευτικούς κατά την αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών/τριών στα συγκεκριμένα μαθήματα.
Μελετώντας τα κείμενα των νόμων, των υπουργικών αποφάσεων αλλά και το πληροφοριακό υλικό της ιστοσελίδας του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) δημιουργούνται εύλογες απορίες, ερωτήματα και ανησυχίες για τους πραγματικούς σκοπούς και στόχους του συγκεκριμένου διαγωνισμού. Χωρίς να είμαι αφοριστικός στη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή της θέσπισης του θεσμού των εξετάσεων τύπου pisa θα ήθελα να διατυπώσω κάποιους από τους προβληματισμούς μου που ίσως αποτελούν σκέψεις και πολλών άλλων συναδέλφων που βιώνουν καθημερινά την εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Είναι απορίας άξιο γιατί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου επιλέγει να θεσμοθετήσει και να υλοποιήσει αυτού του τύπου τις εξετάσεις προκειμένου να εξάγει συμπεράσματα για τα μαθησιακά αποτελέσματα όπως αναφέρονται στο πρόγραμμα σπουδών, όταν έχει ήδη εξαγγείλει την αλλαγή αυτών των προγραμμάτων σπουδών. Για ποιο λόγο δεν περιμένει να εφαρμοστούν τα νέα προγράμματα σπουδών και στη συνέχεια να διεξάγει τον συγκεκριμένο διαγωνισμό; Ή γιατί δεν διεξάγει πρώτα το διαγωνισμό και στη συνέχεια και με βάση τα δεδομένα των αποτελεσμάτων να προχωρήσει στη διαμόρφωση των νέων προγραμμάτων σπουδών.
Ο καθένας θα μπορούσε να αναρωτηθεί κατά πόσo θα είναι ασφαλή τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από έναν τέτοιο οριζόντιο τυποποιημένο διαγωνισμό, όταν τα θέματα και γενικά η φιλοσοφία των θεμάτων απέχουν κατά πολύ από την καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική, από αυτά που οι μαθητές και οι μαθήτριες διδάσκονται και εξετάζονται σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα στα σχολεία.
Ένας προβληματισμός που προκύπτει επίσης είναι ότι διεξάγοντας έναν τέτοιο διαγωνισμό κάθε χρόνο πόσο εξετασιοκεντρικό μετατρέπεται άραγε το εκπαιδευτικό σύστημα από το δημοτικό σχολείο; Αν είναι αυτός ο στόχος, τότε η θέσπιση του συγκεκριμένου διαγωνισμού σίγουρα θα οδηγήσει στη μετατροπή των μεγάλων τάξεων του δημοτικού σχολείου σε ένα μηχανισμό προετοιμασίας μαθητών και μαθητριών στην συγκεκριμένου τύπου εξέτασης με αυστηρά δομημένα χαρακτηριστικά με κίνδυνο να περιοριστεί κατά πολύ η καλλιέργεια της συνεργατικής μάθησης, να επικρατήσει ο κατακερματισμός της γνώσης και η εγκατάλειψη της ολόπλευρης διερεύνησης ενός αντικειμένου μέσω των σχεδίων δράσεων. Υπάρχει με λίγα λόγια ο κίνδυνος να μετατραπούν και τα δημοτικά σχολεία σε εξεταστικά κέντρα όπως σε μεγάλο βαθμό επικρατεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ποιος υπουργός και ποια πολιτική ηγεσία εγγυάται ότι τα αποτελέσματα του διαγωνισμού αυτού δεν θα αξιοποιηθούν ως χρήσιμο γι’ αυτούς εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και δεν θα χρησιμοποιηθούν ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών; Ποιος εγγυάται ότι τα αρνητικά αποτελέσματα δεν θα έχουν σαν συνέπεια την τιμωρία των σχολικών μονάδων, την μειωμένη χρηματοδότηση, τη συγχώνευσή τους με άλλες ή ακόμη και την κατάργησή τους λόγω μαθητικής διαρροής από τη δημιουργία αρνητικού αντίκτυπου στους γονείς, αντί για την ουσιαστική επιστημονική παρέμβαση για τη βελτίωση της επίδοσης των παιδιών;
Πόσο εφικτό είναι άραγε να βγουν ασφαλή συμπεράσματα από μια οριζόντια διαδικασία εξετάσεων σε μαθητές και μαθήτριες που εκπαιδεύονται κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες κοινωνικοοικονομικές, οικογενειακές, συνθήκες σχολικών υποδομών και πόσο θα συμβάλει ένας τέτοιος διαγωνισμός στην άμβλυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων που είναι έντονες σε πλήθος σχολείων της επικράτειας;
Ο φόβος που κυριαρχεί είναι ότι με τη θέσπιση του διαγωνισμού τύπου PISA επιχειρείται μέσω των πορισμάτων του να δοθεί συγκεκριμένη κατεύθυνση στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, δεν προωθείται η ανάπτυξη της γνώσης αλλά της δεξιότητας, ο μαθητής δεν θα εκπαιδεύεται αλλά απλά θα καταρτίζεται.
Αυτού του είδους την εκπαίδευση οραματιζόμαστε;