«Έβγαλα όσο λάδι μπορούσε να βγει (…) Και, να λέει κανείς, πως δεν κατόρθωσα να βάλω μέσα όλη την ψυχή μου, όπως το επιθυμούσα, αλλά έγινε ένα έργο τρομερά απαισιόδοξο, τρομερά τραγικό (…) Το γράψιμό του μου άφηκε μια συναίσθηση από απογοήτευση, μια βαθιά πίκρα για την τύχη του κόσμου και του ατόμου, και προπάντων για τη μοίρα του ανθρώπου, που ξέρει ν’ αγαπάει και που βρίσκεται εξευτελισμένος από την ανάγκη (…)».
Λόγια του Κερκυραίου λογοτέχνη και επαναστάτη σοσιαλιστή Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923), γραμμένα το 1920, μόλις διαβάσατε φίλες και φίλοι. Είναι παρμένα από γράμμα του με ημερομηνία 1 Ιουλίου 1920, σταλμένο στην Κερκυραία φίλη του και φωτεινή διανοούμενη του καιρού του Ειρήνη Δενδρινού. Αφορούσαν, σύμφωνα με κριτικούς λογοτεχνίας, ένα μυθιστόρημά του που όλο το τέλειωνε, όλο το ξαναδούλευε και τελικά αποτέλεσε το κύκνειο λογοτεχνικό άσμα του.
Στο εκπληκτικό έργο του «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους», που πήρε την τελική του μορφή και κυκλοφόρησε το 1922, δηλαδή ακριβώς πριν από έναν αιώνα, αναφερόταν μάλλον αποκλειστικά, σ’ εκείνο το γράμμα, αν και διχάζονται οι γνώμες.
«Πριν ακόμη το περατώση», ανέφερε αργότερα για τον Θεοτόκη και τους «Σκλάβους» του ο Κωστής Παλαμάς, «μου έλεγεν ότι το θεωρεί ως το τελειότερον των έργων του».
Ούτως ή άλλως, όμως, οι «Σκλάβοι» του ήταν το έργο που τον βασάνισε περισσότερο από κάθε άλλη λογοτεχνική δημιουργία του. Δεν θα μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι εκείνοι θα καταξιώνονταν στο διάβα του χρόνου ως το σημαντικότερο έργο που έγραψε ποτέ Κερκυραίος λογοτέχνης και το πρώτο μεγάλο υψηλής τέχνης ελληνικό «κοινωνιστικό» λογοτεχνικό έργο ανάδειξης της μαρξιστικής επαναστατικής θεωρίας για την ταξική φύση της κοινωνίας, για τον αρχικά προοδευτικό και στην πορεία αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης που διαδέχθηκε τη φεουδαρχική και για την αναγκαιότητα μιας σοσιαλιστικής επαναστατικής ανάπλασης της ελληνικής κοινωνίας! Πώς να μπορούσε να φανταστεί κι ότι άλλοι πολλοί μεγάλοι και μικρότεροι εκδοτικοί οίκοι της χώρας, έναν αιώνα μετά την πρώτη έκδοση του έργου, θα το είχαν ήδη εκδώσει και επανεκδώσει, ενώ πολύ μεγάλες εφημερίδες θα συνέχιζαν να το αναδεικνύουν και να το προσφέρουν κιόλας στους αναγνώστες τους, έστω με μεσοβέζικα σχόλια, σε ειδικές εκδόσεις και αφιερώματά τους στον ίδιο!
Ο αριστοκράτης στην καταγωγή μα επαναστάτης σοσιαλιστής λογοτέχνης έγραφε τους «Σκλάβους» επί χρόνια. Τους ξεκίνησε στην Κέρκυρα το 1912, δέκα ολόκληρα χρόνια προτού αυτοί κυκλοφορήσουν από τις «Εκδόσεις Ελευθερουδάκη» στην Αθήνα. Ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση επιτροπής των εργατικών σωματείων και σοσιαλιστών του νησιού να βοηθήσει και να φωτίσει τον αγώνα τους, από το 1911 είχε αφήσει τον οικογενειακό αρχοντικό πύργο του χωριού του Καρουσάδες, για να εγκατασταθεί στην πόλη της Κέρκυρας. «Ανέλαβα τον οργανισμό των εδώ εργατών» είχε γράψει σε φίλο του τον Ιούνιο του 1911. Αρκετές ενδείξεις μαρτυρούν πως ήδη από το 1897 είχε αρχίσει να μελετά και να συντάσσεται ιδεολογικά όλο και περισσότερο με τη μαρξιστική κοσμοθεωρία του ιστορικού υλισμού και ευρύτερα με την εργατική κι επαναστατική ιδεολογία του Καρλ Μαρξ.
Ήταν πολυμαθέστατος όσο ίσως κανείς άλλος Κερκυραίος του καιρού του. «Οι σοσιαλιστικές ιδέες μού ξεσκέπασαν έναν κόσμο που δεν τον εφανταζόμουν», ήταν ωστόσο τα ταπεινά λόγια με τα οποία εξομολογήθηκε στον Κερκυραίο φίλο του και λόγιο αγωνιστή Νίκο Λευτεριώτη τον συγκλονισμό του από τη γνωριμία του με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Στην πρώτη μορφή που μάλλον είχε κιόλας δώσει στο έργο τα τέλη του 1912, το είχε τιτλοφορήσει «Άλκις Σωζόμενος». Αυτό -Άλκις ή Άλκης- ήταν το όνομα ενός βασικού ήρωα του μυθιστορήματος, υποστηρικτή μιας σοσιαλιστικής κοινωνικής επανάστασης. Δίχως άλλο, το όνομα που του απέδωσε συμβόλιζε την αλκή, παραπέμποντας στην ευρωστία, τη δύναμη, τη ρώμη, την ανδρεία που βέβαια προδιαθέτουν για μιαν επιτυχία. Αλλά ο ήρωας τελικά, σύμφωνα τουλάχιστον με την οριστική μορφή του έργου, ήταν φύσει αδύναμος. Του έλειπε η αναγκαία ρώμη. Ήταν ο ίδιος ο Θεοτόκης «αυτοβιογραφούμενος», είπαν κάποιοι. Τα επαναστατικά λόγια του ήρωα δεν έβρισκαν την απήχηση που θα ήθελε. Δεν πάλευε όμως όσο θα περίμενε κανείς. Δεν κατάφερνε να οδηγήσει πλήθη και να φέρει την κοινωνική αλλαγή που ευαγγελιζόταν. Μολονότι το όνομά του υποδήλωνε αλκή, έφευγε από τη ζωή πρόωρα, λόγω ασθένειας. Κι ας έφερε το δηλωτικό μιας σωτηρίας σαν αθανασίας, ίσως, ασυνήθιστο επίθετο Σωζόμενος!
Θαρρείς και ήταν στην αναζήτηση της τελειότητας άλλος Σολωμός, του οποίου άλλωστε κρίνεται ως πνευματικός μαθητής και τον οποίο είχε υμνήσει το 1902, ο Θεοτόκης έγραφε και ξαναέγραφε και τελεία και παύλα δεν έλεγε να βάλει ως την τελευταία στιγμή στο έργο του αυτό, που έμελλε το 1922 να πέσει σαν δυναμίτης στα θεμέλια της ελληνικής λογοτεχνίας, να γνωρίσει ίσαμε σήμερα πολλές επανεκδόσεις και να σηματοδοτεί στο διάβα του χρόνου, σαν άσβεστος φάρος, την ανάγκη εύρεσης, ανάδειξης και έκδοσης κι επανέκδοσης όλων των έργων του. Είναι ένα έργο που αντιμετώπισε αμέτρητες κριτικές κάθε είδους κι έγινε πριν από μερικά χρόνια πολυβραβευμένη κινηματογραφική ταινία, έστω προσκολλημένη στην εποχή του. Και βέβαια διαβάζεται ως τις μέρες μας πολύ, παρόλο που εστιάζει στην Κέρκυρα των αρχών του εικοστού αιώνα, στις συνθήκες της πλήρους επικράτησης της αστικής τάξης επί της φεουδαρχικής μα και της αναδυόμενης εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στη μικρή κερκυραϊκή νεοελληνική κοινωνία.
Ένας αγέννητος τότε κοντοχωριανός του Θεοτόκη, ο Κερκυραίος δημιουργός του εκδοτικού οίκου «Κείμενα» και αγωνιστής εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών του ’67 Φίλιππος Βλάχος, έμελλε να πρωταγωνιστήσει στην εύρεση χειρογράφων, την επανεύρεση, την ανάδειξη και την έκδοση του συνόλου σχεδόν του «κρυμμένου θησαυρού» της λογοτεχνικής παραγωγής του Θεοτόκη. Είχε δώσει έμφαση στους «Σκλάβους» του, φέρνοντας στην επιφάνεια και τη συγγραφική τους ιστορία .
Σωζόμενος για πάντα χάρη κυρίως σε αυτό το έργο του έμεινε, πράγματι, ο Θεοτόκης!
Το έτος 1912 που ξεκίνησε να το γράφει και του έδωσε την πρώτη μορφή, με τη δική του πολύτιμη συνδρομή και καθοδήγηση, ας θυμίσουμε, κυκλοφόρησε στην Κέρκυρα η εργατική – σοσιαλιστική εφημερίδα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία». Μότο κάτω από τον τίτλο της είχε ένα σύνθημα που δεν έφερε τότε καμία άλλη ελληνική εφημερίδα και σήμερα φέρει μόνο η αθηναϊκή εφημερίδα «Ριζοσπάστης» του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. «Εργάτες όλου του κόσμου ενωθήτε», καλούσε κάτω από τον τίτλο της εκείνη η εφημερίδα. Ακολουθούσε το όνομα Καρλ Μαρξ.
