Η 23η Αυγούστου 2021 είναι μια ξεχωριστή μέρα για την Παλαιά Φιλαρμονική, αφού συμπληρώνονται ακριβώς 180 έτη από την πρώτη εμφάνιση της μπάντας της.
Στο κείμενό της η ΦΕΚ αναφέρει:
Ως γνωστόν, παρότι η διδασκαλία και οι συναυλίες εγχόρδων και φωνητικής μουσικής στο πλαίσιο της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας άρχισαν λίγες μέρες μετά την επίσημη ίδρυσή της (12.9.1840), η συστηματική οργάνωση της μπάντας της μπόρεσε να ξεκινήσει τον Απρίλιο του 1841. Στις 23 Αυγούστου της ίδια χρονιάς (11 Αυγούστου με το ιουλιανό ημερολόγιο), ημέρα Δευτέρα (όπως και σήμερα), η μπάντα υπό τη διεύθυνση του Αντώνιου Λιμπεράλη ήταν έτοιμη να παιανίσει για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της ετήσιας λιτανείας του Αγίου Σπυρίδωνα, παίζοντας από το τότε κτήριό της (στην αρχή της σημερινής οδού Φιλαρμονικής) και από τον γυναικωνίτη του ιερού ναού. Η πρώτη εμφάνιση της μπάντας στο δρόμο θα πραγματοποιείτο κατά τη λιτανεία του Πρωτοκύριακου της ίδιας χρονιάς, αφού παρελήφθησαν και οι στολές της. Η συναυλιακή παρουσία της μπάντας εντός του καταστήματος της Φιλαρμονικής θα ξεκινούσε την ίδια περίοδο και στη συνέχεια δόθηκε σχετική άδεια για πραγματοποίηση και δημόσιων συναυλιών.
Σε κάθε περίπτωση, το δεδομένο παραμένει: Το πρωινό της 23ης Αυγούστου 1841 είναι στην ουσία η γενέθλιος ημέρα του τόσο σημαντικού και μοναδικού στην Ελλάδα «κερκυραϊκού μπαντιστικού φαινομένου». Αυτό έγινε η αιτία κατά το διαρρεύσαν διάστημα των 180 ετών να δημιουργηθούν στο νησί μας πολυάριθμα μπαντιστικά μουσικά σύνολα, τα οποία πρόσφεραν και προσφέρουν μέγιστες καλλιτεχνικές και κοινωνικές υπηρεσίες. Αυτήν την τόσο παλαιά και εγνωσμένης αποτελεσματικότητας δυναμική όλοι οι φορείς καλούμαστε σήμερα να συνεχίσουμε και να εξελίξουμε σε χαλεπούς καιρούς.
Αντί άλλων παραθέτουμε στη συνέχεια, ως τεκμήριο της εποχής εκείνης, επιλεγμένα μέρη από το άρθρο της “Gazzetta degli Stati Uniti delle Isole Jonie” (φύλλο 28.8.1841), το οποίο αναφέρεται στην εντύπωση που προκάλεσε η πρώτη επίσημη εμφάνιση της μπάντας της Παλαιάς Φιλαρμονικής. Γίνεται δέ ιδιαίτερη αναφορά στην προσφορά του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου (Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Παλαιάς μέχρι τον θάνατό του το 1872) και του πρώτου αρχιμουσικού της μπάντας της, του Αντώνιου Λιμπεράλη. Το κείμενο, σε απόδοση από την ιταλική, χαρακτηρίζεται από τους ιδιαίτερους εκφραστικούς τρόπους και τις κοινωνικές προτεραιότητες της εποχής.
Η Διοικητική Επιτροπή της ΦΕΚ
«Το πρωινό της Δευτέρα 11/23 του τρέχοντος μηνός ένα μεγάλο πλήθος όρμησε από όλες τις πλευρές, κατακλύζοντας την εκκλησία του Άγιου Προστάτη μας, εξαπλώθηκε δε μέχρι και τις γειτονικές οδούς.
