Ομιλία του Στ. Γκίκα επί του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Αναλυτικά, το ενημερωτικό του βουλευτή:
Ομιλία κατά την τριήμερη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση πραγματοποίησε σήμερα ο Βουλευτής Κέρκυρας της Νέας Δημοκρατίας, Στέφανος Γκίκας.
Ο κ. Γκίκας εξήγησε ότι η νομοθετική πρωτοβουλία εντάσσεται στο ευρύτερο μεταρρυθμιστικό έργο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και αποσκοπεί στη δημιουργία μίας σύγχρονης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σημείωσε ότι επιλύει προβλήματα τα οποία λειτουργούν ως βαρίδια και «δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες ούτε στα Πανεπιστήμια ούτε στους φοιτητές».
Ο Βουλευτής αναφέρθηκε στην εισαγωγή Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, επισημαίνοντας ότι η εισαγωγή με χαμηλό βαθμό (χαμηλότερο του 10) υποβαθμίζει το κύρος των Πανεπιστήμιων και των Τμημάτων τους, όπως και των ακαδημαϊκών σπουδών. Τόνισε ότι τα Πανεπιστήμια «αποκτούν την ελευθερία και την αυτονομία να ορίζουν την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και τον συντελεστή βαρύτητας κάποιων μαθημάτων». Όπως είπε, εξειδικεύονται τα κριτήρια εισαγωγής βάσει των ιδιαιτεροτήτων των σπουδών που προσφέρουν τα Τμήματα τα οποία διαμορφώνουν έτσι καλύτερα την ακαδημαϊκή τους φυσιογνωμία.
Σε αυτό το πλαίσιο το κ. Γκίκας μετέφερε στην παρούσα Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, κα Νίκη Κεραμέως, την ανησυχία των Πρυτανικών Αρχών του Ιονίου Πανεπιστημίου ότι ενδέχεται να σημειωθεί μεγαλύτερη μείωση φοιτητών σε Τμήματα των Περιφερειακών Πανεπιστημίων.
Αναφερόμενος στην νέα ρύθμιση για την συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου σε δύο φάσεις, ο Στέφανος Γκίκας υπογράμμισε ότι με το ισχύον σύστημα κάποιος μπορεί να εισαχθεί στην 100η ή 200η του επιλογή και έτσι «ατυχώς του δίνεται η ευκαιρία να σπουδάσει κάτι που προφανώς δεν τον ενδιαφέρει, είναι αμφίβολο πότε και αν θα αποφοιτήσει και αν θα εργαστεί στον συγκεκριμένο τομέα». Παράλληλα, όπως τόνισε, με αυτό τον τρόπο στερείται η ευκαιρία από κάποιον άλλο να σπουδάσει στο συγκεκριμένο Τμήμα.
Έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι με το νέο σύστημα οι νέοι ενθαρρύνονται να επιλέγουν συνειδητά με βάση την κλίσης και τις προτεραιότητές τους τις Σχολές στις οποίες επιθυμούν να φοιτήσουν. Πρότεινε ωστόσο, στην πρώτη φάση της συμπλήρωσης του μηχανογραφικού, οι επιλογές για τους υποψηφίους των ΓΕΛ να αυξηθούν από το 10% στο 15%. Έτσι μπορεί να αποφευχθεί το ενδεχόμενο, μαθητές που επιθυμούν να εισαχθούν κυρίως σε δημοφιλείς Σχολές, να αναγκαστούν να επιλέξουν κατά την δεύτερη φάση υποδεέστερες, σύμφωνα με τις δικές τους προτιμήσεις, Σχολές.
Ο κ. Γκίκας τόνισε ότι το εισαγόμενο όριο φοίτησης είναι ένα σωστό και ορθολογικό μέτρο, αφού σήμερα ένας στους τρεις φοιτητές δεν αποφοιτούν. Έτσι «ρυθμίζεται επιτέλους το ζήτημα των αιωνίων φοιτητών».
Σε ότι αφορά στην προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, ο Στέφανος Γκίκας αναφέρθηκε στα επεισόδια που διαδραματίστηκαν πριν από 30 χρόνια και είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή της Πρυτανείας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. 27 χρόνια αργότερα, το 2018, ανάλογα επεισόδια επαναλήφθηκαν τόσο στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο όσο και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Όλα αυτά τα χρόνια καμία Κυβέρνηση δεν τόλμησε να φέρει κάτι ρηξικέλευθο, ώστε να αλλάξει αυτό το σύστημα.»
Τόνισε ότι η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τολμά και απαγορεύει στην είσοδο στα Πανεπιστήμια σε όσους δεν έχουν λόγο να βρίσκονται εκεί. Παράλληλα δημιουργεί μία νέα Αστυνομική Δύναμη, η οποία θα επιβάλει την τάξη και θα αποκαταστήσει την ασφάλεια και την εύρυθμη λειτουργία των Πανεπιστημίων.
Σε αυτό το πλαίσιο αναφέρθηκε σε μία τοποθέτηση του πρώην Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρου Ρακιτζή, ο οποίος προ διετίας είχε σημειώσει ότι είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης η οριοθέτηση του πανεπιστημιακού ασύλου, ώστε αυτό να αφορά μόνο στην ελευθερία του λόγου και στους φοιτητές. Είχε επισημάνει επίσης την ανάγκη απαγόρευσης της εισόδου σε μη φοιτητές στους πανεπιστημιακούς χώρους, ενώ είχε προτείνει την ίδρυση πανεπιστημιακής Αστυνομίας.
Κλείνοντας την ομιλία του, ο Στέφανος Γκίκας υπογράμμισε ότι το σχέδιο νόμου αποτελεί μεταρρυθμιστική τομή στο χώρο της τριτοβάθμιας παιδείας, αναβαθμίζει τα Πανεπιστήμια και στηρίζει την φοιτητική κοινότητα.