Ο Θεοτόκης διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα πρώτα οργανωτικά βήματα και στον μαρξιστικό σοσιαλιστικό προσανατολισμό του νεαρού τότε εργατικού κινήματος της Κέρκυρας. Το 1915, επτά χρόνια πριν ολοκληρώσει και εκδώσει το μυθιστόρημά του δίνοντάς του τελικά τον τίτλο «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» ενώ σε μια προγενέστερη δεύτερη μορφή του το είχε τιτλοφορήσει «Περιττή θυσία», αντί της αρχικής «Άλκις Σωζόμενος», συνέβαλε σε οργανωτικές διεργασίες των ελληνικών σοσιαλιστικών κινήσεων που οδήγησαν το 1918 στην ίδρυση του αρχικά ονομαζόμενου Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) σημερινού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ). Εκείνος, όμως, όταν συνέβη αυτό, είχε αποτραβηχτεί πια από όλες αυτές τις κινήσεις, προτιμώντας να αφιερωθεί, όπως και έκανε μέχρι τη δύση του, στη συγγραφική του δραστηριότητα.
Στη διάρκεια μάλιστα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε επιλέξει να συνταχθεί με τη διεθνή συμμαχία της Αντάντ και με θέσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με άλλους πρωτοπόρους Κερκυραίους και λοιπούς Έλληνες σοσιαλιστές – κομμουνιστές της εποχής του, οι οποίοι τάσσονταν ξεκάθαρα εναντίον και των δύο αντιμαχόμενων ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων. Ο ίδιος, ωστόσο, στην πορεία είχε αποστασιοποιηθεί και από το αστικό πολιτικό βενιζελικό στρατόπεδο, διατηρώντας τις σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις. Είχε αρνηθεί και να λάβει παράσημο των βενιζελικών για τις «εθνικές υπηρεσίες» που του απέδιδαν. Μαρτυρία στενής φίλης του, στην οποία αναφερόμαστε εκτενέστερα παρακάτω, τον φέρει όχι μόνο να μετάνιωσε πραγματικά αλλά και να μεμφόταν σκληρά τον εαυτό του για την παροδική φιλοβενιζελική θέση του και την απομάκρυνσή του από την ενεργή πολιτική δράση στο πλάι του νεαρού εργατικού και σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού κινήματος της εποχής του.
Ο ταλαντούχος αριστοκράτης και συνάμα αστός λογοτέχνης, που ασπάστηκε σε πρώτη φάση την αστική δημοκρατία, πάλεψε να αρνηθεί την κοινωνική του τάξη. Με την πλούσια δραστηριότητά του στο πλευρό των αδικημένων της κοινωνίας και με τη φωτισμένη και ανατρεπτική πένα του το κατάφερε, υπερνικώντας τις όποιες ιδεολογικές ταλαντεύσεις του. Αμφέβαλλε ωστόσο από νωρίς για την ωριμότητα των συνθηκών στον καιρό του να κερδίσει ευρεία απήχηση και να επικρατήσει η νέα σοσιαλιστική κοσμοθεωρία. Ήταν εξαρχής επιφυλακτικός, αν όχι και τελείως απαισιόδοξος.
«Νομίζω πως σε τούτο το κράτος είναι αδύνατο να προκόψει κάτι..», είχε γράψει το 1910 από τους Καρουσάδες σε φίλο του στη Γερμανία που του πρότεινε την ανάληψη δράσης για τη δημιουργία σοσιαλιστικού κόμματος. Έβλεπε να βασιλεύουν ακόμη «το ψέμα και η αμάθεια» και ότι ο λαός «γελιέται και τον γελούν». Δήλωνε όμως συγχρόνως την πρόθεσή του να συμβάλλει ώστε να δοθεί μια «πρώτη γυρισιά στη ρόδα της αλήθειας», τασσόμενος σαφώς «με το μέρος του λαού, του μικρού λαού». Στη συνέχεια, επίσης, τα πλήγματα που αντιμετώπισε από τη βία του καθεστώτος το νεαρό εργατικό – σοσιαλιστικό κίνημα στην Κέρκυρα, όταν ο ίδιος αφιέρωσε πολλές από τις δυνάμεις του σ’ αυτό, ενίσχυσαν αυτές τις αμφιβολίες του για τη δυνατότητα μιας άμεσα επιτυχούς λαϊκής δράσης και νίκης. Οι αμφιβολίες του δεν τον εγκατέλειψαν, μάλλον, ποτέ. Η «τραγικότητα» που ο Θεοτόκης απέδιδε στη λογοτεχνική παραγωγή του είναι έντονη και στους «Σκλάβους» του, στη στερνή αυτή λογοτεχνική και ιδεολογική παρακαταθήκη του.
Έβλεπε, θα μπορούσε να πει κανείς, πως η τελική νίκη του λαού θ’ αργήσει. Ιδεολογικά, άλλωστε, απλώς ακόμα χάραζε στην ελληνική κοινωνία η ιδέα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας με απώτερο στόχο την κομμουνιστική, ως εναλλακτική της αστικής. Ωστόσο, οι «Σκλάβοι» του αποδεικνύουν πως δεν τον εγκατέλειψε ούτε η πίστη του στη θεωρία του Μαρξ για τη μελλοντική αναπόφευκτη νίκη των πολλών εις βάρος των λίγων, την αναπόφευκτη ανατροπή του αστικού ολιγαρχικού καθεστώτος και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Ταλαντεύτηκε πολιτικά σε διάφορες φάσεις της ζωής και της ιδεολογικής του αποκρυστάλλωσης, μεταξύ άλλων και για την υποτίθεται αταξική «εθνική» ιδεολογία του αστικού πολιτικού κόσμου. Απέρριψε και αυτήν και τα ιδανικά και τις αρχές της αστικής δημοκρατίας. Ούτε το αστικοδημοκρατικό πολιτικό στρατόπεδο μα ούτε το κατ’ ευφημισμό σοσιαλδημοκρατικό του λεγόμενου «ήπιου» ή «μεταρρυθμιστικού» σοσιαλισμού στο πλαίσιο πάντα της αστικής κοινωνίας, ως πιο ωφέλιμη για τον λαό παραλλαγή της, τον κέρδισαν ιδεολογικά.
Έμεινε τελικά ένας επαναστάτης σοσιαλιστής. Σαλπιγκτής θα λέγαμε μιας αληθινής σοσιαλιστικής δημοκρατίας και κοινωνίας, χωρίς ψευδαισθήσεις πως είναι δυνατόν, τάχα, η αστική καπιταλιστική κοινωνία να εξανθρωπιστεί και να εκδημοκρατιστεί, με μεταρρυθμίσεις, όπως πολλοί έλεγαν τότε ή λένε ακόμη και σήμερα, ενώ βέβαια και στις μέρες μας η αδικία της και τα βαθιά εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά της, παρά την όποια πρόοδο έχει συντελεστεί με αγώνες και με ποταμούς αίματος ακόμα ή και με παραχωρήσεις, ζουν και βασιλεύουν, δυσκολεύοντας μάλιστα όλο και πιο πολύ τη ζωή, σε αντίθεση με την εκπληκτική πρόοδο της επιστήμης και τις νέες μεγάλες δυνατότητες που αυτή προσφέρει.
Την αλήθεια αυτή για τις πεποιθήσεις και την πνευματική παρακαταθήκη του Θεοτόκη τη «φωνάζουν» καθαρά σαν κρύσταλλο οι ίδιοι οι «Σκλάβοι» του. Τη «φωνάζουν» δυνατά σαν φωτεινό κι εγερτήριο αστροπελέκι.
Παρά τις όποιες και πολλές αντιφάσεις του, ο Θεοτόκης «μισούσε βαθιά το αστικό καθεστώς», ξεκαθάρισε αργότερα ο στενός φίλος και συναγωνιστής του τότε Κερκυραίος νομικός Αριστοτέλης Σίδερις.
Μέλος του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΕΚΕ, που είχε εκλεγεί μάλιστα βουλευτής το 1915 ως αγωνιστής του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού χώρου και τη χρονιά του θανάτου του Θεοτόκη προσχώρησε σε πολιτικές κινήσεις που ευαγγελίζονταν μιαν υποτίθεται εφικτή κι αποτελεσματική «προοδευτική μεταρρύθμιση» του ελληνικού καπιταλισμού, ο ίδιος ο Σίδερις είχε την εντιμότητα να μην παραποιήσει ιδεολογικά τον φίλο του, σε νεκρολόγημά του σε αθηναϊκή εφημερίδα επιρροής του νεαρού τότε με σοσιαλίζουσες ιδέες πολιτικού Γεώργιου Παπανδρέου, μετέπειτα πρωθυπουργού και πολέμιου του ΕΑΜ.
Σ’ εκείνη την τελείως ξεχασμένη νεκρολογία για τον Θεοτόκη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» -που με τη βοήθεια της Βιβλιοθήκης της Βουλής βλέπει τώρα ξανά το φως- επισήμαινε πως ο εμβληματικός και κατ’ εκείνον «σοφότερος όλων των Ελλήνων» Κερκυραίος λογοτέχνης, όχι μόνον οριστικά το 1911 «αποτίναξε τον αριστοκρατισμό του», αλλά και «βάζοντας το αυτί του στο μεγάλο παλμό της ζωής του προλεταριάτου, έγινε κήρυκας και ερμηνευτής του πόνου της παθιασμένης ταύτης τάξεως και παρασκευαστής του αυριανού θριάμβου της».
