Δύο ανακοινώσεις της ΕΛΜΕ που αφορούν τον εσωτερικό κανονισμό και για τα πρότυπα-πειραματικά σχολεία.
Για τον εσωτερικό κανονισμό
Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ δεν παύει να μας εκπλήσσει με συνεχείς κινήσεις που αποδεικνύουν το μέγεθος της άγνοιας της για την εκπαιδευτική πραγματικότητα και αλλά και την πλήρη αδιαφορία της για όσα ταλανίζουν την εκπαιδευτική κοινότητα.
Ένα χρόνο μετά την πρώτη αναστολή λειτουργίας των σχολικών μονάδων, κατά τη διάρκεια του οποίου τα σχολεία ανοιγοκλείνουν συνεχώς, με τα προβλήματα τους -υγειονομικά, εκπαιδευτικά και ψυχοπαιδαγωγικά- να γιγαντώνονται, αφού ΥΠΑΙΘ και κυβέρνηση δεν έχουν πάρει κανένα ουσιαστικό μέτρο, η προτεραιότητα για το ΥΠΑΙΘ είναι η σύνταξη ενός εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας των σχολείων! Τι κι αν τα σχολεία δεν λειτουργούν; Τι κι αν μαθητές/τριες και εκπαιδευτικοί έχουν φτάσει στα όριά τους με την κατάσταση που βιώνουν; Το ΥΠΑΙΘ απαιτεί να μπουν αυστηροί κανόνες για όλους/ες!
Η συγκεκριμένη διαδικασία προβλέπεται από τον ν.4692/20 που ψήφισε η κυβέρνηση της Ν.Δ τον περασμένο Μάιο. Ο εσωτερικός κανονισμός δεν είναι απλά μια τυπική υποχρέωση. Η κυβέρνηση ανοίγει επικίνδυνους δρόμους. Έχει άλλες στοχεύσεις.
• Ο «εσωτερικός» κανονισμός δεν θα ορίζεται μόνο από την εκπαιδευτική κοινότητα του κάθε σχολείου, αλλά ακόμα και από εκπρόσωπο του Δήμου, ενώ απαιτείται και έγκρισή του από τους ΣΕΕ και τους ΔΔΕ! Είναι αυτονόητο ότι ο περίφημος Νέος Κανονισμός δεν είναι αποτέλεσμα της δημοκρατικής συνεργασίας των μελών του συλλόγου, άλλα επιβάλλεται, μετά από την έγκριση των προϊσταμένων αρχών και με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων φορέων
• Είναι απορίας άξιο γιατί μια σειρά ζητήματα, που καλύπτονται από το γενικότερο νομοθετικό πλαίσιο και αποτελούν αντικείμενα απασχόλησης του Συλλόγου Διδασκόντων (π.χ. σχολικές εκδηλώσεις, δράσεις, πρωτοβουλίες, σχολικός εκφοβισμός), εντάσσονται στα πλαίσια του «εσωτερικού κανονισμού. Στην πράξη υποβαθμίζεται και απαξιώνεται ο ρόλος του Συλλόγου Διδασκόντων.
• Το Υπουργείο λες και απευθύνεται σε εισαγγελικά όργανα και όχι σε δασκάλους των παιδιών αναφέρεται στην «κατασταλτική» αντιμετώπιση των σχολικών παραπτωμάτων, ενώ σε ζητήματα αντιμετώπισης συμπεριφορών o κυρίαρχος ρόλος του συλλόγου διδασκόντων υποβαθμίζεται με την ενίσχυση του ρόλου του Διευθυντή, του συμβούλου σχολικής ζωής, και του Συντονιστή του Εκπαιδευτικού Έργου.
