Το πατρικό του σπίτι στην πόλη της Κέρκυρας, όπου πέρασε τα παιδικά χρόνια και μεγαλώνοντας γαλουχήθηκε πολιτικά από τον πρωτοπόρο λόγιο Νικόλαο Κονεμένο, ήταν σ’ ένα δρομάκι πίσω απ’ το βόλτο του Κοκκίνη. Μετά τον θάνατό του το 1976 σε ηλικία 88 σχεδόν ετών ο Δήμος της Κέρκυρας, σε ένδειξη τιμής, ομόφωνα έδωσε το όνομά του σε δρόμο της πόλης του νησιού.
Δικαίως!
Πόσους τέτοιους διανοούμενους σαν εκείνον, συγγραφέα μοναδικών ιστορικών έργων για τον Οικονομικό Βίο των ανθρώπων, πρύτανη του σημερινού Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας όταν αυτό λεγόταν ΑΣΟΕΕ, μα και κοινωνικό και πολιτικό αγωνιστή συνυφασμένο μάλιστα με τη γέννηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στα νιάτα του, «έβγαλε» η Κέρκυρα τον περασμένο αιώνα; Σε ηλικία 26 ετών, το 1915, ήταν βουλευτής!
Ο πρώτος μάλιστα, μαζί με έναν ακόμη, Έλληνας βουλευτής του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού χώρου. Εκλέχτηκε εκπροσωπώντας τη σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν, στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρέτησε στο Μακεδονικό Μέτωπο ως στρατιώτης.
Είναι ο εικονιζόμενος στο αριστερό άκρο στην εισαγωγική φωτογραφία, τη μόνη σωζόμενη με το πρόσωπό του, Αριστοτέλης Δ. Σίδερις. Με τον γνωστό ιστορικό Γιάννη Κορδάτο στο δεξιό άκρο αν δεν κάνουμε λάθος και ανάμεσά τους τον συνδικαλιστή ηλεκτροτεχνίτη Γιώργο Παπανικολάου, καθώς και με άλλους πολιτικούς συγκρατούμενούς του. Όλοι τους στελέχη τότε του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας, που είχε ιδρυθεί το 1918 και το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Φυλακισμένοι. Στις φυλακές Συγγρού στην Αθήνα. Το 1922. Για τις ιδέες τους.
Νομικός με φροντίδα του τον φωτισμό της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, που έμελλε να διαπρέψει στον πανεπιστημιακό χώρο ως καθηγητής όσο λίγοι, ήταν ο Σίδερις. Απομακρύνθηκε τόσο πολύ από την πολιτική από ένα χρονικό σημείο και πέρα, με σκοπό ν’ αφιερωθεί αποκλειστικά στο επιστημονικό του έργο, ώστε το μεταπολεμικό-μεταδεκεμβριανό καθεστώς τον ανέχθηκε, αν και ο ίδιος στην Κοινωνιολογία και τη Φιλοσοφία, σε αντίθεση με την Οικονομική, παρέμεινε μέχρι το τέλος του «μαρξιανός». Υποστηρικτής μεγάλου μέρους αλλά όχι του συνόλου των κοσμοθεωρητικών ιδεών του Καρλ Μαρξ που τον συνεπήραν στα νιάτα του.
Εξέφραζε, όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί, έναν μεταφυσικό υλισμό-μαρξισμό. Ήταν ένας μετριοπαθής σοσιαλιστής-κομμουνιστής, όπως τον χαρακτήρισαν άλλοι συναγωνιστές του; Γεγονός είναι ότι δεν πίστευε πως θα μπορούσε η ελληνική εργατική τάξη να ξεσηκωθεί επαναστατικά και να νικήσει πριν οργανωθεί και μορφωθεί ικανοποιητικά, όπως έλεγε, ούτε ήθελε τη σύνδεση του κόμματός της με την Γ’ Διεθνή των εργατικών-κομμουνιστικών κομμάτων και την επαναστατημένη Μόσχα, αν και χαιρέτισε με ενθουσιασμό τη ρωσική Οκτωβριανή Επανάσταση. Πρέσβευε, βλέπετε, σειρά συμβιβασμών με την κυρίαρχη αστική τάξη, ώστε να παραμείνει νόμιμο το σκληρά βαλλόμενο νεοσύστατο κόμμα. Ένας «δεξιός, μεταρρυθμιστής κομμουνιστής», αν υποτεθεί πως είναι δυνατόν να υπάρξει κάτι τέτοιο; Δεν εστράφηκε ποτέ επιθετικά, εξ όσων είναι γνωστά, εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, τον ρόλο του οποίου θεωρούσε πρωτίστως «εκπολιτιστικόν».