Ακόμη, όχι μόνον «όλη του τη ζωή καθώς που έγινε σοσιαλιστής επολέμησε συστηματικά με άρθρα του την φαυλοκρατία που έμπασε στην Επτανησιακή πολιτική ζωή ο Γεώργιος Θεοτόκης», ο προερχόμενος από άλλον οικογενειακό κλάδο Κερκυραίος κορυφαίος πολιτικός της ελληνικής αστικής τάξης και πρωθυπουργός κιόλας της εποχής του. Δεν κηρύχθηκε απλώς «υπέρ της ηθικότητος εις την πολιτική» κινούμενος προς κάποια βελτίωση των πολιτικών πραγμάτων με φιλοσοσιαλιστική χροιά, αλλά διακήρυξε πως «η ηθικότης είναι αδύνατο πράγμα στην αστική πολιτική».
Επιπλέον, έδρασε «παραιτώντας» και «την πατριωτική του ουτοπία περί ηθικοποιήσεως του Έθνους μέσα στο αστικό καθεστώς», που πρέσβευε ο Κερκυραίος φίλος του ένδοξος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, με τον οποίο είχε πολεμήσει μαζί, ως εθελοντής κι αυτός, για την απελευθέρωση κατεχόμενων ακόμη από τον οθωμανικό ζυγό ελληνικών εδαφών, στο όνομα μιας υποτίθεται αταξικής «Μεγάλης Ιδέας» του Έθνους. Άλλη ήταν η δική του «Μεγάλη Ιδέα».
Όταν συντάχθηκε με την Αντάντ και τον Βενιζέλο, ενώ η μετέπειτα ηγεσία του ΣΕΚΕ – ΚΚΕ έβλεπε την «πάλη δύο αντιθέτων ιμπεριαλισμών» και τασσόταν εναντίον αμφοτέρων, δεν είχε αλλάξει ιδέες, αλλά είχε κρίνει, κατά τον Σίδερι, ως «αναγκαίο βήμα προόδου της Ευρώπης» την κάθε άλλο παρά αρκετή για να συμβεί αυτό βέβαια, όπως αποδείχθηκε, στρατιωτική μόνον ήττα «του πρωσσικού μιλιταρισμού» τον οποίο περισσότερο εχθρευόταν, αφού μάλιστα η εξέλιξη αυτή σήμανε την παράλληλη ισχυροποίηση του επίσης ιμπεριαλιστικού έτερου στρατοπέδου. Όσο και αν έδωσε τότε την εντύπωση ότι θεωρούσε χρήσιμο ή αναγκαίο για την επίτευξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας κάποιο «μεταβατικό» πολιτικό στάδιο στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, ξέρουμε ότι τελικά δεν πίστεψε σ’ αυτό. Μόνον επειδή είχε αρχίσει από νωρίς «να μισή το αστικό καθεστώς», σύμφωνα με τον Σίδερι, δεν αποδέχθηκε κρατικό παράσημο.
Ωστόσο και ο Σίδερις -που κήρυξε τότε στη χώρα τον Θεοτόκη ως «εισηγητή του κοινωνικού ρομάντσου» στα ελληνικά γράμματα, 23 ολόκληρα χρόνια πριν ο κριτικός λογοτεχνίας Αιμίλιος Χουρμούζιος εκδώσει το 1946 το θαυμάσιο βιβλίο του «Κωνστ. Θεοτόκης – Ο εισηγητής του κοινωνιστικού μυθιστορήματος – Ο άνθρωπος – Το έργο», αναλύοντας εξαιρετικά το μέχρι τότε γνωστό έργο του και προσδιορίζοντάς τον ακόμη καλύτερα- θα ήταν ίσως ακόμα πιο κατηγορηματικός και ξεκάθαρος στην ιδεολογική αποτίμηση και στα κοινωνικοπολιτικά κατασταλάγματα του φίλου του το 1923, αν στεκόταν κάπως περισσότερο στους «Σκλάβους» του.
Ίσως μια ανάλογη παράλειψη ή άγνοια εξηγεί εν μέρει και αρχικό πρωτοσέλιδο ανυπόγραφο νεκρολόγημα του «Ριζοσπάστη» στον Θεοτόκη με εγκώμια και βολές συγχρόνως. Το σχόλιο εκθείαζε τη συμβολή του στην ελληνική λογοτεχνία και σημείωνε ότι γενικώς το έργο του «θα ζήση ασφαλώς», ως ωφέλιμο βέβαια για τον λαό, αλλά δεν διέβλεπε στην απώλειά του κάποιο ιδεολογικό «κενό» στα ελληνικά γράμματα και δίνοντας βάση σε ανυπόστατες εικασίες -που έρχονται σε σύγκρουση ακόμη και με τους «Σκλάβους»- αναπαρήγαγε εικασίες πως ο Θεοτόκης ενδέχεται να είχε στραφεί εναντίον της σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης του ρωσικού λαού. Η λειψή πληροφόρηση ή και παρερμηνείες σ’ εκείνους τους αφάνταστα δύσκολους πρώτους καιρούς του νεαρού εργατικού – σοσιαλιστικού κινήματος κάποτε επηρέαζαν ίσως έντονα ορισμένες τοποθετήσεις του. Δεν θ’ αργούσε άλλωστε, σε βιβλία και αναλύσεις του, ο ίδιος ο επικεφαλής τότε του «Ριζοσπάστη» και ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, Γραμματέας κιόλας του ΚΚΕ για ένα χρονικό διάστημα και μάλλον συντάκτης εκείνου του σημειώματος, να αποδώσει στον Κερκυραίο λογοτέχνη την εξέχουσα θέση που του αρμόζει στην ιστορία όχι μόνο της πιο προοδευτικής νεοελληνικής γραμματείας, αλλά και του ελληνικού εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος.
Διότι βέβαια, πέρα από τα λοιπά έργα και τη συνεπή δράση ή τις αντιφάσεις του Θεοτόκη, οι «Σκλάβοι» του, η πιο ώριμη και στερνή ολοκληρωμένη δημιουργία του, αποτελούν ένα από τα κορυφαία -υψηλής Τέχνης φυσικά- ελληνικά μυθιστορήματα σοσιαλιστικής αντίληψης και, πάντως, πρωτοποριακό και κορυφαίο στον καιρό του, αν όχι και κορυφαίο ίσαμε σήμερα. Πήγε τη νεοελληνική λογοτεχνία ένα μεγάλο βήμα μπροστά.
Να θυμηθούμε, ενοποιώντας τα πρόχειρα στην επόμενη πολιτικά «χρωματισμένη» παράγραφο, όπου προτιμήσαμε να τα εντάξουμε, κάποια αποσπάσματα του έργου με ορισμένα λόγια κυρίως του Άλκη Σωζόμενου;
Κήρυσσε δυνατά το «Ευαγγέλιο της καινούργιας αγάπης» ενός κόσμου «λευτερωμένου από την τυραννία του πλούτου». Μνημόνευε ονομαστικά τον Καρλ Μαρξ και το «όνειρο της λευτεριάς». Στηλίτευε τον «άδοξο δρόμο της υποταγής». Χειροκροτούσε τον «κόσμο που εγεννούσε η ανάγκη των πραγμάτων». Τασσόταν με «το σηκωμό και την επανάσταση». Για τη «νέα πίστη», την «ανώτερη ανθρωπότητα» που έβλεπε ότι αλλού, όπως γινόταν βέβαια τότε στη Ρωσία, ήδη επιχειρούσαν να δημιουργήσουν. Θεωρούσε αναπόφευκτη τη νίκη μιας Επανάστασης «που θα καθαρίσει τον τόπο, που θα καταδικάσει τον παλιό κόσμο, που με σωτήριο φοβέρισμα θα κατασιγάσει κάθε αντίδραση», μα και βέβαιο τον ερχομό μιας «εποχής αδελφοσύνης». Ξεκαθάριζε ότι θα ‘ρθει η ώρα «να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του» κι εδώ. Ότι «δεν υπάρχει δρόμος άλλος» από την Επανάσταση. Έφερνε στην επιφάνεια «τη ζωή όλης της εργατιάς» των πόλεων και της υπαίθρου και σάλπιζε κι εκείνος «νικητήριο λευτεριάς». Αφήνοντας ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι οι αναφορές του παρέπεμπαν στη ρωσική σοσιαλιστική Επανάσταση, διακήρυσσε ότι «αλλού, μια νέα πίστη οδηγούσε σήμερα το ανθρώπινο γένος μέσα από αγώνες βαριούς και δύσκολους», πως «σε κάποια μέρη κιόλας εκορυφωνόταν εκείνος ο αγώνας», ότι «φωτεινές ψυχές είχαν ιδεί δυνατή τη λύτρωση» και «σε λίγο θ’ αντηχούσε πρωτάκουστη μια κραυγή χαράς κι ελευθερίας» κι εδώ και σε όλον τον κόσμο.
Δεν συμμερίστηκε καθόλου, φαίνεται, την ιδεολογική περιδίνηση άλλων σοσιαλιστών της εποχής για την κοσμοϊστορική Ρωσική Επανάσταση, αν και διάφοροι τον κατηγόρησαν αστήρικτα πως δήθεν ήταν ενάντιος!
