Η χώρα χάραξε πορεία εκλογών. Απομένει μόνον ο προσδιορισμός της Κυριακής που θα στηθούν οι κάλπες. Για πρώτη φορά, στα πολιτικά μας πράγματα, η εκλογική αναμέτρηση θα αναδείξει και κάτι περισσότερο από μια κυβέρνηση, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα. Η λαϊκή ετυμηγορία των επερχόμενων εκλογών, θα αναδείξει προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν τα πολιτικά μας πράγματα. Θα αναμετρηθούν εκλογικά δύο πολιτικές στρατηγικές : Απλή αναλογική για κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, που ως κυβέρνηση θέσπισε την Απλά Αναλογική ως εκλογικό σύστημα ή επιστροφή στην Ενισχυμένη Αναλογική για αυτοδύναμες κυβερνήσεις, όπως ευαγγελίζεται η Νέα Δημοκρατία, η οποία έσπευσε να ψηφίσει δικό της εκλογικό νόμο, αμέσως μετά τις νικηφόρες εκλογές του 2019. .
Με απλά λόγια, οι Έλληνες πολίτες θα κληθούν διά της ψήφου τους να επιλέξουν όχι μόνον το κόμμα της προτίμησής τους αλλά και το μοντέλο διακυβέρνησης του τόπου και δη σε μια δύσκολη καθόλα περίοδο, με την οικονομία αδύναμη όσο ποτέ άλλοτε, την Ευρωπαϊκή Ένωση δικασμένη για κορυφαία θέματα και με τους διεθνείς γεωστρατηγικούς συσχετισμούς να αλλάζουν εκ βάθρων.
Υπ αυτήν την γενικότερη πολιτική έννοια και θεώρηση, οι επερχόμενε εκλογές προσλαμβάνουν ιδιαίτερα βαρύνουσα πολιτική σημασία για το πολιτικό σκηνικό που θα δημιουργήσουν.
Οι εκλογικοί στόχοι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Το βράδυ της Κυριακής της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, ουδείς αναμένει σχηματισμό κοινοβουλευτικά αυτοδύναμης κυβέρνησης. Με τον εκλογικό νόμο της Απλής Αναλογικής, η αυτοδυναμία προβάλλει αριθμητικά «άπιαστο πολιτικό όνειρο». Καθοριστικός παράγοντας παραμένει και με την απλή αναλογική το ποσοστό που θα συγκεντρώσουν τα κόμματα που δεν θα περάσουν το κατώφλι του 3% για την είσοδό τους στη Βουλή. Στις εκλογές του Ιουλίου 2019 το αθροιστικό ποσοστό τους ήταν 8,07% και η Νέα Δημοκρατία κατέκτησε την αυτοδυναμία με ποσοστό 39,85%. Με το ίδιο ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων η Νέα Δημοκρατία θα χρειαζόταν σε εκλογές με απλή αναλογική ποσοστό 46,27% για να κατακτήσει την αυτοδυναμία. Συμπέρασμα: με την απλή αναλογική δεν θα έχουμε αυτοδυναμία, όποιο και να είναι το πρώτο κόμμα.
Σ αυτήν την εκλογική πραγματικότητα, τα κομματικά επιτελεία σχεδιάζουν την προεκλογική τους εκστρατεία κι εν πολλοίς μελετούν τα πολιτικά τους βήματα για την αμέσως επόμενη πολιτική περίοδο.
ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ : Μέσα σ αυτό το προεκλογικό περιβάλλον, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στοχεύει σε ένα ικανό εκλογικό ποσοστό, το οποίο θα του προσφέρει δύο δυνατότητες :
- Να είναι πολιτικό εφαλτήριο για μια επόμενη εκλογική αναμέτρηση, η οποία με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2020 να παράσχει την πολυπόθητη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία με το «κλιμακωτό μπόνους», που δίνει λιγότερες έδρες στο πρώτο κόμμα, από όσες έδινε ο εκλογικός νόμος Παυλόπουλου.
- Να είναι ικανό να σχηματίσει κυβέρνηση, προστιθέμενο στο ποσοστό του τρίτου κόμματος, (ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ) ή ακόμα και με ανοχή ενός τέταρτου κόμματος, (έστω κι ως υπόθεση εργασίας, της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΥΣΗΣ).
- Είναι σαφές πως, ικανό ποσοστό, θεωρείται ένα εκλογικό αποτέλεσμα από 33 – 35 %. Αν η Νέα Δημοκρατία δεν υπερβεί το 33 %, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δύσκολα θα σχηματίσει κυβέρνηση με έναν κυβερνητικό εταίρο κι ακόμα πιο δύσκολα θα προσδοκά αυτοδυναμία από μια ενδεχόμενη δίδυμη εκλογική αναμέτρηση. Αν επισυμβεί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συρθεί στη δίδυμη κάλπη, λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης κι όχι με δική του πολιτική πρωτοβουλία.
- Πέραν, όλων τούτων, στην όλως απευκταία για το Μέγαρο Μαξίμου περίπτωση, κατά την οποία η Νέα Δημοκρατία, αποσπάσει εκλογικό ποσοστό κάτω του 30%, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αντιμετωπίσει πραγματικά δύσκολες καταστάσεις στο εσωκομματικό πεδίο
ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ : Είναι σαφές, πως, αν η Απλή Αναλογική είναι «εμπόδιο» για το αφήγημα της αυτοδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντίθετα είναι πολιτικό «όχημα» και «προϋπόθεση» για το αφήγημα του Αλέξη Τσίπρα, της ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, προκειμένου να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα προοδευτικής διακυβέρνησης της χώρας κόντρα στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας.
