Πότε θα υψώσουμε και στην Κέρκυρα, στο Λαζαρέτο ίσως, μαζί με τους Άλλους που έδωσαν σαν εκείνον και τη ζωή τους εκεί για το Δίκιο, φωτεινή με το κόκκινο γαρύφαλλο του Πάμπλο Πικάσο τη Μορφή του;
Αναφερόμαστε στον επαναστάτη αγωνιστή που μέσα στις αποτρόπαιες φυλακές της Κέρκυρας, στην απομόνωση, ενώ είχε καταδικαστεί σε θάνατο, έγραφε μελέτη για τη νεοελληνική λογοτεχνία και τον Διονύσιο Σολωμό και τους άλλους πατεράδες της!
Τον Νίκο Μπελογιάννη.
Που επέρασε, όρθιος όπως σε όλη του
τη ζωή, για λίγο ή πολύ μάλλον και από το Λαζαρέτο στη διάρκεια της Κατοχής, στο ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου υπέφεραν εκατοντάδες Επτανήσιοι κι άλλοι Έλληνες κομμουνιστές κι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Από ετούτα τα κερκυραϊκά χώματα πέρασε σαν ήρωας και πρότυπο Ανθρώπου πριν την αθανασία του ο Νίκος Μπελογιάννης που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή πριν από εξήντα εννιά χρόνια, τις 30 Μαρτίου 1952.
Δέθηκε και με την Κέρκυρα, ως σιδηροδέσμιος επισκέπτης της, ο Νίκος Μπελογιάννης. Δεν είδε τα κάλλη της όλα, ματιές μόνο του επιτράπηκε να ρίξει. Μα είχε το θάρρος και τη δίψα για ζωή και πνευματική δημιουργία και δικαιοσύνη όλων μαζί των συντρόφων του, όλων μαζί των κοινωνικών και πολιτικών αγωνιστών της Ελλάδας και της Επτανήσου που πέρασαν απ’ τη φυλακή της Κέρκυρας, όλων μαζί των αγωνιστών που φυλακίστηκαν στο μαρτυρικό κερκυραϊκό νησάκι Λαζαρέτο στη διάρκεια της Κατοχής.
Γιατί τι άλλο απ’ αυτά σημαίνει το γεγονός ότι με τον θάνατο να τον ζυγώνει, μέσα στις φυλακές της Κέρκυρας, στην απομόνωση, μπορούσε να συγγράφει «Σχέδιο για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», όπως έμεινε στην Ιστορία η αποτυπωμένη και πάλι πριν από λίγα χρόνια σε βιβλίο των εκδόσεων «Άγρα» ανολοκλήρωτη, λόγω της εκτέλεσής του από το μεταπολεμικό καθεστώς της πλουτοκρατίας, εργασία του για τη νεοελληνική λογοτεχνία και τις ρίζες της;
Μέσα σ’ εκείνες τις άθλιες φυλακές της αγγλοκρατίας όπου έναν αιώνα πριν υπέφεραν Επτανήσιοι Ριζοσπάστες, αυτός τους δύο τελευταίους μήνες του 1951 και τις πρώτες μέρες του 1952, μετά την πρώτη καταδίκη του σε θάνατο στην Αθήνα και τη μεταφορά του στο κάτεργο της Κέρκυρας, έγραψε, μεταξύ άλλων, για τα Επτάνησα:
«Η βενετσιάνικη κυριαρχία πολύ σκληρότερη, αλλά και πιο ραφιναρισμένη από την Τούρκικη. Πολύμορφή αντίθεση εξ αρχής. Κι αυτή -ματωμένη πολλές φορές- έθρεψε τον εφτανησιώτικο πνευματικό πολιτισμό. Πριν το ’21 οι Ποπολάροι. Μετά το ’21 ο Ριζοσπαστισμός. Αυτά τα δύο κινήματα γίνονται ο άξονας και οι βάσεις για την εξέλιξη αυτού του πολιτισμού (…) Έχουμε λαϊκό πολιτισμό, τον αγνό, που μυρίζει γη ελληνική και ιδρώτα λαϊκό και αίμα (…)».
Αναφέρεται στην απήχηση της Γαλλικής Επανάστασης στα Επτάνησα, στον Διονύσιο Σολωμό, στον Ανδρέα Κάλβο, στον Νικόλαο Κονεμένο, σε άλλους πολλούς Επτανήσιους.
