Το αφιέρωμα του συγγραφέα και ερευνητή Κωνσταντίνου Παπούτση για την υπέρτατη θυσία του Κώστα Γεωργάκη, πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών και το ένθετο “Νησίδες” στις 17 Σεπτεμβρίου του 2016. Βασίζεται στην έρευνα και τα ιστορικά ντοκουμέντα που επί δεκαετίες συνέλλεξε και ανέδειξε ο συγγραφέας για την ηρωική πράξη του Κερκυραίου φοιτητή που αυτοπυρπολήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1970 στην Πλατεία Ματτεότι της Γένοβας ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την Χούντα των Συνταγματαρχών. Στο αφιέρωμα, ο Κ. Παπούτσης περιγράφει το χρονικό των γεγονότων που προηγήθηκαν αλλά και ακολούθησαν αλλά και το αγωνιστικό παρελθόν του νεαρού φοιτητή.
21 Απριλίου 1967
Κέρκυρα, οδός Σαμάρα 1
Οικία οικογένειας Γεωργάκη
Διήγηση Σπύρου Γεωργάκη, πατερα του Κώστα
Μόλις έγινε αυτό, μπαίνει στο σπίτι έξαλλος με ένα φίλο του. Μου λέει:
«Τι κάνετε; Εφτά εκατομμύρια ανθρωπάκια είσαστε, εάν φυσούσατε θα πέφτανε».
«Τι λες μωρέ;», του λέω.
«Τι λες; Εχουμε εμείς τανκς; Ξέρεις τι θα πει δικτατορία; Εγώ είχα προλάβει και του Μεταξά, η οποία ήταν πιο αναίμακτη, γιατί αυτός την είχε ήδη την εξουσία».
Τέλος πάντων, ο γιος μου, ο Κώστας, όλη τη νύχτα έφτιαχνε με γόμα οκτώ επί δέκα, δέκα επί δώδεκα, έφτιαχνε σφραγίδα: ΚΑΤΩ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ.
Σκέφτηκα πως αυτός δεν είναι για να μείνει άλλο στην Ελλάδα και φύγαμε για Ιταλία. Η επιλογή της Γένοβα ήταν γιατί η πόλη ήταν από την άλλη μεριά της Ιταλίας, μακριά από την Κέρκυρα, έτσι νόμιζα. ΛΑΘΟΣ.
●23 Αυγούστου 1970
Κέρκυρα, οδός Σαμάρα 1
‘’
Αγαπητό μας παιδί Κώστα, σε φιλούμε. Σήμερα που μπήκες 23 ετών, σου ευχόμαστε κάθε χαρά και καλό δίπλωμα. Λάβαμε και τα δύο γράμματά σου και χαρήκαμε που πήγες καλά…
Επομένως όλα θα πάνε καλά. Εσύ να φροντίσεις να καθαρίσεις το Β’ έτος Οκτώβριο – Ιανουάριο για να μη σου μείνουν άλλα για το πτυχίο. Αν τα καταφέρεις και τελειώσεις τέλη ’72, δεν θα χρειαστεί αναβολή άλλη, αλλά και αν χρειαστεί, θα σου πάρω αμέσως. Πρόσεχε τις παρέες σου και μην ξαναπάς στον φίλο τον Ιταλό που έγραψες, γιατί δεν φέρονται καλά με τις κοπέλες κι αυτό είναι θανάσιμο αμάρτημα. Πρόσεξε με ποιον πας, αν και δεν σε ξέρω για αφελή. Σου ξεκαθαρίζω όλα τα ζητήματα.
Διάβασε καλά. Αφού πιστεύεις μέχρι την ώρα ότι διευθύνω καλά την οικογένεια, δεν θέλω από εσένα παρά υπακοή μέχρι να τελειώσεις και τότε σου δίνω το λόγο μου ότι δεν θα αναμιχθώ στη ζωή σου…
Φιλιά από τη μάνα σου.
Σε φιλώ, ένας ευτυχισμένος πατέρας με τρία καλά παιδιά ”
●19 Σεπτεμβρίου 1970
Κέρκυρα, οδός Σαμάρα 1
Τηλέφωνο 8584
Σαββατιάτικα, ξημερώματα, ακούω το τηλέφωνο να χτυπάει. Ταράχτηκα. Το σήκωσε η κόρη μου. «Μπαμπά, είναι για σένα».
«Κύριε Γεωργάκη, είμαι ένας φίλος του Κώστα από Γένοβα. Ο Κώστας είχε τροχαίο ατύχημα και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σαν Μαρτίνο. Πρέπει να έρθετε αμέσως εδώ…»
Τα ’χασα, δεν ήξερα τι και ποιο ακριβώς, αλλά δεν πονήρεψα, γιατί ο Κώστας μου είχε ένα μικρό Φιατάκι και δεν μου πήγε στο μυαλό ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο. Το αεροπλάνο δεν το πρόλαβα και θα έπαιρνα το πλοίο για Μπρίντιζι. Έτρεξα λοιπόν στον διοικητή της Ασφάλειας και του λέω το και το. Θα πάρω παραπάνω συνάλλαγμα, δεν ξέρω τι με περιμένει, νοσοκομεία, εγχειρήσεις…
Λέει: «Φύγε γρήγορα… Πάρε ό,τι θέλεις». Αυτός ήξερε.
Αργότερα μέσα στην ημέρα ήρθε και το τηλεγράφημα από το προξενείο μας, της Γένοβας:
[note note_color=”#FFFF66″ text_color=”#333333″ radius=”3″] «ΥΙΟΣ ΣΑΣ ΕΤΡΑΥΜΑΤΙΣΘΗ ΣΟΒΑΡΩΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΟΝ ΔΥΣΤΗΧΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΕΤΑΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΣΑΝ ΜΑΡΤΙΝΟ ΓΕΝΟΒΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟ 301441 ΦΩΤΗΛΑΣ ΠΡΟΞΕΝΟΣ». [/note]
Έφυγα για Ιταλία με συνοδεία ασφαλίτη μέσα στο πλοίο από Κέρκυρα για Μπρίντιζι. Βέβαια αυτό το κατάλαβα μετά. Από εκεί και πέρα ανέλαβαν οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Από Μπρίντιζι για Ρώμη και από Ρώμη για Γένοβα με αεροπλάνο.
Στο αεροδρόμιο στο Μπρίντιζι γινόταν θόρυβος γι’ αυτό το θέμα. Εβγαλα το εισιτήριο και με ρωτάει ο υπάλληλος:
«Πού πάτε;»
«Γένοβα, γιατί ο γιος μου είχε τροχαίο ατύχημα» [O Σπύρος Γεωργάκης μίλαγε την ιταλική γλώσσα απταίστως]
Μου λέει «Πώς λέγεται;»
«Κώστας Γεωργάκης!».
«Τι τροχαίο», μου λέει, «αυτό είναι πολιτικό θέμα, αυτός τα ’βαλε με τη χούντα και αυτοπυρπολήθηκε, για να διαμαρτυρηθεί».
«Τι λες!», είπα.
«Ναι», με βεβαιώνει…
Και λιποθύμησα. Εν τω μεταξύ, κράτησαν το αεροπλάνο μέχρι να συνέλθω, για να τον προλάβω ζωντανό, όμως είχε πεθάνει στις δώδεκα το μεσημέρι. Από Ρώμη ήταν μαζί μου ένας φίλος του γιου μου και συνέχεια μου έδινε κουράγιο. Κώστας Σταυρακάκης λεγόταν, ήταν γ.γ. της ΕΔΗΝ Ιταλίας και υπεύθυνος έκδοσης του αντιστασιακού περιοδικού «GRECIA».