• Εκεί που πραγματικά είναι να απορεί κάποιος είναι που το Υπουργείο αναφέρεται στην ανάγκη να ενισχυθεί το αίσθημα ευθύνης των μαθητών για την ποιότητα του σχολικού χώρου. Δεν θα διαφωνούσε φυσικά κανείς με την ανάγκη οι μαθητές να εκτιμούν και να σέβονται τον χώρο του σχολείου. Μήπως όμως πρέπει κάποιος (το κράτος μήπως;) να αρχίσει να φτιάχνει τέτοιους χώρους, «καθαρούς και συντηρημένους χώρους αιθουσών, εργαστηρίων που διαμορφώνουν τον περιβάλλοντα χώρο μέσα στον οποίο είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί η ψυχή του παιδιού»; Αντί λοιπόν να φροντίσει για τη σωστή συντήρηση των σχολικών κτιρίων, την κατασκευή νέων, σύγχρονων σχολικών μονάδων και την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης ώστε μπορούν τα σχολεία να καλύπτουν τις λειτουργικές τους ανάγκες, φτάνει μάλιστα στο σημείο να επιβαρύνει τους γονείς με το κόστος επιδιόρθωσης των «φθορών» που θα προκαλέσουν οι μαθητές. Βρέθηκε, λοιπόν, ο ένοχος για τα κακά χάλια των σχολικών υποδομών.
• Μάλιστα το Υπουργείο σαν έτοιμο από καιρό θεσπίζει την Έκθεση αποτίμησης – ανατροφοδότηση του εσωτερικού Κανονισμού ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
• Ο «εσωτερικός κανονισμός», που μόνο εσωτερικός δεν είναι, σχετίζεται άμεσα με την «εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση». Στον θεματικό άξονα 9 (Ηγεσία – Οργάνωση και διοίκηση της σχολικής μονάδας), της Υπουργικής Απόφασης για Εσωτερική και Εξωτερική Αξιολόγηση, αξιολογείται ο δείκτης: Διασφάλιση της εφαρμογής του σχολικού κανονισμού. Ακόμα και η δημοσίευση του «εσωτερικού κανονισμού» οδηγεί στη σύγκριση, τον ανταγωνισμό και την κατηγοριοποίηση αφού το ίδιο το περιεχόμενό του άπτεται βασικών πλευρών λειτουργίας του σχολείου.
Κανείς δεν αμφισβητεί την χρησιμότητα ύπαρξης κανόνων που αποσκοπούν στη δημιουργία ενός παιδαγωγικού κλίματος ισότητας, εμπιστοσύνης και δημοκρατίας μέσα στο οποίο καλλιεργείται το αίσθημα της ασφάλειας, της υπευθυνότητας, της αλληλεγγύης και του αλληλοσεβασμού στα μέλη της σχολικής κοινότητας. Γι’ αυτό άλλωστε, παρότι το ΥΠΑΙΘ νομίζει ότι ανακάλυψε τον τροχό, ο εσωτερικός κανονισμός των σχολείων, συναποφασιζόμενος από εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους, υπάρχει εδώ και χρόνια.
Ωστόσο, στο προηγούμενο πλαίσιο, το περιεχόμενο και η θεματολογία των κανόνων αυτών αποφασιζόταν από το Σύλλογο Διδασκόντων σε συνεργασία με τις μαθητικές κοινότητες, χωρίς καμία εμπλοκή εξωσχολικών προσώπων και χωρίς να απαιτείται η έγκριση των ανωτέρων. Το πλαίσιο αυτό έδειχνε την αυτονόητη εμπιστοσύνη στην παιδαγωγική ικανότητα των εκπαιδευτικών.