Όσο κι αν ο ίδιος δεν μπόρεσε να μείνει απολύτως συνεπής, όσο κι αν ήταν κι αυτός σκλάβος σε κάποια δικά του προσωπικά δεσμά επειδή δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να γίνει ηγέτης λες και η σάρκα του αδυνατούσε ν’ ακολουθήσει πάντα το πνεύμα του και την καρδιά του, όπως περιέγραψε τον Σωζόμενο, ο Θεοτόκης δεν έκρυψε καθόλου τι ποθούσε και τι, τελικά, ήταν βέβαιος πως αργά ή γρήγορα θα συμβεί!
Τι έλεγε ήρωας των «Σκλάβων» και για τα «εθνικά» κηρύγματα της αστικής τάξης, στον απόηχο πια και της ελληνικής εκστρατείας στην Ουκρανία και της Μικρασιατικής; «Με αυτά δεν ξεγελιέται πλια ο λαός…, τα εθνικά όνειρα είναι απάτη, γιατί αλλού είναι η αλήθεια! Εκεί που την είδε ο Καρλ Μαρξ από την εξορία του».
Περισσότερο βέβαια από οτιδήποτε άλλο, οι «Σκλάβοι» αποτέλεσαν τομή στα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από κριτικές εργασίες, για την με ζηλευτή τέχνη λογοτεχνική αποκάλυψη των άγραφων νόμων της ταξικής κίνησης και εξέλιξης της κοινωνίας και της προσωρινότητας της κυριαρχίας της αστικής τάξης στην ταξικά διαιρεμένη ως τις μέρες μας κοινωνία μας.
Φωτεινό πνεύμα με ευρεία μόρφωση, ο Κερκυραίος σοσιαλιστής διανοούμενος και φίλος του Θεοτόκη στο νησί Γεράσιμος Σπαταλάς έδωσε το 1924 την εξής διαυγή φιλοσοφική και πολιτική εντυπωσιακή ερμηνεία του πρωτοποριακού μεγαλείου του έργου των «Σκλάβων»:
Το έργο «από ιδεολογικής απόψεως», έγραψε, «είναι σαν μια ισχυρή απάντηση του Κων. Θεοτόκη, του οπαδού του ιστορικού υλισμού, προς τον άκρως ιδεαλιστή, Διονύσιο Σολωμό». Το εξέλαβε, επίσης, ως μια συνέχεια του μεγαλειώδους σολωμικού έργου «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» στη νέα κοινωνική εποχή, που είχε σημάνει την περίοδο της ζωής του Θεοτόκη με «την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας και βιομηχανίας». Βρήκε κοινά τεχνικά στοιχεία ανάμεσα στα δύο έργα, με τη διαφορά βέβαια, μεταξύ άλλων, πως ο Θεοτόκης στο δικό του «επήρε την αλήθεια του ιστορικού υλισμού, την ετοποθέτησε σε μια εποχή και σ’ έναν τόπο που τα ιστορικά φαινόμενα βρισκότανε σε μεταβατικότητα κ’ επομένως σε σύγκρουση» στην ελληνική κοινωνία.
Αλλά ο Θεοτόκης δεν έκανε βέβαια «κήρυγμα» ή μηχανιστική και διδακτική «μεταφορά» και «κατήχηση» της μαρξιστικής θεωρίας. Υψηλού επιπέδου λογοτεχνική έκφραση της αληθινής ζωής, συχνά με έμφαση στην ταξική δομή κι εξήγηση των κοινωνικών προβλημάτων και στη νομοτελειακή κίνηση της κοινωνίας, ήταν οι δημιουργίες του. Έτσι, στους «Σκλάβους» του αποτυπώθηκαν με ζηλευτή λογοτεχνική δεξιοτεχνία, μαζί με ζωή στην Κέρκυρα και τη δική του πίστη, όλες επίσης οι αμφιβολίες του για τη δυνατότητα οι «σκλάβοι» της ελληνικής κοινωνίας να ξεσηκωθούν και ανατρέποντας την κοινωνική δομή να πορευτούν προς τα ιδεώδη τους. Δεν σκιαγράφησε κανένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, ικανό να φέρει τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Επίσης, δεν άφηνε αμφιβολία για τις δικές του προτιμήσεις, που όμως δεν τις έβλεπε άμεσα πραγματοποιήσιμες.
Η γεύση στο τέλος των «Σκλάβων» ήταν πικρή. Εκεί «πατώντας», καθώς και σε αντιφάσεις της ζωής του, αρκετοί κριτικοί και αναλυτές του έργου του, αλλά κυρίως όσοι ασπάζονταν τις αρχές της αστικής κοινωνίας και έθεταν σε δεύτερη μοίρα το αποκρουστικό πραγματικό της πρόσωπο που έφερνε στην επιφάνεια το έργο, είτε πρέσβευαν κάποιον «ήπιο», «αγνό», «χριστιανικό», «ρομαντικό», «άδολο» ή «μεταρρυθμιστικό» σοσιαλισμό, κατά πως τον αποκαλούσε ο καθένας τους, συμβατό με τον καπιταλισμό, αλλά ξένον προς εκείνο του Θεοτόκη, βάλθηκαν να φέρουν και τον ίδιο και το έργο του στα δικά τους μέτρα. Αφυδατώνοντάς ή προσπερνώντας καίρια ταξικά μηνύματά του. Άλλοι, πιο καλοπροαίρετοι και αντικειμενικοί, συχνά εξέπεμπαν παρόμοιες μονομερείς αλλά όχι αυθαίρετες κρίσεις, εστιάζοντας σε δισυπόστατες ερμηνείες του έργου του και σε επιμέρους στάδια της ιδεολογικής του διαμόρφωσης. Όπως δεν έλειπαν κι εκείνοι που καταλόγιζαν στον Θεοτόκη, με στόχο να μειώσουν όσο μπορούσαν την απήχησή του, «προδοσία» της λογοτεχνίας, για τη στράτευσή του σε συγκεκριμένα πολιτικά ιδανικά.
Άκου εκεί, έλεγαν περίπου και κάποιοι που αποθέωναν κατά τα άλλα το έργο του, να βάλει τον συγγραφέα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» Καρλ Μαρξ στη λογοτεχνία μας!
«Αφού ο Μαρξ τα είχε πει αυτά, ποια η ανάγκη να τα ξαναπεί ο Θεοτόκης;», επέμεινε και χρόνια αργότερα ο -για λίγο φιλοσοσιαλιστής- λογοτέχνης Σπύρος Μελάς!
Μα κι άλλοι, όχι λίγοι και μεταξύ αυτών και κάποιοι σημαντικοί Κερκυραίοι λόγιοι, αμφισβητούσαν ακόμη και τον οποιοδήποτε «κοινωνικό» χαρακτήρα του έργου. Τάχα το έργο ήταν «άδολη» Τέχνη, που χωρίς ιδεολογικό πρόσημο μιλούσε, κατά πως είπαν ορισμένοι, μόνο για τη μοίρα του ανθρώπινου γένους!
Εξέφραζε, είπαν επίσης άλλοι, κρίνοντας μερικές φορές εξ ιδίων τα αλλότρια, τη «συνθηκολόγησή» του με το αστικό καθεστώς.
Είναι καταπληκτικό -και αντικείμενο άλλου κειμένου- πόσο και πόσες διαφορετικές θεωρήσεις του έργου έχουν καταγραφεί, ενδεικτικές όμως κι αυτές της λογοτεχνικής δύναμης, του μεγαλείου και των πολλαπλών, πλούσιων και πρωτοποριακών λογοτεχνικών και κοινωνικών μηνυμάτων που εξέπεμψε.
Έτσι, το πρώτο βιβλίο για τον Θεοτόκη, που γράφτηκε από τον Κερκυραίο εκπαιδευτικό Σπύρο Κοντό το 1924 κι έφερε τον τίτλο «Κωνστ. Μ. Θεοτόκης», αφενός υμνούσε το έργο του, αφετέρου χαρακτηριζόταν από αντικομμουνιστικό πνεύμα και προσπαθούσε να τον φέρει σε αντιδιαστολή με τον επαναστατικό και διεθνιστικό χαρακτήρα του ΣΕΚΕ – ΚΚΕ, με επιχείρημα ότι εφόσον εκείνος είχε πατριωτικές περγαμηνές δεν ήταν τάχα δυνατόν να υποστήριζε την επαναστατική και διεθνιστική εργατική ιδεολογία του Μαρξ και των Ρώσων Μπολσεβίκων του Λένιν. Προκειμένου μάλιστα να μην δημιουργηθούν τέτοιες «παρερμηνείες» για την ταξική σοσιαλιστική του αντίληψη, ένα σονέτο του Θεοτόκη, γραμμένο μάλλον τον Μάρτιο του 1917, παρουσιαζόταν κομμένο, με παράλειψη στίχων. Προφανώς για έναν τέτοιο λόγο θεωρήθηκαν άτοποι και παραλείφθηκαν τελείως οι στίχοι του σονέτου που έλεγαν «Σηκώθη τ’ άγιο δίκιο της να λάβει / Όλη η αργατιά με φρόνημα γενναίο. / Ισονομίας νόμο κηρύχνει νέο / Και τα δεσμά του πλούτου θραύει. / Η σκληρή φτώχεια, η γύμνια, η πείνα παύει / Και με καλούν μύριες φωνές να λέω / Θούριο τραγούδι: σ’ ένα πέλαο πλέω / Χαράς λεύτεροι ανθρώποι είναι όλοι οι σκλάβοι». Ο Θεοτόκης απλώς, σύμφωνα με το σημαντικό κατά τα άλλα εκείνο βιβλίο, ως γνήσιος Έλληνας συμπονούσε πολύ τους πιο αδικημένους συνανθρώπους του.
