Δήλωση του Βουλευτή Κέρκυρας και Αν.Τομεάρχη Τουρισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξανδρου Αυλωνίτη, αναφορικά με το μέρος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης που σχετίζεται με τον Τουρισμό.
Η δήλωση
«Αν η ΝΔ θεωρούσε στυλοβάτη της εθνικής μας οικονομίας τον Τουρισμό είναι σίγουρο πως το Εθνικό Σχέδιο για την Ανάκαμψη και Ανθεκτικότητα «Ελλάδα 2.0» θα παρουσίαζε μεγαλύτερη πρόνοια και υποστήριξη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους εργαζόμενούς του υποστηρίζει ο αναπληρωτής τομεάρχης Τουρισμού και Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Κέρκυρας Αλέξανδρος Αυλωνίτης.
Η κρατική μέριμνα για την τουριστική δραστηριότητα παραβλέπει με ωμό τρόπο όσα θεωρεί δραστική ανάγκη σήμερα, ο τουριστικός κόσμος για την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του κλάδου στη χώρα μας. Είναι πέραν κάθε πολιτικής λογικής μια κυβέρνηση να στερεί από τους εμπλεκόμενους και συναλλασσόμενους του τουρισμού, την ευκαιρία κοινής διαβούλευσης για ένα θέμα με παγκόσμια χαρακτηριστικά κρίσης και γενικευμένης ύφεσης. Είναι παράλογο να εμμένει το Υπουργείο Τουρισμού στην ιεράρχηση θεμάτων που αφορούν στην επόμενη ημέρα και το άνοιγμα του τουρισμού, δίχως να συζητά με τους παραγωγικούς φορείς και την ενεργή κοινωνία.
Το σχέδιο ανάκαμψης της κυβέρνησης στερείται των μεγάλων δυνατοτήτων που οφείλονται να κατευθυνθούν προς τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα και όχι τη μεγάλη, φανερώνοντας τη σημαντική απόσταση από το πνεύμα και την ουσία των γραμμών στήριξης του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως αυτές έχουν εκδηλωθεί προς τη χώρα μας. Η ΝΔ διαχειρίζεται τα χρήματα που αφορούν σε όλους τους Έλληνες, σαν να επρόκειτο για το κομματικό της ταμείο. Η κοινωνική πλειοψηφία μένει ουσιαστικά εκτός του σχεδιασμού και το χρέος μας σε συνεργασία με τις μεγάλες κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου μας είναι να μην το επιτρέψουμε.
Τα 372 εκ. ευρώ δηλ. 0,65% του Σχεδίου Ανάκαμψης που θα προωθηθούν αποκλειστικά στον τουρισμό, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ισοσκελιστούν με το βάθος των συνεπειών και των υφιστάμενων αναγκών στον τουρισμό. Αποτελούν δήλωση αποτυχημένης αντίληψης που επιτρέπει τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό των αθέμιτων πρακτικών, αλλά και έλλειψης συνεκτικού σχεδιασμού για έναν κλάδο που μπορεί 12 μήνες το χρόνο να προσφέρει σημαντικά έσοδα στην ελληνική οικονομία και στους χιλιάδες εργαζόμενους του».