Αντιθέτως, με την ΥΑ 13423/ΓΔ4 της υφυπουργού, η πολιτική ηγεσία δείχνει να μην έχει καμία εμπιστοσύνη στο εκπαιδευτικό προσωπικό, αφού φτάνει στο σημείο να δίνει λεπτομερείς οδηγίες ακόμα και για το πώς θα διαχειρίζονται τους αργοπορημένους μαθητές! Η κ. Μακρή που πρόσφατα δήλωσε ότι η τηλεκπαίδευση είναι απολύτως ισότιμη με την δια ζώσης διδασκαλία, φανερώνοντας την προκλητική της άγνοια, νομίζει ότι γνωρίζει καλύτερα τις παιδαγωγικές μεθόδους αντιμετώπισης των όποιων ζητημάτων προκύπτουν στη σχολική ζωή…
Και σαν να μην επιβαρύνονται αρκετά οι εκπαιδευτικοί από την ανικανότητα και τις εμμονές του ΥΠΑΙΘ, έχουν το ΙΕΠ, που ενώ σε όλα τα τεράστια παιδαγωγικά προβλήματα τηρεί σιγήν ιχθύος, δημοσίευσε έναν ενδεικτικό εσωτερικό κανονισμό, που αγνοεί όλες τις επιστημονικές παιδαγωγικές αρχές που διέπουν τη σύνταξη του κανονισμού των σχολείων. Από το μέγεθος του ενδεικτικού αυτού κανονισμού (9 σελίδες!) μέχρι και τους «δείκτες» που προτείνει φανερώνεται η πλήρης άγνοια των παιδαγωγικών αρχών αλλά και η στόχευση του ΙΕΠ. Επαναφέρει μέχρι την «ευπρέπεια» της εμφάνισης των μαθητών, αδιαφορώντας επιδεικτικά για την ανάγκη της καλλιέργειας του σεβασμού στη διαφορετικότητα και της ελευθερίας έκφρασης των μαθητών/τριων, βασικών δικαιωμάτων του παιδιού, όπως αυτά ορίζονται από τους αρμόδιους διεθνείς και εγχώριους οργανισμούς. Ταυτόχρονα, σε κοινή γραμμή με το ΥΠΑΙΘ, προσπαθεί να μεταβιβάζει τις ευθύνες του ΙΕΠ στους εκπαιδευτικούς, προτείνοντας ως «εσωτερικό κανόνα» την υποχρέωση των εκπαιδευτικών στην αυτοεπιμόρφωση!
Η στόχευση του ΥΠΑΙΘ και του ΙΕΠ για άλλη μία φορά είναι προφανής. Από τη μία ο εξωτερικός έλεγχος των σχολείων, αφού ο «εσωτερικός» κανονισμός και η τήρησή του αποτελούν άξονα αξιολόγησης των σχολείων και από την άλλη η μεταβίβαση των ευθυνών τους στα ίδια τα σχολεία, τους/τις εκπαιδευτικούς και τους/τις μαθητές/τριες.
Καλούμε το ΥΠΑΙΘ και το ΙΕΠ να ασχοληθούν επιτέλους με τα πραγματικά προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης και να αφήσουν στην άκρη τις ιδεοληπτικές εμμονές τους!
Να αποσύρουν την ΥΑ 13423/ΓΔ4 και να δείξουν επιτέλους την απαραίτητη εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς, που έτσι κι αλλιώς κρατούν μόνοι τους όρθιο το δημόσιο σχολείο!
Καλούμε τους Συλλόγους Διδασκόντων να μην χρησιμοποιήσουν τον ενδεικτικό εσωτερικό κανονισμό που προτείνει το ΙΕΠ, αλλά να επικαιροποιήσουν τον ήδη υπάρχοντα κανονισμό του σχολείου τους με όσα οι ίδιοι και οι μαθητές/τριες τους κρίνουν απαραίτητα.
Καλούμε τους/τις συναδέλφους να συνεχίσουν με την ίδια παιδαγωγική ευσυνειδησία το εκπαιδευτικό τους έργο, αγνοώντας πλήρως τις αναχρονιστικές και αντιεπιστημονικές υποδείξεις του ΙΕΠ και του ΥΠΑΙΘ. Ο σχολικός κανονισμός αποτελεί ένα «παιδαγωγικό συμβόλαιο» μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών και μόνο ως τέτοιο μπορεί να φανεί χρήσιμος και να γίνει αποδεκτός.
Για τα πρότυπα – πειραματικά σχολεία
Το ΥΠΑΙΘ, εφαρμόζοντας τον νόμο 4692/2020 με τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις», άρθρα 20 και 21, καλεί του Συλλόγους Διδασκόντων να αποφασίσουν αν θέλουν το σχολείο τους να χαρακτηριστεί ως Πρότυπο ή Πειραματικό.
Η προσπάθεια γενίκευσης των Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων δεν είναι ξεκομμένη από την υπόλοιπη αντιεκπαιδευτική πολιτική. Συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια να ενισχυθεί η διαφοροποίηση, η πολυκατηγοριοποίηση, η δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων. Δεν έχει καμία σχέση με την αναγκαία αναβάθμιση όλων των σχολείων.
