Ο εν εξελίξει αγώνας των εκπαιδευτικών, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, είναι κάθε άλλο παρά στενά κλαδικός. Έχει σαφές κοινωνικό πρόσημο, την υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης, και σαφές πολιτικό πρόσημο, την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο, πέρα από την κατασυκοφάντηση των εκπαιδευτικών, τις απειλές διοικητικών κυρώσεων, τις ποικίλες πιέσεις που ασκούν προϊστάμενοι στα πιο ευάλωτα τμήματα του εκπαιδευτικού προσωπικού, το υπουργείο παιδείας καταφεύγει στα δικαστήρια. Διαπράττονται δικονομικές και ουσιαστικές παραβιάσεις, που κουρελιάζουν ακόμα και αυτήν τη διάτρητη έννοια της αστικής δικαιοσύνης. Η συντονισμένη προσπάθεια κατατρομοκράτησης και ποινικοποίησης των αγώνων, φυσικά καθόλου πρωτοφανής για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση, προσλαμβάνει ιδιαίτερη σφοδρότητα, γιατί είναι μέγιστο και το διακύβευμα. Από την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν κινδυνεύουν μερικοί πονηρούληδες φυγόπονοι δημοσιοϋπαλληλίσκοι. Κινδυνεύει η δημόσια εκπαίδευση. Η καταδίκη, λοιπόν, αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής και το διογκούμενο κύμα ανυπακοής στον εκπαιδευτικό χώρο πλήττουν καίρια έναν από τους βασικούς πυλώνες των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων: την προωθούμενη ολοσχερή διάλυση του μεταπολεμικού κράτους, μέρος του οποίου αποτελεί και η δημόσια εκπαίδευση.
Παρά τις διακηρύξεις περί ποιότητας, αριστείας και λογοδοσίας,η αυτοξιολόγηση της σχολικής μονάδας στοχεύει στην περαιτέρω μείωση των δαπανών για την δημόσια Παιδεία, στην εμπορευματοποίηση του σχολείου, στην αντικατάσταση της γνώσης με πληροφορίες και δεξιότητες. Επίσης, προωθείται η διείσδυση επιχειρήσεων σε τομείς της δημόσιας εκπαίδευσης και ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων για την εξασφάλιση χρηματοδότησης. Αυτή η εκτεταμένη αποδιάρθρωση του σχολικού συστήματος υπηρετεί, όπως ακριβώς και η συρρίκνωση των εργασιακών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, την πάση θυσία ανάταξη των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου. Καθώς θα εφαρμόζεται, σύντομα θα οδηγήσει σε μαζικές καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολείων, στη δημιουργία υπερφορτωμένων σχολικών συγκροτημάτων, στην αύξηση της μαθητικής διαρροής.Ήδη οι πολιτικές λιτότητας των προηγούμενων ετών έχουν υποσκάψει την επάρκεια σε διδακτικό προσωπικό, υλικοτεχνικές υποδομές, μεταφορές των μαθητών,ειδική εκπαίδευση και παράλληλη στήριξη.
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών στοχεύει στον πλήρη έλεγχο και την πειθάρχησή τους, στην ακύρωση του όποιου παιδαγωγικού, κοινωνικού και επιστημονικού τους ρόλου, ώστε να λειτουργούν αποκλειστικά ως ιμάντες μεταβίβασης των άνωθεν μέτρων, εντολών και υποδείξεων. Έτσι επιχειρείται η εξουδετέρωση οποιασδήποτε μελλοντικής εκ μέρους τους αμφισβήτησης αυτού του «νέου σχολείου». Με πραγματικά οργουελιανή διατύπωση, η διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης ονομάζεται «αναβάθμιση του σχολείου» και «ενδυνάμωση του εκπαιδευτικού».
