Μήνυμα του δημάρχου Βόρειας Κέρκυρας Γιώργου Μαχειμάρη για την επέτειο της Εθνικής Αντίστασης.
Το μήνυμα
«Ελλάδα του αγώνα. Ελλάδα του μόχθου. Ελλάδα του πολιτισμού. Πληγές ξεχασμένες, πληγές ανοιχτές στο πέρας των χρόνων. Ελλάδα περήφανη μες τις κυκλοτερείς πτυχές ακόμα πολεμάς, μες τις κυκλοτερείς πτυχές ακόμα ανασαίνεις»…
Ένα στεφάνι δάφνινο είναι η ελάχιστη απότιση φόρου τιμής στις συμβολικές μορφές που στέκουν στο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης έξω από τις οχυρώσεις του Νέου φρουρίου, η καθεμιά και ένα καθολικό στοιχείο της αντίστασης …ο αντάρτης, η γυναίκα-μάνα,ο άνδρας που έχει στην αγκαλιά προστατευτικά το παιδί του.,
Η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα είναι ιστορία με κατακλυσμιαίες αλλαγές και εξελίξεις, έχει όμως ηρωισμούς και νίκες που πρέπει να εμπεδώνονται στη συνείδηση όλων μας και πιο πολύ της νέας γενιάς. Η νίκη εναντίον του φασισμού στον πόλεμο του 1940-1941, η Εθνική Αντίσταση στη συνέχεια είναι απίστευτα επιτεύγματα που έκαναν οι παππούδες και οι προ-παππούδες μας. Στα σπίτια μας υπάρχουν οι φωτογραφίες των παππούδων ,των γιαγιάδων, των θείων μας, ανθρώπων που δεν έζησαν στο μακρινό παρελθόν. Τα παιδιά μας καταλαβαίνουν ότι οι αγώνες κι οι ηρωισμοί δεν έγιναν από υπεράνθρωπους, αλλά από τους δικούς τους ανθρώπους…τους καθημερινούς, τους υπερήφανους, τους πείσμονες ! Πάνω στα επιτεύγματα της προηγούμενης γενιάς , οι νέοι μας, τα παιδιά μας θα χτίσουν για να ονειρευτούν και να φτιάξουν την ζωή τους!
Κι εμείς, αφού ζούμε, και όσο ζούμε, θα παλεύουμε, έχουμε υποχρέωση να παλεύουμε για ένα καλύτερο αύριο. Για ένα ηλιοβασίλεμα, για το γέλιο του παιδιού μας, για ένα λουλουδάκι που θα δούμε ν’ ανθίζει σ’ ένα βράχο. Δεν πρέπει να δίνουμε χώρο στο θάνατο, όσο ζούμε θα δίνουμε χώρο στη ζωή, σ’ ένα καλύτερο αύριο. Οι αγωνιστές της Αντίστασης που πάλεψαν, που εκτελέστηκαν, που σκοτώθηκαν στην μάχη, έφυγαν στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, πιστεύοντας ότι αυτό θα έρθει, θα γίνει πραγματικότητα. Αν εμείς δώσουμε χώρο στο θάνατο είναι σαν να ακυρώνουμε τον αγώνα τους. Είναι αυτό που ανέφερε πάντα στις ομιλίες του ο Μανώλης Γλέζος πριν από τις μεγάλες διαδηλώσεις, πριν τις μάχες με τον κατακτητή οι αγωνιστές λέγανε μεταξύ τους, “αν αύριο σκοτωθώ κι εσύ ζήσεις, θα ζεις πια και για μένα! Κάθε φορά που θα γελάς, θα γελάς και για μένα, θα πίνεις κρασί, θα αγωνίζεσαι, θα ερωτεύεσαι και θα γλεντάς και για μένα!”
Και τα θύματα της Εθνικής Αντίστασης ήταν χιλιάδες. Νέοι, ηλικιωμένοι, γυναίκες, άνδρες, ακόμη και παιδιά που πρόταξαν την αξία της ελεύθερης ζωής. Για αυτό η Εθνική Αντίσταση αποτελεί σύμβολο ενότητας, αλληλεγγύης και κορυφαίο έργο της συλλογικής προσπάθειας του Ελληνικού λαού. Κοινό χαρακτηριστικό των αγωνιστών ήταν η ομοψυχία και η προσήλωση στον στόχο για την αποτίναξη των κατακτητών, για την ελευθερία.
