Μέσα στην περίοδο της πανδημίας, έχουν τεθεί, εκτός από σοβαρότατα ερωτήματα ιατρικής φύσεως (ιδιαίτερα αναφορικά με τον εμβολιασμό) και πολύ σημαντικά ζητήματα νομικής φύσεως.
Είναι γνωστό, από την επικαιρότητα και τα ΜΜΕ, ότι ασκήθηκαν στο ΣτΕ αιτήσεις ακύρωσης κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού συγκεκριμένων επαγγελματικών κλάδων στους οποίους επιβλήθηκε, επικαλούμενες αντισυνταγματικότητα των μέτρων. Έτσι έφτασαν και κρίθηκαν προ ημερών υποθέσεις της ΕΜΑΚ, της ΠΟΕΔΗΝ, του σωματείου εργαζομένων ΕΚΑΒ και κάποιων φυσικών προσώπων. Άπασες απερρίφθησαν από το ΣτΕ με το σκεπτικό ότι δεν αντίκεινται στις συνταγματικές ή υπερνομοθετικές διατάξεις. Το ΣτΕ νομολόγησε ότι ο εμβολιασμός αποτελεί συνταγματική υποχρέωση για επίδειξη κοινωνικής αλληλεγγύης. Επίσης θεωρεί ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ορθώς επιβάλλεται σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, ειδικώς δε όσον αφορά το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό λόγω της αυξημένης ευθύνης που έχει ως προς τη διαφύλαξη της υγείας των ασθενών. Επίσης και σε άλλες επαγγελματικές συνομοταξίας (όπως στην υπόθεση της ΕΜΑΚ) κρίθηκε ότι η υποχρέωση εμβολιασμού δεν παραβιάζει τις αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, διότι ερείδεται επί αντικειμενικού κριτηρίου, λόγω της μειωμένης συχνότητας και έντασης με την οποία νοσούν και μεταδίδουν την νόσο οι εμβολιασμένοι σε σχέση με τους ανεμβολίαστους.
Σε αντιδιαστολή με την νομολογία του ΣτΕ, για τα θέματα αυτά, γνωμοδοτούν έγκριτοι Συνταγματολόγοι για το μέτρο της επιβολής διοικητικού προστίμου σε κοινωνικές ομάδες, όπου κατέστη υποχρεωτικός ο εμβολιασμός.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι απόψεις των Συνταγματολόγων Κώστα Χρυσόγονου και Γιώργου Κασιμάτη. Θεωρούν ότι το ζήτημα της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών είναι προβληματικό από συνταγματικής απόψεως, επειδή μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με έμμεσο καταναγκασμό, κατά παράβαση του δικαιώματος του καθενός να διαθέτει ο ίδιος το σώμα του, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παράγραφος 1 και 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι το κράτος μπορεί, στο πλαίσιο της συνταγματικά επιβεβλημένης μέριμνάς του για τη δημόσια υγεία, να προβλέψει μεν τους μηχανισμούς των κινήσεων των ανεμβολίαστων, όχι όμως και να τους εξαναγκάσει να εμβολιαστούν, με την επιβολή κυρώσεων με άνιση επίπτωση και σημασία για τον καθένα από αυτούς, με δεδομένη μάλιστα την διαφορά εισοδήματος του καθενός. Για παράδειγμα, μπορεί ένας πολιτης να έχει μηνιαίο εισόδημα 7.000€ και τα 100€ του προστίμου να του φαντάζουν ως αστείο, όμως άλλος να έχει μηνιαίο εισόδημα 450€ και να κινδυνεύσει με έλλειψη και των αναγκαίων, άρα να είναι ευκολότερο (λόγω της ανισότητας) να ευθυγραμμιστεί με το μέτρο.
Η γνώμη μου επι των παραπάνω είναι ότι υπάρχει σύγκρουση επιμέρους συνταγματικών Αρχών. Αλλά πιστεύω ότι οι ατομικές συνταγματικές ελευθερίες δεν μπορούν να υπερέχουν της Αρχής της προστασίας της δημόσιας υγείας και του δημοσίου συμφέροντος.
Η κοινωνία, όπως χρειάζεται τους γιατρούς, χρειάζεται και τους νομικούς. Καθήκον των Δικαστών, των Συνταγματολόγων και των Δικηγορικών Συλλόγων είναι να διαφωτίζουν την κοινωνία στα θέματα αυτά. Ώστε και οι πολίτες να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις. Πολλές φορές έχω δημόσια ταχθεί στην δημιουργία στην Ελλάδα ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου. Για την πιο αυθεντική και αδιαμφισβήτητη ερμηνεία του Συντάγματος. Είναι κάτι που σήμερα, ίσως, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ. Ο πολιτης δεν μπορεί να είναι ειδικός σε όλα. Ούτε μπορεί να ακούει 100 διαφορετικές γνώμες για το ίδιο πράγμα. Σήμερα, όπως περιμένει απ’ τους γιατρούς, περιμένει και απ’ τους νομικούς. Ας μην τον απογοητεύσουμε και ας τον οδηγήσουμε στο να λάβει τις πιο επωφελείς και ορθές αποφάσεις για να αντιμετωπίσουμε την δύσκολη κατάσταση που ζούμε.