Η θριαμβευτική αναγέννηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα του 1896, είχε έντονο κερκυραϊκό «χρώμα». Ή, καλύτερα, ηχόχρωμα, αφού όχι μόνο οι κερκυραϊκές φιλαρμονικές παιάνισαν τον Ολυμπιακό Ύμνο, αλλά ήταν αυτές που έδωσαν το μουσικό στίγμα στην τελετή έναρξης των σύγχρονων Ολυμπιακών!
Για το ύψος των περιστάσεων, την βέλτιστη δυνατή εκτέλεση του έργου, την απόδοση του πανηγυρικού χαρακτήρα και της σημασίας των Αγώνων, προσκλήθηκαν πολλές φιλαρμονικές της περιφέρειας. Ο Δ. Λαυράγκας στα Απομνημονεύματά του αναφέρει επιλεκτικά τις Φιλαρμονικές Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Λαυρίου και Πύργου, πηγές όμως αναφέρουν εκτός από την Φιλαρμονική Εταιρία Αθηνών, την Φιλαρμονική της Φρουράς Αθηνών, της Θωρηκτής Ναυτικής Μοίρας, του Πυροβολικού, τις Φιλαρμονικές Ζακύνθου, Πατρών, Αιγίου, και μια Φιλαρμονική από την Κωνσταντινούπολη.
Κατά τον Στέλιο Τζερμπίνο δεν μπόρεσαν να λάβουν μέρος όλες οι φιλαρμονικές στην εκτέλεση του Ολυμπιακού ύμνου (μεταξύ αυτών και της Ζακύνθου και Λευκάδας) γιατί στις πρόβες διαπιστώθηκε ότι «δεν διαθέτανε όλες την απαιτούμενη συνήχηση»,7 παρ’ όλο που η μουσική είχε διατεθεί νωρίτερα στις Φιλαρμονικές και ο Ιωσήφ Καίσαρης, αρχιμουσικός της στρατιωτικής μπάντας Αθηνών, είχε επισκεφτεί και ελέγξει τους μουσικούς Σύμφωνα με τον Σπύρο Μοτσενίγο «ο ύμνος εξετελέσθη δια συμπράξεως της μεγάλης μικτής ορχήστρας της Φιλαρμονικής Εταιρίας Αθηνών, της Μικτής Ορχήστρας του Ομίλου Φιλομούσων, της Ορχήστρας Πνευστών του Πεζικού, Πυροβολικού και Πολεμικού Ναυτικού, της χορωδίας της Φιλαρμονικής Εταιρίας Αθηνών, των χορωδιών των τότε εν Πειραιεί υπαρχόντων δύο μουσικών σωματείων και της χορωδίας της Γερμανικής Λέσχης Φιλαδέλφεια».
Οι μπάντες και οι φιλαρμονικές όμως ήταν διάσπαρτες σε κεντρικούς δρόμους και πλατείες των Αθηνών και από νωρίς το πρωί της 25ης Μαρτίου 1896 συμμετείχαν στις πανηγυρικές εορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας. Ο κόσμος από το πρωί άρχισε να προσέρχεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο και μέχρι της 2:00 το μεσημέρι το είχε κατακλείσει. Οι Φιλαρμονικές μπήκαν στο Στάδιο και συγκεντρώθηκαν στο κέντρο του, περιμένοντας την κήρυξη της επίσημης έναρξης και την ανάκρουση του Ολυμπιακού Ύμνου. Έτσι, μετά την προσέλευση των βασιλέων στις 3:00 μ.μ., και την ομιλία του περιστοιχισμένου από τα μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής διαδόχου Κωνσταντίνου, ο βασιλιάς κήρυξε την έναρξη των Αγώνων με τις επευφημίες του κόσμου. Ακολούθησε ο θριαμβευτικός Ολυμπιακός Ύμνος υπό την διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη, Σπύρου Σαμάρα. Η χορωδία αριθμούσε 200 φωνές και σολίστες ήταν ο Δημήτρης Τσάκωνας (τενόρος), Κωνσταντίνος Βακαρέλλης (βαρύτονος) και η «κ.» Πετρίτση (απαγγελία στίχων). Η αποδοχή από το κοινό ήταν τόσο ενθουσιώδης ώστε κάτω από συνεχή χειροκροτήματα χρειάστηκε να επαναληφθεί.
Οι γραπτές μαρτυρίες
«Οι Φιλαρμονικές μπήκαν στο Στάδιο και συγκεντρώθηκαν στο κέντρο του, περιμένοντας την κήρυξη της επίσημης έναρξης και την ανάκρουση του Ολυμπιακού Ύμνου. Έτσι, μετά την προσέλευση των βασιλέων στις 3:00 μ.μ., και την ομιλία του περιστοιχισμένου από τα μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής διαδόχου Κωνσταντίνου, ο βασιλιάς κήρυξε την έναρξη των Αγώνων με τις επευφημίες του κόσμου. Ακολούθησε ο θριαμβευτικός Ολυμπιακός Ύμνος υπό την δεύθυνση του ίδιου του συνθέτη, Σπύρου Σαμάρα.
Μεταξύ των επαρχιακών φιλαρμονικών (Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Λαυρίου και Πύργου), η της Κερκύρας, η και αρχαιότερη, με τους κρανοφόρους μουσικούς της, τοποθετήθηκε τιμητικά πρώτη από όλες, το βράδυ δε στο πρόγραμμα της επισήμου συναυλίας στο Δημοτικό Θέατρον κατείχε εξαιρετικήν θέσιν. Δεν εξετιμήθη όμως αρκετά και όσον της άξιζε, διότι το μάκρος των δύο μεγάλων ποτ-πουρί που ανέκρουσε εν συνεχεία, εξήντλησε την υπομονήν του κοινού και εδημιούργησε γύρω της ένα περιβάλλον όχι ευνοϊκόν. Ένας, ένας από τους ακροατάς απεσύρετο δυσφορών και διαμαρτυρόμενος, όταν δε, έπειτα από μιάμισης ώρας ορυμαγδόν εξήντα χάλκινων και κρουστών οργάνων, έδωσεν ο Θεός να τελειώσουν τα ποτ-πουρί, ολίγιστοι είχαν απομείνει στην αίθουσαν. Υπό τοιούτους όρους ψυχικής αδημονίας, το «Πένταθλον» που επηκολούθησε, ήτο μοιραίον να πληρώσει τα σπασμένα. Ο ελάχιστος κόσμος που είχεν απομείνει το ήκουσεν μεν μετά προσοχής, ίσως και να το εξετίμησε ενδομύχως, αλλά δυστυχώς ήταν τόσον κουρασμένος από το προηγούμενον μαρτύριον που σχεδόν ούτε καν χειροκρότησε και θεώρησε ίσως απολύτρωσή του το τέλος της συναυλίας».
Από το άρθρο της Κας Στεφανίας Μεράκου του Συλλόγου “Οι φίλοι της Μουσικης” Λίλιαν Βουδούρη