Ωστόσο για λίγο το 1932 και για μικρό χρονικό διάστημα πάλι το 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, διετέλεσε υφυπουργός κυβερνήσεων, πρεσβεύοντας υπερβατικές θέσεις «εθνικής συνεννόησης» που δεν άρεσαν ούτε στην αμυνόμενη εργατική τάξη ούτε στην επιτιθέμενη αστική τάξη. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του αφορά τους αγρότες, την αγροτική οικονομία. Για μια περίοδο διετέλεσε και διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας.
Θυμηθήκαμε την αξιοσέβαστη Μορφή του, λόγω της συμπλήρωσης των διακοσίων χρόνων από τη συμπλήρωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Διότι ο ίδιος στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», στο φύλλο της με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1921, με τα αρχικά Α.Δ.Σ. είχε γράψει το κύριο άρθρο της για τα 100 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Ένα, επιτρέψτε μας προκαταβολικά να πούμε, καταπληκτικό κείμενο, ενδεικτικό μιας θεώρησης οπωσδήποτε προοδευτικής στον καιρό του, μα κι επίκαιρης ίσως και στον δικό μας καιρό από ορισμένες απόψεις.
Γραμμένο σε οικεία στον ίδιο καθαρεύουσα γλώσσα, καθώς μάλιστα η εφημερίδα δεν είχε περάσει ακόμη υπό τον πλήρη έλεγχο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας και δεν είχε ακόμη υιοθετήσει τη δημοτική γλώσσα. Εύληπτο όμως. Με τίτλο «Εκατό χρόνια τώρα». Δυνατό. Ουσιαστικό. Πολύ χρήσιμο για να θυμηθούμε, πρώτ’ απ’ όλα, πώς ήταν η Ελλάδα το 1921.
Επίσης, βαθιά κερκυραϊκό, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, αν δεχθούμε την άποψη βιογράφων του ότι ο Σίδερις είχε διαμορφώσει το τελικό ιδεολογικό του πιστεύω στην Κέρκυρα, συμμετέχοντας μάλιστα πολύ δραστήρια το 1912, μαζί με τον επαναστάτη σοσιαλιστή λογοτέχνη Κωνσταντίνο Θεοτόκη, στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας, καθώς και στην έκδοση της εφημερίδας «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», με μότο το σύνθημα «Εργάτες όλου του Κόσμου Ενωθήτε» και δίπλα το όνομα Καρλ Μαρξ.
Ιδού, με ορισμένες ορθογραφικές μόνο προσαρμογές, το περιεχόμενο του ιστορικής αξίας εκείνου άρθρου του φωτισμένου Κερκυραίου επιστήμονα κι αγωνιστή στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ριζοσπάστης»:
Ενώ έξω δονούν τον αέρα αι σάλπιγγες και αι μουσικαί, τα πυροβόλα και η στερεότυπος πατριωτική φλυαρία των στερεοτύπων ρητόρων της εποχής, ας αναλογιστούν οι Έλληνες τι παρουσιάζει τώρα εκατό χρόνια η Ελλάς.
Ότι η Επανάστασις του 1821 ήτο μια επανάστασις, εις ην εσήκωσε το Έθνος η συμφεροντολογία των μικροαστών και των εμπόρων της εποχής, οίτινες έχοντες εις τας χείρας των την οικονομικήν ζωήν της χώρας -των Τούρκων φεουδαρχών μη ασχολουμένων εις την εμπορικήν κίνησιν- είχον συμφέρον να αποκτήσουν και την πολιτικήν εξουσίαν, είναι αναμφισβήτητον και χιλιοειπωμένον ήδη. Ως επίσης αναντίρρητον είναι ότι προς επιτυχίαν της επαναστάσεως ταύτης, η αστική τάξις εξεμεταλλεύθη την διαφοράν της θρησκείας του υποδούλου προς τον κατακτητήν, την παράδοσιν περί αναστάσεως του Βυζαντίου, το μίσος του αγρότου, κολλίγου και υποτελούς κατά του Αγά.