Προς επίτευξη του επίμαχου πολιτικού του στόχου, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, δηλώνει με κάθε ευκαιρία ότι, ακόμα και με μία ψήφο διαφορά να βρεθεί πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, θα λάβει τη διερευνητική εντολή και θα επιδιώξει την κυβερνητική σύμπραξη με τα προοδευτικά και αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης. Το «προσκλητήριο», λίαν διακριτά, απευθύνεται στο ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, το ΜέΡΑ25 και το ΚΚΕ.
Σ αυτόν το στόχο του Αλέξη Τσίπρα και του στρατηγείου του, στην πλατεία Κουμουνδούρου, γιγαντώνονται πελώριοι πολιτικοί λίθοι. Σε ότι αφορά το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, δεν έχουν ξεχάσει τον σχηματισμό της δεύτερης κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 και στο βάθος κορυφαία στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη θεωρούν πως «κυνηγήθηκαν» επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Από την πλευρά του ΜΕΡΑ25, εκτός από μεμονωμένες κοινωνικές σχέσεις, σε επίπεδο πολιτικής συνεννόησης κυριαρχεί απόλυτο «πολιτικό μίσος», ενώ το ΚΚΕ ακολουθεί τον δικό του, κλασσικό, μοναχικό πολιτικό δρόμο.
Άριστος γνώστης όλων τούτων, ο Αλέξης Τσίπρας, σε κάθε ευκαιρία, «πετάει» την πολιτική ευθύνη στους εν δυνάμει πολιτικούς εταίρους του και σπεύδει να διαμηνύσει ότι «κανένας δεν θα τολμήσει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη που θα του αναλογεί, ανάλογα με το αποτέλεσμα, να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογικές περιπέτειες και να δώσει σανίδα σωτηρίας στον κ. Μητσοτάκη».
ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ εν δυνάμει κυβερνητικός εταίρος
Πέραν των ανωτέρω πολιτικών προσδοκιών των δύο μεγάλων της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, (Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ), υπάρχουν και οι προσδοκίες των μικρών κομμάτων καθώς και η πολιτική πραγματικότητα των αριθμών, δηλαδή των ποσοστών που θα βγάλουν οι κάλπες.
Στις παραπάνω εκτεθείσες πολιτικές στοχεύσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας, μπορεί να εγείρουν τις πολιτικές ενστάσεις και επιφυλάξεις, οι εν δυνάμει κυβερνητικοί σύμμαχοί τους. Σε περίπτωση που ο Νίκος Ανδρουλάκης συνεχίσει να θέτει ως προϋπόθεση την υιοθέτηση της «σοσιαλδημοκρατικής» του πρότασης, για την διακυβέρνηση της Χώρας, εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα πως «εν πρώτοις» αποκλείεται η όποια κυβερνητική σύμπραξη με την Νέα Δημοκρατία κι αυτόματα η προσοχή στρέφεται στο ενδεχόμενο σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, υπό συγκεκριμένες αριθμητικές και πολιτικές συνθήκες.
Σε ότι αφορά την εμμονή του Νίκου Ανδρουλάκη να ζητήσει τρίτο πρόσωπο για την πρωθυπουργία, είναι σαφές πως απορρίπτεται τόσο από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
Πέραν της όποιας προεκλογικής «πολιτικής άσκησης επί χάρτου», αν η επίμαχη εκλογική αναμέτρηση, αναδείξει ένα ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ πολιτικά αδύναμο, με ποσοστό γύρω στο 10 % είναι σαφές πως γίνεται αναιμική και η όποια μετεκλογική διαπραγμάτευση της Χαριλάου Τρικούπη. Στην αντίθετη περίπτωση, που αναδεικνύεται από την κάλπη ένα ΠΑΔΟΚ – ΚΙΝΑΛ με ποσοστό άνω του 15 με 16%, όπως επιθυμεί και επιδιώκει η ηγεσία του, εύκολα νοείται ότι η διαπραγματευτική του δυνατότητα θα εκτοξευτεί πολιτικά και κομματικά.
Πάντα τα ανωτέρω εκτεθέντα, στηρίζονται στις εμπειρίες των μέχρι τούδε γνωστών εκλογικών αναμετρήσεων, στην αριθμητική των εκλογικών συστημάτων περί κατανομής των βουλευτικών εδρών και σε μια μεταπολιτευτική πολιτική κοινωνιολογία και ψυχολογία.
Όμως οι τελευταίες εξελίξεις στην μεταμνημονιακή Ελλάδα, μετά την πανδημία και τις γεωπολιτικές εξελίξεις με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχουν αλλάξει πολλές σταθερές στις πολιτικές μας αναλύσεις.
Οι κάλπες βεβαίως έκρυβαν και κρύβουν εκπλήξεις και όπως επισημαίνουν έμπειροι περί τα εκλογικά πολιτικοί, επικοινωνιολόγοι και δημοσκόποι, «κανείς δεν μπορεί να προκαθορίσει πώς θα αντιδράσει το εκλογικό σώμα» μέσα σε τόσες περιπέτειες.
Στην επερχόμενη δε εκλογική αναμέτρηση προστίθεται ένα επιπλέον δίλημμα και μάλιστα πολύ ψυχρά και κυνικά : «μία ή δύο εκλογές».
Οψόμεθα…!!!