Η πολιτική επιδίωξη της κυβερνητικής αυτοδυναμίας, από πλευράς κυβερνώσας παράταξης, φαντάζει ολοένα και πιο απόμακρη. Τα «κουκιά» δεν βγαίνουν, όπως αναδεικνύουν όλες οι μέχρι τώρα μετρήσεις τάσεων της κοινής γνώμης.
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, ότι, το σύνθημα που λάνσαρε από το βήμα της ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «Αν όχι εμείς, ποιος;», (υπενθυμίζοντας με σχετικό κι ανάλογο μειδίαμα, τη διακυβέρνηση «Τσίπρα-Βαρουφάκη»), δεν δείχνει να «πιάνει» θετικά στην κοινή γνώμη καθώς, ανταπόκριση βρίσκει μόλις στο 19,7% των ερωτηθέντων, σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση της MRB για το Newsbomb.gr). Αντίθετα, το ακόμα λίαν ασαφές «σύνθημα» του Αλέξη Τσίπρα, «Δικαιοσύνη παντού», βρίσκει σύμφωνο ένα 40%.
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την προαναφερθείσα μέτρηση των τάσεων της κοινής γνώμης, το 53,8% των πολιτών τάσσεται υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας, τις οποίες επιλέγει μάλιστα και το 40,1% των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.
Πέραν των ανωτέρω τάσεων που δημοσκοπικά καταγράφονται στην ελληνική κοινωνία, εύλογα γεννάται το ερώτημα : Μήπως οι κυβερνήσεις συνεργασίας, που μαθηματικά προκύπτουν από τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής, είναι μια πολιτική ευκαιρία, (ίσως και ευλογία), για την επίλυση καίριων, σύνθετων και χρόνιων προβλημάτων της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας με διακομματική συναίνεση ; Επ΄ αυτού του πρωτογενούς ερωτήματος, γεννάται αυτόματα και το δευτερογενές : Ποια, στ αλήθεια, θέματα της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας, μπορεί, (αν δεν πρέπει), να λυθούν με διακομματική συναίνεση ;
Ελληνοτουρκικά
Οι σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας, μπορούν κάλλιστα να προσομοιάσουν με καρδιογράφημα, με σκαμπανεβάσματα και άλλοτε πολλούς κι άλλοτε αργούς και λίγους παλμούς. Ωστόσο, όπως σοφά λέει ο λαός μας, «τον γείτονά σου δεν τον διαλέγεις και είσαι υποχρεωμένος να συμβιώσεις δίπλα του», όσο δύστροπος κι αν είναι. Επιπλέον, δε, στις διεθνείς σχέσεις, οι διαφορές μεταξύ κρατών λύνονται με τρείς τρόπους : Με πόλεμο, με διάλογο ή με επιδιαιτησία.
Είναι σαφές, πως ουδείς επιθυμεί ή επιδιώκει πόλεμο, τουλάχιστον από την ελληνική πλευρά. Όπως έλεγε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής κι επανέλαβε εύγλωττα σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, ο πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ και υπουργός εθνικής άμυνας σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, Βαγγέλης Αποστολάκης : «Αν κερδίσουμε τον πόλεμο, θα πάμε 50 χρόνια πίσω και αν τον χάσουμε θα πάμε 100».
Ο Γερμανός Καγκελάριος, κατά την προχθεσινή του επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον πρωθυπουργό, μετά τη συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου, υποστήριξε πως «η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι γεμάτη δυνατότητες και αυτές οι ευκαιρίες πρέπει να αξιοποιηθούν προς το συμφέρον όλων των γειτονικών χωρών». Επισήμανε ακόμα πως «οι σχέσεις καλής γειτονίας δεν είναι σημαντικές μόνο για τις δύο χώρες (σ.σ. Ελλάδα και Τουρκία) αλλά για όλη την Ευρώπη και τη Βορειοατλαναντική Συμμαχία» και τόνισε πως «όλα τα θέματα πρέπει να επιλυθούν στη βάση του διαλόγου και του Διεθνούς Δικαίου».
Ο κ. Σολτς, απλά επανέλαβε ό,τι κάνουν και ό,τι λένε, όλοι οι ηγέτες σύμμαχοι ή εταίροι της Ελλάδας : Μας χτυπούν φιλικά στην πλάτη και στον αποχαιρετισμό επαναλαμβάνουν το μόνιμο μότο, «βρείτε τα». Αν πάρουμε το παράδειγμα του τουρκολιβυκού μνημονίου, όλοι το καταδικάζουν αλλά ουδείς λέει το σαφές : «καταργήστε το». Δεύτερο παράδειγμα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα κράτη μέλη, είτε μεμονωμένα, είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως διακρατική οντότητα, καταδικάζουν την τουρκική συνεχιζόμενη προκλητικότητα, αλλά ουδείς σταματάει τις εμπορικές σχέσεις με την Άγκυρα, μηδέ της εμπορίας όπλων εξαιρουμένης, ενώ οι Βρυξέλλες απειλούν με κυρώσεις αλλά ουδέποτε τις αποφασίζουν.
Η συγκεκριμένη επαμφοτερίζουσα πολιτική στάση, έχει τριπλή ερμηνεία :
Α. Η Τουρκία θεωρείται περιφερειακή δύναμη με αναβαθμισμένο ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο.