Εις την ιστορίαν αυτήν οι αστοί πανηγυρισταί της 25 Μαρτίου υπερθέτουν την μυθιστορίαν της επαναστάσεως και προσπαθούν να συγκινήσουν τας μάζας με το αίσθημα της φυλετικής και θρησκευτικής αντιθέσεως.
Εκατό χρόνια επαναλαμβάνεται στερεοτύπως η κωμωδία αύτη και ψάλλονται ύμνοι προς την ελευθερίαν.
Είναι η μόνη παραγωγή, ην εσημείωσε εκατονταετής «ελεύθερος» βίος της Ελλάδος.
Καίτοι ελευθερωθείσα η δυστυχής αύτη χώρα προ των άλλων βαλκανικών, παρουσιάζεται ως η μάλλον οπισθοχωρημένη χώρα εις τα Βαλκάνια.
Χωρίς να λάβει τις άλλην ένδειξιν τούτου, μόνος ο αναλογισμός της μορφής της πολιτικής ζωής της χώρας είναι αρκετή ένδειξις.
Εν βλέμμα εις την Βουλγαρίαν πρώτον (μόνον από του 1880 «ελευθερωθείσαν»), εις την Σερβίαν έπειτα και εις την Ρουμανίαν τέλος, θα ίδει πώς εκεί, εις ποίον βαθμόν πολιτισμού, κινούνται τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Εκεί η πολιτική συνείδησις των μαζών δημιουργεί τους συνειδητούς αγώνας μεταξύ των δημοκρατικών, ριζοσπαστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Εδώ η πολιτική ασυνειδησία των μαζών δημιουργεί τας γνωστάς ελεεινάς προσωπικάς διαμάχας πολιτικών και ηγεμόνων, ων όργανον γίνεται ο λαός και ας παρακολουθεί τυφλώς και παθητικώς.
Δεν έχει τι να εορτάσει ο ελληνικός λαός εις την σημερινήν εορτή.
Εκατόν χρόνων «ελεύθερος βίος», και οι αγρόται, κολλίγοι και εμφυτευταί, ευρίσκονται εις την ιδίαν θέσιν, εις ην ευρίσκοντο επί κατακτητού, ζώντες ως κτήνη, τρεφόμενοι ουχί ανθρωπίνως και διατελούντες υπό το φάσγανον του Έλληνος αγά πλέον. Και ευρίσκονται ίσως και εις χειροτέραν ακόμη θέσιν ή επί Τουρκοκρατίας, διότι η πρώην αυτάρκεια του χωρικού, δι’ ης ημύνετο κατά του φεουδάρχου, σήμερον είναι αδύνατος, λόγω της εισελάσεως εις τα χωρία του νεοτέρου «πολιτισμού», ο οποίος ηύξησε καθ’ υπερβολήν τας ανάγκας των.
Η μία γενεά μετά την άλλην, από της επαναστάσεως, είδεν την μετανάστευσιν αυξανομένην, και τους «ελευθέρους» πλέον Έλληνας ζητούντας αλλού την ελευθερίαν, ην δεν δύναται να τοις δώσει η ελευθερωθείσα πατρίς των. Εις την δουλείαν των Ελλήνων γαιοκτημόνων επί των Ελλήνων γεωργών προστίθεται η δουλεία των καπιταλιστών.
Ο μικροαστικός κόσμος, ο ενθουσιών και ενθουσιασθείς άλλοτε με την επανάστασιν, καταντά κάθε μέρα προλετάριος κάτω από τον συναγωνισμόν των μεγάλων κεφαλαιοκρατών.
Εις την παλαιάν σύνθεσιν των αυτονόμων παραγωγών, τεχνιτών, κλπ. υποκαθίσταται οσημέραι η καπιταλιστική υποδούλωσις των μαζών πόλεων και χωρίων.
Η ελευθερίαν ην επόθησαν οι επαναστάται του 1821 δεν υπάρχει εντός του αστικού καθεστώτος.