Στην Κέρκυρα, τότε, οι «Σκλάβοι» και ο δημιουργός του μισήθηκαν, κυριολεκτικά, τόσο από την παλιά αριστοκρατική τάξη όσο και από τη νέα κυρίαρχη πια αστική τάξη.
Πόσο ενόχλησε το έργο την ελίτ της Κέρκυρας και πόσο αυτό «πέρασε» όμως στο ευρύτερο κοινό; Έγραψε η Δενδρινού: «Κανένα σύγχρονο έργο δεν έγινε δεχτό με την αγανάχτηση που γέννησε στην ψυχή των Κερκυραίων η εμφάνιση των “Σκλάβων” (…) Τα πρόσωπα τα δευτερεύοντα που κουνιούνται γύρω από τους ήρωες του βιβλίου και που δεν είναι παρά πρόσωπα γνωστά της ανώτερης κερκυραϊκής κοινωνίας με τα εξακριβωμένα γεγονότα της ιδιαίτερης ζωής τους, μη αφήνοντας καμιάν αμφιβολία για την ταυτότητά τους, καυτηριάζονται αμείλιχτα (…) Το έργο φυσικά κατακρίθηκε, αλλά και κανένα βιβλίο του Θεοτόκη δε διαβάστηκε πιο λαίμαργα από το κερκυραϊκό κοινό».
Απεικονίζονταν ανάγλυφα άλλωστε σε αυτό, μεταξύ άλλων, τόσο ο Κερκυραίος πρωθυπουργός της χώρας Γεώργιος Θεοτόκης όσο και ο Κερκυραίος μεγαλοβιομήχανος Δεσύλλας του ομώνυμου εργοστασίου των εκατοντάδων εργατών κι εργατριών στην πόλη του νησιού, καθώς και γνωστός τοκογλύφος και τραπεζίτης. Στα πρόσωπά τους η ανερχόμενη αστική τάξη, που εκτόπιζε την παλιά αριστοκρατική, αποκαλυπτόταν πως ήταν κιόλας φραγμός κι εμπόδιο στην πρόοδο της κοινωνίας. Ήδη μια άλλη -η εργατική- κοινωνική τάξη «σήκωνε κεφάλι» με τη βοήθεια διανοουμένων και έθετε, έστω ασθενικά κι αδύναμα ακόμη, ζήτημα αλλαγής τάξης στην εξουσία.
Και πώς, αλήθεια, να μην ξεσήκωνε ταραχή το έργο; Σαν δυναμίτης στα θεμέλια και της αστικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας έπεσαν οι «Σκλάβοι», προκαλώντας αντιδράσεις όχι μόνο στην Κέρκυρα, μα και στην Αθήνα. Ήταν σαν η ίδια η ελληνική αστική τάξη να ομολογούσε πως ο λαός θα μπορούσε όντως έτσι και καταλάβαινε τη δύναμή του, όπως ανέφερε ήρωας του έργου, να την «χορέψει στο ταψί» για να επιβάλλει τα δικά του διαφορετικά συμφέροντα. Πώς να μην ξεσηκώσει ταραχή και επιθέσεις κάθε είδους τέτοια… «μόλυνση» της ελληνικής λογοτεχνίας!
Δύο δεκαετίες περίπου μετά, το 1946, ενώ σοβούσαν στη χώρα οι ταξικές και πολιτικές συγκρούσεις και ο διάλογος για την πνευματική κληρονομιά του Θεοτόκη αποτυπωνόταν ακόμη αχνά σε λογοτεχνικά αφιερώματα, ο Χουρμούζιος εισέφερε το δικό του πρωτοποριακό βιβλίο για εκείνον. Ανεξάρτητα από ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς για επιμέρους κρίσεις του, έδωσε την εξής πληρέστερη ίσως ως τα σήμερα, αν και κάπως θολή πολιτικά, γενική εκδοχή: «Η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη συνδέεται με μια πολυδύναμη ιστορική στιγμή, όταν στην εθνική συνείδηση έπεφτε γόνιμος σπόρος το κοινωνικό ιδεώδες σαν ηθική αξία αναμορφωτική, ενώ το έργο του, κινημένο από το ιδεώδες τούτο, ξεκόβοντας βίαια από την καθιερωμένη ως την ώρα του παράδοση στην ελληνική πεζογραφία, σημαδεύει την αποφασιστικώτερη καμπή στο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη αρχίζει -και με πόσην ένταση και με πόσο πάθος ψυχής!- το κοινωνιστικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα (…) Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης ψυχικά, ιδεολογικά, ανήκει στο λαό και στους αγώνες του λαού για την κοινωνική και την πνευματική του άνοδο. Η δράση του στο καλύτερο -δίνω στη λέξη κάποιο βάρος ηθικό- και γονιμώτερο μέρος της ζωής του, δέθηκε με το λαϊκό αναγεννητικό κίνημα. Το έργο του (…) ζωντανεύει από την εναγώνια διεκδίκηση του ιδανικού της κοινωνικής αλλαγής».
Οι «Σκλάβοι» ήταν, κατά τον Χουρμούζιο, ακόμη και μια «ψυχική εξομολόγηση και ιδεολογική απολογία» του συγγραφέα τους. Κρίνοντάς τον συνολικά από όσα έμαθε κι εστάθμισε για εκείνον, αλλά και παρερμηνεύοντας μάλλον ορισμένα καίρια στοιχεία του έργου του και τις τελικές απόψεις του, θεωρούσε πως ο Θεοτόκης ήταν ένας «ρομαντικός περισσότερο παρά ρεαλιστής, χριστιανός μάλλον παρά επαναστάτης σοσιαλιστής».
Ίσως, έγραψε υποθετικά για τον Θεοτόκη, σε κάποιο βαθμό να συνέχιζε και μετά την ανάμειξή του στο λαϊκό κίνημα «να τρέφει τη χίμαιρα πως ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος αν αποτινάξη την πολιτική διαφθορά κι αν εγκολπωθή τις δημοκρατικές ιδέες που εγγυώνται την ελεύθερη κι ανεμπόδιστη από κάθε πολιτικό συμφέρον ή υστεροβουλία εκδήλωση της γνώμης του λαού», ενώ, αντιθέτως, σε άλλο σημείο της μελέτης του απέδιδε στον Θεοτόκη, ως «βαθιά ριζωμένη πεποίθηση», τη θέση ότι «η πραγμάτωση κράτους ελευθερίας, δικαίου και κοινωνικής συνεργασίας δεν ήταν δυνατή μέσα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος». Του αναγνώρισε ότι «κήρυξε με θάρρος την Επανάσταση», μα του καταλόγισε ότι τελικά «στάθηκε διστακτικός στο πεζοδρόμιο».
Άλλοι θα ήταν, λίγα χρόνια αργότερα, ένα βήμα πιο κατηγορηματικοί από εκείνον στις κρίσεις τους για τον Θεοτόκη και το έργο του, χωρίς αμφίπλευρες ερμηνείες. «Σκοπός του ήταν η κοινωνική αλλαγή, ο σοσιαλιστικός ανασχηματισμός της κοινωνίας», αποφάνθηκε χωρίς περιστροφές στην τετράτομη «Νεοελληνική Λογοτεχνία» του -που έγραψε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας- ο κορυφαίος ίσως Κερκυραίος φιλόλογος της πρώτης γενιάς του περασμένου αιώνα Περικλής Καλοδίκης. Το έργο του, είπε, προδιαγράφει «τον αναπόφευκτο χαμό» του αστικού κοινωνικού καθεστώτος και αποτελεί «καταδίκη του συστήματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας». Η ερμηνεία που απέδωσε ο Καλοδίκης στον Θεοτόκη ήταν ότι «η ψυχή του και όλο του το έργο είναι ποτισμένα απ’ έναν απέραντο σοσιαλιστικό ουμανισμό». Η λογοτεχνική δημιουργία του, είπε, «οραματίζεται μια καινούρια κοινωνία, ένα κοινωνικό καθεστώς ευτυχίας, χαράς και ελευθερίας για όλη την ανθρωπότητα».
Ήταν το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, σε συνθήκες που ήταν ακόμη εκτός νόμου, εκείνο που ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960 θα σηματοδοτούσε, μέσω λογοτεχνών του και δικού του ανεπίσημου εκδοτικού μηχανισμού, την έναρξη μιας πορείας που οδήγησε στην επανέκδοση όχι μονάχα των «Σκλάβων», μα του συνόλου των έργων του Κερκυραίου λογοτέχνη.
Το 1967 ο εκδοτικός οίκος του «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» κυκλοφόρησε τη μελέτη «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Πεζά Έργα – Επιλογή», εκθειάζοντας και αναλύοντας εκ νέου το πολύτιμο και, κυρίως, το πιο ώριμο έργο του, με αιχμή τους «Σκλάβους».
Ο λογοτέχνης, κριτικός και κατοπινός αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» Τάκης Αδάμος ήταν και τότε και αργότερα εκείνος που προσδιόρισε εκ νέου, με συνθετική πληρότητα όσον αφορά τη μελέτη του έργου, αλλά και με επιπρόσθετα στοιχεία και χωρίς αμφισημίες, τόσο τον ίδιο τον Θεοτόκη ως άνθρωπο όσο και τον χαρακτήρα της πρώιμης και της ώριμης λογοτεχνικής παραγωγής του.