Τα χειρόγραφά του, που το 1982 εκδόθηκαν στο σύνολό τους από τη «Σύγχρονη Εποχή» του ΚΚΕ, είχε διασώσει από τις φυλακές της Κέρκυρας ο συγκρατούμενός του και σύντροφός του Στάθης Δρομάζος.
«Κείμενα από την απομόνωση»… Με τις σημειώσεις του.
Νωρίτερα είχαν εκδοθεί, μετά τη δολοφονία του, από δικηγόρο του, με ψευδώνυμο Μ. Κουλουριώτης.
Συγκρατούμενός του τα τέλη του 1951 στην Κέρκυρα, ο καταγόμενος απ’ την Κεφαλονιά κομμουνιστής ηγέτης των Ελλήνων ναυτεργατών στη διάρκεια της Κατοχής και καταδικασμένος μαζί και με τον Παξινό ομοϊδεάτη του Μιχάλη Μάστορα σε πολυετή φυλάκιση Αντώνης Αμπατιέλος -που μετά τη Χούντα βρέθηκε πάλι στην Κέρκυρα με τον Μίκη Θεοδωράκη για προεκλογικές εκδηλώσεις του ΚΚΕ- έχει παραδώσει μια συγκλονιστική περιγραφή για τον Νίκο Μπελογιάννη και τη φυλάκισή του στην Κέρκυρα, αλλά και για τις αντιδράσεις του κερκυραϊκού λαού:
«Πρώτες μέρες του Γενάρη 1951. Μαζί μας βρισκόταν ο Νίκος Μπελογιάννης, έχοντας στο κεφάλι του την πρώτη καταδίκη σε θάνατο, από την πρώτη δίκη στην οποία είχε παραπεμφθεί με το νόμο 509/47, φυσικά μαζί με άλλους. Όμως, είχαν σταματήσει οι εκτελέσεις με βάση τα έκτακτα μέτρα του ’46-47 κι έτσι η καταδίκη αυτή θα μετατρεπόταν σε ισόβια με το νόμο 2058/52. Απόγευμα της 6ης του Γενάρη, ημέρα των Φώτων. Αν και θρησκευτική γιορτή, τη χρησιμοποιήσαμε για να στρώσουμε κοινό τραπέζι σε κάθε ακτίνα. Έτσι, το μεσημέρι κύλησε μέσα σε μια θερμή συντροφική ατμόσφαιρα. Το απόγευμα, λοιπόν, καμιά ώρα προτού κλείσει η φυλακή, έρχεται η ειδοποίηση από την Υπηρεσία και ακούγεται η φωνή του κράχτη: “Ο Μπελογιάννης για μεταγωγή”. Έπειτα από μία στιγμιαία σημαδιακή σιγή, στο πόδι όλη η Ακτίνα Θ’, στη συνέχεια και οι υπόλοιπες. Ήταν φανερή η ανησυχία όλων μας. “Γιατί έπαιρναν το Νίκο Μπελογιάννη, αφού είχε λήξει πια η υπόθεση;”. Όλοι φοβούμαστε καμιά προβοκάτσια των Αμερικάνων, όπως έγινε λίγο αργότερα στην Αθήνα, όπου άρπαξαν από τις φυλακές Αβέρωφ για εκτέλεση εφτά συντρόφους που τελικά σώθηκαν χάρη στον ξεσηκωμό των εκεί συναγωνιστών μας.
Δηλαδή, δεν αποκλείαμε να έπαιρναν τον Μπελογιάννη για εκτέλεση-δολοφονία! Γι’ αυτό ζητήσαμε να δούμε αμέσως το διευθυντή. Στην αίτησή μας καμιά απάντηση! Η ώρα περνούσε. Η αφεντιά μου ξεροστάλιαζε στο κιγκλίδωμα, ζητώντας επίμονα από το φύλακα που ήταν εκεί να δω τον αρχιφύλακα, που κι αυτός είχε εξαφανιστεί. Αυτό μας ανησύχησε ακόμη περισσότερο. Ο αρχιφύλακας, λίγο φωνακλάς, στο βάθος ήταν καλός άνθρωπος και συνεννοούμασταν μαζί του. Καταγόταν από την Κεφαλονιά, όμως ήταν πολλά χρόνια εγκατεστημένος στην Κέρκυρα. Είχα πράγματι καλές σχέσεις μαζί του. Πάντα με πρόσεχε και το ότι δεν μπορούσα ούτε καν να τον δω μ’ έβαζε πραγματικά σε μεγάλη ανησυχία. Όλοι μας σκεφτήκαμε, και με το δίκιο μας, ότι κάποιο “λάκκο έχει η φάβα”. Οι διαμαρτυρίες μου για την απουσία κάποιας “αρχής” δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Ο ίδιος ο Νίκος στο τέλος αγανάκτησε τόσο που ξέσπασε: “Άσε τους μπάσταρδους να πάνε στο διάβολο!”. Λίγο προτού κλείσει η φυλακή και θα μπαίναμε στα κελιά μας, αποφασίσαμε να βγει ο Νίκος έξω με τα πράγματά του. Όλες οι ακτίνες ειδοποιήθηκαν να βρίσκονται σ’ επιφυλακή για να βγούνε στα παράθυρα μόλις τους δίναμε το σινιάλο.
