Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε στο κτήριο της Ιονίου Βουλής, ο Δημήτριος Μεταλληνός, Δρ Ιστορίας και Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων, με θέμα: Από το 1821 στο 1864.
Ο Πανηγυρικός:
Η αναφορά σ’ ένα ιστορικό γεγονός, τοπικό ή εθνικό, εκφράζει πρωτίστως τη βούληση μιας αντίστοιχα τοπικής ή ευρύτερης κοινωνίας, να μελετά την εν τω χρόνω διαδρομή της κατά το παρελθόν, να αξιολογεί τις πράξεις της στο παρόν, με σκοπό να καταστεί ωριμότερη για το μέλλον.
21η Μαΐου 1864. Η ιστορική ημέρα της Ενώσεως των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα. Η καταληκτήρια ημερομηνία μίας περιπέτειας του νησιωτικού συμπλέγματος του Ιονίου Πελάγους, που υπερέβαινε κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο τα γεωγραφικά όρια της Διοικητικής μας Περιφέρειας, αφού ξεκινούσε από την ιστορική νήσο Σάσων και κατέληγε στα Αντικύθηρα. Επτά μεγάλα νησιά και περίπου τριάντα μικρότερα εξαρτήματά τους. Αυτή η Ιόνια πολυνησία συγκροτούσε το πρώτο Ελληνικό Κράτος των νεοτέρων χρόνων (Επτάνησος Πολιτεία από την 21η Μαρτίου 1800), το οποίο ως Ιόνιο Κράτος ενώθηκε πριν από 157 έτη με τον γεωπολιτισμικό εθνικό κορμό.
Η «Επτάνησος Πολιτεία», ως ιστορικά «Η Ελλάδα πριν την Ελλάδα», συνέβαλλε τα μέγιστα στην επιτυχή οργάνωση της Εθνεγερσίας του 1821, εμβληματική χρονολογία που κατά το τρέχον έτος τιμούμε τη διακοσιοετηρίδα εν μέσω παγκοσμίου πανδημίας. Πρωτεργάτης και πρωταγωνιστής στην εθνική αυτή προετοιμασία ο μέγιστος των Νεοελλήνων Ιωάννης Καποδίστριας. Με τη Συνθήκη, μάλιστα, των Παρισίων της 17ης Νοεμβρίου 1815, ο Καποδίστριας με διπλωματική μαεστρία, κατόρθωσε να επιλεγεί η Μεγάλη Βρετανία ως η «Προστάτιδα Δύναμη» του Ιονίου Κράτους. Η ιστορική αυτή εξέλιξη ενδυνάμωνε το διπλωματικό σχέδιο του Καποδίστρια για την ύπαρξη αδιαμφισβήτητου Ελληνικού Κράτους, μια πραγματικότητα που αξιοποίησε ως διπλωματικό όπλο, προκειμένου να πείσει τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι και ο επαναστατικός αγώνας των υπόδουλων σε αλλόθρησκο και βάρβαρο τύραννο συμπατριωτών του Ελλήνων το 1821, ήταν καθαρά εθνικός και σε καμία περίπτωση ταξικός. Οι ιστορικές εξελίξεις τεκμηριώνουν ότι η διπλωματική του αυτή στρατηγική εστέφθη με απόλυτη επιτυχία, αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν συμμετείχαν στρατιωτικά στις εκκλήσεις του Σουλτάνου για καταστολή της εξέγερσης των υπόδουλων Ελλήνων. Αντίθετα, η επιλογή της πολιτικής ουδετερότητας (όπως κι αν τελικά αυτή εκφράσθηκε), αποδεικνύει ότι ο Καποδίστριας έπεισε όλους τους συνομιλητές του για τον εθνικό χαρακτήρα της επανάστασης. Αυτή, εξάλλου, αποτελεί και την υψίστη προσφορά του στην εθνική υπόθεση.
Όπως οι Αρχές και Αξίες της αμερικανικής εθνικής επανάστασης (1776) και σε μεγάλο βαθμό οι αντίστοιχες της γαλλικής ταξικής επανάστασης (1789) επηρέασαν τους επτανησίους για τη δημιουργία του δικού τους κράτους, έτσι και οι τελευταίοι, κυρίως δια των διανοουμένων τους, μετέδωσαν το φιλελεύθερο πνεύμα για την επίτευξη της εθνικής ελευθερίας στους υπόδουλους συμπατριώτες τους. Η αγάπη για την ελευθερία με όλες της τις εκφάνσεις, υπήρξε το πρώτιστο αίτημα όλων των επαναστάσεων που καταγράφονται στα τέλη του 18ου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ο αιώνα.