Ο ΣΠΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ, συντετριμμένος ψυχολογικά και σωματικά, φτάνει μεσάνυχτα στο αεροδρόμιο της Γένοβας. Εκεί τον παραλαμβάνει ένας άλλος φίλος του γιου του με τη γυναίκα του και τον πηγαίνει κατευθείαν στο προξενείο μας.
●Ενημέρωση από τον πρόξενο
Μόλις με βλέπει ο πρόξενος, μου λέει:
«Κοίταξε, εγώ περίμενα να δω κάποιον με ένα μαχαίρι να με φοβερίσει, να με σκοτώσει, να με σφάξει και βλέπω έναν ευγενικό άνθρωπο»…
Λέω: «Γιατί να σας σφάξω; Αισθάνεσθε ένοχος;»
«Οχι», μου λέει, «γιατί ούτε τον γνώριζα. Δέκα μέρες έχω εδώ… Κοιτάξτε, έχετε δύο παιδιά και… σας το λέω σαν να είμαι γιος σας» –θα ήταν καμιά τριανταριά χρονώ– «και να προσέξετε…».
«Και δε μου λες, δηλαδή, οι Ελληνες τίμιοι αξιωματικοί θα σκοτώσουν τ’ άλλα δύο παιδιά μου χωρίς να φταίνε σε οτιδήποτε; Μα δε μου λες, είναι κουβέντες αυτές;».
Σε κάποια στιγμή που βγήκε από το δωμάτιο αυτός, η γυναίκα του μου λέει: «Μην αποκηρύξετε τον γιο σας, ήταν ήρωας».
Ηταν καθηγήτρια της γαλλικής γλώσσας.
Τελικά με φιλοξένησε ένας φίλος του γιου μου στο σπίτι του. Στην Κέρκυρα οι δικοί μου δεν ήξεραν τον πραγματικό λόγο. Ενημέρωσα την άλλη μέρα την κόρη μου.
Με το ξημέρωμα άρχισαν τα προβλήματα. Ολοι ήθελαν να με δουν, να με συναντήσουν να μου μιλήσουν: φίλοι του γιου μου, το προξενείο, ήθελε να με έχει ο πρόξενος όλη την ώρα από κοντά. Ο ιταλικός Τύπος, εκπρόσωποι κομμάτων, φοιτητικές επιτροπές, η κοπέλα του, η Ροζάνα, την οποία δεν γνώριζα παρά μόνο από τις διηγήσεις του Κώστα μου, ο ιερέας της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και εγώ δεν είχα ακόμη βρει τη δύναμη να πάω να αντικρίσω το παιδί μου.
Ηρθε η ώρα αυτή και με συνόδευσε στο νεκροτομείο ο ιερέας. Μου ζήτησε ο ιατροδικαστής να κάνω αναγνώριση. Ηταν καμένος… Δηλαδή κάρβουνο, καμένος μέχρι και τρία εκατοστά βάθος…
Ναι, αυτό είναι το παιδί μου…
Αυτός είναι ο Κώστας μου…
Εκανα τον σταυρό μου, τον φίλησα… και κατέρρευσα. Ιταλία, Γένοβα, καλοκαίρι 1970
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=_d3Lks9Eg8w” width=”880″ height=”620″ responsive=”yes” autoplay=”no” mute=”no”]
Τι είχε προηγηθεί: η συνέντευξη στο “Sigla a”
Γρηγόρης Μίχας : «…Ο Κώστας, λίγο διάστημα πριν αυτοπυρποληθεί, είχε πάει ένα βράδυ με δύο συμφοιτητές του και είχε κάνει λίμπα τα γραφεία της Λέγκα, που ήταν στην οδό Καϊρόλι. Είχαν παρακολουθήσει τα μέλη της Λέγκα και είδαν ότι έκρυβαν το κλειδί κάτω από ένα τούβλο, γιατί δεν το έπαιρναν μαζί τους. Την άλλη μέρα εμφανίστηκαν οι κρυφοί φοιτητές της Λέγκα, που το ’χαν μάθει –οι φανεροί δεν έρχονταν σε φοιτητικούς χώρους–, κάπως ζοχαδιασμένοι. Από εκεί κατάλαβα και εγώ ότι είχε γίνει ζημιά, γιατί ήταν κουμπωμένοι…».
Ροζάνα Μπρούνια: «…προς τα τέλη Ιουνίου, ο Κώστας και εγώ πήγαμε στη σύνταξη του περιοδικού “Sigla a”, για να συμφωνήσει για μια πιθανή συνέντευξη σχετικά με την κατάσταση των Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία. Πάντως δεν δημοσιεύτηκε κανένα άρθρο».
Ο Κώστας έδωσε μαγνητοφωνημένη συνέντευξη στις 26 Ιουνίου στον Ντομένικο Γκράσι και στη Μαρία Γκράτσια Λίτσο στο περιοδικό «Sigla a» στην οδό Τσεζαρέα. Εκεί δεν κρατάει πλέον ούτε τα προσχήματα. Βάλλει κατά πάντων δίνοντας ονόματα, στοιχεία, διευθύνσεις, μιλάει για σχέσεις μεταξύ της χούντας των Αθηνών με Ιταλούς φασίστες. Οι συνωμοτικοί κανόνες είχαν προφανώς εκλείψει γι’ αυτόν.
Ήθελε δράση.
Η μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του Κώστα στο περιοδικό «Sigla a» φτάνει στο προξενείο, όπου και αναγνωρίζεται από την κερκυραϊκή του προφορά. Το αποτέλεσμα είναι να δεχτεί επίθεση, όπως καταγγέλλει ο ίδιος με ιδιόχειρη επιστολή του που έστειλε στις 14 Σεπτεμβρίου, πέντε ημέρες πριν αυτοπυρποληθεί, στον εκδότη του αντιστασιακού περιοδικού «GRECIA» Σάντρο Σαμπατίνι, για να ζητήσει έμπρακτη αντίσταση από τις οργανώσεις. Αποφασίστηκε και διατάχτηκε… «να μου σιάξουν τη γραβάτα»…
●Δευτέρα, 14 Σεπτεμβρίου 1970
«Προς, αξιότιμο κύριο Σάντρο Σαμπατίνι, Ρώμη, Οδός Ντελ Κόρσο . Τον καιρό αυτό είμαι ο αρμόδιος της οργανώσεώς μας (ΕΔΗΝ) για τον Τύπο και τις δημόσιες σχέσεις. …Παραχώρησα συνέντευξη… σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου απάντησα ότι κάποιος κύριος (με αρχικά) Σ.Μ. ήταν μέλος της “οργανώσεως ελέγχου” του ελληνικού προξενείου Γένοβας. Για λόγους που δεν κατάφερα ακόμη να ανακαλύψω, η μαγνητοταινία της συνεντεύξεώς μου βρέθηκε στην κατοχή του προξενείου της Γένοβας, το οποίο κάλεσε κατεπειγόντως τον εν λόγω “κύριο” και σε μια σύσκεψη, η οποία διεξήχθη αρχικά στο προξενείο και στη συνέχεια –σύμφωνα με τους πληροφοριοδότες μου– στην έδρα της “Λέγκα” στην οδό Καϊρόλι αποφασίστηκε “να μου σιάξουν τη γραβάτα”… χρησιμοποιώντας επακριβώς την έκφραση ενός μέλους… και πράγματι, την επομένη δέχτηκα την επίθεση του “κυρίου” Σ. Από την οποία γλίτωσα χάρη στην επέμβαση ενός φίλου… … και τώρα σας θέτω το εύλογο ερώτημα. Ώς πότε αυτοί οι “κύριοι” θα μπορούν ατιμώρητα να μας ταλαιπωρούν, να μας δέρνουν, να μας εκφοβίζουν, να μας απειλούν και να μας επιτίθενται; Γιατί, εκτός από λόγια και συνελεύσεις, οι οργανώσεις μας δεν περνάνε σε πράξεις…
Με θερμούς χαιρετισμούς.