Τουναντίον δουλεία απόλυτος και μεγάλη ολίγων εφοπλιστών, τραπεζιτών, μεγαλεμπόρων και τσιφλικούχων κρατεί επί όλης της χώρας.
Αυτή είναι η ελευθερία ην οποίαν εορτάζουν σήμερον οι αστοί, οι νέοι κατακτηταί επί του έθνους ολοκλήρου.
Ολόκληρος εκατονταετία ουδέν άλλον ήτο ή η στερέωσις της εκ της καπιταλιστικής εξελίξεως απορρεούσης μειοψηφίας των οικονομικών τυράννων επί του έθνους ολοκλήρου.
Κάθε κατ’ αυτής εξέγερσις αφύπνιση θεωρείται από το καθεστώς των τσιφλικούχων και των εμπόρων ως αγών κατά της ελευθερίας αυτής των αστών της στερεωθείσης δια της επαναστάσεως.
Η εορτή των «Ελευθερίων» ευρίσκει υπό καταδίωξιν την εργατικήν και αγροτικήν τάξιν, με τας φυλακάς Βόλου, Λαρίσης, Καβάλας, Θεσσαλονίκης πλήρεις αγωνιστών υπέρ της Νέας και Αληθούς ελευθερίας, με τους συντρόφους μας εξοριζομένους, με τους αγρότας υποδουλωμένους, με τον λαόν εμπαιγμένον με τον χειρότερον τρόπον από τους αστικούς πολιτικούς.
Αυτή είναι η ελευθερία ενός αιώνος «ελευθέρου βίου» και αυτήν άγεται ο λαός να φέρει και να επεκτείνει και πέραν των σημερινών ορίων της χώρας.
Ο ερχόμενος, δεύτερος αιών του «ελευθέρου» πολιτικού βίου της Ελλάδος ευρίσκει τας λαϊκάς μάζας ετοιμαζούσας το πυρ νέου 1821 και γαλουχημένας ουχί εις τα μοναστήρια και τα βουνά, αλλ’ εντός των εργοστασίων και των χωρίων, ατενιζούσας δε ουχί εις την απόκρουσιν νέου τυράννου, αλλ’ αγωνιζομένας προς ολοσχερή κατάλυσιν όλων των τυραννιών και όλων των τυράννων, τάξεως, φυλής, θρησκεύματος, και ίδρυσιν του Μεγάλου Ναού της Παγκοσμίως Ελευθέρας Ανθρωπότητος.
Λάθεψε άραγε στην πρωτοποριακή τότε κρίση του για τον κοινωνικό χαρακτήρα της αστικής – εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821; Όχι! Ανεξάρτητα από άλλες επί μέρους διατυπώσεις και αξιολογήσεις, όλα τα στοιχεία που ήρθαν στην επιφάνεια συν τω χρόνω από τον Γιάννη Κορδάτο και άλλους ιστορικούς επιβεβαίωσαν ότι επρόκειτο συγχρόνως για αστική και εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση, με ηγετική δύναμη την αστική τάξη και ταξικούς στόχους, όπως υποστηρίζει άλλωστε σήμερα με σύγχρονες επεξεργασίες το κόμμα των Ελλήνων κομμουνιστών και συγκαλύπτουν με «εθνικό μανδύα» τα λοιπά κόμματα ή και η Επιτροπή Εορτασμού του ’21, με φανφάρες και πανηγυρισμούς εν ονόματι του Έθνους. Το αίμα που έχυσε ο λαός δεν χρησιμοποιήθηκε πράγματι για την επιβολή της αστικής τάξης και των ταξικών επιλογών της στη ζωή της χώρας; Το ότι τότε η αστική τάξη δεν είχε ακόμη εξελιχθεί σε τροχοπέδη της κοινωνικής προόδου, αλλά αντιπροσώπευε αντικειμενικά την κοινωνική πρόοδο, όπως και το γεγονός ότι ο λαϊκός σηκωμός και η νίκη της Επανάστασης σήμαναν την αρχή υπέρβασης της φεουδαρχικής οργάνωσης της κοινωνίας και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, με τα οφέλη που αυτά επέφεραν, δεν αλλάζουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της Επανάστασης. Ο Σίδερις μάλλον πρώτος, πριν από τον Κορδάτο, διακήρυξε θαρραλέα αυτή την αλήθεια!