Ο βασικός ρόλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας δε θα πρέπει να υποβαθμίζεται στην «εκπαίδευση των λίγων άριστων μαθητών», αλλά να είναι η ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου ανεξαιρέτως όλων των παιδιών ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση, τη φυλή, το χρώμα και τη θρησκεία. Αυτή πρέπει να είναι η πραγματική πρόκληση του κάθε σχολείου και του κάθε εκπαιδευτικού και στον τομέα αυτό χρειάζεται στήριξη και βοήθεια, οι οποίες δεν δίνονται. Αποτελεί μεγάλη υποκρισία του Υπ. Παιδείας όταν μετά από ένα χρόνο πανδημίας έχει πραγματικά αφήσει χιλιάδες σχολεία, μαθητές και εκπαιδευτικούς κυριολεκτικά στην τύχη τους, χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο, να μιλά για «αριστεία» των λίγων.
Εφιστούμε την προσοχή στους συναδέλφους και επισημαίνουμε:
• οι νυν υπηρετούντες συνάδελφοι χάνουν τις οργανικές τους θέσεις, ενώ στην πράξη αμφισβητείται γενικά η οργανικότητα, η σταθερή και μόνιμη εργασία. Το υπάρχον εκπαιδευτικό προσωπικό των σχολείων που θα μετατραπούν σε Πρότυπα και Πειραματικά θα έχει μια «περίοδο χάριτος» για να προσαρμοστεί, να «αυτομορφωθεί» και να μπει στην παρέα των «λίγων και εκλεκτών», αλλιώς θα χάσει και αυτό την οργανική του θέση. Οι εκπαιδευτικοί των προτύπων δεν έχουν οργανική αλλά είναι με θητεία. Η θητεία και η παραμονή στη θέση γίνεται μετά από αξιολόγηση από το Επιστημονικό Εποπτικό Συμβούλιο, τον ΣΕΕ και τον Διευθυντή.
• Η κατάληψη της θέσης προυποθέτει «υψηλά» προσόντα (κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών). Στα σχολεία, δηλαδή, που θα γίνουν πρότυπα-πειραματικά, οι συνάδελφοι θα πρέπει να «αναβαθμίσουν τα προσόντα τους» διαφορετικά θα πηγαίνουν στα «κανονικά» σχολεία
• Η αξιολόγηση σε αυτά τα σχολεία είναι μια διαρκής και ατέρμονη διαδικασία και αφορά «…το βαθμό συμμετοχής στις δράσεις εσωτερικής αξιολόγησης του σχολείου, την αποδοτικότητα (!) των μαθητών στις δράσεις που περιλαμβάνονται στα σχέδια προγραμματισμού δράσεων και εκπαιδευτικών στόχων του σχολείου…».
• Το κάθε σχολείο αξιολογείται με βάση δείκτες για την μέτρηση της απόδοσης του σχολείου ( οι βαθμοί και η πρόσβαση στα ΑΕΙ, οι προγραμματιζόμενες δραστηριότητες, οι εκπαιδευτικές δράσεις κλπ. ). Και η έκθεση απόδοσης του σχολείου (εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση) θα αναρτάται στην ιστοσελίδα του σχολείου, έτσι για να μπορεί ο καθένας να ξέρει αν αυτό το σχολείο είναι “καλό” ή όχι ή αν το διπλανό ΠΠΣ είναι “καλύτερο” κλπ…
• Ο τρόπος επιλογής των μαθητών, η επιλογή των διευθυντών και των εκπαιδευτικών των σχολείων, το ωρολόγιο πρόγραμμα, η διδακτέα ύλη, άλλα ακόμα και η χρηματοδότηση των σχολείων θα αποφασίζεται από Διοικούσα Επιτροπή (Δ.Ε.Π.Π.Σ.), που θα διορίζεται εξολοκλήρου από το Υπουργείο Παιδείας και θα μπορεί με απόφαση του να τροποποιεί, δηλαδή να «κάνει λάστιχο», το διδακτικό πρόγραμμα των υπηρετούντων εκπαιδευτικών στα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία.
• Η χρηματοδότηση των Προτύπων και Πειραματικών θα γίνεται «από δωρεές, χορηγίες, κληρονομίες, κληροδοσίες και άλλες παροχές τρίτων, καθώς και επιχορηγήσεις από άλλες πηγές».