Στον ίδιο οφείλεται και το νέο έργο με τον τίτλο «Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Επιλογή», που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Σύγχρονη Εποχή» του ΚΚΕ μετά τη χούντα των συνταγματαρχών, για να ακολουθήσουν και οι «Σκλάβοι» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Σύμφωνα με τον Αδάμο, ο Θεοτόκης, παρά τις όποιες ιδεολογικές ταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις του -που χαρακτήρισαν βέβαια έναν ευρύτατο κύκλο διανοουμένων της εποχής του- παρέμεινε «ιδεολογικά αδιάλλαχτος» και έστω με την πένα του μόνο μετά τη δράση του επέμεινε ως τον θάνατό του «στον σοσιαλισμό, στον αγώνα για την πραγματική απολύτρωση του ελληνικού λαού και την κοινωνική αναγέννηση του τόπου».
Με τον ήρωά του Άλκη Σωζόμενο στους «Σκλάβους», σημείωσε, ο Θεοτόκης ζωντάνευε και «τις αδύνατες στιγμές, τις αμφιβολίες, τις ταλαντεύσεις, τις απογοητεύσεις, αλλά και την ατράνταχτη πίστη των διανοουμένων στο ξύπνημα του λαού και στην επαναστατική αναδημιουργία του τόπου». Του απέδιδε πρωτοπόρο ρόλο «στην ανάπτυξη σοσιαλιστικού κινήματος και στη σοσιαλιστική αφύπνιση των εργαζομένων στη χώρα μας».
Οι «Σκλάβοι» αποτέλεσαν για τον Αδάμο «ορόσημο και αφετηρία για το ρεαλιστικό σοσιαλιστικό μυθιστόρημα στη χώρα μας». Ο συγγραφέας τους, συμπέρανε, «έχει κατακτήσει επάξια μια από τις κορυφαίες θέσεις στα ελληνικά γράμματα». Ήταν σε ολόκληρο στον ελληνικό χώρο ο «γενάρχης της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας».
Ήδη από πολύ πριν, από το 1945, είχε έλθει άλλωστε η στενή φίλη του Θεοτόκη στην Αθήνα Γαλάτεια Καζαντζάκη, λαμπρή λογοτέχνιδα και σύζυγος του μεγάλου συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, να αφήσει την πιο συγκλονιστική και αποστομωτική, θα λέγαμε, γραπτή μαρτυρία για τον άνθρωπο Κωνσταντίνο Θεοτόκη, διαλύοντας νέφη.
Τότε, είκοσι δύο χρόνια μετά τη θανή του και ενώ η κυρίαρχη προπαγάνδα διαστρέβλωνε το πολιτικό του πιστεύω επικαλούμενη κάποιες πρόσκαιρες επιλογές του μιας περιόδου της ζωής του που ο ίδιος είχε αποκηρύξει, επιμένοντας με αυτές και μόνο να τον φέρνουν στα δικά τους πολιτικά μέτρα και σε αντιπαράθεση με την ιδεολογία του ΣΕΚΕ – ΚΚΕ, η πρωτοπόρα στον καιρό της κομμουνίστρια λογοτέχνιδα βγήκε να τον υπερασπίσει, αποκαλύπτοντας ότι ο ίδιος ο Θεοτόκης μεμφόταν τον εαυτό του για ορισμένες επιλογές του. Κι έγραψε κοφτερά μα και με βαθύ συναίσθημα στο περιοδικό «Γράμματα»:
«Ο Κωνστ. Θεοτόκης συγκέντρωνε μεγάλα ηθικά και πνευματικά χαρίσματα. Η προσωπικότητα του παρ’ όλες τις αδυναμίες του χαρακτήρα του, τον ξεχώριζε από τους άλλους Έλληνες διανοούμενους με τρόπο αναμφισβήτητο. Καμιά του πράξη δεν ξέφευγε την καταδίκη της συνείδησής του, αν του φαινόταν ανάξια. Και θεωρούσε άθλιο τον εαυτό του γιατί ενώ το δικό του χρέος βρισκόταν πλάι σε εκείνους που δούλευαν να καταλύσουν το άνομο καθεστώς της εκμετάλλευσης και της ατομικής ευδαιμονίας, δεν αγωνίστηκε σοβαρά γι’ αυτό (…) Και με πόση σκληρότητα καταδίκαζε τη λιποταξία του (…)».
Τι άλλο πολύ ξεχωριστό είπε, μεταξύ άλλων, για εκείνον;
«Δεν γνώρισα άλλον να συγκινείται ως τα δάκρυα μπρος στην κάθε γενναία εκδήλωση, στο κάθε ηθικό μεγαλείο, μπρος στην κάθε αρετή, στον κάθε ηρωισμό (…) Μόνο το λαό θεωρούσε αγνό. Μόνο στο λαό βρίσκονταν τα ηθικά κεφάλαια τα χρειαζούμενα για την ανοικοδόμηση της ζωής. Στην τάξη του θρασομανούσε μόνο η σαπίλα και η βρωμιά. Και μου μιλούσε για τα μικρά καφενεδάκια της Κέρκυρας όπου σύχναζε και δίδασκε τους δουλευτάδες το δίκιο τους και πώς να το πάρουν».
Η Καζαντζάκη έθεσε στο κείμενό της το ερώτημα «τι τον έκαμε να εγκαταλείψει το έργο αυτό, που με ακλόνητη πίστη είχε αναλάβει», για να δώσει την απάντηση πως ο λόγος για την αποστασιοποίησή του από το εργατικό – σοσιαλιστικό κίνημα σε κάποια φάση της ζωής του ήταν «η άβουλη φύση του». Γι’ αυτό δεν εδόθηκε σταθερά και με όλες του τις δυνάμεις ή και ως ηγέτης «σ’ εκείνο που τόσο ποθούσε να κάμει ο ίδιος στη ζωή» κι ανέδειξε λογοτεχνικά.
Προσέθεσε κι ετούτα για τις ιδέες του: «Πίστευε απόλυτα πως για να φτιαχτεί ένας νέος ηθικός κόσμος, απαλλαγμένος ολότελα από τις αμαρτίες του παλιού, χρειαζόταν ν’ αλλάξει από τα θεμέλια το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς (…) Όσο κανένας άλλος ήξερε ποιο είναι το χρέος μπρος στη ζωή και πόσο άθλιοι είμαστε όταν δεν το εχτελούμε (…) Ήταν ένας σοσιαλιστής των άκρων (…) Στην πραγματικότητα, στάθηκε ένας επαναστατημένος, ένας ριζοσπάστης».
Αναγνώριζε ο Θεοτόκης και ότι ο «Άλκης» των «Σκλάβων» του «κουτσαίνει». Ότι «του ξέφυγε», ότι «δεν στάθηκε ικανός να τον ολοκληρώσει», ανέφερε η Καζαντζάκη.
Ο Χουρμούζιος είχε επισημάνει και κάτι άλλο για τον χαρακτήρα του: «Αφιλοχρήματος και σπλαχνικός πάντοτε, ξώδευε, κατά τη μαρτυρία των πιο στενών του φίλων, τα μισά εισοδήματά του σε αγαθοεργίες».
Μιαν άλλη ωραία και πολύ ανθρώπινη μαρτυρία άφησε για εκείνον και η σύζυγός του Ερνεστίνα: «Ήταν αγαπητός παντού, έκανε καλωσύνες όπου κι’ όπως μπορούσε κι’ είχε και πολύ ταλέντο για να κάνει το γιατρό. Ερχότανε πολλοί να του ζητήσουν τη συμβουλή του (…) Καθεμέρα μάς έρχονταν γυναίκες με τα παιδιά τους, ήταν μαζί τους υπομονετικός και όλοι φεύγανε ευχαριστημένοι. Τα γιατρικά όλα τους εδίνονταν δωρεάν, κι’ αυτά ακόμη που δεν τα είχαν στο φαρμακείο του σπιτιού τα μηνούσε από την πόλη…». Ο θάνατος της κόρης τους σε παιδική ηλικία τον είχε, βέβαια, συντρίψει.
Μέσα στην καταχνιά της Χούντας, ενώ είχε μεσολαβήσει και η έκδοση του 1967 από το ΚΚΕ, «έσκαψε» βαθιά στο πλούσιο έργο του Θεοτόκη, φέρνοντας στο φως μεταξύ άλλων νέα στοιχεία για τον χρόνο και τις περιπέτειες της συγγραφής των «Σκλάβων» και παρουσιάζοντας μιαν υπέροχη καλλιτεχνική εκτύπωσή τους, ο γεννημένος κοντά στο χωριό Καρουσάδες της Κέρκυρας σπουδαιότερος ίσως σύγχρονος ερευνητής της θεοτοκικής πνευματικής κληρονομιάς, αγωνιστής Φίλιππος Βλάχος.
Η έκδοση εκείνη των «Σκλάβων», το 1970, μα κυρίως μια νέα πάλι από τα «Κείμενα» του Βλάχου το 1981, ήταν καρπός πρωτοβουλίας του καλλιτέχνη – εκδότη και έναρξης συνεργασίας του με τον σπουδαίο πανεπιστημιακό και λόγιο Γιάννη Δάλλα, ο οποίος επίσης εντόπισε άλλα στοιχεία για τη συγγραφή του έργου και με τη βαθύτατη δική του λογιοσύνη προλόγισε κιόλας τη δεύτερη έκδοση, ενώ συνέγραφε για ολόκληρο το έργο του Θεοτόκη εμπεριστατωμένη μελέτη-κριτική σπουδή, που είδε το φως το 2001.
