Το σκάνδαλο των υποκλοπών, αναμφίβολα και σαφέστατα, έφερε στην ίδια πολιτική όχθη τα κόμματα της ευρύτερης κεντροαριστεράς. Όλοι οι «εν δυνάμει συγκυβερνήτες», -τα κόμματα στα οποία απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για μετεκλογική συνεργασία, στο πνεύμα μιας «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ» – , σκοπεύουν τον ίδιο πολιτικό στόχο, με την ίδια πολιτική επιχειρηματολογία και το ίδιο πολιτικό πάθος.
Σ αυτήν την πολιτική αντιπαράθεση, σύσσωμη η αντιπολίτευση, βρήκε συμπαραστάτες μεγάλα διεθνή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, του μεγέθους και της εγκυρότητας POLITICO, EURACTIV, NEW YORK TIMES κλπ. Διόλου τυχαίο, ότι ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, δηλώνει ότι θα «συνεχίσει να κρατά το θέμα στον αφρό της αντιπαράθεσης, εφ όσον συνεχίζονται οι αποκαλύψεις».
Από την πλευρά της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται σαφώς, πολιτικά εκνευρισμένος και πανταχόθεν βαλλόμενος, καθώς στα πυρά της αντιπολίτευσης προστίθενται πολλά και φαρμακερά από το γαλάζιο στρατόπεδο.
Παρά ταύτα, η κυβερνώσα παράταξη, παρά την όποια μεμονωμένη λεκτική διαφοροποίηση στελεχών της, εμφανίζεται πολιτικά αρραγής, – όπως απέδειξε η ψηφοφορία στη βουλή για το νομοσχέδιο της ΕΥΠ – , ενώ η αντιπολίτευση της ευρύτερης κεντροαριστεράς, της «εν δυνάμει προοδευτικής διακυβέρνησης», δεν έχουν κατορθώσει να παρουσιάσουν ένα «συνεκτικό κυβερνητικό αφήγημα πολιτικής αλλαγής». Αποτέλεσμα όλων τούτων, είναι να παραμένει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κυρίαρχος στο πολιτικό παίγνιο, παρά τα συχνά και πυκνά πολιτικά βέλη που δέχεται.
Το τέλος των πολιτικών ψευδαισθήσεων
Καθ’ όλη τη διάρκεια της αντιπαράθεσης που προκάλεσαν οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, υπουργών, δικαστικών και ανώτατων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, η αντιπολίτευση στο σύνολό της, περιορίστηκε, αρκέστηκε και προσδοκούσε πολιτικές εξελίξεις από τα όποια ρήγματα θα προκαλούσε στην κυβέρνηση το σκάνδαλο των υποκλοπών, αυτό καθ΄ εαυτό.
Σ΄ αυτό το πολιτικό πνεύμα και κλίμα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, επένδυσε τα μέγιστα στην παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή, στην εκδήλωση – μνημόσυνο του Γιάννη Κεφαλογιάννη στα Ανώγεια της Κρήτης. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ακόμη «πολιτικός χρησμός» από τον πρώην πρωθυπουργό, κατά την προσφιλή σ΄ αυτόν συνήθεια : «Το να προκλήθηκαν τα γεγονότα αυτά από κυβερνητική πρωτοβουλία είναι εκτός από αντιδημοκρατικό και παράνομο, τόσο πέρα από κάθε όριο νοσηρής φαντασίας και πολιτικής ανοησίας που είναι αδιανόητο. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις η κάθαρση επέρχεται μόνο εφ΄ όσον αποσαφηνιστούν πλήρως».
Μετά τον «χρησμό Καραμανλή», η αντιπολίτευση επένδυσε στον έτερο πρώην γαλάζιο πρωθυπουργό, τον περισσότερο εκρηκτικό κι απρόβλεπτο, Αντώνη Σαμαρά. «Φαινόμενα υποκλοπών η παράταξή μας δεν μπορεί να τα ανεχθεί», βροντοφώναξε ο Μεσσήνιος πολιτικός.
Επιπλέον, δε, ο Αντώνης Σαμαράς, διαφωνεί πλήρως με κάθε απόπειρα συνεννόησης με την Τουρκία ή με την πρόθεση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, να προχωρήσει τις σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία, ψηφίζοντας στη βουλή τα «σε μόνιμη εκκρεμότητα παραμένοντα πρωτόκολλα της αρχικής Συμφωνίας των Πρεσπών», παρά τις δεσμεύσεις της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ.
Είναι σαφές πως παρά τις όποιες πολιτικές διαφοροποιήσεις τους, οι δύο πρώην γαλάζιοι πρωθυπουργοί, – Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς – , δεν θα προκαλέσουν ρήγμα στο κόμμα τους, την Νέα Δημοκρατία και δη σε προεκλογική περίοδο. Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η επισήμανση του Αντώνη Σαμαρά, ότι, «Το κόμμα, πρέπει να πάει ενωμένο στις εκλογές».
Ακόμη και ο πολύ εκρηκτικός βουλευτής Ηλείας, Κώστας Τζαβάρας, δέχτηκε να αντικατασταθεί στην επιτροπή «Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής», για να μην υποχρεωθεί να ψηφίσει ενάντια σε όσα δηλώνει, ως νομικός, εκτός αυτής για το μέγα σκάνδαλο των υποκλοπών.
