Το Τόκιο, στο οποίο φέτος διεξάγονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες, έχει συνδέσει το όνομά του και με μία σπουδαία απόφαση με… κερκυραϊκό ενδιαφέρον: την επαναφορά της σύνθεσης του Σπύρου Σαμάρα ως τον επίσημο ύμνο που εκτελείται κατά την τελετή έπαρσης και υποστολής της σημαίας των Αγώνων!
Ο Ολυμπιακός Ύμνος του Σπύρου Σαμάρα πρωτοπαρουσιάστηκε σε εσπερίδα στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασός, στα τέλη Ιανουαρίου του 1896 με τον Θ. Πολυκράτη στο πιάνο, είναι αναμφισβήτητα το έργο που ταυτίζεται μετά από 107 χρόνια με την ιδέα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Είχε παραμείνει ο επίσημος ύμνος μέχρι το 1912, οπότε αντικαταστάθηκε από το θριαμβευτικό εμβατήριο που ο Σουηδός H. Alexanderson έγραψε για τους Αγώνες της Στοκχόλμης. Το 1920 ο Pierre Benoit συνέθεσε έναν ύμνο για τούς αγώνες της Αντβέρπης ενώ το 1932 στο Λος ‘Αντζελες παίχτηκε ο ύμνος του Bradley Keeler. Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, ο Richard Srauss συνέθεσε και διηύθυνε τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε στίχους του Robert Lubahn, τον οποίο η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή όρισε ως επίσημο ύμνο εφ’ εξής. Όμως η απόφαση αυτή δεν άργησε να ανατραπεί. Το 1954 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή προκήρυξε διαγωνισμό για τη σύνθεση του επισήμου ύμνου βασισμένου στους στίχους των Επινικίων του Πίνδαρου.
Η επαναφορά
Η επιτροπή, που απαρτιζόταν μεταξύ άλλων και από τους Nadia Boulanger, Gian Francesco Malipiero, Pablο Casals, Aaron Copland, Dimitri Shostakovich και Carlos Chavez, απένειμε το βραβείο στη σύνθεση του Πολωνού Micha Spisak, η οποία παίχτηκε για πρώτη φορά στο Monte Carlo και κατόπιν στην συνεδρίαση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στη Σορβόνη το 1955, στην τελετή έναρξης των Αγώνων στην Μελβούρνη του 1956, στους Μεσογειακούς αγώνες της Βαρκελώνης το 1955 και τους Χειμερινούς Αγώνες του 1956 στην Cortina d’ Ampezzo της Ιταλίας.
Το συμβούλιο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής κατά τη συνεδρία του το 1958 στο Τόκιο αποφάσισε να γυρίσει πίσω στις «ρίζες» και καθιέρωσε τον ύμνο των Σαμάρα – Παλαμά ως τον επίσημο ύμνο που θα εκτελείται κατά την τελετή έπαρσης και υποστολής της σημαίας των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ποιος ήταν ο Σπύρος Σαμάρας
Ο Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας γεννήθηκε τις 29 Νοεμβρίου 1861 στην Κέρκυρα. Η μητέρα του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο πατέρας του από την Κοζάνη και εργαζόταν στο Ελληνικό Βασιλικό Προξενείο.
Ο Σαμάρας παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στην Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας με δάσκαλο τον Σπύρο Ξύνδα. Ο Ξύνδας ήταν κι αυτός γεννημένος στην Κέρκυρα και είχε διακριθεί για τον εκπληκτικό του ταλέντο στην κιθάρα. Υπήρξε ο πρώτος που έγραψε όπερα στα ελληνικά και ήταν μαθητής του Τσινγκαρέλλι, όπως ήταν και ο Νικόλαος Μάντζαρος. Ύστερα από προτροπή του Ξύνδα, ο Σαμάρας το 1874 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών με σκοπό να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές.
Από τον επόμενο χρόνο διδάχθηκε πιάνο, βιολί, ενορχήστρωση και θεωρία έχοντας στο πλευρό του σημαντικούς δάσκαλους όπως ο Άγγελος Μασκερόνι, ο Ερρίκος Στανκαμπιάνο και ο Φρειδερίκος Βολωνίνης. Το 1881, μετά από έξι χρόνια διδασκαλίας στο Ωδείο Αθηνών, ο Σαμάρας μετακόμισε στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο περίφημο Conservatoire de Paris (Ωδείο του Παρισιού). Στο κονσερβατόριο, ο Σαμάρας είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον Γάλλο συνθέτη όπερας και μπαλέτου Λεό Ντελίμπ.