Η εφαρμογή παρόμοιων συστημάτων ανά τον κόσμο ξεκίνησε με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, αρχικά στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και στη συνέχεια σε άλλες χώρες. Προκάλεσε, δε, τόσα σοβαρά προβλήματα και δυσλειτουργίες στα εκπαιδευτικά συστήματα των εν λόγω χωρών, ώστε βασικοί αρχιτέκτονες αυτών των αντι-μεταρρυθμίσεων να στραφούν κατόπιν εναντίον τους ( πασίγνωστο παράδειγμα η Diane Ravitch, υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου). Η ποιότητα της εκπαίδευσης έπεσε κατακόρυφα, σχολεία έκλειναν το ένα πίσω από το άλλο ( όπως αυτά στις εργατικές και υποβαθμισμένες συνοικίες του Λονδίνου), η ελκυστικότητα του εκπαιδευτικού επαγγέλματος έπεσε κατακόρυφα. Αψευδείς μάρτυρες όλων αυτών οι παλαιότερες και πρόσφατες σχετικές μαρτυρίες, καθώς και τα πολύ πρόσφατα μηνύματα συμπαράστασης προς τους Έλληνες εκπαιδευτικούς από συναδέλφους τους άλλων χωρών.
Προς εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, έχει δημιουργηθεί μια εκπαιδευτική βιομηχανία παγκοσμίων διαστάσεων, η οποία προωθείται από υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), καθώς και από μεγάλες επιχειρήσεις και εργοδοτικές οργανώσεις, όπως είναι στην Ελλάδα ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων).Όλοι αυτοί παρεμβαίνουν στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών, επιβάλλοντας πρότυπα και νόρμες, δήθεν για την αναβάθμισή τους, αλλάζοντας ακόμα και τα μαθήματα ή τη διδασκόμενη ύλη. Οι κυβερνήσεις εξασφαλίζουν το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και τα ανάλογα μέτρα εμπεδώνονται μέσω διεθνών διαγωνισμών(πχ PISA), δεξαμενών σκέψης, ισχυρού πλέγματος δημοσίων σχέσεων, αδρά αμειβόμενων στελεχών και πανεπιστημιακών και ενός ολόκληρου δικτύου πιστοποιήσεων ποιότητας. Ενώ υποτίθεται ότι στόχος είναι η παροχή υπηρεσιών καλύτερης ποιότητας στους πελάτες( μαθητής-πελάτης και γονέας-πελάτης, στην περίπτωση της εκπαίδευσης), η επιφανειακότητα, η αποσπασματικότητα και η αμάθεια εξαπλώνονται ραγδαία. Παράλληλα, εκτοξεύονται τα κέρδη για τις εταιρείες συμβούλων, αξιολογήσεων κτλ, καθώς στο χορό της αξιολόγησης μπαίνουν άτομα, ιδρύματα, φορείς και ολόκληροι θεσμοί.
Όπως δείχνει η εμπειρία πολλών χωρών, οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών για τους εκπαιδευτικούς είναι πτώση του ηθικού, πρόωρη εγκατάλειψη του επαγγέλματος, αύξηση των ωρών εργασίας, μειώσεις μισθών, απολύσεις, επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, επιδείνωση των συνθηκών εντός των οποίων διεξάγεται η διδασκαλία, επαγγελματική εξουθένωση.
Οι αντίστοιχες συνέπειες για τους μαθητές είναι ότι αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα – εμπορεύματα και πιέζονται να συνηθίζουν από πολύ μικροί στις παγιωμένες διακρίσεις – ετικέτες (καλοί / κακοί, επιτυχημένοι / αποτυχημένοι). Αξιολογούνται αποκλειστικά και μόνο με βάση τις βαθμολογικές επιδόσεις τους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε άλλες κλίσεις και ταλέντα τους ούτε άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την πρόοδο του μαθητή (γεωγραφική περιοχή, οικονομική επιφάνεια οικογένειας, μορφωτικό επίπεδο γονέων,απαιτητικά αναλυτικά προγράμματα σπουδών, πολυπληθή τμήματα, σχολικά κτίρια υπό κατάρρευση, έλλειψη εκπαιδευτικών). Ακόμα και η δημιουργία εκπαιδευτικού φακέλου(portfolio), για τη δήθεν καλύτερη αξιολόγηση του μαθητή, ουσιαστικά προετοιμάζει τα παιδιά για τη ζωή του «απασχολήσιμου», του ανθρώπου-νομάδα, χωρίς σταθερή δουλειά, που κυνηγάει «πόντους» για το βιογραφικό του, μέσα από ακριβοπληρωμένες και συνήθως προχειροστημένες επιμορφώσεις «μιας χρήσεως».