Κωνσταντίνος Γεωργάκης,
Γένοβα, Οδός Φρατέλι Κανάλε 18/5»
●Τετάρτη, 16 Σεπτεμβρίου
Ο Κώστας επιστρέφει στην έδρα του περιοδικού «Sigla a», για να ζητήσει εξηγήσεις:
Κώστας: «Στο ελληνικό προξενείο τα ξέρουν όλα… Ξέρουν ότι μίλησα».
Sigla a: «Δεν είναι δυνατόν…».
Κώστας: «Βεβαίως και είναι δυνατόν. Κάποιος τηλεφώνησε στο προξενείο και ζήτησε χρήματα για να δώσει όλη τη μαγνητοφωνημένη συνέντευξη. Εάν το λέω, είναι γιατί το ξέρω…».
Sigla a: « Εμένα μου φαίνονται όλα πολύ μυθιστορηματικά. Αλλά… είσαι βέβαιος;»
Κώστας: «Βεβαιότατος. Στους πληροφοριοδότες που αναφερόμουνα στη συνέντευξη και σε έναν πρώην αξιωματικό του ΝΑΤΟ που ήταν στη βάση της Νάπολης…»
Επειτα από λίγες μέρες η γραμματέας του περιοδικού «Sigla a», αφού παρέδωσε την κασέτα στο πολιτικό γραφείο της αστυνομίας της Γένοβας, συν τοις άλλοις είπε: «…Την κασέτα την κράτησα πάντα στο σπίτι μου, εκτός από μία μέρα που για τις ανάγκες του περιοδικού την άφησα στη σύνταξη. Εκεί ήταν πολλά άτομα…»
«Corriere Mercantile», 23/9/1970, σελ. 4
●Παρασκευή, 25 Σεπτεμβρίου
Η Αστυνομία καλεί τον επίσης Κερκυραίο και φίλο του Κώστα, Γιώργο Νιάκα
Γιώργος Νιάκας:
«… Η φωνή που άκουσα σ’ αυτό το γραφείο από μια μαγνητοταινία είναι αυτή του Κώστα. Ο Κώστας τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου μού εκμυστηρεύτηκε πως φοβόταν ότι το άτομο, που είχε δώσει μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, ήθελε να τον εκβιάσει ή να κερδοσκοπήσει από αυτή την υπόθεση… Λίγες μέρες πριν πεθάνει, ο Κώστας μου είπε ανήσυχος πως υποπτεύεται ότι συνέχεια τον παρακολουθεί ένα Φολκσβάγκεν χρώματος κρεμ, με πινακίδες Νάπολης. Συχνά εκείνες τις μέρες με προσκαλούσε να κοιμηθώ στο σπίτι του και όταν πήγαινα να τον βρω, πριν ανοίξει την πόρτα, ρωτούσε ποιος είναι, πράγμα ασυνήθιστο γι’ αυτόν. Δεν έδωσα σημασία σε όλα αυτά, γιατί δεν ήξερα ότι ο φίλος μου είχε μια ιδιαίτερη πολιτική δραστηριότητα».
Ροζάνα:
«Ηταν ένα αυτοκίνητο με πινακίδες Νάπολης που τον παρακολουθούσε, ένα Φολκσβάγκεν καμπριολέ. Επίσης γνωρίζω ότι είχε φτάσει στο σημείο να βάζει άδεια μπουκάλια πίσω από την πόρτα, γιατί φοβόταν».
Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους νεκρούς
●5 Οκτωβρίου
Η Αστυνομία καλεί τον Σ.Μ. και συγκάτοικο του Νιάκα να καταθέσει
Σ.Μ.:
«Γνώρισα τον Γεωργάκη περίπου πριν από έναν χρόνο. Τον τελευταίο καιρό σύχναζε στο σπίτι μου, όπου συναντιόταν με τον κοινό φίλο Γιώργο Νιάκα. Επειδή πάντα τηλεφωνούσε ή εμφανιζόταν αργά το βράδυ, όταν ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ, με ξυπνούσε, με αποτέλεσμα να χάνω τον ύπνο μου. Θυμάμαι πως το βράδυ του Σαββάτου 19 Ιουλίου παρουσιάστηκε μετά τα μεσάνυχτα! Οταν του είπα ότι ήταν αρκετά αργά, μου απάντησε ότι είχε έρθει να μιλήσει με τον φίλο Γιώργο. Επειτα από λίγες μέρες είπα στον Νιάκα ότι, αφού είχαν έτσι τα πράγματα, δεν ανεχόμουν άλλο την παρουσία του Κώστα στο σπίτι μας. Μέχρι που ένα πρωί, την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου, τον βρήκα ξανά στο σπίτι μου. Είχαμε μια έντονη συζήτηση, και εκείνη τη φορά προσπάθησα να τον πετάξω έξω από το σπίτι. Από εκείνη την ημέρα δεν είχα πια καμιά επαφή μαζί του. Αναφέρω ότι εκείνη την περίοδο δεν ήξερα τίποτε για τη συνέντευξη που είχε δώσει ο Κώστας στο περιοδικό “Sigla a”. Θυμάμαι επίσης ότι, κατά τη διάρκεια του τσακωμού, ο Κώστας μου είπε κατά λέξη: “Θα σε τακτοποιήσω εγώ. Μέσω των γνωριμιών μου, θα δημοσιεύσω ένα άρθρο στη L’ Unità”. Εάν θυμάμαι καλά, είπε ότι πρόκειται για φίλους από την Πίζα. Δεν έπεσε ποτέ στην αντίληψή μου κανένα Φολκσβάγκεν με πινακίδες Νάπολης στα μέρη που σύχναζα».
●5 Οκτωβρίου
Η Αστυνομία καλεί για συμπληρωματική ανάκριση τον Γιώργο Νιάκα
Γιώργος Νιάκας:
«Διάβασα την είδηση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “L’ Unità” της 4 τρέχοντος, σχετικά με μια συγκεκριμένη επίθεση που δέχτηκε ο Κώστας από τον Σ. λόγω της συνέντευξης στο περιοδικό “Sigla a”. Ημουν παρών στον τσακωμό και μπορώ να πω ότι επρόκειτο μοναχά για μια ζωηρή φιλονικία με μερικές σπρωξιές, που προέκυψε από λόγους προσωπικούς. Ο Σ., με τον οποίο συγκατοικώ, παραπονιόταν ότι ο Κώστας, κάθε φορά που ερχόταν να μας βρει, έκανε θόρυβο και τον ενοχλούσε είτε όταν κοιμόταν είτε όταν διάβαζε. Επίσης δεν αποκλείω ότι ο τσακωμός έγινε γιατί οι δύο τους είχαν προηγούμενα για ιστορίες με κορίτσια. Ωστόσο δεν έφτασαν σε χειροδικία. Επίσης θυμάμαι ότι, μετά το συμβάν, ο Σ. τηλεφώνησε (δεν θυμάμαι καλά σε ποιον) για να ρωτήσει αν ένας ενοικιαστής, όταν ενοχλείται από περαστικούς επισκέπτες, μπορεί να τους διώξει από το σπίτι του. Δεν είδα ποτέ ένα Φολκσβάγκεν με πινακίδες Νάπολης να τριγυρίζει στα μέρη όπου σύχναζα εγώ και οι άλλοι Ελληνες φοιτητές που γνώριζα».