Ιδού ένα καμωμένο πέντε χρόνια μετ’ από ‘κείνο το άρθρο, το 1926, κλισέ σκίτσου του Σίδερι, φυλαγμένο πια σε συλλογή του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών.
Τι λέτε, είχε άδικο να γράφει για το 1921 ότι η Ελλάδα ζούσε «καπιταλιστική υποδούλωσι των μαζών πόλεων και χωρίων» και ότι αυτό που είχε μεσολαβήσει από το 1821 ήταν μια «στερέωσις της εκ της καπιταλιστικής εξελίξεως απορρεούσης μειοψηφίας των οικονομικών τυράννων επί του έθνους ολοκλήρου»;
Κι αλήθεια, τι πιστεύετε, μήπως παρά την κατάκτηση εν τω μεταξύ αρκετών και σημαντικών δικαιωμάτων με σκληρούς αγώνες ισχύει λίγο-πολύ και το 2021, με διαφορετικούς τρόπους, η διαπίστωσή του για το 1921 ότι «δουλεία απόλυτος και μεγάλη ολίγων εφοπλιστών, τραπεζιτών, μεγαλεμπόρων», όπως βεβαίως και βιομηχάνων, ακόμη και κάποιων «τσιφλικούχων» ξενοδόχων και όχι μόνον ελληνικής εθνικότητας, «κρατεί επί όλης της χώρας»;
Μήπως κιόλας σήμερα παραμένει ζητούμενο και πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να επιθυμούν «ολοσχερή κατάλυσιν όλων των τυραννιών και όλων των τυράννων, τάξεως, φυλής, θρησκεύματος, και ίδρυσιν του Μεγάλου Ναού της Παγκοσμίως Ελευθέρας Ανθρωπότητος»;
Θ’ αναρωτιέστε ίσως, αφού αναφέραμε την πορεία που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, αν ο Σίδερις μετάνιωσε γι’ αυτά που έγραψε το 1921. «Όχι» είναι η κατηγορηματική απάντηση που έχει δώσει για εκείνα τα γραφτά του ο πολύ γνωστός του ως τη δύση του και βιογράφος του Κερκυραίος λόγιος Αναστάσιος Παπαναστασάτος, εξηγώντας ότι ο λόγος που έμεινε μακριά ακόμη και από το ΕΑΜ τα χρόνια της Κατοχής ήταν ότι αυτά για εκείνον «υπήρξαν χρόνια δοκιμασίας, όχι μόνο ψυχικής», έχοντας υποστεί «απότομη και σοβαρή εξασθένηση της όρασής του, που κατά μεγάλο μέρος οφειλόταν στον υποσιτισμό κατά τον άγριο χειμώνα του 1941». Απλώς επιδίωξε στη ζωή του να συμβιβάσει, αν θέλετε μίαν ακόμη γνώμη, ασυμβίβαστα πράγματα.
Προτάσσοντας το επιστημονικό του έργο και προφυλάγοντάς το, όσο αυτό ήταν εφικτό βέβαια, από την πολιτική επιρροή της εξουσίας.
Δεν αξίζουν μνείας και τιμής άλλωστε μόνον οι άνθρωποι οι φτιαγμένοι από την «πάστα» των μαχητών που υποτάσσουν όλη τη ζωή τους στον αγώνα για το δίκιο χωρίς συμβιβασμούς με τον κοινωνικό αντίπαλο, που δεν υποκύπτουν στη γοητεία των μεταρρυθμίσεων πρόσκαιρης αξίας ή αλλιώς του ανύπαρκτου «μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού» λόγω των αναμφισβήτητων δυσκολιών της μεταβολής του κοινωνικού καθεστώτος, που δεν χαμηλώνουν τον πήχη των προσδοκιών τους στον ανέφικτο «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού, που δεν βολεύονται, για να το πούμε μ’ έναν στίχο του Γιάννη Ρίτσου, «παρά μόνο στον ήλιο». Αλλά όσους συμβιβασμούς κι αν έκανε ή όσο κι αν αξιοποιήθηκε από τους κρατούντες ως επίφαση δημοκρατικότητας στον πανεπιστημιακό χώρο σε δύσκολες εποχές, δεν μετατράπηκε, όπως άλλοι, σε απολογητή του άδικου καπιταλιστικού συστήματος!
