Ένα επίσης αρκετά πρώιμο, δεύτερο σε χρονολογική σειρά δημιουργίας, ολόσωμο γλυπτό έργο με θέμα τον Καποδίστρια (εικ. 1)* απαντάται στην Τήνο. Αποτελεί μέρος της συλλογής του μουσείου του Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας της Τήνου (ΠΙΙΕΤ) ,που στεγάζεται παραπλεύρως του ναού της Παναγίας. Φιλοτεχνημένο σε γύψο από τον Λάζαρο Σώχο (1862- 1911), το γλυπτό έχει ύψος μικρότερο του φυσικού, μην υπερβαίνοντας τα 63,5 εκ. του μέτρου και ακουμπά σε πολύ χαμηλή βάση μόλις 18 εκατοστών, διαστάσεις, οι οποίες του στερούν τον μνημειακό χαρακτήρα των υπολοίπων, που πραγματεύονται το σχετικό θέμα. Εν τούτοις, η αρκετά ψηλή στήλη, πάνω στην οποία εδράζεται, επιτρέπει την αβίαστη ανάδειξή του στον περιβάλλοντα χώρο. Στην εμπρόσθια όψη της στήλης αναγράφεται η φράση Ο Καποδίστριας του Λάζαρου Σώχου.
Η χρονολογία της δημιουργίας του εν λόγω γλυπτού μας είναι άγνωστη. Εικάζουμε ωστόσο ότι επειδή ο καλλιτέχνης έφυγε το 1881, πολύ νέος ,στα δεκαεννιά του χρόνια, για το Παρίσι, το έργο
θα πρέπει να δημιουργήθηκε, είτε στα όψιμα χρόνια του Παρισιού, δηλαδή προς τα τέλη του αιώνα , όταν ο Σώχος φιλοτεχνούσε τον έφιππο ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, είτε ανάμεσα στο 1905, που επέστρεψε στην Αθήνα, και το 1911, χρονιά του θανάτου του ‘ σε κάθε περίπτωση, είναι μεταγενέστερο εκείνου της Κέρκυρας.
Η σύνθεση αποτελείται από τη μορφή του Καποδίστρια και ένα χαμηλό πεσσό (εικ. 2 ),* που την πλαισιώνει στην αριστερή της πλευρά, φθάνοντας ως τη μέση σχεδόν του σώματός της. Από την κορυφή του ξεδιπλώνεται ένα ειλητάριο, στην επιφάνεια του οποίου διακρίνεται σημειωμένη με κεφαλαία γράμματα η λέξη ΕΛΛΑΣ, συμβολική αναφορά, που συσχετίζει την εικονιζόμενη προσωπικότητα με τη χώρα που κυβερνά. Το μοτίβο της μορφής δίπλα σε πεσσό ακολουθεί τις κλασικιστικές αντιλήψεις της μνημειακής γλυπτικής . Θέμα καθαρά κλασικής προέλευσης , ο πεσσός απαντάται ήδη στα αρχαιοελληνικά γλυπτά από τον 5ο αιώνα π.Χ., βρίσκοντας κύρια αναφορά στα έργα του Πραξιτέλη. Εισάγεται και έχει μεγάλη διάδοση στη νεοελληνική γλυπτική του 19ου αιώνα και θα συνεχίσει αυτήν την παράδοση και τον 20ό, ως τα χρόνια σχεδόν του μεσοπολέμου. Στον απόλυτα λιτό και αρκετά στιβαρό γεωμετρικό του όγκο, ο πεσσός ενδυναμώνει την αίσθηση της σταθερότητας στη σύνθεση ενώ με την παρουσία της λέξης ΕΛΛΑΣ στο ειλητάριο , το έργο αποκτά ιστορικό, πολιτικό και εθνικό περιεχόμενο.
Η τιμώμενη μορφή παριστάνεται ντυμένη, όρθια, κατ’ ενώπιον προς τον θεατή στην κύρια όψη της, και με το κεφάλι να στρέφει απαλά δεξιά. Αποδίδεται δε σε στάση, η οποία αναπαράγει τον γνωστό αρχαιοελληνικό τύπο της ελαφράς κάμψης του κορμού και της προβολής του άνετου ποδιού, που ανέδειξε η νεότερη ευρωπα’ι’κή μνημειακή γλυπτική για μορφές κυρίως πολιτικών ή εν γένει σημαντικών ανδρών με κύρος και επιβολή. Διακρίνεται επιπλέον από σχετική δράση και ενεργητικότητα, η οποία δηλώνεται με την πόζα των χεριών της ‘ με το αριστερό, που κατεβαίνει σε φυσική κλίση, παράλληλα με τον κορμό της και ακουμπά δυναμικά την παλάμη πάνω στο ειλητάριο, αλλά και με το δεξιό, το οποίο, προβάλλοντας με χάρη και ευλυγισία, ενεργοποιεί την τυπική χειρονομία, που συνοδεύει την ομιλία ενός ρήτορα. Η επιτακτική κίνηση του αριστερού χεριού μαρτυρεί την ανυποχώρητη επιμονή του κυβερνήτη στις θέσεις του, καταδεικνύοντας παράλληλα την πεισματική ιδιοσυγκρασία και την αποφασιστική και μαχητική πλευρά της προσωπικότητάς του, ενώ εκείνη του δεξιού, πιο ήπια σε έκφραση, αποσκοπεί στην έμφαση του λόγου του. Με τη στροφή εξάλλου του κεφαλιού σε αντίθετη φορά από εκείνη του άνετου σκέλους και του δεξιού χεριού, η μορφή αποκτά μια ιδιαίτερη εκφραστική δυναμική. Επιπλέον, μέσω της παρουσίας του παραπληρωματικού διακόσμου – ειλητάριο – αλλά και της εν γένει στάσης της, η μορφή τοποθετείται στον τόπο και τον χρόνο’ χωρίς αμφιβολία, η σκηνή μεταγράφει τη στιγμή, που ο Κυβερνήτης αγωνίζεται, διά λόγου και ψυχής, διεκδικώντας με σθένος ένα άξιο και δίκαιο μέλλον για την άρτι νεοσύστατη και αναγεννόμενη Ελλάδα.
Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η ενδυμασία της μορφής, μείζον στοιχείο του έργου, η οποία συνιστά επιτυχή συμπόρευση ρεαλιστικών τάσεων με κλασικά και κλασικιστικά στοιχεία ιδεαλιστικής υφής. Ετσι, το επίσημο κοστούμι της, που συμβαδίζει με τη μόδα της εποχής ,έχει αποδοθεί με απόλυτη ρεαλιστική συνέπεια και ιδιαίτερη επιμέλεια ως την τελευταία του λεπτομέρεια. Παράλληλα, αξιοποιούνται ο κλασικιστικός τύπος με τον ριγμένο πάνω από το σύγχρονο ρούχο χιτώνα αλλά και ο κλασικός πλαστικός τρόπος, σύμφωνα με τον οποίο ο χιτώνας γυμνώνει τη δεξιά πλευρά του στέρνου και τον δεξιό ώμο και, ανεβαίνοντας ως τον αριστερό και γλυστρώντας απαλά προς τα πίσω, στην πλάτη, καλύπτει μόνο την αριστερή του πλευρά .Ο χιτώνας γίνεται επίσης αφορμή για μια θαυμαστή σύνθεση από πτυχές, των οποίων η απόδοση κινείται κοντά στο παρθενώνειο ύφος του πλούσιου ρυθμού της αρχαιοελληνικής τέχνης, μαρτυρώντας, εκτός από τις πηγές έμπνευσης του καλλιτέχνη, συνάμα την αγάπη του για τους εύγλωττους πλαστικούς ρυθμούς, τις παλλόμενες επιφάνειες και την ποικιλία της κίνησης.
Η απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του προσώπου της μορφής κινείται, με τη σειρά της, επίσης στο πνεύμα της ρεαλιστικής πιστότητας. Ωστόσο, μέσα από μια εκφραστική πραγμάτευση – ρομαντικής και ροντενικής καταγωγής – ορισμένων χαρακτηριστικών, όπως οι έντονες και λίγο διαταραγμένες γραμμές του στόματος, το ελαφρά συνοφρυωμένο μέτωπο και οι σκιάσεις που δημιουργούνται κυρίως στις παρειές και την περιοχή της γνάθου, ο γλύπτης υπερβαίνει μια συμβατική ρεαλιστική απεικόνιση και η μορφή αποκτά ένα αρκετά ανήσυχο ύφος, ιδιαίτερη ψυχική δυναμική αλλά και επιβλητική διάθεση. Η έντονη εξάλλου σκίαση των οφθαλμών της, τοποθετημένα επιπλέον σε βαθιές κόγχες, και το γεμάτο εσωτερική ένταση και οραματισμό βλέμμα της συνιστούν στοιχεία που παραπέμπουν και πάλι στην αρχαιοελληνική γλυπτική, κάνοντάς τη μορφή να γειτνιάζει, ως προς αυτό το σημείο, με τα έργα του Σκόπα. Τέλος, η πλούσια κόμη της, στην κυματοειδή κίνηση και την ελαφρά σχηματοποίησή της, όπως ανεμίζει προς τα πίσω, θυμίζει συνήθεις απεικονίσεις του Διονύσιου Σολωμού. Τα άνω στοιχεία προσθέτουν περαιτέρω ζωντάνια και ενέργεια στην όψη της μορφής και, συμβαδίζοντας με την σχετική ένταση της στάσης της, απελευθερώνουν όλη την αλήθεια της ψυχής της αλλά και της στιγμής που πραγματεύεται το έργο. Καταδεικνύουν επιπλέον τη θέληση – αλλά και την ικανότητα – του δημιουργού για μια ψυχογράφηση της μορφής, για την απόδοση των συναισθημάτων που την πληρούν, στοιχείο, που παραπέμπει επίσης σε ροντενικές κατακτήσεις, μαρτυρώντας συγχρόνως την επίδραση, που δέχτηκε ο Σώχος από τον μέγιστο Γάλλο μετρ κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι.
Αν και μη μνημειακού χαρακτήρα ,πρόκειται ωστόσο για ανοικτή σύνθεση, που αποσκοπεί στην εξύψωση της μορφής σε ιδέα ακόμη και όταν αυτή ταυτίζεται με την αλήθεια.
* Οι παρούσες φωτογραφίες ανήκουν στο προσωπικό αρχείο της γράφουσας και δημοσιεύονται για πρώτη φορά στον Τύπο. Η λήψη τους έγινε από την κυρία Ελευθερία Αφεντάκη, υπεύθυνη του μουσείου, στην οποία, όπως εξίσου και στον κύριο Αμβρόσιο Ανταλή, πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του μουσείου,
στους οποίους η κ. Λογίου-Μπούρη απευθύνει τις πιο ειλικρινείς της ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθεια που της παρείχαν.
εξαιρετικό κείμενο με πολύ ενδιαφέρουσες, για μια ακόμη φορά, πληροφορίες…