Από το έτος 1830, στην ανατολική όχθη του Ιονίου, ξεκινούσε επίσημα τον πολυκύμαντο βίο του το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος. Πολλοί επτανήσιοι εκτός από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, πρωτοστάτησαν στη δημιουργία και στον πολιτικό βίο του νέου Κράτους (μνημονεύουμε ενδεικτικά τα ονόματα των Μουστοξύδη, Μεταξά, Γεννατά κ.ά.). Είναι η περίοδος, όπου ουσιαστικά διαμορφώνεται η ιδέα της ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα, αφού η ένωση υπήρξε συνέπεια του εθνισμού, που ταυτιζόταν με τον διαιώνιο φιλελεύθερο πατριωτισμό μας. Η διακήρυξη του Περικλέους στον Επιτάφιό του (430 π.Χ.) «εύδαιμον το ελεύθερον» (δηλ. αληθινή ευδαιμονία είναι η ελευθερία) δονεί τις ελληνικές καρδιές στη μακρά ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού. Η εθνική συνείδηση των Επτανησίων στην πλειονότητά τους παρέμεινε πάντοτε ακμαία και ρωμαλέα. Υπήρχαν, μάλιστα, πολλές πηγές ενισχύσεως του φρονήματός τους και αναρριπίσεως του εθνισμού τους. Μετά το 1831, ο λιτός τάφος του Ιωάννη Καποδίστρια στην ιστορική μονή της Πλατυτέρας, κατέστη ιερό προσκύνημα των Κερκυραίων
και ευρύτερα των επτανησίων, μετά τον πολιούχο άγιο Σπυρίδωνα. Έτσι θερμαινόταν η φιλοπατρία.
Γνωστοί από τις διασωθείσες αρχειακές πηγές είναι εξάλλου και οι διωγμοί επτανησίων για τις αντικαθεστωτικές ενέργειές τους ή την προσπάθεια να συνδράμουν τα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα των Ελλήνων αδελφών τους στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Στην περιρρέουσα αυτή ατμόσφαιρα διαμορφώνεται αρχικά το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα, το οποίο συνέθεσε τα φιλελεύθερα και φιλοευρωπαϊκά στοιχεία, με τους γνωστούς θρυλικούς αγώνες των Ανδρέα Μουστοξύδη, Ιωάννη Πετριτσόπουλου, Πέτρου Βράιλα Αρμένη και τον αρχηγό Σωκράτη Κουρή στην Κέρκυρα, τους δραστήριους αδελφούς Νικόλαο, Χαράλαμπο και Γεώργιο Ιακωβάτο – Τυπάλδο στο Ληξούρι και ευρύτερα την Κεφαλονιά. Στη συντακτική επιτροπή του εντύπου τους «Η Πατρίς» ανήκαν οι Λευκάδιοι Σπυρίδων και Ναπολέων Ζαμπέλιος, οι Ζακυνθινοί Κανδιάνος Ρώμας και Ανδρέας Κάλβος και ο κερκυραίος Σπυρίδων Παδοβάς. Οι Βρετανικές αρχές ανέστειλαν τη λειτουργία της εφημερίδας εξαιτίας του πατριωτικού φρονήματός της. Η κίνηση αυτή εμφανίσθηκε ως αντίδραση στο φιλοπροστασιακό κόμμα των Καταχθονίων, το οποίο όμως περιορίστηκε στο πεδίο των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και λιγότερο της ενώσεως.
Αντίθετα καθαρά ενωτική κίνηση υπήρξαν οι Ριζοσπάστες, οι ορκισμένοι αντικαθεστωτικοί που κυριάρχησαν στον χώρο της Κεφαλονιάς. Τεκμηριώνεται αρχειακά πλέον η πεποίθηση, ότι η ένωση με την Ελλάδα υπήρξε δικαίωση του αδιάλλακτου εθνισμού και πατριωτισμού της ριζοσπαστικής παράταξης, το μήνυμα της οποίας υιοθέτησε το μεγαλύτερο μέρος του επτανησιακού λαού. Κατά τον Ηλία Ζερβό, τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη «το κόμμα τούτο ήτο φύσει επαναστατικόν, διότι απήτει την παύσιν και την έξωσιν της Προστασίας και την ένωσιν της Επτανήσου μετά της Μητρός αυτής Ελλάδος».
Υπήρξε, με άλλα λόγια, το πρώτο «κόμμα αρχών» του νεώτερου ελληνικού πολιτικού βίου. Κύριοι εκπρόσωποί του στην Κέρκυρα υπήρξαν οι Σπυρίδων Αρβανιτάκης και Χριστόδουλος Ποφάντης. Με τους Ριζοσπάστες συνεβάδιζε όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος του λαού, αλλά και του κλήρου. Ο πατριωτισμός των Επτανησίων κληρικών και η συμμετοχή τους άμεσα ή έμμεσα στη ριζοσπαστική παράταξη, με αίμα και θυσίες, βρίσκει την καλύτερη επιβεβαίωση από την ίδια την Προστασία στις απόρρητες εκθέσεις της Αρμοστείας. Η επιτυχής ενότητα κλήρου και λαού κατά την Εθνεγερσία του 1821, συνεχίστηκε και κατά τον εθνικό αγώνα των επτανησίων, με πνευματικό ηγέτη τον Μητροπολίτη Κερκύρας Αθανάσιο (Πολίτη), «του οποίου ο δημόσιος βίος ανήκει μάλλον κατά το πλείστον εις την Πολιτείαν παρά εις την Εκκλησίαν της Κερκύρας», σύμφωνα με τον κερκυραίο ιστορικό Σπυρίδωνα Παπαγεωργίου. Από την 29η Μαΐου 1848, που εκλέχθηκε παμψηφεί Μητροπολίτης από τον κερκυραϊκό κλήρο και μέχρι την 19η Σεπτεμβρίου 1863, που ήταν ανάμεσα στα μέλη της ΙΓ ́ Βουλής (σε αυτόν
ακριβώς τον ιστορικό χώρο όπου κηρύχθηκε επίσημα η Ένωση), κατέστη στη συνείδηση όλων των Ελλήνων της Επτανήσου Πνευματικός ηγέτης του Ενωτικού Αγώνα.
