“Τα λόγια θα είναι πάντα φτωχά όταν πρέπει να περιγράψουν το μεγαλείο ανθρώπων όπως ο Μίκης Θεοδωράκης” σημειώνει η παράταξη του Αλεξάκη.
Και συνεχίζει:
Είμαστε ευγνώμονες που με τόσο πάθος, ευγένεια και γενναιοδωρία μας χάρισε απλόχερα το ανεκτίμητο έργο του.
Έντυσε με μουσική τους στίχους του Ελύτη, του Ρίτσου, του Καρυωτάκη.
Έκανε την ποίηση προσιτή και προσφιλή στο ευρύ κοινό, σημάδι της απεριόριστης αγάπης του για την Ελλάδα, για τους Έλληνες.
Οι αγώνες του για την πτώση της χούντας, με τους βασανισμούς, τις φυλακίσεις, την εξορία, δεν ανέκοψαν την ορμή του, αντίθετα μέσα από την φυλακή πετούσαν σαν πουλιά οι νότες του, ταξίδευαν στην άκρη του κόσμου.
“Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα”, γράφει μέσα από το κελί της οδού Μπουμπουλίνας όπου κρατείτο. Το Σφαγείο γράφτηκε με πόνο και αίμα, όπως και όλα τα τραγούδια που έγραψε για τον αγωνιστή ενάντια στην δικτατορία, Αντρέα Λεντάκη.
Ποιος θα ξεχάσει την ιστορική συναυλία στο στάδιο Καραϊσκάκη μετά την πτώση της χούντας, με χιλιάδες κόσμου να τραγουδούν με δάκρυα στα μάτια, να αγκαλιάζονται, να παρασύρονται σε ένα ντελίριο ενθουσιασμού, να νιώθουν την απόλυτη ελευθερία.
Και στη μέση της σκηνής εκείνος, ανάμεσα σε σπουδαίους καλλιτέχνες, να ανοιγοκλείνει τα χέρια ρυθμικά, σαν φτερούγες που αγκαλιάζουν μελωδικά όλο τον κόσμο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε παγκόσμια προσωπικότητα και το έργο του γνώρισε διεθνή αναγνώριση και απήχηση.
Ένα τεράστιο κεφάλαιο του Ελληνικού πολιτισμού, ένα μνημείο Ελληνικής ψυχής πέρασε στην αιωνιότητα.
Μίκη Θεοδωράκη θα σε ευγνωμονούμε πάντα για το συναίσθημα, την ποιότητα, την ευρύτητα του πνεύματος, το ράγισμα της καρδιάς, τον λυγμό, για όσα ζήσαμε και θα ζούμε για πάντα μέσα από το έργο σου.