Μαζί με το Νίκο έφυγαν κι άλλοι δύο πολιτικοί κρατούμενοι, άσχετοι φυσικά με τον Μπελογιάννη. Έπειτα από κάμποση ώρα ακούμε τις πρώτες φωνές από τα κελιά της απομόνωσης, όπου ήταν έγκλειστοι οι τρεις πολιτικοί κρατούμενοι, μαζί και ο Νίκος.
Ολόκληρη η φυλακή άστραψε και βρόντηξε με την κραυγή “λαέ της Κέρκυρας” και στη συνέχεια με τα συνθήματα. Ο καιρός, 6 του Γενάρη, ήταν πολύ καλός. Μια θαυμάσια γεναριάτικη βραδιά. Λόγω εορτών, το κέντρο της Κέρκυρας, η “Σπιανάδα”, ήταν γεμάτο περιπατητές, οι οποίοι αντιδρούσαν στις εκκλήσεις μας ανάλογα με τις πολιτικές τους τοποθετήσεις. Πάντως όλοι τους, όπως μας είπαν αργότερα, ανησυχούσαν ειλικρινά για το τι συμβαίνει πραγματικά στις φυλακές. Κατά τις εννιά το βράδυ, ακούμε βήματα, τρίξιμο κλειδαριάς και τη φωνή του αρχιφύλακα τοποθέτη: “Ωρέ, πού είναι το κελί του Αμπατιέλου; “.
Άνοιξαν την πόρτα και μου λέει ο αρχιφύλακας: “Έλα έξω που σε θέλει ο διευθυντής”. Με πήγαν στο αρχιφυλακείο, όπου βρίσκονταν ο διοικητής και ο υποδιοικητής της φρουράς χωροφυλακής του “καταστήματος”. Πριν μ’ ανοίξουν κουβέντα, ζήτησα να δω τον Μπελογιάννη. Με πήγαν εκεί και ρώτησα το Νίκο τι γίνεται. Στο κελί αυτό ήταν μαζί με τους άλλους δύο μεταγόμενους. Μου είπε πως απλώς τον έβαλαν εκεί, δεν είδε κανέναν αρμόδιο και δεν ξέρει τι γίνεται. Ο διευθυντής, ένας άβουλος γέρος, δεν τόλμησε να παρουσιαστεί. Η διαπραγμάτευση άρχισε με τους αξιωματικούς της χωροφυλακής. Με διαβεβαίωσαν με το λόγο της στρατιωτικής τους τιμής ότι πρόκειται για κανονική μεταγωγή προς Αθήνα. Τίποτα άλλο δεν ήξεραν! Επέμεινα, έπειτα από πολλή συζήτηση, να δω τα αντίστοιχα χαρτιά. Οι “φίλοι” μας αποτραβήχτηκαν για να το συζητήσουν μεταξύ τους.
Κατάλαβα πως ο αρχιφύλακας επέμενε να ικανοποιήσουν το αίτημά μου ώστε να “ησυχάσει η φυλακή!”. Τελικά, μου έφεραν την ίδια την “απόρρητη” διαταγή της μεταγωγής. Ο Μπελογιάννης θα παραδινόταν στο Τμήμα Μεταγωγών Αθηνών.