Όσο για τους γονείς, εντείνεται το άγχος και η αβεβαιότητα για το μέλλον των παιδιών τους, καθώς φοιτούν σε ένα σχολείο που παρέχει ολοένα και λιγότερη στέρεη γνώση και υψώνει ολοένα και περισσότερους εξεταστικούς φραγμούς. Αναγκάζονται να βάζουν το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη, ακόμα και για τη στοιχειώδη λειτουργία του σχολείου, αλλά και γιατί η εφαρμογή θεσμών όπως η τράπεζα θεμάτων, η ελάχιστη βάση εισαγωγής στα ΑΕΙ και οι εξετάσεις PISA στην Στ΄ δημοτικού και Γ΄γυμνασίου εξακοντίζουν στα ύψη την παραπαιδεία.
Οι σχολικές μονάδες κατηγοριοπούνται σε “καλές” και “κακές” και χρηματοδοτούνται ανάλογα. Τα μεν “καλά”σχολεία (αυτά των οποίων οι μαθητές έχουν υψηλές επιδόσεις) λαμβάνουν πλήρη χρηματοδότηση, τα δε “κακά” μειωμένη χρηματοδότηση (αντί για επιπλέον στήριξη των αδύνατων μαθητών), η οποία θα τα οδηγήσει σε μαρασμό και κλείσιμο. Προκειμένου να επιβιώσουν τα σχολεία, ανοίγουν τις πόρτες σε ιδιώτες χορηγούς ή ζητούν χρήματα απευθείας από τους γονείς. Οι συγχωνεύσεις και τα κλεισίματα σχολείων θα στοιβάζουν το μαθητικό πληθυσμό υπό ολοένα και χειρότερες συνθήκες σε απρόσωπα συγκροτήματα τύπου Γκράβας. Αρκετά παιδιά θα εγκαταλείψουν πρόωρα το σχολείο και άλλα θα στραφούν σε φορείς μεταγυμνασιακής κατάρτισης, που θησαυρίζουν τάζοντας «λαγούς με πετραχήλια».
Η πολυδιαφημιζόμενη «αυτονομία της σχολικής μονάδας» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σταδιακή αποδέσμευση του κράτους από το καθήκον να χρηματοδοτεί τη δημόσια εκπαίδευση, όπως εμφανίζεται στο άρθρο 99 του πρόσφατου νόμου 4823/21.Η χρηματοδότηση μέσω χορηγιών και δωρεών οδηγεί ευθέως στην κατηγοριοποίηση των σχολείων. Το κράτος θα ξεφορτωθεί τις εκπαιδευτικές δαπάνες, μετακυλίοντάς τις αρχικά στους υποχρηματοδοτούμενους δήμους και, εν τέλει, παραδίδοντας την εκπαίδευση στα νύχια των επιχειρηματικών ομίλων. Το σχολείο μετατρέπεται σε οικονομική μονάδα, που θα «παράγει» φτηνό, πειθαρχημένο και «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό και θα εξασφαλίζει τη λειτουργία του με όρους αγοράς (δωρεές, χορηγίες, συνδρομές γονέων, ενοικίαση των υποδομών του σε τρίτους). Θα συνεργάζεται με πάσης φύσεως εξωσχολικούς φορείς (ΜΚΟ, τράπεζες, βιομηχανίες, πρεσβείες, επιμελητήρια…), οι οποίοι, σε αντάλλαγμα για τις χορηγίες τους, αποκτούν δικαιώματα παρέμβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία (πρόγραμμα μαθημάτων, κανόνες λειτουργίας του σχολείου, αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών, πρόσληψη διδακτικού και βοηθητικού προσωπικού, υλικοτεχνικές υποδομές).