Οφείλουμε σε αυτούς τους ανθρώπους να διαφυλάξουμε την παρακαταθήκη τους, δικαιώνοντας τη θυσία τους!
Μια θυσία για την ελευθερία που δεν περιγράφεται…αφού οι θηριωδίες των κατακτητών,στους κατοίκους πόλεων και χωριών , ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλλου με τη μορφή των αντιποίνων, ήταν εξαιρετικά σκληρές και το τίμημα βαρύ για ολόκληρα χωριά .. «μαρτυρικά χωριά και πόλεις» ανάμεσα τους … Δοξάτο Δράμας, Καλάβρυτα, Δίστομο, ,Υπάτη, Λιδωρίκι, …
Πώς να τα περιγράψεις….
«(Χειμώνας. Χιόνι πολύ. Ένας σταυρός φτιαγμένος από δυο λεπτούς κορμούς καμένων δέντρων κ’ ένα συρμάτινο αγκαθωτό στεφάνι – το ταπεινό μνημείο… Μικρές πινακίδες πάνω από το χιόνι έδειχναν: «Εδώ ήταν το σχολείο». «Εδώ η λίμνη». Ένας γέρος καθόταν στον τριανταφυλλώνα με το σκαλιστήρι, το ποτιστήρι, το κλαδευτήρι του. ….Τα μάτια του βαθιά, μεγάλα, αόριστα, σπίθιζαν με την επιμονή να στυλωθούν στο εδώ, στα πράγματα. Όμως το χαμογελό του, γνήσιο, πράο και ισόρροπο…. Αυτός μας οδήγησε – δυο ξένους όλο όλο – στο Μνημείο, στο Μουσείο, στο Νεκροταφείο,…… Σ’ όλο το δρόμο μας μιλούσε. Έκανε πολύ κρύο. Τρέμαμε. Αυτός αντιστεκόταν στην παγωνιά με τη μνήμη του και ίσως με τη φωνή του):
Αυτά απομείναν όλο-όλο ….αυτές οι ταυτότητες τρυπημένες απ’ τις σφαίρες……αυτή η φωτογραφία των παιδιών στο τέλος του σχολικού έτους ……λίγο πριν απ’ τους θαλάμους αερίων.(…)
Θα σας πω – οι πεθαμένοι δε θυμούνται,κάθονται πλαγιασμένοι σε σκοτεινές σειρές μέσα στη μνήμη μαςσ’ ένα ψηλό σανιδένιο πατάρι∙ …όμως κι ίδιοι οι πεθαμένοι προσέχουν ….μας διδάσκουν τον ευθύγραμμο δρόμο κι όσο κι αν δεν θυμούνται, μας θυμίζουν και συμμετέχουν στην ευθύνη του μέλλοντος. Αυτά έμειναν.…Τίποτ’ άλλο. Ολα τ’ αφάνισαν με τη φωτιά και το σίδερο ως και τη λίμνη ενταφιάσανε με μεγάλες φτυαριές μίσους.(…)
Σας δείχνω αυτά τα πράγματα που σώθηκαν, για ν’ αποφύγω να σας δείξω αυτά που δεν σώθηκαν. Το δάχτυλό μου τρομάζει ν’ αγγίξει τον ίσκιο τους κι ούτε μπορώ καν να τον δω.[…]
Θυμάμαι. Ήταν μια νύχτα από κραυγές κι από πέτρες –το αίμα κυλούσε σιωπηλό μέσα στο μαύρο στόμιο του θανάτου.[…] Σας μιλάω για τα πράγματα γιατί δε μου είναι βολετό να μιλήσω για τον άνθρωπο. […]Τα παιδιά τάχαν πάρει. Τους άντρες τους είχαν σκοτώσει. Οι γυναίκες έμειναν μια σειρά κολώνες από στάχτη ενός μεγάλου ληστεμένου ναού – κι οι κολώνες κινήθηκαν βάδισαν όρθιες κατά φάλαγγα προς τα μαύρα καμιόνια βουβές κι αδάκρυτες με την άφοβη τώρα περηφάνια της απέραντης ορφάνιας.
Με την κάθετη σπαραγμένη καρτερία της ανέκκλητης ελευθερίας.
Μόνο την τελευταία στιγμή, μόνο για μια στιγμή, οι γυναίκες έστρεψαν λίγο και κοίταξαν τα μέρη τους.