Με απλά λόγια, η αντιπολίτευση πρέπει να κατανοήσει, ότι η εικόνα στα εγκαίνια του «Ιδρύματος Σαμαρά», με σύμπασα τη Νέα Δημοκρατία παρούσα και Μητσοτάκη-Καραμανλή-Σαμαρά, δίπλα ο ένας στον άλλο, δείχνει πως στις εκλογές θα αντιμετωπίσουν την «όλη Νέα Δημοκρατία», πέραν των όποιων πολιτικών ψευδαισθήσεων και προσδοκιών.
Μετεκλογικά οι εσωκομματικοί λογαριασμοί
Τούτων, όλων των ανωτέρω δοθέντων, μόνον οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του νυν πρωθυπουργού δεν αποτελούν κίνδυνο προεκλογικά. Οι όποιοι εσωκομματικοί λογαριασμοί και ξεκαθαρίσματα θα γίνου μετεκλογικά. «Η Νέα Δημοκρατία έχει μια ισχυρή παράδοση, δεν ανατρέπει αρχηγούς πριν από την ήττα τους σε εκλογές. Αν όμως χάσουν ή δεν πετύχουν τους στόχους τους, δε μπορεί να παραμείνουν στην ηγεσία», εκμυστηρεύονται έμπειρα και ιστορικά στελέχη της γαλάζιας παράταξης με πολύχρονη κοινοβουλευτική εμπειρία. «Οι αρχηγοί φεύγουν όταν χάνουν. Έτσι έγινε με όλους: Ράλλης (1981), Αβέρωφ (1984), Μητσοτάκης (1993), Έβερτ (1996), Καραμανλής (2009), Σαμαράς (2015)», προσθέτουν χαρακτηριστικά σε συνάξεις στο καφενείο της βουλής.
Το ίδιο θα γίνει με τον σημερινό αρχηγό και πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Θέμα ηγεσίας θα τεθεί σε περίπτωση που ο διακηρυγμένος στόχος της αυτοδυναμίας δεν επιτευχθεί στις πρώτες εκλογές και το ποσοστό, που θα αποσπάσει σε αυτές, δεν θα είναι πολιτικά ικανό να επιφέρει αυτοδυναμία στις δίδυμες με την εφαρμογή του εκλογικού νόμου με το κλιμακωτό μπόνους που ψήφισε η κυβέρνηση του 2020.
Ποιοι οι στόχοι του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Διακηρυγμένος πολιτικός στόχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ πρώτο κόμμα στις εκλογές, έστω και με μια ψήφο, για να λάβει την πρώτη διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, από την πρόεδρο της Δημοκρατίας, και να απευθυνθεί στα κόμματα της κεντροαριστεράς για συγκυβέρνηση στο πνεύμα μιας «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ».
Με απλά λόγια, ο στόχος είναι διπλός : Πρωτιά στην κάλπη και πρόγραμμα διακυβέρνησης. Είναι σαφές πως για να κατακτηθεί η πρωτιά στις εκλογές, πρέπει να υπάρχει πρόγραμμα που θα πείθει κι επιπλέον να διαλύει τις όποιες αρνητικές μνήμες ή δυσπιστίες μπορεί να υπενθυμίζει η πρώτη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 μέχρι τον Ιούνιο του 2019. Η επίκληση και μόνον των κακών μνημονίων δεν επαρκεί.
Κάπου εδώ, ο Αλέξης Τσίπρας, και ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ πρέπει να θυμηθούν τις εκλογές του 1993.
Το ΠΑΣΟΚ, κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το 1990, – με έναν Ανδρέα Παπανδρέου ασθενή και με ένα ΠΑΣΟΚ που αντιμετώπιζε ένα σφοδρό «ΑντίΑνδρέα μέτωπο, όπως σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετωπίζει το ανάλογο ΑντίΣΥΡΙΖΑ» – , όταν στις 10 Οκτωβρίου 1993 με το 46,88% ήλθε η εκλογική νίκη, τέσσερα νομοσχέδια-σταθμός ανακοινώθηκαν με την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης και υλοποιήθηκαν τάχιστα. Ήταν έτοιμα από πολύ πριν και αφορούσαν :
- Δημιουργία του ΑΣΕΠ,
- Σύσταση της δευτεροβάθμιας αιρετής Αυτοδιοίκησης,
- Δήμευση της άλλοτε βασιλικής περιουσίας, και
- Επανακρατικοποίηση των αστικών λεωφορείων, ΕΑΣ.
Παρόμοια νομοσχέδια, θα έπρεπε προ πολλού να έχει έτοιμα και ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και να τα επικοινωνεί καθημερινά, προς τους ψηφοφόρους και τους εν δυνάμει κυβερνητικούς του ετέρους.
Προστασία πρώτης κατοικίας, υγεία, παιδεία, δημόσια τάξη…., παραμένουν πάντα τα ζητούμενα…
Γ. Σπ. Π. ΄
///////////////////////