Ο Δάλλας ήταν εκείνος που το 2018 στα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ, σε βαθιά γεράματα πια, προσήλθε υποβασταζόμενος στην έδρα του κόμματος αυτού για να μιλήσει για τον Κερκυραίο λογοτέχνη σε ημερίδα με θέμα την αλληλεπίδραση του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος με την ελληνική λογοτεχνία στις αρχές του εικοστού αιώνα. Νεαρός καθηγητής γυμνασίου τη δεκαετία του ’50, όταν ακόμη ο Θεοτόκης απουσίαζε από τα σχολικά βιβλία, τον είχε διδάξει στους μαθητές του.
Μπαράζ αλλεπάλληλων εκδόσεων των «Σκλάβων» τον τελευταίο μισόν αιώνα, όπως μαρτυρεί και το φωτογραφικό «πανόραμα» με τα διάσπαρτα σε αυτές τις γραμμές εξώφυλλα πολλών από όσες κυκλοφόρησαν από μεγάλους και μικρότερους εκδοτικούς οίκους ή και από εφημερίδες, αντανακλά τη συνεχιζόμενη μεγάλη απήχηση του έργου.
Σ’ αυτή την απήχηση, όπως και σ’ εκείνη της νουβέλας του μεγάλου λογοτέχνη «Η τιμή και το χρήμα», στηρίχθηκε άλλωστε η σταδιακή υπερπληθώρα εκδόσεων με όλες ανεξαιρέτως τις πολλές και διάφορες λογοτεχνικές δημιουργίες του Κερκυραίου διανοητή. Σύμφωνα με τον Ολλανδό σοφό νεοελληνιστή και ιστορικό της ελληνικής γραμματείας Έσσελιγκ, ο Θεοτόκης θα είχε προ πολλού γίνει παγκόσμια γνωστός – ίσως όσο και ο κάπως συγκαιρινός του κερκυραϊκής οικογενειακής ρίζας Εμίλ Ζολά αν εζούσε κιόλας περισσότερο, προσθέτουμε εμείς- εφόσον έγραφε σε μιαν άλλη γλώσσα.
Μισόν αιώνα περίπου μετά τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, ενώ για ποικίλους βέβαια λόγους κατέπιπτε στην παλιά Σοβιετική Ένωση η γεμάτη επιτεύγματα και ατοπήματα όμως πρώτη στον κόσμο απόπειρα δημιουργίας μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, θα ερχόταν να υπερασπιστεί τον Θεοτόκη και τις θέσεις του, με άλλα σοφά λόγια, ο σημαντικότερος Κερκυραίος μεταπολεμικός λογοτέχνης. Βουλευτής κιόλας, που παραιτήθηκε τελικά από το κόμμα με φιλοσοσιαλιστικές διακηρύξεις που είχε επιλέξει, κάνοντας σαφές πως δεν τον ενδιέφερε η ακολουθούμενη πολιτική διαχείριση αναπαραγωγής της άδικης καπιταλιστικής κοινωνίας, ο Σπύρος Πλασκοβίτης, τις αρχές της δεκαετίας του ’90, καθώς συμμετείχε σ’ ένα αφιερωμένο στον Θεοτόκη ιστορικό συνέδριο του κερκυραϊκού λογοτεχνικού «Πόρφυρας» συνδεδεμένο με την έκδοση ενός ογκώδους αφιερωματικού τόμου, διακήρυξε:
«Η νεο-καπιταλιστική έφοδος στον κόσμο, τα τελευταία χρόνια, ο τεχνολογικός ίλιγγος, η καταναλωτική φιληδονία, ο ατομικισμός και τα αδιέξοδα στον αγώνα για οικονομική επικράτηση και κοινωνική ισχύ, είχαν σαν συνέπεια ν’ αναστρέψουν το αγωνιστικό φρόνημα της πεζογραφίας, που εδίδαξε με το υψηλό παράδειγμά του ο Κ. Θ. (…) Αν δεν ήταν από πολλά χρόνια μακριά του κόσμου τούτου ο Κ. Θ., θ’ άκουγε σίγουρα, από κάποιον κριτικό της ρουτίνας ότι το έργο του δεν αποπνέει “αύρα μαγείας”, ότι ιδεολογίες δεν υπάρχουν πια και συνεπώς δεν αξίζει τον κόπο να έχουμε ιδέες γράφοντας για την κοινωνία του καιρού μας (…) Θα έκριναν ακόμα το πάθος και τη δύναμη του Κ. Θ. ρητορικά σχήματα και θ’ αναζητούσαν σ’ αυτόν νοσταλγίες και χαμηλούς τόνους που δεν διαθέτει. Θα τον θεωρούσαν πιθανότατα “προγραμματισμένον”, τις γνώσεις και τις εμπειρίες του πολύ λόγιες και άρα μη “αυθόρμητον”. Τέλος, θα του καταλόγιζαν και την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, ως καταδίκη για το “πιστεύω” του και για τον… άδικο κόπο να διοχετεύσει ένα τέτοιο πιστεύω στις σελίδες της πεζογραφίας του. Το να νοιώθεις όμως την ομορφιά, τον αέρα της αλήθειας, όθε κι αν προέρχεται, είναι κάτι που δεν εξηγείται και δεν χαρίζεται άκοπα σε κανένα. Αν έχεις τέλεια βυθιστεί στην πολυθόρυβη σύγχυση αισθητικής και…αναισθητικής, που κατακλύζει τη διασκεδαστική εποχή μας, δύσκολα θ’ ακούσεις την τίμια και πονεμένη φωνή του Κ. Θ.».
Συνέχισαν βέβαια να τον «ακούνε» και να τον αναφέρουν σε διάφορες δραστηριότητές τους μερικοί εργατοϋπαλληλικοί και πολιτιστικοί φορείς του νησιού, όπως έκανε και πρόσφατα το Εργατικό Κέντρο Κέρκυρας σε εκδήλωση για τη συμπλήρωση ενός αιώνα και κάτι από την πρώτη καταγεγραμμένη απεργία εργαζομένων της Κέρκυρας.
Στον συλλογικό τόμο «Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας», το 2011, ο Κερκυραίος συγγραφέας και βιβλίου για τον μεγάλο λογοτέχνη Φίλιππος Φιλίππου σημείωσε άλλωστε ότι ο Θεοτόκης «ουδέποτε απομακρύνθηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες», παρά τον πεσιμισμό και την ηττοπάθεια που συχνά ίσως τον χαρακτήριζαν και με υπερβολική μονομέρεια αρκετοί διέγνωσαν στους «Σκλάβους».
Μερικές φορές θαρρείς μάλιστα πως ειδικότερα και το μήνυμα του έργου του «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» για τη δύναμη που «κρύβει» ένας μαζικός αγώνας αναβιώνει πια στα χρόνια μας σε εργατικές διαδηλώσεις στους δρόμους από δυνητικούς «σκλάβους» του 21ου αιώνα. Που, για να το πούμε με λόγια των «Σκλάβων», αντιδρούν «σ’ έναν άδοξο δρόμο υποταγής, χαραγμένον από τη σκλαβιά και τη στέρηση από νόμους ανάγκης!..».
Το portal 902.gr του ΚΚΕ, εξάλλου, το 2019 είχε τιτλοφορήσει ως εξής αναφορά του σε κερκυραϊκό δημοσιογραφικό αφιέρωμα στον Θεοτόκη την ημέρα του θανάτου του: «Ο επαναστάτης λογοτέχνης που έγραψε για να απελευθερώσει τους σκλάβους από τα δεσμά τους».
Επιβιώνουν βέβαια και στην Κέρκυρα ποικίλες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους σχετικές ερμηνείες, ενδεικτικές ίσως κι αυτές της συνεχιζόμενης απήχησης του έργου του Θεοτόκη, ιδίως στη νεολαία.
Δεν πάνε παρά μερικοί μήνες μόνο που ο υπεύθυνος για μια σειρά πνευματικών δράσεων της Εκκλησίας της Κέρκυρας θεώρησε σκόπιμο να σχολιάσει τους «Σκλάβους», με εκτεταμένο άρθρο του σε τοπικόν εκκλησιαστικό ιστότοπο. Για να υποστηρίξει πως το έργο φαντάζει πια «ιδιαίτερα αναχρονιστικό», όχι λόγω του θέματός του, «αλλά για την νοοτροπία που φέρνει», χωρίς να προσδιορίζει αν με αυτά εννοεί τον κοινωνικά ταξικό κι επαναστατικό χαρακτήρα του ή οτιδήποτε άλλο.
Ενώ εξαίρει τον Θεοτόκη για τη λογοτεχνία του, μα και ως «βαθύτατο γνώστη της ανθρώπινης ψυχολογίας, ιδεολόγο και ονειροπόλο», καταλήγει στην άποψη πως η αξία των «Σκλάβων» του έγκειται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά στο ότι «αναδεικνύουν τι λείπει και από τους καιρούς μας: το να θελήσει ο άνθρωπος να ακολουθήσει τα πραγματικά του όνειρα που περνούν από την απάντηση στο μεγάλο δίλημμα “εξουσία ή αγάπη”;». Και συμπεραίνει ότι «ο σκλάβος στα δεσμά της εξουσίας, του χρήματος, του καλού ονόματος, του φαίνεσθαι, κυρίως όμως των παθών άνθρωπος χρειάζεται λύτρωση» που μπορεί να έλθει, τάχα, με τη σωστή απάντηση στο ερώτημα «εξουσία ή αγάπη». Με τη νουβέλα του «Η τιμή και το χρήμα», όμως, πριν από τους «Σκλάβους», ο κορυφαίος Κερκυραίος λογοτέχνης είχε κιόλας αναδείξει ακόμη πιο τραγικά την επαναλαμβανόμενη άλλωστε στο μυθιστόρημά του αλήθεια ότι η αστική κοινωνική οργάνωση, ιδεολογία και «νοοτροπία», που μένει στο απυρόβλητο του εν λόγω άρθρου, ακριβώς θέτει ανυπέρβλητους περιορισμούς στην κατάκτηση ακόμη και των πιο απλών ευγενικών ανθρώπινων ιδανικών.