●18 Σεπτεμβρίου
Ροζάνα: «Παρασκευή 18 τρέχοντος, στις 12.50, πήγα να γευματίσω παρέα με τον Κώστα σε μία ταβέρνα στην οδό Μοντενέρο με την ονομασία “Ντα Τσέζαρε”. Γύρω στις 14.15 η ώρα με συνόδευσε με το Φίατ 500 στο γραφείο. Στις 19.30 ήρθε να με πάρει από το γραφείο, με το Φιατάκι, για να με συνοδεύσει στο σπίτι μου, όπου μείναμε να δειπνήσουμε».
Γιώργος Νιάκας: «Το βράδυ της Παρασκευής 18 τρέχοντος, περίπου στις 21.00, είδα τον Κώστα στο σπίτι της κοπέλας του. Μου είπε στα ελληνικά: “Εφτασε ο καιρός να ενεργήσουμε με πράξεις. Θα δεις, θα βάλουμε σε μπελάδες τους φασίστες. Ισως πάω αυτές τις μέρες στη Ρώμη”.
Μετά συμπλήρωσε στα ιταλικά:
“Θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα με πλαστή ταυτότητα”.
Εξήγησε ύστερα ότι ήθελε να πάει στην Ελλάδα για να συναντήσει φίλους. Στη μητέρα της κοπέλας του, που τον συμβούλευσε να μην κάνει τίποτε το παράξενο, απάντησε:
“Θα δείτε κυρία, δεν θα με πιάσουν ποτέ”.
Περίπου στις 21.30 άφησα τον Κώστα και δεν τον είδα ξανά εκείνο το βράδυ».
Ροζάνα: «Γύρω στις 21.00 πήγαμε στη φοιτητική εστία στο Κόρσο Καστάλντι, για να πάρουμε δύο συμφοιτητές του –τον Μιχάλη Γιαννακάκη και τον Γιάννη Ζήσιμο– και να πάμε στη συνέχεια προς τη Στούρλα, στα τοπικά γραφεία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, να αφήσουμε φυλλάδια στην ελληνική γλώσσα».
Μιχάλης Γιαννακάκης: «Συναντήθηκα με τον Κώστα γύρω στις 21.00 στη φοιτητική εστία. Μαζί του ήταν και η κοπέλα του και ένας άλλος συμπατριώτης μας, ο Γιάννης Ζήσιμος. Κατευθυνθήκαμε προς τα γραφεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος για να παραδώσουμε περιοδικά».
Γρηγόρης Μίχας: «Είδα για τελευταία φορά τον Κώστα γύρω στις 21.00 στις 18 τρέχοντος στη φοιτητική εστία. Μου είπε ότι θα περνούσε από το σπίτι του γιατί έλειπε όλη την ημέρα και μετά θα ερχόταν στο Τσίνεμα Τσεντράλε στην οδό Βιτσέντσο, πράγμα που δεν έγινε. Ο Κώστας δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται να πάει σπίτι του. Ηταν με την κοπέλα του μαζί, είχε δειπνήσει, πήγε να μοιράσει προπαγανδιστικό υλικό με φίλους του, θα πήγαινε κινηματογράφο. Αρα κάτι άλλο τον βασάνιζε, κάτι άλλο περίμενε και είχε αγωνία να περάσει από το σπίτι του. Εξάλλου, από τις 14.15 το μεσημέρι που αφήνει τη Ροζάνα στο γραφείο της μέχρι τις 19.30, δεν ξέρει κανείς τι έκανε και πού πήγε. Θα μπορούσε να είχε περάσει από το σπίτι του, δεν το έκανε. Αυτό το διάστημα των πέντε ωρών κάπου αλλού πήγε, κάτι ήθελε να μάθει».
Ροζάνα: «Πριν ξεκινήσουμε από τη φοιτητική εστία, ο Κώστας είπε πως ανησυχούσε ότι θα μέναμε από βενζίνη, γι’ αυτό έβγαλε ένα μπιτόνι πλαστικό, που περιείχε ελάχιστη βενζίνη, και την έβαλε στο ντεπόζιτο. Πράγματι, πριν φτάσουμε στην οδό Ιζόντσο το αυτοκίνητο έμεινε από καύσιμα. Συνεχίσαμε με τα πόδια και οι τέσσερις μέχρι τα γραφεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και με τα πόδια γυρίσαμε στο σπίτι του Κώστα».
Μιχάλης Γιαννακάκης: «Πριν φτάσουμε στην οδό Ιζόντσο, το αυτοκίνητο έμεινε από βενζίνη. Πήγαμε με τα πόδια στα γραφεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και στην επιστροφή χωρίσαμε στη μονάδα των καραμπινιέρων. Εγώ και ο Γιάννης κατευθυνθήκαμε προς τη φοιτητική εστία και ο Κώστας με τη Ροζάνα πήγαν στο σπίτι του Κώστα».
Το τελευταίο γράμμα του πατέρα του δεν βρέθηκε ποτέ. Μια εκδοχή είναι να κάηκε μαζί του.
Ροζάνα: «Στο σπίτι ο Κώστας σταμάτησε λίγο για να διαβάσει ένα γράμμα του πατέρα του και να γράψει την απάντηση που κατά τη γνώμη μου είναι το γράμμα που έστειλε στον πατέρα του για να δικαιολογήσει τη χειρονομία του. Εκλεισε τον φάκελο και παρακάλεσε τον συγκάτοικό του, τον Νικόλα, να το δώσει στον Γρηγόρη».
Νίκος Δεσύπρης: «Εφτασα στη Γένοβα από την Ελλάδα στις 8 Σεπτεμβρίου τρέχοντος και ύστερα από μία ημέρα πήγα να μείνω στο σπίτι του Κώστα Γεωργάκη, που γνώρισα μέσω ενός άλλου συμπατριώτη μας. Γύρω στα μεσάνυχτα της 18ης Σεπτεμβρίου, ο Κώστας ήρθε στο σπίτι μαζί με την κοπέλα του, άνοιξε και διάβασε ένα γράμμα του πατέρα του που είχε φτάσει το ίδιο πρωί κι έπειτα έγραψε την απάντηση σ’ ένα φύλλο χαρτί».
●Νίκος Δεσύπρης
χειρόγραφες σημειώσεις που έγραψε το απόγευμα της 19ης Σεπτεμβρίου
Νίκος Δεσύπρης: «…μας λες γι’ αυτό που σου συμβαίνει, κάτι για την αναβολή του στρατιωτικού, ίσως πρέπει να γυρίσεις στην Ελλάδα για να υπηρετήσεις… Κάθεσαι στη γωνία του τραπεζιού και μου λες πως “το βρήκα”, δηλαδή βρήκες τη λύση. Μας ζητάς συγγνώμη και κάθεσαι στην καρέκλα σου, μπροστά στο γραφείο σου, θέλεις κάτι να γράψεις, μάλλον γράμμα. Εγώ έχω πάει στο δωμάτιό μου, ο Μπάμπης είναι στο δικό του, η Ροζάνα είναι ξαπλωμένη στο μικρό κρεβατάκι. Σε λίγο τελειώνεις το γράμμα, το διπλώνεις, το κλείνεις και γράφεις επάνω τρεις λέξεις. Ερχεσαι στο δωμάτιό μου και με παρακαλείς να το δώσουμε στον Γρηγόρη. “Μα ποιος είναι αυτός ο Γρηγόρης;”, ρωτάω. “Θα τον βρεις στη φοιτητική εστία. Ρώτησε, έχω πολλούς φίλους και θα του το δώσουν”».