Ήταν πια φανερό ότι επρόκειτο για κανονική μεταγωγή και όχι για “αρπαγή” με αλλότριους σκοπούς. Αφού είπα τα σχετικά στο Νίκο Μπελογιάννη, ενημέρωσα μία-μία και τις ακτίνες περί τίνος επρόκειτο και φυσικά την Ακτίνα Θ’, όπου βρισκόταν η καθοδήγηση της Ομάδας Συμβίωσης. Το πρωινό της 7ης του Γενάρη, ο Νίκος και οι δύο συγκροτούμενοι του, συνοδευόμενοι από ένα απόσπασμα χωροφυλακής, με επικεφαλής το διοικητή της φρουράς μας, επιβιβάστηκαν στο καράβι της γραμμής για τον Πειραιά. Έτσι άρχισε ο καινούργιος κύκλος μαρτυρίου του Νίκου Μπελογιάννη που οδήγησε στη γνωστή σκηνοθετημένη δίκη με το νόμο 375/36 και τελικά στη δικαστική δολοφονία του μαζί με τους άλλους».
Το νησάκι Λαζαρέτο, καθώς φαίνεται, ήταν μάλλον η προηγούμενη γνωριμία του γεννημένου και μεγαλωμένου στην Αμαλιάδα Νίκου Μπελογιάννη με την Κέρκυρα. Ήταν εκεί ίσως το 1942 ή το 1943, όταν οι Γερμανοί μετέφεραν στο Λαζαρέτο εκατοντάδες κρατούμενους απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές της Αιτωλοακαρνανίας και της Ακροναυπλίας, παραδομένους σ’ αυτούς απ’ το φασιστικό μεταξικό καθεστώς. Πλάι σε Κερκυραίους κι άλλους Επτανήσιους κομμουνιστές και αγωνιστές της Αντίστασης στον φασιστικό Άξονα.
Ο κομμουνιστής Γιώργης Τρικαλινός -που το 1974 εξουσιοδοτημένος από την ηγεσία του ΚΚΕ ηγήθηκε στην πόλη της Κέρκυρας της ανασυγκρότησης της Οργάνωσης του κόμματος των Ελλήνων κομμουνιστών στο νησί- ανέφερε το 1976 σε κείμενό του για το μαρτυρικό νησάκι Λαζαρέτο και τους φυλακισμένους κι εκτελεσμένους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές που είχαν μεταφερθεί σ’ αυτό απ’ την Ακροναυπλία κι άλλες περιοχές:
«Τους μετέφεραν εκεί από την Ακροναυπλία και τους έκλεισαν στις μεσαιωνικές φυλακές του. Και δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η τύχη τους αν δεν προλάβαινε το ΕΛΑΝ, το Σεπτέμβρη του 1943, τον καιρό που κατέρρεε ο Μουσολίνι, να τους αρπάξει από τα νύχια των Ιταλών φασιστών». Αρκετοί, όσοι δεν έμειναν για ένα χρονικό διάστημα στην Κέρκυρα ενισχύοντας το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του νησιού, αμέσως μεταφέρθηκαν «στις απέναντι ελεύθερες ακτές της Αλβανίας. Από ‘κει, περπατώντας πολλά μερόνυχτα, νηστικοί και ξυπόλητοι, έφτασαν στα ελεύθερα βουνά της Ελλάδας και μπήκαν στην υπηρεσία της Εθνικής Αντίστασης. Πολλοί απ’ αυτούς αναδείχτηκαν σε άξια στελέχη της, σαν τον αξέχαστο σύντροφό μας Νίκο Μπελογιάννη».
Ο ίδιος ο Μπελογιάννης αναφέρεται άλλωστε σ’ εκείνη την πορεία του σε συνοπτικό βιογραφικό του σημείωμα, αναφέροντας για τη σύλληψή του στις αρχές της Κατοχής στην Αίγινα και τη συνέχεια:
«Με πήγαν στην Αίγινα όπου έμεινα μέχρι την άνοιξη του 1942 και από κει μεταφέρθηκα στην Ακροναυπλία. Το Δεκέμβρη του ’42 οι Ιταλοί μάς πήγανε στα στρατόπεδα Κατούνας, Βόνιτσας, Κέρκυρας. Εκεί με ενέργειες της ομάδας, οι Ιταλοί ξεχώρισαν οχτώ άρρωστους συντρόφους (το Ζαχαράτο, εμένα και 6 άλλους) και μας έστειλαν για τη φυλακή της Σωτηρίας, τέλη Αυγούστου 1943. Με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών Σ/βρης 1943 καταφέραμε να απελευθερωθούμε. Στάλθηκα στην Πελ/σο όπου δούλευα σαν β’ στην αρχή και ύστερα σαν α’ Γραμματέας στην ΚΟ της Πάτρας».