Όσο κι αν ηχεί λοιπόν κάπως αβάσιμο, μάλλον οφείλουμε να πιστέψουμε τον Παπαναστασάτο ότι στα ιδεολογικά του πιστεύω ο Σίδερις παρέμεινε «απαρέγκλιτα προσηλωμένος σε όλη του τη ζωή».
Σύμφωνα με τον Γιάννη Κορδάτο, σ’ ένα υπόμνημά του το 1923 εξέφραζε τη γνώμη πως «η πολιτική του εν Ελλάδι σοσιαλισμού ουδέν άλλο δύναται να είναι ή πολιτική ρεφορμιστικού σοσιαλισμού». Κάτι ανάλογο για τις πεποιθήσεις του άφησε να φανεί τρεις δεκαετίες αργότερα ο ίδιος ο Σίδερις σε σημείωμά του στα «Κερκυραϊκά Χρονικά» στη μνήμη Κερκυραίου συναγωνιστή του, δημοσιογράφου, που πέθανε την Κατοχή από πείνα στην Αθήνα.
Βαθιά επηρεασμένος από τον Ρήγα Φεραίο, το 1917 διακήρυσσε ότι «ελληνισμός σημαίνει δημοκρατικόν πνεύμα» και ότι ο λαός το 1821 δεν εξεγέρθηκε «κατά άλλης φυλής, αλλά κατά του κυρίαρχου» Οθωμανού, προσδοκώντας «ισονομίαν, ελευθερία αδελφότητα». Ο ίδιος ο Ρήγας εξάλλου δεν καλούσε πολλά χρόνια πριν «να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν»; Μιλώντας για το επαναστατικό ξέσπασμα στη Ρωσία, ο Σίδερις σημείωνε το 1917 ότι «σήμερον η Ρωσία δεν είναι η απολυταρχική του 1821», ότι αυτή είναι «η μεγάλη Δημοκρατία της Ανατολής» και δικαιολογημένα «ο ελληνικός λαός στρέφει το βλέμμα προς την Μεγάλην Ρωσίαν», όπως άλλωστε οι Επτανήσιοι τα τέλη του 19ου αιώνα ήλπιζαν στη Γαλλία, ακόμη και αποκαλώντας τη «Madre Patria», λόγω της αστικής δημοκρατικής Γαλλικής Επανάστασης και της παγκόσμιας απήχησής της.
Ήταν ο ίδιος που το 1950 εξέδωσε το βιβλίο «Ιστορία του Οικονομικού Βίου» σε δύο ογκώδεις τόμους.
Μεταξύ 1925-1940 ασχολήθηκε κυρίως με θέματα γεωργικής οικονομικής πολιτικής και γεωργικού δικαίου. Το 1934 εξέδωσε το βιβλίο «Η Γεωργική Πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (1833-1933)». Στη συνέχεια, ως τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του ’60, τα ενδιαφέροντά του κάλυψαν κυρίως τον χώρο της Ιστορίας της οικονομίας. Η πραγματεία του για την οικονομία του Βυζαντίου είχε χαρακτηριστεί έργο μοναδικό για την εποχή του, σε διεθνές επίπεδο. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνεται και ένας τόμος με την «Ιστορία των Οικονομικών θεωριών».
Ήταν ο ίδιος που λίγο μετά εξέδωσε το βιβλίο «Ιστορία της Οικονομικής σκέψεως» και άλλα βιβλία-μελέτες του, μεταφράζοντας άλλους θεωρητικούς και κινούμενος σε διαφορετικό ιδεολογικό μήκος κύματος από υποστηρικτές του άκρατου καπιταλισμού συμπατριώτες του και προκατόχους του σε ανάλογες πανεπιστημιακές θέσεις καθηγητές, όπως ο Ανδρέας Ανδρεάδης και ο Ιούλιος Δαλιέτος, πρύτανης της ΑΣΟΕΕ τα πρώτα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Μετέφρασε έργα κοινωνιολογίας ή γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως η «Εισαγωγή εις την Επιστήμην» του Thomson, η «Κοινωνιολογία» του Loria και «Το Κεφάλαιον» του Deville.