Ένας αγώνας που προκαλεί τον θαυμασμό, διότι το 1864 οι πρόγονοί μας ζούσαν σε μια «χρυσωμένη σκλαβιά» ή ορθότερα «ψεύτρα λευτεριά», όπως περιγράφει χαρακτηριστικά την αγγλική Προστασία στον Εθνικό μας ύμνο ο Διονύσιος Σολωμός. Η φαινομενικότητα των πραγμάτων κάθε άλλο λαό θα μπορούσε να τον παραπλανήσει, κρατώντας τον στον λήθαργο των ψευδαισθήσεων και νεκρώνοντας το φιλελεύθερο φρόνημά του. Το 1864 οι Επτανήσιοι είχαμε Πολιτεία και Κράτος. Είχαμε Κυβέρνηση και Βουλή (ο χώρος όπου φιλοξενούμαστε). Είχαμε Πανεπιστήμιο (το πρώτο ελληνικό από το 1824) και πολιτισμό ακμαίο, ανήκοντας οργανικά στην καρδιά και την κουλτούρα της «φωτισμένης Ευρώπης». Με την Ένωση δεν δεχθήκαμε αύξηση, αλλά ουσιαστικά σμίκρυνση. Εν γνώσει μας, λοιπόν, δεχθήκαμε να γίνουμε μέρος του σταυρού της αγωνιζόμενης να σταθεί στα πόδια της Μητέρας Ελλάδος.
Δεν σκέφθηκαν υστερόβουλα οι Πατέρες μας το 1864 και πολύ περισσότερο ο μαρτυρικός λαός μας.
Κάθε υλιστική και ωφελιμιστική σκέψη την έσβησε η λαχτάρα της Ελληνικής Πατρίδας. Η οδυσσεϊκή νοσταλγία του Ενωμένου Ελληνισμού. Η ένωση υπήρξε αναμφισβήτητα εκπλήρωση και κατόρθωμα του φλογερού εθνικού και αλυτρωτικού αγώνα. Στην ένωση συνέβαλε βέβαια κατά τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και ο παρασκηνιακός διπλωματικός ελιγμός της Βρετανίας, όπως τεκμηριώνουν τα αρχειακά τεκμήρια του Υπουργείου Αποικιών της, αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τις εκατόμβες των μαρτύρων, γνωστών και αγνώστων, που πότισαν με το ηρωικό αίμα τους το δένδρο της ελευθερίας.
Εξοχωτάτη Κυρία Πρόεδρε,
Ο επτανησιακός λαός απέδειξε ότι διέθετε την απαιτούμενη εθνική αυτογνωσία, σύμφωνα με την οποία γνώριζε καλά το ποιος είναι, από πού προέρχεται και προς τα πού πορεύεται. Δεν αγωνίσθηκε απλώς για την επίτευξη της εθνικής του ελευθερίας, αλλά παρέδωσε σ’ ολόκληρο τον Ελληνισμό και τον Κόσμο μια υψηλή παρακαταθήκη, που συνοψίζεται στον «Επτανησιακό Πολιτισμό» και εκφράζεται με τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», τον Εθνικό μας Ύμνο.
Κάθε φορά, μάλιστα, που καλείται ο απανταχού της γης Έλληνας ή ακόμη και Φιλέλληνας, να τιμήσει το μεγαλύτερο εθνικό του αγαθό, την Ελευθερία ή να τιμήσει τα εθνικά του σύμβολα, τότε καθίσταται μέτοχος του «Επτανησιακού Πολιτισμού» και μεταμορφώνεται για ελάχιστα λεπτά σε επτανήσιο, αφού απαγγέλλει τον αθάνατο ύμνο του ζακυνθίου Διονυσίου Σολωμού και ερμηνεύει την εκπληκτική μελωδία του κερκυραίου Νικολάου Χαλικιόπουλου – Μάντζαρου.
Είθε να αναδειχθούμε άξιοι της εθνικής ελευθερίας, που μας πρόσφεραν οι ένδοξοι πατέρες μας αυτή την ημέρα, πριν από 157 έτη.
Σας ευχαριστώ.