Ροζάνα:« Αφού έγραψε το γράμμα, εγώ, ο Κώστας και ο συμπατριώτης του πήγαμε με τα πόδια μέχρι εκεί όπου είχε μείνει το αυτοκίνητο».
Νίκος Δεσύπρης: « …Εχουμε ήδη φτάσει στο σταματημένο αυτοκίνητο. Εγώ σπρώχνω από πίσω και εσύ από τα πλάγια στη μέση του δρόμου, ενώ η Ροζάνα βρίσκεται στο τιμόνι. Αλλάζουμε δρόμο στρίβοντας δεξιά, αφήνουμε πίσω το Μποργκοράτι και κατευθυνόμαστε στο Κόρσο Εουρόπα για να βρούμε κάποιο βενζινάδικο ανοιχτό, ο δρόμος είναι κατηφορικός και εγώ σου λέω:
“Εύκολη η κατηφόρα, δεν υπάρχουν δυσκολίες. Να μην είχε καμιά ανηφοριά η ζωή μας, τι ωραία που θα ήτανε! Τι λες και συ Κώστα; Ωραίος ο Μπάμπης, τη γλίστρησε, δεν ήρθε να δώσει ένα χέρι. Μακριά από κακοτοπιές, όπου φυσάει ευνοϊκός άνεμος πηγαίνει!”.
Τώρα σπρώχνουμε και οι τρεις στη στροφή της ανηφόρας, μετά τη Στούρλα… Σταματάμε στο βενζινάδικο:
“Βάλε κι άλλο να γεμίσει… Νικόλα” (πέντε λίτρα ήταν αρκετά για τον σκοπό σου)…
“Ευχαριστώ και πάλι, Νικόλα”.
“Μην το ξαναπείς, γιατί θα θυμώσω. Κωστάκη, θα γυρίσεις. Σε περιμένω”.
“Ναι, σε λίγο. Τη Ροζάνα να πάω στο σπίτι”.
“Ciao Rosana, buona notte”.
Κάθομαι πάλι, στο γραφείο σου βλέπω τον Μίκη μπροστά μου και το βιβλίο “Ο δεσμώτης” ανοιχτό. Ευκαιρία να διαβάσω ιταλικά… Ωστόσο η ώρα περνάει, πλησιάζει μία το πρωί (της 19ης Σεπτεμβρίου 1970). Σε λίγο ακούω την πόρτα… Ξάπλωσε στο κρεβάτι το ψηλό παιδί με το μαύρο κουστούμι, τα μακριά μαύρα μαλλιά του και το γέμισε με το μακρύ κορμί του. Αναστέναξε…
“Σηκώνομαι”, του λέω.
“Κώστα, πάω να πέσω, γιατί δεν μπορώ άλλο”.
Κοντοστέκομαι, κάτι θέλω να του πω, μου δίνει την εντύπωση ότι θέλει να μείνει μόνος και τον χαιρετώ.
“Καληνύχτα, Κωστάκη”. “Καληνύχτα, γεια σου Νικόλα”.
Οι τελευταίες μας φράσεις, τα τελευταία μας λόγια».
⋆ ⋆ ⋆ ⋆ ⋆
Τέσσερις οδοκαθαριστές του Δήμου της Γένοβας είναι στην πλατεία Ματεότι και εκτελούν την υπηρεσία τους. Βλέπουν ένα Φιατάκι να φτάνει στην πλατεία και να παρκάρει. Γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, μια εκτυφλωτική λάμψη φωτίζει ξαφνικά τη σκάλα του παλάτσο Ντουκάλε.
⋆ ⋆ ⋆ ⋆ ⋆
Οι μάρτυρες
Λουίτζι Κερουμπίνι: «Ηταν ένα γεγονός πολύ τραγικό… Πρώτα να διακρίνεις και μετά να βλέπεις ένα άτομο τυλιγμένο στις φλόγες. Σβήσαμε τις φλόγες με τις κουβέρτες που πήραμε από τα κρεβάτια που κοιμόντουσαν οι στρατιώτες και χρησιμοποιήσαμε ένα ασθενοφόρο του Πράσινου Σταυρού που τον πήρε λίγο αργότερα. Την ώρα που τον σβήναμε κραύγαζε: “Το έκανα για την Ελλάδα”, “Για την ελεύθερη Ελλάδα”. Είχε σωθεί μόνο το πρόσωπο, μόνο το πρόσωπο. Το υπόλοιπο σώμα ήταν καρβουνιασμένο. Με τον καιρό το ξεπέρασα. Αλλά είχα εφιάλτες για μεγάλο διάστημα. Ηταν μια άσχημη στιγμή, γιατί μας θύμισε τον φασισμό. Ο φασισμός είναι κάτι το παράλογο, που δεν μπορεί να συνεχιστεί. Εύχομαι μόνο η θυσία εκείνου του αγοριού να καλυτέρευσε την κατάσταση και να μην επαναληφθεί ποτέ, ούτε στην Ελλάδα ούτε σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου εκείνο που συνέβη τότε εδώ».
Τζουζέπε Μπερούτι: «Ο φτωχός νέος ήταν ξαπλωμένος στη γη, με τα χέρια ανοιχτά, σαν σταυρωμένος, φωνάζοντας: “Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα!”. Οταν τον πλησιάσαμε, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει. Μόνο εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι σημαίνει ανθρώπινη δάδα. Το σώμα του ήταν πληγωμένο, ξεκολλημένα κομμάτια σάρκας, αλλά ούτε ένας αναστεναγμός, ένα παράπονο. Στο ασθενοφόρο βρήκε τη δύναμη να φωνάξει για την ελεύθερη Ελλάδα του…».
●Πρόντο Σοκόρσο
Οσπεντάλε Σαν Μαρτίνο, Γένοβα
«Στις A.B0 εισήχθη στο νοσοκομείο με εγκαύματα Bου, Aου, Aου βαθμού σε όλο του το σώμα. Κρίσιμη κατάσταση, με σοβαρή πρόγνωση»
δρ Ντεβότο
…Στο νοσοκομείο του Σαν Μαρτίνο η ομάδα των γιατρών συνεχίζει τον υπεράνθρωπο αγώνα της και προβαίνει σε συνεχείς μεταγγίσεις αίματος στο λαμπαδιασμένο κορμί του μαρτυρικού Κώστα. Ελληνες και Ιταλοί φοιτητές δίνουν συνεχώς αίμα. Ο Κώστας Γεωργάκης δίνει στους νοσοκόμους τα τηλέφωνα των φίλων του για να τους ενημερώσουν και πέφτει σε κώμα.
Οι Αρχές
Η Αστυνομία στην πλατεία Ματεότι ψάχνει το Φιατάκι, που η πόρτα του είναι ανοιχτή. Βρίσκουν μέσα μια δισέλιδη χειρόγραφη επιστολή του Γεωργάκη γραμμένη στα ελληνικά και μέρος της γραμμένο στα ιταλικά. Απευθύνεται στον Μιχάλη Γιαννακάκη.
«Αγαπημένε μου φίλε, Μιχάλη…».