Δεν σπανίζουν στο νησί ούτε κάποιοι που, ενώ το έργο μάς λέει από τότε ότι «η αστική τάξη είναι κι αυτή ξεπερασμένη» όπως έχει εύστοχα επισημάνει με αυτά τα λόγια ο εκ των κορυφαίων Ελλήνων μελετητών του Σολωμού και ολόκληρης της νεοελληνικής λογοτεχνίας Λίνος Πολίτης, επιμένουν να θεωρούν ότι αυτό στιγματίζει δήθεν μόνο την προηγούμενη φεουδαρχική κι αριστοκρατική κοινωνική οργάνωση και, απλώς, κάποιες υπερβάσεις της αστικής τάξης που τη διαδέχθηκε. Ο συγγραφέας και για τη ζωή και το έργο του Θεοτόκη Κωστής Μπαλάσκας είχε εύστοχα συνοψίσει σε μία λέξη το πώς «είδε» το βιβλίο, πέρα από την παραπαίουσα τοπική αριστοκρατική τάξη, η ελληνική αστική τάξη: «Επικίνδυνο».
Επικίνδυνο, προπαντός βέβαια, για την κερκυραϊκή αστική τάξη της εποχής, αλλά και διαχρονικά.
Οι τύποι των ηρώων του βιβλίου, όπως είχε επισημάνει ο Χουρμούζιος, ήταν κερκυραϊκά «έμψυχα τεκμήρια των ιδεολογικών συμπερασμάτων» του συγγραφέα και όχι δημιουργήματά του «για την εφαρμογή των πολιτικών θεωριών του». Ο Θεοτόκης αναδείκνυε μαγικά, βλέπετε, τον κοινωνικό νόμο για «την πάλη των τάξεων», στηριγμένος στην αληθινή ζωή του νησιού.
Έναν αιώνα, λοιπόν, από τότε που είδαν το φως, οι «Σκλάβοι στα δεσμά τους» παραμένουν ολοζώντανοι, έστω και με ερμηνευτικές παραποιήσεις τους και με κάθε λογής ιδεαλιστικούς «αφορισμούς» των ανατρεπτικών κοινωνικών μηνυμάτων τους, τόσο πανελλαδικά όσο και, ιδιαιτέρως ίσως, στην Κέρκυρα, όπου βέβαια αξέχαστες μένουν οι μελέτες του λόγιου ιστοριοδίφη Γεράσιμου Χυτήρη τη δεκαετία του ’50, όταν αυτός υπεράσπισε τη θεοτοκική πνευματική κληρονομιά με θέρμη. «Στεκόμαστε ευλαβείς μπρος στην αγωνία μιας ζωής που έλυωσε κάτου από την πυρετική φλόγα ενός ατελεσφόρητου Χρέους», είχε γράψει.
Από το 1928, μ’ ένα κείμενο γραμμένο στο λαϊκό κερκυραϊκό προάστιο Ανεμόμυλος, ο αδελφός του λογοτέχνη Σπύρος Θεοτόκης είχε «προφητικά» πει πως η θέση του «Ντίνου» του στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας θα αναγνωριζόταν και στην Κέρκυρα και στην Αθήνα ως «μεγάλη και δυσκολόφταστη». Εκόντες-άκοντες συγκατένευσαν, τελικά, όλοι!
Ως «μεγάλη Κερκυραϊκή δόξα» τον είχε υψώσει τα χρόνια εκείνα η Δενδρινού.
Πολλοί μέχρι σήμερα, όπως και πριν από λίγους μήνες όταν στην ΕΡΤ προβλήθηκε με αναπάντεχα τόσο μεγάλη απήχηση μικρή τηλεοπτική παραγωγή με κορυφαίους ηθοποιούς αφιερωμένη στο σύντομο έργο του Θεοτόκη «Αγάπη παράνομη», έθεσαν δημόσια το ερώτημα τι ακριβώς είναι αυτό στα έργα του που γοητεύει και μαγεύει ακόμη, έναν και πλέον αιώνα μετά.
Καλύτερα ίσως από κάθε άλλον το προαναφερόμενο ερώτημα για τον Θεοτόκη και το σύνολο του έργου του το έθεσε, αν και το απάντησε μόνο εν μέρει, ένας Επτανήσιος μελετητής του και πολυγραφότατος πανεπιστημιακός. Ο Θεοδόσης Πυλαρινός πριν από δεκαπέντε χρόνια έγραψε κάτι που λες και γράφτηκε σήμερα:
«Από δεκαετία σε δεκαετία αποδεικνύεται ότι ο λόγος του παραμένει αειθαλής και επίκαιρος. Τι είναι αυτό που τον κάνει προσιτό και τα βιβλία του αναγνώσιμα ύστερα από τόσα χρόνια, και μάλιστα με άγονο ένα μεγάλο διάστημα, σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του έως τα τέλη της δεκαετίας του ’40; Η ιδιότυπη ζωή του; Ο πέπλος της λήθης που έπεσε μετά το θάνατό του ως καινοτόμου συγγραφέα; Η ηττοπαθής αδράνεια του μεσοπολέμου ή η επαναστατική και γεμάτη πάθος γραφή του; Και τι είναι αυτό που συντέλεσε στη φαντασμαγορική ανάδυσή του τη δεκαετία του ’70; Ένας “βουρλισμένος” εκδότης (ο Φίλιππος Βλάχος βέβαια) που τον πίστεψε σαν θεό του; Η αναζήτηση καθαρών πηγών εκ μέρους των αναγνωστών ή μήπως η πολιτική σκέψη του Κερκυραίου λογοτέχνη και ο ανένταχτος χαρακτήρας του; Μήπως, πάλι, η ωρίμανση της κριτικής, που είδε κατάματα στο έργο του την τραγικότητα της ζωής σε όλο το μεγαλείο και τη φθορά της; Αν προσθέσει κανείς σ’ αυτά και την πολυμορφία του πρωτότυπου έργου του Κωνσταντίνου Θεοτόκη αλλά και τον καταιγισμό των μεταφράσεών του, το ιδιότυπο κράμα λογοτέχνη, μεταφραστή και λόγιου, ίσως δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα (…) Είναι (και) η σπουδή του έρωτα και του θανάτου (..)».
Στον Πυλαρινό οφείλεται και η άτυπη τιτλοφόρηση «Οι προλετάριοι» του εκπληκτικού άτιτλου σονέτου του Θεοτόκη για την εργατική τάξη που αρχίζει με τον στίχο «Σηκώθη τ’ άγιο δίκιο της να λάβει».
Ειδικότερα βέβαια οι «Σκλάβοι», που για να θριαμβεύσουν χρειάστηκε να αντέξουν πολλές επιθέσεις, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οφείλουν την τόση επιτυχία τους στη διαχρονική πολύπλευρη αλήθεια τους και στα άλλο τόσο αμετάβλητα φωτεινά κοινωνικά μηνύματα που ο Κ. Θεοτόκης μπόρεσε να εκπέμψει στον καιρό του με απαράμιλλη -ίσως ίσαμε σήμερα- λογοτεχνική στιβαρότητα και γοητεία.
Ας κλείσουμε όμως κάπου εδώ αυτές τις δημοσιογραφικές γραμμές για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την κυκλοφορία των «Σκλάβων», με ένα απόσπασμα του βιβλίου επίκαιρο πολύ νομίζουμε στις μέρες μας με όσα συμβαίνουν και διεθνώς, αφού πρώτα θυμίσουμε μια περικοπή σημειώματος που είχε καταχωρηθεί πριν από εκατό δέκα περίπου χρόνια στην κερκυραϊκή εφημερίδα «Εργάτης», όταν ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης -ο Ντίνος, όπως τον έλεγαν οι συγγενείς κι οι φίλοι και συναγωνιστές του- αποδέχθηκε πρόσκληση με 300 περίπου υπογραφές Κερκυραίων εργατών ή και αγροτών, επαγγελματιών κι επιστημόνων κι άρχισε να φλογίζει με τον σοσιαλιστικό λόγο του τον νου και την καρδιά εργατικών και άλλων λαϊκών στρωμάτων του νησιού, μιλώντας σε εργατικές – λαϊκές συγκεντρώσεις:
«Ελπίζομεν δε ότι όλοι οι εργάται της Κέρκυρας θα νοιώσουν βαθιά το Θεοτόκη, θα καταλάβουν τι μέγας θησαυρός ευρίσκεται κρυμμένος, τον οποίον με πάσα θυσία υποχρεούνται να τον ανεύρουν, να τον καταχτήσουν και να τον οικειοποιηθούν».
Να και τι διαλέξαμε από τους «Σκλάβους» για αποχαιρετισμό:
«Τι ωφελεί το να στρέψει κανείς τα μάτια (…) ή να αδιαφορεί κανείς για όλα, με πατροπαράδοτη απαισιοδοξία, όταν οι καιροί μας στενεύουν απ’ όλα τα μέρη κι αποζητούν μίαν κοινή προσπάθεια, μίαν κοινή εργασία σπουδαία και μεγάλη, ένα έργο λυτρωμού; Σε μια στιγμή σαν τούτη, όταν σύγνεφα τρικυμίας σηκώνονται σ’ όλα τα μέρη, πάνωθε από ένα γερασμένον κόσμο (…)».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