Μήνυμα του Δημάρχου Βόρειας Κέρκυρας για την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη.
Το μήνυμα Μαχειμάρη
Άφησα να περάσουν κάποιες μέρες πριν μιλήσω – για το μελωδό της Ιστορίας, Μίκη Θεοδωράκη. Στην πραγματικότητα τα λόγια είναι πολύ φτωχά-δυσκολεύονται-ν αποτυπώσουν το συναίσθημα, αντάξιο της μεγάλης απώλειας . Μυστικά ,περίμενα οι ποιητές να σηκώσουν τα μολύβια και να αρχίσουν τη λυτρωτική γραφή…τον Άγγελο Σικελιανό να γράψει ξανά τους δυνατούς του στίχους….
«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Ένας λαός, σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…»,
ή το Γιάννη Ρίτσο να γράψει ξανά ένα συγκλονιστικό Επιτάφιο.. για το «γνήσιο Ρωμιό που έχει πάντα κρεμασμένο στον κόρφο του σε χοντρό, λαϊκό, τσαγκαράδικο σπάγκο (κι όχι σε χρυσή αλυσιδίτσα) γκόλφι του την Ελλάδα».
Κι εσύ διάλεξες το Σεμπτέμβρη… το μήνα των αποχωρισμών… για το ταξίδι στην αιωνιότητα. Με το «λύχνο του άστρου στους ουρανούς» βγήκες «στο αγιάζι των λειμώνων» …θνητός …και τώρα βαδίζεις με το τετράφυλλο δάκρυ ..ρόδο αμάραντο. Γεννήθηκες για ν αγκαλιάσεις το σύμπαν, τα λόγια των ποιητών με τα υψηλά νοήματα, τη μουσική των αστεριών . Άνοιξες τις πόρτες από τα σπίτια , σύστησες τον νομπελίστα ποιητή σε όλους εμάς τους απλούς της καθημερινότητας .
Άνοιξες τις καρδιές μας και τις άφησες να λιάζονται στο φως της ποίησης και της μουσικής. Ανέθεσες στις ανάλαφρες νότες να κουβαλήσουν, τα βαριά μηνύματα της ανθρωπότητας και τους αγώνες της Αριστεράς.
Απο τα χέρια σου -που όταν διηύθυνες την ορχήστρα τα άπλωνες σαν φτερούγες-, μοιράστηκαν όλα τα μπλέ των θαλασσών μας και τα χρώματα της ελληνικής γής.
Από τα μάτια σου που πέταγαν σπίθες αφού «άρμεγες το φως της οικουμένης» διαμορφώθηκε η πνευματική και πολιτιστική ταυτότητα της Νεώτερης Ελλάδας, η πνευματική συνείδηση της Ιστορίας , με τις αξίες και τις εικόνες μιας χώρας και ενός ολόκληρου λαού.
Από τη φωνή σου, υψωμένη στη γροθιά σου, συνταράχτηκε η ψυχή όλων των Ελλήνων για την αυριανή περπατησιά της κοινωνίας, της χώρας μας , εγερτήριο σάλπισμα, αγωνιστικό μήνυμα για να μην ξεχνιέται η διαχρονική και λυτρωτική σημασία του αγωνίζεσθαι.
Οι εξορίες, οι φυλακίσεις, το διαρκές παρών στους κοινωνικούς αγώνες, η αγωνία σου για την παγκόσμια ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονταν έμπνευση και τραγούδια.
Και τι τραγούδια. Από εκείνα τα τραγούδια της ζωής που μπορείς να ακούσεις τους φθόγγους τους να ζωντανεύουν και να μας σηκώνουν όρθιους.
Από εκείνα που υπερβαίνουν την πεζότητα της καθημερινότητας και τη φθορά, που συνιστούν μια μαρτυρία αγωνιστικής και αισιόδοξης στάσης απέναντι στη ζωή, που φανερώνουν την αξία της αέναης δημιουργίας , που παρηγορούν και που μας λυτρώνουν από το άγχος του θανάτου.
Είσαι ο Ζορμπάς που «έκανε οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου». Είσαι η Ελλάδα ολόκληρη .Είσαι η Ρωμιοσύνη που δεν της ταιριάζει το κλάμα γιατί «εκεί που πάει να σκύψει, να τη πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει».
Διαβάζοντας όλες αυτές τις μέρες όσα γράφονται συγκρατώ τα δικά σου λόγια παρακαταθήκη του Σεπτέμβρη κι αυτά… «Στις 21 Αυγούστου 1967 λίγους μήνες μετά την εγκαθίδρυση της Χούντας στην Ελλάδα πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αριθμός 4 περίμενα το μαρτύριο και τον θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι.
Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά έβλεπα με το νου μου, καθαρά, την εικόνα της τελευταίας στιγμής.
Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ. Φωνάζω…Κάποιος θ ακούσει…
«Ο Μίκης ζει». Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και τον θάνατο. Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο ΉΛΙΟΣ και ο ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της ζωής και του θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι΄αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν»…
Μεγάλε Μίκη…για μας τους νεότερους, τα παιδιά της Μεταπολίτευσης που μεγαλώσαμε μέσα στην Αλλαγή, τα τραγούδια σου, τα λόγια σου, ήταν το βάπτισμα στην πολιτική. Ακούγαμε το εμβληματικό «Canto General» του Pablo Neruda συνάμα με τα «Τραγούδια του αγώνα» και «ζωνόμασταν» τ’αρματα της πολιτικοποίησης.
Τι να πούμε λοιπόν εμείς οι θνητοί σήμερα…
Ένα ακατάπαυστο μονάχα χειροκρότημα κι ένα μεγάλο “Ο ΜΙΚΗΣ ΖΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ”». ΑΘΑΝΑΤΟΣ.