Προκειμένου να «αποτιμάται η αξία» κάθε σχολικής μονάδας, κάθε σχολείο καταγράφει και κοινοποιεί στις ανάλογες ψηφιακές πλατφόρμες όλα τα στοιχεία που αφορούν το έμψυχο δυναμικό και τους υλικούς του πόρους και υποδομές. Καθίσταται, έτσι, αυτομάτως «υπεύθυνο» για οποιοδήποτε εκπαιδευτικό πρόβλημα, που παρουσιάζεται ως «μεμονωμένη δυσλειτουργία». Επίσης, παρουσιάζεται «διαθέσιμο», ώστε να το «επιλέξουν», με όρους αγοράς, γονείς- πελάτες και χορηγοί-χρηματοδότες. Προφανώς, κανένας χορηγός δεν θα «επενδύσει» σε «κακό» σχολείο,δηλαδή σε σχολείο εργατικής γειτονιάς, υποβαθμισμένου προαστίου, απομακρυσμένης περιοχής, με μαθητές αλλοδαπούς, πρόσφυγες , παιδιά μειονοτήτων ή παιδιά που χρειάζονται επιπλέον μαθησιακή, συναισθηματική και κοινωνική στήριξη.
Κατά τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα,«ελεύθερη επιλογή» σχολείου από το γονέα και προσωπικού από τη σχολική μονάδα σημαίνει αξιοκρατία και ποιοτική εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα, όμως, σημαίνει κατηγοριοποίηση των σχολείων. Το ζητούμενο σε μια (αστική)δημοκρατική κοινωνία, τουλάχιστον διακηρυκτικά, είναι ΟΛΑ τα σχολεία να είναι «καλά». ΚΑΘΕ μαθητής δικαιούται ένα «καλό» σχολείο, ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης, οικονομικής επιφάνειας, μορφωτικού επιπέδου των γονιών, σύμφωνα με την ριζοσπαστική δημοκρατική εκδοχή του διαφωτισμού.
«Ελεύθερη» επιλογή διδακτικού προσωπικού από τη σχολική μονάδα σημαίνει, πρώτα απ΄ όλα, εδραίωση μηχανισμών ευνοιοκρατίας, ρουσφετιού και ανελευθερίας. Οι εκπαιδευτικοί μετατρέπονται σε απλά εκτελεστικά όργανα των άνωθεν εντολών, ακυρώνεται εντελώς κάθε ίχνος του παιδαγωγικού τους ρόλου και ενθαρρύνεται ο τοξικός ανταγωνοσμός μεταξύ τους και ο χαφιεδισμός.
Αυτή η διαδικασία θα ισοπεδώσει το παιδαγωγικό κλίμα της τάξης και θα δημιουργήσει ένα καθεστώς πελατειακών σχέσεων μέσα στο σχολείο, Οι εκπαιδευτικοί, χωρίς σταθερές εργασιακές σχέσεις, θα είναι όμηροι των διευθυντών – μάνατζερ και των χορηγών, καθώς από εκείνους θα εξαρτάται η εκπαιδευτική και επαγγελματική τους πορεία. Είναι φανερό ότι επιχειρείται να επιβληθεί μόνιμο καθεστώς φόβου και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών, ώστε κάθε απόκλιση από το πρότυπο του σκυφτού και φοβισμένου δασκάλου – ανθρωπάκου να θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα ή αντιεπιστημονική παρέκκλιση.
Τα λεκτικά πυροτεχνήματα περί καινοτομιών στα προγράμματα σπουδών και στις διδακτικές μεθόδους συγκαλύπτουν με επιμέλεια τη σταδιακή υποβάθμιση της γενικής παιδείας, την πολυδιάσπαση των γνωστικών αντικειμένων, την μετατροπή της καλλιέργειας των γνωστικών ικανοτήτων σε μονοδιάστατες, μετρήσιμες δεξιότητες διαχείρισης πληροφοριών, απόλυτα προσαρμόσιμες στις επιταγές της αγοράς εργασίας. Τρανταχτά παραδείγματα, στο επίπεδο των προγραμμάτων σποδών, είναι η μετατροπή της τρίτης λυκείου σε φροντιστηριακού τύπου ενδοσχολικό προθάλαμο των πανελληνίων(κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) και η σταδιακή κατάργηση μαθημάτων γενικής παιδείας, όπως η κοινωνιολογία, τα καλλιτεχνικά, ακόμα και το σχέδιο αλλά και μουσικά μαθήματα, που εξετάζονται για την εισαγωγή στα ΑΕΙ( κυβέρνηση ΝΔ).