Οι αστυνομικοί διαβάζουν το υστερόγραφο, που είναι στα ιταλικά. «ΥΓ.: Είμαι βέβαιος ότι αργά ή γρήγορα οι Ευρωπαίοι Λαοί θα καταλάβουν πως ένα φασιστικό καθεστώς, όπως αυτό της Ελλάδος, στηριγμένο στα τανκς, δεν αποτελεί μόνο ντροπή για την αξιοπρέπειά τους, ως ελεύθερων ανθρώπων, αλλά επίσης και μια συνεχή απειλή για την ίδια την Ευρώπη».
Νίκος Δεσύπρης: «Ηταν πέντε πάρα τέταρτο όταν χτύπησαν τα κουδούνια οι αστυνομικοί. Ανοιξα την πόρτα κατατρομαγμένος, κατάλαβα ότι ζητούσαν τον Κώστα. Μα γιατί τόσο πρωί; Τι τον ήθελαν; Το μυαλό μου πήγε στο γράμμα, ότι έπρεπε να γυρίσει στην Ελλάδα, και ότι ήρθαν να τον συλλάβουν, ότι είχε κηρυχθεί ανυπόταχτος, μα όλα αυτά ήταν φαντασίες. Ο ένας αστυνομικός μού μίλαγε για πρώτες βοήθειες, για νοσοκομείο, επαναλαμβάνοντας το όνομά του:
Costantino.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και πήγα στο δωμάτιο του Κώστα να τον ξυπνήσω. Ανοίγω την πόρτα, μα στο κρεβάτι κανείς. Αρχίζω να ανησυχώ, ο αστυνομικός προσπαθεί να μου δώσει να καταλάβω τι συμβαίνει και μου δείχνει το κουτί με τα σπίρτα, ανάβει ένα και το πλησιάζει στο σώμα του… Ντύνομαι με απεγνωσμένες κινήσεις, έχει αρχίσει να χαράζει, ο Μπάμπης ξύπνησε, του εξηγώ τι συνέβη, μου δείχνει το κεφάλι του με το δάχτυλό του, μου λέει ότι “πρόκειται για άτομο χωρίς μυαλό” και πέφτει για ύπνο, ενώ ο Κώστας, ο συγκάτοικός μας, ο γνώριμος και φίλος μας, είναι καμένος ζωντανός και κινδυνεύει η ζωή του. Τελικά έρχεται μαζί μου η γειτόνισσα, η Ναπολετάνα, η κυρία Αννα».
Γρηγόρης Μίχας: «Μου τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο γύρω στις έξι. “Ενας φίλος σας, Κώστας, νοσηλεύεται με εγκαύματα στο νοσοκομείο, είναι στα τελευταία του”. Ξύπνησα τον συγκάτοικό μου, τον Δημήτρη Σκούρα, και φύγαμε αμέσως για το νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο με πλησίασε ένας συμπατριώτης μου, ένας ξανθός τύπος μετρίου αναστήματος που γνωρίζω μόνο εξ όψεως, μου παρέδωσε ένα φάκελο με το όνομα και το επώνυμό μου. Ανοιξα τον φάκελο και υπήρχε μια σελίδα χειρόγραφη στην ιταλική γλώσσα. Αρχισα να διαβάζω… Αγαπημένε μου πατέρα. Συγχώρεσέ μου αυτήν την πράξη, χωρίς να κλάψεις. Ο γιος σου δεν είναι ένας ήρωας. Είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, ίσως με λίγο φόβο παραπάνω. Φίλησε τη γη μας για μένα. Μετά τρία χρόνια βίας δεν αντέχω άλλο. Δε θέλω εσείς να διατρέξετε κανέναν κίνδυνο εξαιτίας των δικών μου πράξεων. Αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ελεύθερο άτομο. Σου γράφω στα ιταλικά για να προκαλέσω αμέσως το ενδιαφέρον όλων για το πρόβλημά μας. Ζήτω η Δημοκρατία, κάτω οι τύραννοι. Η γη μας, που γέννησε την ελευθερία, θα εκμηδενίσει την τυραννία! Εάν μπορείτε, συγχωρέστε με. Ο Κώστας σου».
Γιώργος Νιάκας: «Για τον Κώστα έμαθα γύρω στις 6.30 το Σάββατο, από ένα τηλεφώνημα του Γρηγόρη. Μαζί με τον Γρηγόρη, τηλεφωνήσαμε μετά στον πατέρα του, στην Κέρκυρα».
Μάκης Καββαδίας, Κώστας Γρηγορόπουλος: «Στην Πίζα το μάθαμε στις 7 η ώρα το πρωί από τον Δημήτρη Τάντη, πρόεδρο του Δημοκρατικού Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών Πίζας: “Παιδιά, μου τηλεφώνησαν από Γένοβα, αυτοπυρπολήθηκε ο Γεωργάκης”. Ο Μάκης, ο Κώστας και ο Δημήτρης ήταν Κερκυραίοι και φίλοι του Γεωργάκη που σπούδαζαν στην Πίζα».
Μιχάλης Γιαννακάκης: «Το Σάββατο το πρωί 19ης τρέχοντος έμαθα την είδηση για την πράξη του Κώστα και πήγα αμέσως στο νοσοκομείο να τον επισκεφθώ. Εμαθα αργότερα από την Αστυνομία για μια επιστολή που είχε αφήσει για μένα».
Τελικά, γύρω στις 12.00 το μεσημέρι, ο Κώστας Γεωργάκης, έπειτα από εννέα ώρες αγωνίας και πόνου, αφήνει την τελευταία του πνοή στην εντατική του νοσοκομείου Σαν Μαρτίνο. Η είδηση του θανάτου του Γεωργάκη διαδόθηκε αστραπιαία.
Ο Τύπος της εποχής και τα ξένα ΜΜΕ
[dropcap style=”flat” size=”4″]Ε[/dropcap]φημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και ελληνόφωνες εκπομπές ξένων ραδιοσταθμών μετέδιδαν συνεχώς τη δραματική είδηση.
Στο «Εδώ Παρίσι», την ελληνική εκπομπή της Γαλλικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, η Εύη Δεμίρη ανακοινώνει την είδηση της αυτοπυρπόλησης του Κώστα Γεωργάκη. Από την Κολονία και την «Ντόιτσε Βέλε», ο Κώστας Νικολάου. Από Ρώμη ο Γιάννης Βούλτεψης και άλλοι.
Από Λονδίνο ο Σπύρος Γιαννάτος, η Ελένη Βλάχου με την «Greek Voice». Από το Τορόντο του Καναδά φτάνει ένα συλλυπητήριο τηλεγράφημα για τον πατέρα του Κώστα από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Μηνύματα και δηλώσεις από τον Μίκη Θεοδωράκη, τη Μελίνα Μερκούρη.
Στην κηδεία είναι παρών ο γ.γ. της ΕΔΗΝ εξωτερικού – Ε.Κ., Νίκος Νικολαΐδης και τόσοι άλλοι.
Νίκος Δεσύπρης: «Κωστάκη, φίλε, δεν σου πήγαινε η μαυρίλα της φωτιάς, μα το φως της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της Ελευθερίας –τις κουρτίνες, φίλε, δεν προφτάσαμε να τις κρεμάσουμε και ο Μπάμπης στην είδηση του θανάτου σου κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και μου ζητάει γράσο για να γυαλίσει την αγκράφα της καινούργιας δερμάτινης ζώνης του, ενώ εγώ τον στέλνω στον διάολο και ίσως παραπέρα– την άλλη μέρα έφυγε από το σπίτι γιατί, λέει, είχε πέσει σε φωλιά κομμουνιστών. Υστερα από δύο μέρες έφυγα και εγώ για πάντα από την οδο Φρατέλι Κανάλε. Το ίδιο απόγευμα πήγα στην πλατεία Ματεότι. Κοντά στα σκαλιά του δικαστηρίου είχαν μείνει μόνο οι σόλες των καμένων παπουτσιών του Κώστα Γεωργάκη.
