Η νησίδα Λαζαρέτο δεσπόζει καταπράσινη καταμεσής του πελάγους περίβλεπτη από όλους για να μας θυμίζει τον τόπο μαρτυρίου διακοσίων και πλέον αγωνιστών του εμφυλίου πολέμου 1946-1949. Απέχει 2,5 ναυτικά μίλια από την ακτή της Κέρκυρας και είναι ορατή από πολλά σημεία του νησιού.
Περπατώντας μια μέρα στην περίοδο της καραντίνας μόλις αντίκρισα το νησάκι ήρθαν στο νου μου παλιές, αλλά όχι ξεχασμένες θύμησες.
Ήταν μια μέρα του 1978 όταν έφηβη τότε μαζί με άλλους νέους και νέες της οργάνωσης της Κέρκυρας ΕΚΟΝ ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ με την παρότρυνση και τη βοήθεια προοδευτικών Κερκυραίων και παλαιών αγωνιστών αποβιβαστήκαμε στο νησάκι Λαζαρέτο. Ο σκοπός ιερός: να καθαρίσουμε και να κάνουμε προσβάσιμο σε όλους το μαρτυρικό νησί, για να γνωρίσουν οι νεώτεροι και να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι αυτούς που μαρτύρησαν μένοντας συνεπείς στις ιδέες τους, χωρίς να λυγίσουν απέναντι στο θάνατο. Σε λίγο καιρό θα γινόταν το πρώτο προσκύνημα-εκδήλωση των συγγενών και συγκρατούμενων που επέζησαν από τις ομαδικές εκτελέσεις εκείνης της περιόδου.
Βρεθήκαμε λοιπόν στο νησί μια μεγάλη παρέα από την πόλη της Κέρκυρας για να εκπληρώσουμε εμείς το χρέος που είχαμε όλοι απέναντι στο μεγαλείο εκείνων των αγωνιστών, που δεν τιμήθηκαν ποτέ μέχρι τότε. Τα τσαπιά και τα δρεπάνια πήραν φωτιά στα χέρια του Φίλη, του Δήμου, του Πέτρου του Κώστα, του Γιάννη, του Νίκου,του Γιώργου, του Πίπου, του Νίκου, του Βασίλη, της Λένας, της Νίνας, της Νανάς, του Γιάννη, της Έλενας, του Βαγγέλη και πολλών άλλων, που, ας με συγχωρήσουν, τα ονόματα τους έσβησε ο χρόνος από τη μνήμη μου.
Καθώς προχωρούσαμε προς το εσωτερικό του νησιού, αφού είχαμε καθαρίσει έναν υποτυπώδη δρόμο, μια δυσάρεστη και συνάμα συγκλονιστική έκπληξη μας επιφύλασσε το ήσυχο και γαλήνιο νησάκι. Διάσπαρτα ανθρώπινα οστά που η πυκνή βλάστηση τα έκρυβε για 29 χρόνια μισοθαμμένα εδώ και εκεί.
Ήταν ότι απέμενε από τα σώματα των περίπου διακοσίων ανθρώπων στην ακμή της ηλικίας τους. Ήρωες, μακριά από τις οικογένειες τους και τους δικούς τους, που δεν είχαν την ευκαιρία να πουν το στερνό αντίο και χωρίς μία αξιοπρεπή κηδεία, ήταν θαμμένοι εδώ και εκεί στη μικρή ακατοίκητη νησίδα του θανάτου, που μπορεί η πυκνή βλάστηση να κάλυπτε τα τραγικά υπολείμματα και συμβάντα, που διαδραματίστηκαν στο έδαφος της, όμως μοναδική της ζωή ήταν οι ψίθυροι από σκιές που χάθηκαν μέσα στον “παραλογισμό” των σκοτεινών χρόνων του ελληνικού Εμφυλίου.
Μέχρι και σήμερα ο τείχος των εκτελέσεων μισογκρεμισμένος και φωτισμένος από τις ακτίνες του ήλιου φέρνει τα σημάδια από τις «θανατικές» ντουφεκιές και μαρτυράει την φρίκη του θανάτου εκείνων που οι ιδέες και οι απόψεις τους διέφεραν από κάποιες άλλων.
Μπορεί για κάποιους το ζήτημα να μην είναι ποιοι καθάρισαν και ποιοι ευπρέπισαν αρχικά το χώρο, ή πώς τιμούσαμε και πώς τιμάμε τους αγώνες και τη θυσία των αγωνιστών. Σίγουρο όμως είναι πως εμάς που τότε κάναμε αυτό, που θα έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα, μας στιγμάτισε και όχι μόνο δεν μας δίδαξε, όπως ορισμένοι θέλουν να πιστεύουν, δουλικότητα, μοιρολατρία και υποταγή, αλλά μας άνδρωσε, ώστε να υπερασπιζόμαστε όλοι μαζί τις αξίες που μας κληροδότησαν οι ήρωες του Λαζαρέτου.