Αντίστοιχο παράδειγμα στο επίπεδο των διδακτικών μεθόδων αποτελεί η μέθοδος της «ανεστραμμένης τάξης» (flipped classroom), πολυδιαφημιζόμενη «καινοτομία» εκ μέρους του υπουργείου, εντελώς κενή περιεχομένου, όμως, για τους εκπαιδευτικούς, που δεν περίμεναν τις φαεινές ιδέες του νεοφιλελεύθερου εσμού, για να ασκήσουν τους μαθητές τους στην κριτική σκέψη. Οι μαθητές υποτίθεται ότι μελετούν μόνοι τους στο σπίτι το καινούργιο μάθημα, μέσα από υλικό που έχει προετοιμάσει και αποστείλει ο εκπαιδευτικός μέσω μιας ψηφιακής πλατφόρμας. Το φερόμενο ως μεγάλο πλεονέκτημά της είναι πως οι μαθητές ελέγχουν μόνοι τους το ρυθμό του μαθήματος, αφού μπορούν να πατήσουν pause στο βίντεο (!!!), κάτι που δεν μπορεί να συμβεί με τον εκπαιδευτικό στο ζωντανό μάθημα ( τα «κουμπιά» στην ανθρώπινη επικοινωνία και αλληλεπίδραση «πατιούνται» με πολύ πιο σύνθετους τρόπους, όχι σαν να πρόκειται για το σκύλο του Παβλόφ…). Έτσι, υποτίθεται ότι κερδίζεται πολύτιμος χρόνος παράδοσης του μαθήματος, που μπορεί να αξιοποιηθεί διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, η μέθοδος αυτή αντικαθιστά την γνώση με την πληροφορία, προωθεί την αποσπασματικότητα, εξουδετερώνει τον παιδαγωγικό και γνωστικό ρόλο του εκπαιδευτικού, υποβιβάζοντάς τον σε «σερβιτόρο» ψηφιακού υλικού, διεκπεραιωτικού λύτη αποριών και ψυχρού αξιολογητή των μαθητών. Επιπλέον, αγνοεί το επιστημονικά αποδεδειγμένο γεγονός ότι οι ανθρώπινες γνωστικές λειτουργίες, ιδίως στον αναπτυσσόμενο άνθρωπο, λαμβάνουν χώρα μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον και όχι «κατά μόνας», και μάλιστα μπροστά από μια οθόνη.
Το παραπάνω παράδειγμα αναδεικνύει και όψεις της περίφημης τηλεκπαίδευσης, που επιβάλλεται, πλέον, δια νόμου ως φάρμακο δια πάσαν νόσον( σεισμό, λιμό, καταποντισμό, κακοκαιρία και επιδρομή καταλήψεων…) Προφανώς, επικουρικό και μόνο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η παρουσίαση θεμάτων μέσα στην τάξη με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας.
Η θεοποίησή της υποκρύπτει παιδαγωγικό και κοινωνικό δόλο, καθώς δεν διαθέτουν ΟΛΟΙ οι μαθητές πρόσβαση στο διαδίκτυο,τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό, ικανότητες χειρισμού του σε επαρκή βαθμό, υψηλό επίπεδο συγκέντρωσης, προσήλωσης και δέσμευσης. Επιπλέον, ο σχολικός χώρος ως ανθρώπινο περιβάλλον, η φυσική παρουσία και η ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων μπορούν πραγματικά να προάγουν τη γνώση και τη συγκρότηση της προσωπικότητας και όχι απλώς να παρέχουν πληροφορίες.
Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά αναγκαίο, από κοινωνική και παιδαγωγική άποψη, να ανοίξει μια ευρεία συζήτηση, με όρους κοινωνικού συμφέροντος και δημοκρατικής ευαισθησίας, για το περιεχόμενο σπουδών, για το γενικότερο ρόλο του σχολείου και του πανεπιστημίου, για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Σε κάθε συζήτηση για τους όρους λειτουργίας της δευτροβάθμιας εκπαίδευσης εμπλέκονται(ως μη όφειλαν) και οι όροι εισαγωγής των αποφοίτων του λυκείου στα ΑΕΙ. Επιμελώς οι ιθύνοντες φαλκιδεύουν τους όρους διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου, παρουσιάζοντας το ρόλο του λυκείου ως προθαλάμου για τα ΑΕΙ ως περίπου φυσική κατάσταση και όχι ως κοινωνική και πολιτική επιλογή. Ο μηχανισμός εισαγωγής στα ΑΕΙ δεν αποτελεί εξετάσεις, δηλαδή έλεγχο επάρκειας γνώσεων των υποψηφίων. Αποτελεί διαγωνισμό, όπου τις διαθέσιμες θέσεις, και μάλιστα τις πιο περιζήτητες( νόμος της προσφοράς και ζήτησης!!) καταλαμβάνουν οι εκάστοτε πιο υψηλόβαθμοι, ακόμα και με προσέγγιση δεκάτου. Οι θιασώτες του άγριου ανταγωνισμού, της γνώσης και της εργασίας για ολίγους και εκλεκτούς το θεωρούν αυτό άκρως ικανοποιητικό και επιθυμούν, μάλιστα, να ενταθεί με επιπλέον εξεταστικούς φραγμούς. Από πρωθυπουργικά χείλη ακούστηκαν, πρόσφατα, ύμνοι στην «αναπότρεπτη φυσική ανισότητα» (κοινώς, δεν είμαστε όλοι ίσοι κι ούτε θα γίνουμε ποτέ…). Το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και η δημοκρατική αντίληψη, όμως, επιτάσσουν συστηματική φροντίδα για άνοδο του μορφωτικού επιπέδου όλων των παιδιών, όλων των ανθρώπων, στα πλαίσια διαρκούς προσπάθειας για την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την πρόοδο της ανθρωπότητας ως συνόλου. Ακόμα και όσοι ανακράζουν «Μα δεν θα γίνουν και όλοι επιστήμονες», προφανώς, εξαιρούν τα δικά τους παιδιά από την πάταξη της κοινωνικής κινητικότητας…
Στην πραγματικότητα, η ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν εξασφαλίζει την επάρκεια γνώσεων των εισαγομένων στα ΑΕΙ, αλλά την ενίσχυση των εξεταστικών φίλτρων, άρα και την ένταση των ταξικών φραγμών στο δρόμο προς την ανώτατη εκπαίδευση. Η επάρκεια γνώσεων των αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν αντικατοπτρίζεται αποκλειστικά και μόνο στους βαθμολογικούς δείκτες. Συνήθως αποσιωπάται έντεχνα το γεγονός ότι η βαθμολογία εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, μία από τις οποίες είναι η εκάστοτε δυσκολία των θεμάτων στις εξετάσεις οποιουδήποτε τύπου. Για παράδειγμα, ο μαθητής που παίρνει χαμηλό βαθμό σε θέματα υψηλότερης δυσκολίας δεν έχει απαραίτητα λιγότερες γνώσεις από έναν άλλο, που πήρε καλύτερο βαθμό σε θέματα χαμηλότερης δυσκολίας.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η μικρή βαθμολογία κλείνει το δρόμο προς τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, ανοίγει, όμως, μια χαρά την πόρτα των ποκιλώνυμων ιδιωτικών κολεγίων και ΙΕΚ, με το ανάλογο τίμημα, φυσικά….Οι οπαδοί της αριστείας κυβερνητικοί παράγοντες φρόντισαν δια νόμου να εξισώσουν τα επαγγελματικά δικαιώματα(σε λίγο και τα πτυχία) δημόσιων ΑΕΙ και ιδιωτικών κολεγίων. Το αν ο απόφοιτος των πρώτων είχε πάρει στις πανελλήνιες 18 και των δεύτερων 8 είναι ασήμαντη λεπτομέρεια, όταν πρόκειται για την λυσσαλέα προωθούμενη ιδιωτική κερδοφορία.