Αντίο, Νίκος».
Η αυτοπυρπόληση του Κώστα προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και ανησυχία στη φασιστική χούντα των Αθηνών. Προξενείο, πρεσβεία, ΚΥΠ, Λέγκα κινητοποιούνται προς κάθε κατεύθυνση για να καταπνίξουν το γεγονός και να κλείσουν το θέμα όπως όπως.
Ο πρόξενος απαιτεί από τον πατέρα του Γεωργάκη να διαβάσει κατασκευασμένη δήλωση στην ΑΝΣΑ, με αντάλλαγμα να πάρει τη σορό του παιδιού του στην Κέρκυρα. Ζητάει να γίνει αμέσως η αναγνώριση από τον πατέρα και νεκροψία από τον ιατροδικαστή. Η δε κηδεία να γίνει τη Δευτέρα, 21 Σεπτεμβρίου. Να τελειώσουν όλα. Να κλείσει η υπόθεση. Η υπόθεση όμως δεν έκλεισε και, όπως φαίνεται εξόφθαλμα, η υπόθεση δεν έχει κλείσει ούτε μετά
Ο ΔΗΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΟΒΑΣ ανέλαβε τα πάντα έπειτα από έκτακτο Δημοτικό Συμβούλιο που έγινε τη Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου. Ανέλαβε την κηδεία (ανεξαρτήτως αν στο τέλος την κηδεία την πλήρωσε το προξενείο). Αποφάσισε ομόφωνα να παραστεί σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο στην κηδεία του Κώστα.
Ο αντιδήμαρχος της Γένοβας, Φούλβιο Τσεροφολίνι, απηύθυνε εξ ονόματος της πόλης τον τελευταίο χαιρετισμό. Ο δήμος αποφάσισε να εντοιχίσει επιγραφή στο σημείο της αυτοπυρπόλησης στην πλατεία Ματεότι, η οποία υπάρχει ακόμη και σήμερα.
[note note_color=”#FFFF66″ text_color=”#333333″ radius=”3″]<br>
ΣΤΟΝ ΝΕΑΡΟ ΕΛΛΗΝΑ ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΠΟΥ ΘΥΣΙΑΣΕ ΤΑ 22 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΤΟΥ . ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΥΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΗΡΩΙΚΗ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ . Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΤΟΝ ΘΥΜΑΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1970
<br>[/note]
Τελικά η κηδεία του Κώστα Γεωργάκη έγινε Τετάρτη, 23 Σεπτεμβρίου, παρά τις προσπάθειες του ελληνικού προξενείου για ματαίωση. Η κηδεία του Γεωργάκη είναι ένα πολιτικό γεγονός με τη συμμετοχή Ελλήνων και ξένων αντιφασιστών.
Η σορός του Κώστα παραμένει άταφη για ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΗΝΕΣ σε ένα υπόστεγο –μια παράγκα– στο νεκροταφείο Σταλιένο, περιμένοντας την άδεια του προξενείου για τη μεταφορά και την ταφή της στην Κέρκυρα.
Ροζάνα: «Πήγαινα κάθε εβδομάδα και του άφηνα λίγα φρέσκα λουλούδια. Μέχρι που μια εβδομάδα πήγα και δεν ήταν πια εκεί. Τους είχα παρακαλέσει ότι, αν ήταν να τον πάρουν, να με ειδοποιήσουν και τους είχα διαβεβαιώσει ότι δεν θα το αποκάλυπτα σε κανέναν. Εις μάτην».
- Το πλοίο «Αστυπάλαια» παρέκαμψε τη Μασσαλία, φόρτωσε το κιβώτιο που ήταν φτιαγμένο από σανίδες και πρόχειρα χρωματισμένο μπορντό, στις 13 Ιανουαρίου 1971, κρυφά, αξημέρωτα και το έφερε στον Πειραιά στις 17 Ιανουαρίου αργά το απόγευμα.
Ο Παναγιώτης Γεωργόπουλος διηγείται: «Δούλευα στα ναυτιλιακά γραφεία του συντοπίτη μου από Πάτρα, Καρύδα. Παίρνω μιαν εντολή για μεταφόρτωση, από πλοίο που ερχόταν από Ιταλία, ενός κιβωτίου που πρέπει να γίνει με κάθε μυστικότητα και με ασφάλεια. Πλευρίσαμε το πλοίο και πήρα τέσσερα άτομα για να γίνει η δουλειά γρήγορα και με ασφάλεια. Ενώ παρακολουθώ, νιώθω την παρουσία κάποιου πίσω μου. Γυρίζω και βλέπω έναν με ρεπούμπλικα και μου λέει: “Ξέρεις τι είναι μέσα στο κιβώτιο;” Λέω όχι… “Εκείνο το κωλόπαιδο που κάηκε στη Γένοβα και μας δημιούργησε τόσα προβλήματα”. Εκείνη την ώρα ένας εργάτης παραπατάει και πάει να του πέσει το κιβώτιο… Και αυθόρμητα λέω: “Σιγά, ρε παιδιά”…. Αυτό το “σιγά, ρε παιδιά” το πλήρωσα ακριβά».
Τελικά το πλοίο «Σούνιο» είναι αυτό που έφερε στις 18 Ιανουαρίου 1971 τον Κώστα Γεωργάκη στην Κέρκυρα ξημερώματα, κρυφά.
ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ
Ένας άταφος νεκρός
ΣΤΗ ΓΕΝΟΒΑ η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία (Αγίου Νικολάου και Ευαγγελισμού της Θεοτόκου) στεγάζεται, μέχρι και σήμερα, σ’ ένα ισόγειο δυάρι μιας πολυκατοικίας στην οδό Καζαρέτζις 50/1. Εκεί διακονούσε ο πατήρ Νικήτας Μαντάς (προηγουμένως ήταν στη Ζυρίχη), γεννημένος στη Ρόδο. Ο Σπύρος Γεωργάκης έφτασε στο νεκροτομείο συνοδευόμενος από τον παπαΜαντά.
Αμέσως τον περικύκλωσαν οι φίλοι του Κώστα, σχεδόν όλοι με τα μάτια πρησμένα από τα κλάματα. Κάποιος τον συμβούλεψε να πάει στον νεκροθάλαμο και εκεί τον συνάντησε μια φοιτητική επιτροπή.
«Κύριε Σπύρο, θέλουμε να τον δούμε για τελευταία φορά».
«Φίλοι μου, μη δυσκολεύετε τα πράγματα».
«Κύριε Σπύρο, θέλουμε να τον πάρουμε στην εκκλησία μας».
Ο άνθρωπος δεν απάντησε, σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Επενέβη ο πατήρ Μαντάς: «Θα τον μεταφέρουμε στο νεκροταφείο, θα τον τακτοποιήσουμε στο παρεκκλήσι… Δεν μπορούμε να τον πάρουμε στην εκκλησία μας, γιατί είναι σε διαμέρισμα. Στο συμβόλαιο του ενοικιαστηρίου απαγορεύεται ρητά να πηγαίνουμε τους νεκρούς εκεί».