Δεν ήθελα να θυμάμαι. Βασανίστηκα. Να σκοτώσω τη μνήμη. Τώρα βασανίζομαι να σκοτώσω τη λησμοσύνη που απλώνεται μαλακιά μες στους κήπους, σκεπάζει το θυμό, το μίσος, τον πόνο, το φόβο,δίνει μια τρυφερή, κυκλική λάμψη στα ποτήρια σαν φωτεινά μηδενικά, μετέωρα πάνω απ’ το τραπέζι ,μετέωρα πάνω απ’ την καινούργια δίψα μας, (-να διψάς ακόμη σαν έχεις δει τις ορθωμένες κείνες γλώσσες μαύρες μες στον καμένο ουρανίσκο!-) η λησμοσύνη σκεπάζει ακόμη μια φορά τους σκοτωμένους όχι πια με τρία μέτρα χώμα μα με μια σκέψη που σκέφτεται για το αύριο, που σκέφτεται για το καλύτερο. Δεν ξέρω, η λησμοσύνη αν είναι σοφία ή δειλία ή κούραση. Θέλω να θυμάμαι. Θέλω να δώσω τη συγνώμη μου μες απ’ τον πόνο μου
Όχι μες απ’ την κούρασή μου. Θέλω να θυμάμαι και να σκέφτομαι,
Να εκμηδενίζω τον πόνο με τη σκέψη κι όχι να κρύβω το φόβο με τη σκέψη. Μια σκέψη θετική κι οργανωμένη
στην πείρα τη δική μας, τη δική σας – μια σκέψη για όλους μας που να νικήσει ακόμη των εχθρών την εχθρότητα.
Την άλλη μέρα ήρθε κατάχλωμη η ζωή – δεν ήξερε τι να κάνεισ’ αυτή την καμένη ερημιά. ‘Ενας κίτρινος ήλιοςστεκότανε σαν άδειο ανάποδο πηγάδι πάνω απ’ τον κόσμο….
Τώρα σκαλίζω και ποτίζω τούτον τον Τριανταφυλλώνα,
κουβεντιάζω με τα τριαντάφυλλα – έχουν όλα μια γλώσσα
μυστική κι αποκαλυπτική. […]Καλλιεργώ αυτόν τον κήπο και θυμάμαι και σκέφτομαι.
[…]Και το ότι διακρίνω κι ονομάζω τα πράγματα, μου δίνει μια γλυκειά ευτυχία,
κι η ευτυχία μου δίνει την αίσθηση της ελευθερίας μουγιατί μονάχα οι ελεύθεροι μπορούν να διακρίνουντα χρώματα, τις μυρωδιές, τη σιωπή και τα σχήματα.[…]
τα βουνά είναι γαλάζια κι ο ουρανός γαλάζιος κι ο χρόνος γαλάζιος,
κι όσο βαθιά και να κοιτάξεις όλα είναι γαλάζια απ’ το βάθος τους.
Αυτόν τον Κήπο τώρα καλλιεργώ – γαλάζιος κήπος… Καληνύχτα σας.[…]
(Χάθηκε αργά στο βάθος του χιονισμένου τοπίου όπως λιώνει λίγο λίγο ένα χαμόγελο σ’ ένα ευγενικό πρόσωπο. Ποιος ήταν; Μήπως ο δάσκαλος….ή ο εφημέριος ή ο αρχιτέκτονας ή κάποιος; Όχι. Αυτούς τους είχαν εκτελέσει. Όμως πάντα, πάνω απ’ όλες τις καταστροφές, κάποιος επιζεί για να μαρτυρήσει, να διδάξει και ν’ αποκαταστήσει την ενότητα της ιστορίας – πιο πολύ της ζωής. Κι αυτός είναι ο μόνος που επέζησε – ο τελευταίος του παλιού και ο πρώτος του καινούριου. Οπωσδήποτε ο τελευταίος κι ο πρώτος. Καθώς φεύγαμε, γυρίσαμε μια στιγμή σαν κάτι να μας τραβούσε μαγνητικά. Ήταν αυτός που μας έγνεφε με το χέρι του σαν κάτι να μας θύμιζε…. Βράδιαζε κιόλας και τα μάτια μας θάμπιζαν κάπως)
Γενάρης- Μάρτης 1960
Γιάννης Ρίτσος (Επιθεώρηση Τέχνης 6/1961)»
ΤΙΜΗ ΣΤΟΥΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ .
ΤΙΜΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΣ-ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ-ΝΑΖΙΣΜΟ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.