Η ετήσια λιτανεία του Ιερού Λειψάνου είχε ήδη επιστρέψει. Τι επιπλέον ανέμενε το πλήθος να συμβεί σε αυτόν τον Ιερό Χώρο; Η Μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας επρόκειτο να εορτάσει την ημέρα προσφέροντας στο κοινό τα πρώτα δείγματα της προόδου της. Συνεπώς το ενδιαφέρον ήταν γενικό και ζωηρό, η ανυπομονησία ήταν μέγιστη. Την προγραμματισμένη στιγμή ένας ξαφνικός ήχος μεγαλειωδών και βαριών συνηχήσεων γέμισε τον χώρο της εκκλησίας, γέννησε ρίγος στους πάντες και αντήχησε μακριά. Το παίξιμο των οργάνων υπήρξε επιτυχές, οι μουσικοί τονισμοί ήταν απόλυτοι, δεδομένου και του χώρου του γυναικωνίτη. Και ήταν τόσο μεγάλη η ενότητα στην έκφραση και στον ρυθμό, που είναι θαυμαστό ότι επετεύχθη μετά από μελέτη ημερών παρά μηνών, σε βαθμό που οι παρευρισκόμενοι έμοιαζαν σαν να χτυπήθηκαν από ηλεκτρικό ρεύμα.
Παρά ταύτα μια βαθιά σιωπή και μια λατρευτική περισυλλογή φαινόταν να ενοποιούσε σε ένα σώμα το άτακτο μείγμα των αισθημάτων και των παθών. Σε αυτές τις ομοιογενείς αντιδράσεις, σε αυτή την ξαφνική έκσταση, ο παρατηρητής θα μπορούσε να διακρίνει καθαρά το αίσθημα που υπερίσχυε στη σκέψη του πλήθους, αυτό δηλαδή της θρησκείας και της πατρίδας. Θα μπορούσε να δει να κυλούν και να ενώνονται δάκρυα, και θα μπορούσε με ευχαρίστηση να παρακολουθήσει το πλήθος που χωριζόταν πιο ωραίο από πρωτύτερα, πιο τρυφερό και δεμένο με έναν θελκτικό δεσμό αγάπης και αδελφοσύνης. […]
Ενώ όμως αποτίουμε το οφειλόμενο χρέος θαυμασμού στο ταλέντο των νεαρών καλλιτεχνών, ας επιτραπεί να προσφέρουμε την ειλικρινέστερη έκφραση εκτίμησης και αναγνώρισης σε εκείνον που γνωρίζει να αναλώνει σε μεγάλο βαθμό τη μεγαλοφυΐα του ή, ορθότερα, ολόκληρη τη ζωή του με σκοπό να τους διδάξει. Και αφού πούμε, χωρίς να θεωρηθεί υπερβολή, ότι πράγματι οι πρόοδοι της μπάντας είναι θαυμαστές, παραδεχόμαστε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να προβληθούν οι πατρικές και ακούραστες φροντίδες του διακεκριμένου Καθηγητή Νικόλαου Μάντζαρου και ο φλογερός ζήλος του κυρίου [Αντώνιου] Λιμπεράλη.
Η αγάπη αυτών των δύο εκλεκτών συμπολιτών για την πατρίδα και την τέχνη προτείνεται ενθέρμως στη ευγνωμοσύνη της κοινωνίας μας.
Ο πρώτος μεταδίδει την πνοή της μεγαλοφυΐας του σε ένα πλήθος απλών εργατών και απλοϊκών τεχνητών, και στη στιγμή τους μετατρέπει σε παθιασμένους οργανοπαίκτες. Με τον τρόπο αυτό τοποθετεί το πιο ευγενές υλικό στο οικοδόμημα, στο οποίο αφιέρωσε τη ζωή του από τη νεαρή ηλικία του έως τα χρόνια, κατά τα οποία φέρει πλέον γκρίζα μαλλιά στην κεφαλή. Ο δεύτερος, προικισμένος με μια εντελώς ελληνική ψυχή, κατ’ επιλογή και κατά φύση, ακολουθεί τα ίχνη του δασκάλου του, βρίσκει θαυμαστές και φίλους όπου και αν στρέψει το πρόσωπο και αισθάνεται την ανάγκη να αποκτά αναγνώριση και αξία.»