Στον νεκροθάλαμο του νοσοκομείου Σαν Μαρτίνο, αφού πρώτα σφράγισαν το φέρετρο με τη σορό του Κώστα, ο παπαΜαντάς έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο πρόξενος
«Προς την εν Ρώμη Β. Πρεσβείαν
ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ […]
Εζήτησαν εν συνεχεία [οι φοιτητές] να μεταφερθή τούτο εις την Ελληνικήν εκκλησίαν και να ψαλή κανονική νεκρώσιμος ακολουθία, ο ιερεύς όμως Νικήτας Μαντάς τοις εξήγησεν ότι, εφ’ όσον πρόκειται περί αυτοκτονίας, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν επιτρέπει τοιούτου είδους ενεργείας. Κατόπιν αυτού πιεσθέντες ανεχώρησαν… Πάντως καθ’ όλον το ημερονύκτιον ενηλλάσσοντο κατά βάρδιας προ της εξόδου του χώρου εις ον εφυλάσσετο το σώμα με την δικαιολογίαν ότι το Ελληνικό Προξενείον προτίθετο να το απαγάγη. Την υπόλοιπον ημέραν συνηντήθην επανειλημμένως μετά του πατρός, του ιερέως και των αστυνομικών οργάνων […]
Ελληνική Β. Πρεσβεία Ρώμης».
Στο ταξίδι της επιστροφής του πατέρα του για την Κέρκυρα, του «ζητούν» να περάσει πρώτα από την πρεσβεία μας στη Ρώμη.
«Ο πρέσβης –καλός άνθρωπος φαινόταν– μου ζήτησε να κάνω αίτημα και να το υπογράψω προς το υπουργείο Εξωτερικών για την άμεση μεταφορά της σορού του παιδιού μου στην Κέρκυρα. Σε κάποια στιγμή λέω: “Θέλω να πάω στο Βατικανό να προσκυνήσω. Αισθάνομαι την ανάγκη να πάω να προσευχηθώ”. Ηθελα να φύγω λίγο από αυτούς. Μου λέει: “Κύριε Γεωργάκη, γιατί στο Βατικανό; Να σου ανοίξουμε την εκκλησία, την ορθόδοξη, τον ΑϊΓιώργη. Και πράγματι με πήγε ο “φοιτητής” στον ΑϊΓιώργη. Εφτασα στο Μπρίντιζι, πάντα συνοδευόμενος από τον “φοιτητή”. Εκεί πρόξενος ήταν ένας παπάς, μεγάλο κάθαρμα. Αρχισε να γράφει αμέσως δηλώσεις αντικομμουνιστικές στα ιταλικά, για να τις υπογράψω και να τις δώσει σε μία ιταλική φασιστική εφημερίδα, ότι δήθεν οι κομμουνιστές τον δολοφόνησαν και ποιος ξέρει τι άλλο έγραφε. Λέω στον “φοιτητή”: “Δεν υπογράφω τίποτα, γιατί έχω συμφωνήσει με την πρεσβεία ότι μέχρι να φτάσω στην Ελλάδα δεν θα με ξαναενοχλήσει κανένας. Αυτά είναι πολιτικά θέματα”. Τηλεφώνησε αυτός στην πρεσβεία και του είπαν να με αφήσει ήσυχο». Η παρουσία της Εκκλησίας για το θέμα αυτό είναι ξανά απαραίτητη στην Κέρκυρα, στις 18 Ιανουαρίου 1971, όταν η άταφη σορός του Κώστα Γεωργάκη φτάνει σπίτι του μετά τέσσερις μήνες, μέσα στο φτιαγμένο από σανίδες βαμμένο μπορντό κιβώτιο. Διηγείται ο πατέρας του: «Ετρεξα για να ταφεί στο νεκροταφείο, φοβόμουν μη δε μας αφήσουν. Τελικά τα κατάφερα. Ομως δεν έγινε κανονική εξόδιος ακολουθία, ένα τρισάγιο έκαναν. Νόμιζαν ότι με ξεγέλασαν. Τέλος πάντων, ο γιος μου, ο Κώστας, είναι θαμμένος στο Α’ Δημοτικό Νεκροταφείο της Κέρκυρας και στις εκδηλώσεις μνήμης που γίνονται –τουλάχιστον στην Κέρκυρα– πάντοτε υπάρχει εκπρόσωπος της Μητροπόλεως».
Η διεκδίκηση της ελευθερίας και η ιστορική μνήμη δεν είναι υπόθεση του ενός
Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΠΡΑΞΗ αυτοθυσίας του Κώστα Γεωργάκη ήταν ένα μάθημα ελευθερίας σε μια εποχή που όλα τα οράματα είχαν συλλογικό χαρακτήρα. Σήμερα που τα οράματα είναι ατομικά, εάν υπάρχουν, θέλω να πιστεύω ότι η ιστορική μνήμη δεν είναι υπόθεση του ενός.
Η ιστορική μνήμη δεν εντάσσεται στη σφαίρα της αντίδρασης ή της ανατροπής, ούτε του παραγκωνισμού των πολλών, για να βολευτούν οι «επαΐοντες».
Η ιστορική μνήμη είναι γνώση, γιατί όσοι δεν γνωρίζουν την Ιστορία του τόπου τους, είναι υποχρεωμένοι να την ξαναζήσουν. Η ιστορική μνήμη δεν είναι υπόθεση του ενός, είναι κεφάλαιο για τον τόπο και όχι πολιτικό κόλπο, αφού πίστευα και πιστεύω ότι οι τιμές ανήκουν σε εκείνους που θυσιάζονται και όχι στους υμνητές τους.
Η αυτοθυσία του Κώστα Γεωργάκη, που ήταν η πρώτη και δραματικότερη από τις διαμαρτυρίες για τον εκφασισμό της πατρίδας μας, δεν ζητάει μιμητές, αντίθετα αποτελεί μια μαρτυρία για τους σημερινούς νέους και μια υπόμνηση σε όσους έχουν ξεχάσει το χρέος τους μέσα στην Ελλάδα και έξω από την Ελλάδα, πως η ελευθερία δεν δωρίζεται.
Γιατί σ’ αυτήν τη χαώδη εποχή που ζούμε, με έκδηλη την κοινωνική αδικία, το σπαρακτικό και τη λαχτάρα, οι αγωνίες, τα οράματα, οι ιδέες, του ΕΛΛΗΝΑ φοιτητή ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ, η απέραντη αγάπη του για έναν κόσμο καλύτερο, για μια Eλλάδα ελεύθερη, εφάμιλλη με τα άλλα κράτη, με σεβασμό στον συνάνθρωπο, πρέπει να ενταχθούν σε μια συνέχεια πολιτική, πολιτισμική και ανθρωπιστική. «… η αυτοθυσία άραγε είναι προϊόν ιδεολογικής και πνευματικής αποκέντρωσης;»
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ
“υπέρτατη θυσία” “ηρωική πράξη” γραφει ο συγγραφεας αναφερομενος στην πραξη της αυτοκτονιας/αυτοχειριας.
Απο ποτε η αυτοκτονια θεωρειται ηρωικη πραξη;
Στην Αρχαία Ελλάδα η αυτοκτονία όπως και η ανθρωποκτονία ήταν μιαρές πράξεις. Στην Κω υπήρχε νόμος κατά τον οποίο οι πολίτες πετούσαν μακρυά το πτώμα και το σχοινί από την κοινότητα ενός ατόμου, που είχε αυτοκτονήσει δια απαγχονισμού.
Στην κερκυρα δεν υπαρχει πλατεια ή οδος με ονοματα αρχαιων ελληνων ουτε αγωνιστων του 1821 υπαρχει ομως πλατεια με το ονομα ενος αυτοχειρα.
Παρακληση: εφοσον εχουμε ελευθερια αποψεων μην κοψετε το σχολιο.