Ακόμη, το έργο του περιλαμβάνει μονογραφίες σχετικά με σημαντικές τάσεις της οικονομικής θεωρίας, όπως η εμποροκρατία και η οικονομική της ευημερίας (welfare economics), καθώς και για το έργο διαπρεπών οικονομολόγων, όπως του Alfred Marshall. Ξεχωριστές εργασίες του αφορούσαν τις οικονομικές αντιλήψεις του Ξενοφώντα και ιδίως του Αριστοτέλη, το όνομα του οποίου έφερε.
Δίδαξε επί 33 χρόνια σε τέσσερα από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας, ως καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Δικαίου, Κοινωνιολογίας, Γεωργικού Δικαίου, Ιστορίας του Οικονομικού Βίου και Οικονομικών και Κοινωνικών Θεωριών.
Ήταν ο ίδιος που το 1919, ενώ ήταν στέλεχος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας πριν αυτό μετονομαστεί σε Κομμουνιστικό, όσο κι αν πίστευε ότι το νέο Κόμμα θα μπορούσε υποτίθεται και να γίνει ανεκτό από το μεγάλο κεφάλαιο και ν’ ανταποκριθεί πραγματικά στα γνήσια συμφέροντα των εργαζομένων, επέλεξε να προλογίσει θαυμάσια την πρώτη ελληνική ολοκληρωμένη έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς.
Από τις λοιπές εργασίες του ξεχωρίζουν το φυλλάδιο «Οικονομικαί αντιθέσεις και ειρήνη» (1929), μελέτη με τίτλο «Ελληνικά συντάγματα προ της Επαναστάσεως» για τα συντάγματα της Ιονίου Πολιτείας, δημοσίευμα με τίτλο «Οικονομία και Δίκαιον – μία ομιλία του κερκυραίου φιλοσόφου καθηγητού της φιλοσοφίας εις την Ιόνιον Ακαδημίαν Πέτρου Βράϊλα, 19 Οκτ. 1845», εργασίες με τίτλους «Αι περί εργατικού μισθού θεωρίαι» (1946) και «Αι περί επιχειρηματικού κέρδους θεωρίαι» (1948), καθώς και το δοκίμιο «Περί την φιλοσοφίαν της Ιστορίας: Marx, Spengler, Toynbee», που δημοσίευσε σε ηλικία 77 ετών. Επίσης, η μελέτη του «Ανθρωπονυμία / Τα ονόματα (επώνυμα) των Ελλήνων», που δημοσιεύτηκε στα «Κερκυραϊκά Χρονικά» το 1968.
Ήταν ο ίδιος που το 1925, ενώ είχε πάψει να αποτελεί μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και δοκίμαζε να στοιχηθεί με συμβιβαστικές σοσιαλιστικές κινήσεις, ωστόσο κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ο ιστορικός υλισμός» με τη μαρξιστική αντίληψη της Ιστορίας και την πρόβλεψη ότι η οριστική αντικατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος από το σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό σύστημα είναι αναπόφευκτη, όσα «παιχνίδια καθυστέρησης» κι αν παίξει η Ιστορία.
Ο σοσιαλισμός «επέρασε με τον Καρλ Μαρξ από την ουτοπίαν εις την επιστήμη» κι έτσι θα μπορέσει να περάσει «από την επιστήμη στην πράξη χτίζοντας τον νέο κόσμο», σημείωνε εισαγωγικά. Ο μαρξισμός, εξηγούσε, δεν είναι μόνο φιλοσοφία «επί της οικονομικής δράσεως της κοινωνίας», από την οποία ο ίδιος κράτησε άλλωστε αποστάσεις σε όλη του τη ζωή, αλλά «και πολιτική, η πολιτική που επιβάλλουν εις το Προλεταριάτο τα συμπεράσματα της οικονομολογικής και της φιλοσοφικής ανάλυσης των κοινωνικών γεγονότων». Με εντυπωσιακή ανάλυση για τον πιο απλό εργαζόμενο περνούσε απ’ τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων στη σύγχρονη ευρωπαϊκή και διεθνή και στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και σε επιλεγμένες πλευρές του «Κεφαλαίου» του Μαρξ διατρέχοντας τα στάδια ανάπτυξης των κοινωνιών, για να τονίσει ότι «η ιστορία της κοινωνίας είναι ιστορία πάλης τάξεων», ότι «κάθε αγών τάξεων είναι πολιτικός αγών», ότι «το κράτος είναι επιτροπή διαχειριζόμενη τα κοινά των αστών».