Η αρχή της μεγάλης καριέρας
Ο Σαμάρας στην ηλικία των 24, έφυγε από το Παρίσι και μετακόμισε στην Ιταλία όπου ασχολήθηκε εντατικά με τη σύνθεση όπερας.
Το 1887 ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου η όπερα «Φλόρα Μιράμπιλις» (Flora Mirabilis).
Το 1888 στη Ρώμη ανέβηκε η όπερα «Μετζέ» (Medgè) που την παρακολούθησε και η ελίτ της Ρώμης.
Ακολούθησε η «Λιονέλλα»(Lionella) πάλι στη Σκάλα του Μιλάνου και το 1894 η όπερα «Η Μάρτυς» (La Martire) που ανέβηκε στη Νάπολη.
Η επιτυχία και το ταλέντο του Σαμάρα ήταν αξιοθαύμαστα και οι κριτικοί τέχνης τον κατέταξαν στους κύριους εκπροσώπους του «αληθινού ή ρεαλισμού» (verismo).
Το καλλιτεχνικό αυτό κίνημα, που εμφανίστηκε κυρίως στη λογοτεχνία και τη μουσική, άκμασε μετά το τέλος του Ρομαντισμού και αναπαριστούσε σκηνές σκληρής καθημερινότητας και βίας των απλών ανθρώπων της Ιταλίας.
Ο Πιέτρο Μασκάνι, ο Ρουτζέρο Λεονκαβάλο και ο Τζιάκομο Πουτσίνι ήταν επίσης κορυφαίοι εκπρόσωποι του βερισμού.
Επιτυχημένες ήταν επίσης οι όπερες που ανέβασε «Η Δαμασμένη Μαινάδα» ( La furia domata), «Στόρια ντ’ αμόρε – Η Ξανθούλα» (Storia d’amore o La biondinetta), «Δεσποινίς ντε Μπελίλ» (Mademoiselle de Belle-Isle) και «Ρέα»( Rhea).
Ο Ολυμπιακός Ύμνος
Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων είχε συζητηθεί στη Σορβόννη κατά τη διάρκεια του διεθνούς αθλητικού συνεδρίου που συγκάλεσε το 1894 ο αείμνηστος Πιερ Ντε Κουμπερτέν. Στο συνέδριο αποφασίστηκε η πρώτη διοργανώτρια των Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων να είναι γενέτειρα χώρα των Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1896 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτοι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα.
Ένα χρόνο νωρίτερα, η ΔΟΕ (Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή) ανέθεσε στον Σπύρο Σαμάρα τη σύνθεση ενός Ολυμπιακού Ύμνου. Ο Σαμάρας υπήρξε φίλος με τον Δημήτρη Βικέλα που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και ίσως γι αυτό τον επέλεξε.
Ο Ύμνος σε στίχους του Κωστή Παλαμά και μουσική του Σπύρου Σαμάρα, ακούστηκε για πρώτη φορά στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», στα τέλη Ιανουαρίου του 1896. Η αντίδραση του κόσμου ήταν θετική και το συνολικό αποτέλεσμα επιτυχημένο.
Στις 25 Μαρτίου 1896, ο Βασιλιάς Γεώργιος από το Παναθηναϊκό Στάδιο κήρυξε την τελετή έναρξης των Α’ Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. «Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός λαός!».
Μέχρι το 1956, κάθε διοργανώτρια χώρα ήταν υποχρεωμένη να συνθέτει τον δικό της Ολυμπιακό Ύμνο.
Το 1936, για ευνόητους λόγους, ο Ύμνος των Αγώνων του Βερολίνου σε σύνθεση του Ρίτσαρντ Στράους αποφασίστηκε να είναι ο μόνιμος Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό φυσικά ανακλήθηκε.
Για δύο χρόνια, από το 1954 έως το 1956 επικράτησε ο Ύμνος του Πολωνού Μίχα Σπίσακ.
Το 1958 στους Ολυμπιακούς του Τόκυο, ο Ολυμπιακός Ύμνος του Παλαμά σε μελοποίηση του μουσουργού Σαμάρα καθιερώθηκε και έκτοτε για λίγα λεπτά η ελληνική γλώσσα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και το αρχαίο πνεύμα αθάνατο ακούγεται σε κάθε Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.