Ολόκληρη η εκπαιδευτική κοινότητα αντιλαμβάνεται την ανάγκη βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων, από το νηπιαγωγείο έως τα ΑΕΙ, διαχρονικά και συλλογικά διεκδικούν εδώ και πάνω από μισό αιώνα ένα σχολείο που θα αγκαλιάζει όλους τους μαθητές, θα καλλιεργεί ισόρροπα το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή του σημερινού μαθητή και αυριανού πολίτη. Δυστυχώς, οι εμπειρικά αλλά και επιστημονικά τεκμηριωμένες προτάσεις και οι αγωνιστικές διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών αντιμετωπίζονται από ΟΛΕΣ τις κυβερνήσεις με αδιαφορία ή / και εχθρότητα. Πρόσφατο παράδειγμα, η επί ενάμιση χρόνο επιμονή του εκπαιδευτικού κινήματος να διεκδικεί αραίωση των μαθητών στις τάξεις, ανοιχτά και ασφαλή σχολεία για όλα τα παιδιά, ενίσχυση της εκπαιδευτικής κοινότητας με διδακτικό προσωπικό και τεχνολογικό εξοπλισμό. Η κυβέρνηση απαντούσε με απαξίωση, παραποίηση στοιχείων και επικοινωνιακά τεχνάσματα.
Και η κατακλείδα, με ύφος πιο προσωπικό:
Γιατί οι εκπαιδευτικοί, με ποσοστό που υπερβαίνει το 90% δεν αποδεχόμαστε την αξιολόγηση;
Όχι, βέβαια, επειδή είμαστε φυγόπονοι και με χαμηλά προσόντα, όπως διαδίδουν τα κυβερνητικά φερέφωνα. Παρά τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες μας, βρισκόμαστε καθημερινά και υπό όλες τις συνθήκες(πρόσφατα και της πανδημίας) κοντά στους μαθητές μας. Εκφράζουμε συνεχώς, δημόσια και σε ιδιωτικές συζητήσεις, τις ανησυχίες μας για τη μόρφωση της νεολαίας και το μέλλον της εκπαίδευσης. Πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί είναι κάτοχοι ζηλευτών ακαδημαϊκών τίτλων,έχουν διακριτή κοινωνική, πολιτική και συνδικαλιστική δράση, σηκώνουν το βάρος μορφωτικών και πολιτιστικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων εντός και εκτός σχολείου. Καμιά κυβέρνηση ως τώρα δεν δέχτηκε να ικανοποιήσει το πάγιο αίτημά μας για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα πανεπιστήμια, με ετήσια απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα και ευθύνη της πολιτείας.
Με αιχμή, στην παρούσα φάση, την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού αμφισβητούμε το σύνολο της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, και γενικότερα όλα τα αντιλαϊκά και αντιδημοκρατικά μέτρα. Συγκρουόμαστε με αυτήν την πολιτική, γιατί έχουμε αξιοπρέπεια και συναίσθηση της ευθύνης μας απέναντι στους μαθητές και την κοινωνία. Το «σχολείο του μέλλοντος», που με τυμπανοκρουσίες προαναγγέλλεται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργοστάσιο μαζικής παραγωγής υποταγμένου εργατικού δυναμικού, έτοιμου να καλύψει τις ευμετάβλητες ανάγκες της αγοράς με ελάχιστους μισθούς, μηδενικά δικαιώματα και διαρκώς ανανεωνόμενες δεξιότητες μιας χρήσεως. Προσπαθούν να μας επιβάλλουν ένα ρόλο και έναν εργασιακό χώρο που κανένας εκπαιδευτικός ο οποίος σέβεται το λειτούργημά του δεν πρόκειται να δεχθεί.