Ο ψυχίατρος Σπύρος Μονόπωλης, που διαμένει στην Αμερική, έλαβε το 2ο βραβείο στον “Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης” για την Εθνική Παλιγγενεσία 1821 για το ποίημά του “ΕΛΛΑΣ ΑΝΕΣΤΗ!”.
Ο διαγωνισμός είχε οργανωθεί από τον Διεθνή Σύνδεσμο Ελληνισμού.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΗ
ΕΛΛΑΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ακούω τα βήματα της Ιστορίας σε βράχους, θάλασσες, βουνά.
Προσκυνώ τα ματωμένα χώματα. Γονατίζω στους αμέτρητους τάφους.
Γεύομαι της Λευτεριάς τ’ αγέρι, τον ήλιο του ξεσηκωμού του Γένους.
Σαλπάρω στου χρόνου το καϊκι διακόσια χρόνια πριν στην Άγια Λαύρα
και ξαναζώ τον όρκο της Φυλής: “Ελευθερία ή θάνατος!”
Ακούω τους αδούλωτους σκλάβους που ανάστησαν το θάμμα:
– Λευτεριά τέσσερεις αιώνες σε προσμέναμε στης σκλαβιάς τα δεσμά,
όταν οι ράχες μάτωναν, ελύγιζαν τα γόνατα και το κεφάλι σκύβαμε.
Μας έδινες ζωή, ανάσα, λάδι στης ελπίδας το καντήλι,
όταν κρυφά χτυπούσαν οι καρδιές, παρηγοριά και όνειρο.
Το φως σου αποζητούσαμε στου σκοταδιού το φόβο.
Πιστεύαμε πως θά ’ρθεις ξανά, με χρόνους με καιρούς,
σαν γράφαμε στην άμμο τ’ όνομά σου και την εκδίκηση ζυμώναμε.
Άναστρη νύχτα αξημέρωτη όπου το φώς της οικουμένης πριν.
Διπλοσφαγμένος ο δικέφαλος χαμένος στου καιρού τη λήθη.
Ριγούσαν των προγόνων τα κόκκαλα τα ιερά, με πόνο έκλαιγαν.
Άκοπες φύτρωναν οι δάφνες ποτισμένες με αίμα μαρτύρων.
Αδύναμα σέρνονταν τα βήματά μας, των ραγιάδων, στο χώμα,
που δόξασαν του κόσμου οι πνευματικοί ταγοί και κηδεμόνες.
Θρηνούσαν μαυροφόρες οι εκκλησιές κρύβοντας φωλιές ζωής,
του Γένους τις ελπίδες, τα κρυφά σχολειά.
Θαμμένος στου Παρθενώνα τα ερείπια ο πυρσός των ιδεών
του ανθρώπου, Ελευθερίας, Δικαιοσύνης, Ειρήνης, Αγάπης.
Ξάφνου, της Λευτεριάς η σπίθα, θρεμμένη στης τυραννίας το σκοτάδι,
ζωντάνεψε, έγινε φλόγα, έκρηξη στη σκλάβα γη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Κι ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου της επανάστασης το άγγελμα.
Ήχησαν οι σκουριασμένες σάλπιγγες. Σήμαναν οι βουβές καμπάνες.
Κυμάτισαν οι κρυμμένες σημαίες, παιάνας της έγερσης του Έθνους.
Κλέφτες, αρματολοί, καπεταναίοι, λαϊκοί, άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι,
να των ραγιάδων ο στρατός πιστός στης Φυλής την προσταγή.
– Λευτεριά, απ’ τα κόκκαλα γεννήθηκες, αντρειώθηκες, ήρθες
και είπες: – Διψώ! Και σου δώσαμε το αίμα μας.
Φώναξες: – Πεινώ! Και σου δώσαμε το κορμί μας.
Ψέλλισες: – Κρυώνω! Και σε ντύσαμε με τα κουρέλια μας.
Κραύγασες: – Θέλω να ζήσω! Και προσφέραμε την καρδιά μας.
Τότε γράψαμε μια νέα ιστορία με θυσίες, καταστροφές, νίκες,
ανώνυμοι κι επώνυμοι, και γεννήσαμε ηρωϊδες, ήρωες.
Εθρήνησαν τα λούλουδα τ’ Απρίλη στην Αλαμάνα.
Μαύρισε των Ψαρών η έρημη ράχη.
Δάκρυσαν τα ματωμένα βράχια στο Ζάλογγο.
Πένθισαν τα ψάρια στου Μεσσολογγιού τη λίμνη.
Μοιρολόι έσειραν τα ερείπια στο Κούγκι.
Λαμπάδιασε της Χίου το πέλαγο, εκδίκηση και θρίαμβος.
Νίκης χοροί, παλληκαριάς τραγούδια ξέσπασαν στα Δερβενάκια,
στη Γαβριά, στο Σούλι, σε στεριές και θάλασσες.
Νάτη η Ρωμιοσύνη! Πετάχτηκε, κύμα έπνιξε το βράχο της σκλαβιάς.
Η άναστρη νύχτα η αξημέρωτη έσβυσε στο φως της έγερσης.
Μετά το Γολγοθά τεσσάρων αιώνων, λαμπρή ανάτειλε η Ανάσταση.
Ξημέρωσε της Λευτεριάς η ανύχτωτη μέρα, 25 Μαρτίου 1821!
Ελλάς ανέστη! Αληθώς ανέστη!