Β. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ουδόλως επιθυμούν να απορυθμίσουν τις καρποφόρες εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία. Επιπλέον, δε, η Τουρκία επηρεάζει την εσωτερική πολιτική σκηνή των ευρωπαϊκών χωρών με τα δυνατά μουσουλμανικά λόμπι, εκατομμυρίων Τούρκων εργαζομένων στην γηραιά Ήπειρο.
Γ. Τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, με πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, θεωρούν την Τουρκία, βασικό παίχτη της βορειοατλαντικής συμμαχίας, ο οποίος μπορεί εύκολα να γύρει επικίνδυνα προς την Μόσχα.
Τούτων, όλων των ανωτέρω δοθέντων, η Ελλάδα, αργά ή γρήγορα θα κληθεί να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Δυστυχώς, η επί πολλά χρόνια εκκρεμότητα επίλυσης των εθνικά ευαίσθητων αυτών θεμάτων, έδωσε την ευκαιρία στην γειτονική χώρα να προσθέσει κι άλλα θέματα στην ατζέντα που προωθεί. Η αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, όπως θέματα μειονότητας σε Θράκη και Ρόδο, είναι ζητήματα που εγείρει η Άγκυρα και δη μετ΄ επιτάσεως.
Μια τέτοια ατζέντα σε τραπέζι ελληνοτουρκικού διαλόγου, εύλογα νοείται πως δεν θα χωρούσε εύκολα σε ντοσιέ υπουργού μονοκομματικής κυβέρνησης, ακόμα και μεγάλης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Οικονομία βαριά άρρωστη
Πέραν, των όποιων αισιόδοξων εκτιμήσεων, ο προ των πυλών ευρισκόμενος Χειμώνας θα είναι οικονομικά, – και κατ επέκταση κι αναλογία – , και πολιτικά βαρύς.
Η εθνική μας οικονομία, πέραν των χρόνιων διαρθρωτικών της ατελειών, θα έχει να αντιμετωπίσει, την αποπληρωμή δόσεων χρέους, ( για το 2023, υπολογίζονται στα 5,80 δις, 1 δις επιπλέον από όσα πληρώθηκαν το 2022), σύμφωνα με την ρύθμιση του 2018, τα πρωτογενή πλεονάσματα, τη στήριξη των οικονομικά ευάλωτων νοικοκυριών κι όλα τούτα σε απαγορευτικό περιβάλλον δανεισμού, εξαιτίας της κούρσας επιτοκίων.
Το πόσο οικονομικά δύσκολος θα είναι ο Χειμώνας, αναδεικνύεται εύγλωττα από το «SOS» που εκπέμπει η γνωστή αλυσίδα φούρνων – εστιατορίων «Βενέτης», με επιστολή της προς τον πρωθυπουργό : «Σας καλούμε να κάνετε κάτι…, στο θέμα της ενέργειας το οποίο σε λίγες εβδομάδες θα αποτελέσει την ταφόπλακα για τις ανωτέρω επιχειρήσεις», «σας θυμίσουμε ότι μετά τη 10ετή κρίση μνημονίων ακολούθησαν 2 έτη πάρα πολύ δύσκολα εξαιτίας της κρίσης της πανδημίας του Covid-19», καταλήγει η επιστολή της αλυσίδας «Βενέτης», αιτούμενη την ένταξή της σε ανάλογο ΚΑΔ ώστε να ανταποκριθεί στα μηνιαία κόστη.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, εμφανίζεται μια παρόμοια κατάσταση. «Βιώνουμε τη βαθύτερη κρίση που βιώνει η ενωμένη Γερμανία μας. Για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αρχίζει μια εποχή αντίθετων ανέμων», επισημαίνει ο Πρόεδρος της Γερμανίας ο Σταϊνμάγερ. «Ζούμε σε μια περίοδος κατά την οποία το επιτυχημένο μοντέλο της παγκόσμιας οικονομίας δικτύων της Γερμανίας δέχθηκε πιέσεις. Μια εποχή κατά την οποία η κοινωνική συνοχή, η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία και ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στον εαυτό μας υπονομεύτηκαν», τόνισε ο Γερμανός πρόεδρος, επισημαίνοντας ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει «δύσκολες στιγμές».
Οι επισημάνσεις του Γερμανού προέδρου, αναδεικνύουν τα οικονομικά προβλήματα μιας μεγάλης ευρωπαϊκής βιομηχανικής χώρας, η οποία επηρεάζει άμεσα κι ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη. Με απλά λόγια, αν πριν λίγα χρόνια η Ελλάδα μπορούσε να βρει βοήθεια από τους εταίρους, τώρα οι συνθήκες αλλάζουν και χειροτερεύουν και το κάθε κράτος μέλος προσέχει πρώτιστα το δικό του εθνικό συμφέρον. Η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση εύγλωττα το καταδεικνύει.
Τούτων, όλων των ανωτέρω δοθέντων, και σε σύγκλιση με τα δημοσκοπικά ευρήματα, οι μονοκομματικές κυβερνήσεις, εκτός από πολιτικά «ντεμοντέ», μπορούν κάλλιστα να χαρακτηριστούν και πολιτικά αναποτελεσματικές. Κυβερνήσεις με συναινετικές συγκλίσεις, προβάλλουν ως πολιτικά αναγκαίες και δη σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα, η Απλή Αναλογική, προσφέρει την ευκαιρία συναινετικών προγραμματικών συγκλίσεων.
Γ. Σπ. Π.
///////////////////////