• Προβλέπεται σε αυτά η ύπαρξη «Συμβούλιου Στήριξης Σχολειού». Σε αυτό συμμετέχουν δυο «διακεκριμένες προσωπικότητες της τοπικής κοινωνίας» και ένας «εκπρόσωπος τους Δήμου» και ερευνά ποιες είναι οι ανάγκες της τοπικής οικονομίας και βάσει ποιων οικονομικών συμφερόντων θα πρέπει να λειτουργεί το σχολείο.
Συνάδελφοι,
Το Δημόσιο Σχολείο υπάρχει για να υπηρετεί όλα τα παιδιά και εμείς αυτό το διεκδικούμε. Δεν μπορεί το Δημόσιο Σχολείο να αντιμετωπίζει τα παιδιά ως άλογα κούρσας.
Ακούγεται υποκριτικό τουλάχιστον, από την πλευρά του Υπουργείου, τη στιγμή που έχει αφήσει τα σχολεία, τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς στην τύχη τους και μάλιστα μέσα στην πανδημία, να έρχεται με το καθρεφτάκι των προτύπων – πειραματικών, να εξαγοράσει τη συναίνεση μας, όταν απαξιώνει μαθητές και εκπαιδευτικούς. Ας φροντίσει το Υπουργείο να υπάρχουν εκπαιδευτικοί στα σχολεία, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες, ας φροντίσει το Υπουργείο να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα, ας φροντίσει το Υπουργείο για την υλικοτεχνική υποδομή τους, για την ασφαλή μεταφορά των μαθητών, για την επαναφορά των μαθημάτων της κοινωνιολογίας και των καλλιτεχνικών, ας φροντίσει τα αναλυτικά προγράμματα, ας φτιάξει ένα σχολείο που να μορφώνει και όχι να εξοντώνει .
Είναι προφανές για μας ότι δεν ταυτίζουμε τα πρότυπα με τα πειραματικά σχολεία. Άλλος ο ρόλος των πειραματικών, ο οποίος, ακόμα και σήμερα, δεν φαίνεται να «επιστρέφεται» στην εκπαιδευτική κοινότητα επί πραγματικής βάσης. Εξάλλου οι όροι για ένα πειραματικό πρέπει κάθε φορά να επαναπροσδιορίζονται με όρους κοινωνικούς, γεωγραφικούς και μορφωτικούς.
Η γενίκευση των Πρότυπων και Πειραματικών σχολείων σε κάθε περιοχή, η επιλογή και η συγκέντρωση των «καλών» μαθητών αντικειμενικά υποβαθμίζει το σύνολο των σχολείων, ανακατανέμει το μαθητικό δυναμικό, καταργεί τα γεωγραφικά όρια, ανοίγει το δρόμο για την επιλογή σχολείου από τους γονείς. Αντικειμενικά ανοίγει ο δρόμος για τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, με διαφορετική χρηματοδότηση, διαφορετικό πρόγραμμα, διαφορετικά μαθήματα. Οι στοχεύσεις της λεγόμενης «εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης» που απέρριψε μαζικά ο κλάδος με τη μαζική συμμετοχή στην απεργία – αποχή υπηρετούνται μέσα από την επέκταση τέτοιων θεσμών και λειτουργούν ως πολιορκητικός κλοιός για τα υπόλοιπα σχολεία
Στην πράξη, το «πρότυπο και πειραματικό» στοιχείο που στοχεύει η κυβέρνηση να καλλιεργήσει στα σχολεία αυτά είναι να ανοίγουν το δρόμο για την καθολική εφαρμογή των πιο αντιδραστικών και αντιεκπαιδευτικών πολιτικών, την πλήρη εφαρμογή της αξιολόγησης παντού, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Καλούμε τους Συλλόγους Διδασκόντων να μην αιτηθούν την ένταξη στο θεσμό των Πρότυπων και Πειραματικών και να δυναμώσουν, από κοινού με τους γονείς, τον αγώνα για ουσιαστική αναβάθμιση της εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά, για την ικανοποίηση των σύγχρονων μορφωτικών αναγκών των παιδιών του λαού μας.