Επίσης, ότι «η πλουτοκρατία αγωνίζεται πρώτα κατά της αριστοκρατίας, έπειτα μεταξύ της και μεταξύ των πλουτοκρατών των άλλων χωρών και εις τους αγώνας αυτούς ζητεί την βοήθειαν και την συνεργασίαν του προλεταριάτου, σύροντάς το έτσι στους πολιτικούς αγώνας, την πολιτική ζωή και δημιουργώντας έτσι τα μέσα εκείνα της μορφώσεως και συνειδήσεως, που γίνονται όπλα εναντίον της, δημιουργώντας τον επαναστατικό ρόλο του προλεταριάτου», έστω χωρίς ταυτόχρονη ανατροπή της βαθιά στερεωμένης επί αιώνες ιδεολογικής κυριαρχίας της.
Προφητικά, να το πούμε έτσι, για τις δυσκολίες που θα συναντούσε η εξέλιξη του πρώτου μεγάλου σοσιαλιστικού πειράματος στον κόσμο, στη Ρωσία της εποχής του, είχε σημειώσει, αναφερόμενος στην εξέλιξη των κοινωνιών: «Ο πολύς λαός, και όταν ζη μέσα εις καθεστώς του οποίου οι υλικοί όροι έχουν αλλάξει, ιδεολογικώς όμως ζη ακόμα εις το παλαιόν καθεστώς. Το γεγονός δε αυτό αποτελεί κυρίως το μέσον, με το οποίον συντηρείται το παλαιόν καθεστώς, όταν αντικειμενικώς έχη κλονισθή». Πάντα κλονιζόταν εξάλλου, προσωρινά, η μετάβαση σ’ έναν νέο κόσμο. Αυτό δεν είχε συμβεί και με το καπιταλιστικό σύστημα στις πρώτες φάσεις του; Αυτό δεν είχε συμβεί και με την αστική Γαλλική Επανάσταση, έναν αιώνα πριν από τη σοσιαλιστική Ρωσική;
«Ο Αριστοτέλης Σίδερις, που είχε ένα πανελλήνιο κύρος, πηγαινοερχόταν συχνά στην Κέρκυρα. Σαν εκπρόσωπος του Ομίλου είχε λάβει μέρος σε όλες τις προεργασίες για την δημιουργία του κόμματος της εργατικής τάξης», έγραψε ο Κερκυραίος συναγωνιστής του εκείνη την εποχή Άγις Στίνας από το χωριό Σπαρτίλας.
Η κερκυραϊκή εφημερίδα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», όπως ανέφερε, είχε τη «σφραγίδα» εκείνου του Αριστοτέλη.
Στα εφηβικά του χρόνια στην Κέρκυρα ο Σίδερις γνώρισε και συναστράφηκε τον κήρυκα της «κομμουνιστικής δημοκρατίας» ως μελλοντικού πολιτεύματος ευτυχίας των ανθρώπων Νικόλαο Κονεμένο, καθώς εκατοικούσαν στην ίδια γειτονιά. Από αυτόν, όπως ο ίδιος αναγνώριζε, «πολλά άκουσε και έμαθε».
Ως βουλευτής είχε αντιταχθεί σφοδρά σε αντεργατικά μέτρα. Τις 5 Οκτωβρίου 1915 είχε επιχειρηματολογήσει έντονα εναντίον νομοσχεδίου του Κερκυραίου υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γεωργίου Θεοτόκη περί αναστολής της ισχύος διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, που είχε επιχειρηθεί.
Η πλούσια βιβλιοθήκη του έχει δωρηθεί στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Το 1917, σε ομιλία του στη Βουλή για την κραταιή και σήμερα αστική τάξη και το αστικό καθεστώς της είχε τονίσει: «Είμεθα πολέμιοι της δουλώσεως ατόμων εις μίαν τάξιν της κοινωνίας».