Με τον ΕΛΑΣ είχε πάρει μέρος, μεταξύ άλλων, στη μάχη για την απελευθέρωση της Καλαμάτας απ’ τα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας, όπου μαζί με άλλους είχε βρει τον θάνατο ο Κερκυραίος αξιωματικός Γιάννης Σέρβος απ’ το χωριό Σπαρτίλας, διοικητής του 9ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στη Μεσσηνία.
Οι δεσμοί του με τα Επτάνησα ήταν παλιοί και πολλοί, όλοι αγωνιστικοί.
Τον Δεκέμβριο του 1936, επί δικτατορίας Μεταξά, είχε συλληφθεί: «(…) μας δίκασαν 3 μήνες φυλακή και 6 εξορία. Μόλις τελείωσε η φυλακή μου, επειδή την εξορία την έκανες μετά το τέλος της θητείας, με έστειλαν στο πειθαρχικό λόχο της Κεφαλονιάς, που είχε τότε φτιάξει ο Μεταξάς. Τον Ιούλη του ’37 κατάφερα και έφυγα. Ήρθα στην Πάτρα και δούλεψα στην οργάνωση της Π.Ε. (…). Τον Οκτώβρη ήμουνα βοηθός του Γραμματέα της οργάνωσης και όταν οι νομοί Ηλείας – Ολυμπίας και Ζακύνθου έγιναν ξεχωριστή Περιφερειακή Οργάνωση στάλθηκα εκεί Γραμματέας». Στη Ζάκυνθο από στόμα σε στόμα των κομμουνιστών του νησιού έχει διασωθεί η αγωνιστική καθοδηγητική συμβολή του εκείνα τα χρόνια.
Σύμφωνα με αναφορά της Ασφάλειας, «το έτος 1937 ανέλαβε την Γραμματείαν της Περιφ. Επιτροπής Πελ/νήσου – Επτανήσου και Δυτ. Ελλάδος του ΚΚΕ».
Ο σπουδαίος Ζακύνθιος μουσικοσυνθέτης, επίσης κομμουνιστής Αλέκος Ξένος, εκείνα τα χρόνια, λίγο μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, είχε συνθέσει το μεγαλειώδες μουσικό έργο «Ο Διγενής δεν πέθανε», παραφράζοντας συναφές έργο του Λευκάδιου μεγάλου ποιητή και ηγέτη του ΕΑΜ Λογοτεχνών Άγγελου Σικελιανού, με τη συγκατάθεση του ποιητή, προκειμένου το έργο να αφιερωθεί στον Νίκο Μπελογιάννη και να εκφράσει την αθανασία των ιδεών του για το Δίκιο και τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική Δημοκρατία.
«Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα. Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη (…) Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε. Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία. Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει», είχε θρηνήσει τον θάνατό του ο Γιάννης Ρίτσος.
Σ’ έναν προοδευτικό δημοσιογράφο με κερκυραϊκές ρίζες, τον Σπύρο Δενδρινό, έμελλε να δώσει τη στερνή συνέντευξή του πριν απ’ την εκτέλεσή του.
Όπως έμελλε ένας απ’ τους στρατοδίκες που τον καταδίκασαν εκ νέου σε θάνατο το ’52 να συνδέεται με την ίδια οικογένεια συνεπώνυμού του Νομάρχη Κέρκυρας ανδρείκελου των ναζί κατακτητών του νησιού.
«Αν τελικά σωθούμε, εμένα θα με πάνε μάλλον στην Κέρκυρα. Γι’ αυτό φρόντισε εσύ να βγει αυτή η μελέτη», είχε γράψει ο Μπελογιάννης στη συγκρατούμενή του στην Αθήνα πριν την εκτέλεση σύντροφό του Έλλη Παππά. Με τη σειρά της αυτή έγραψε για το μήνυμα του Νίκου Μπελογιάννη με τη μελέτη του προς τη νεολαία: «Μελετάτε, ερευνάτε, δημιουργείτε, μη δεχτείτε ποτέ πως είσαστε δέσμιοι και ηττημένοι του ιμπεριαλισμού, του συστήματος ή οποιουδήποτε άλλου δαίμονα της εποχής μας – και της εποχής σας».