Τι λέτε, θα «έβγαζε» μία ολόκληρη πενθήμερη εργάσιμη εβδομάδα με 8ωρη ημερήσια εργασία και ορθοστασία ο συμπαθητικός υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης αν η ζωή τον είχε φέρει στη θέση του εργάτη στο χαλυβουργείο της Θεσσαλονίκης ή, για να μην τον πάμε τόσο μακριά και σε τόσο βαριά βιομηχανία, στη θέση του εργαζόμενου στο πολυτελές ξενοδοχείο «Kontokali Bay» ή σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο των μελών της Ένωσης Ξενοδόχων Κέρκυρας είτε στη θέση του εργάτη στο λατομείο «Ιόνιαν Καλκ» στην Κεφαλονιά είτε σε μια πολύ πιο κοινή θέση όπως αυτή του υπαλλήλου σ’ ένα μεγάλο ιδιωτικό σουπερμάρκετ ή σ’ ένα καφέ μπροστά στη θάλασσα στη Ζάκυνθο και τη Λευκάδα;
Θα άντεχε;
Και τι θ’ απαντούσε, άραγε, στον υπουργό Εργασίας της χώρας του αν αυτός του έλεγε πως για το καλό του τού δίνει το… δικαίωμα να δουλεύει δέκα ώρες και βάλε την ημέρα αντί οκτώ, χωρίς καν να πληρώνεται υπερωριακά τις ώρες αυτές, μόνο βέβαια όποτε τού το «προτείνει», με κάθε ευγένεια πάντα, εννοείται, ο ιδιώτης εργοδότης του;
Παραλείποντας την αυτονόητη απάντηση στο τελευταίο ερώτημα, επανερχόμαστε φίλες και φίλοι στο αρχικό: Θα άντεχε, λέτε, ο κ. Χατζηδάκης; Θα άντεχαν την εξουθένωση τα πόδια του;
Ή θα τα ‘χε παρατήσει μετ’ από, το πολύ, δυο-τρεις μέρες δουλειάς;
Επιπλέον, θα παρέμενε μάλιστα τόσο χαμογελαστός όσο ήταν όταν μας ανήγγειλε -σε πραγματικό ρεσιτάλ ηθοποιίας που θα το ζήλευαν οι καλύτεροι σταρ του Χόλυγουντ- το γνωστό πια εξόφθαλμα αντεργατικό νομοσχέδιο που δίκην αρχαίου Τυράννου εισηγείται στη Βουλή;
Μήπως θα κατέρρεε και, πράγματι μετ’ από δυο-τρεις μέρες δουλειάς, θα «την έκανε», που λέμε, μ’ ελαφρά πηδηματάκια ή τρέχοντας, εφόσον δεν τον είχαν προδώσει τελείως τα πόδια του;
Λάθος ίσως, φίλες και φίλοι, αν κλίνατε στην άποψη ότι θα τα παρατούσε! Εκεί θα ‘ταν τώρα και θα δούλευε και θα δούλευε και θα δούλευε με τέτοιον υπουργό Εργασίας που του ‘τυχε, αν δεν είχε άλλη καλύτερη δουλειά να πάει για να βιοποριστεί. Εκεί θα ‘ταν εφόσον δεν «είχε μία» ή είχε μόνο λίγα στο σπίτι, στην Τράπεζα, «στην άκρη» που λέμε, για μια κακή ανάγκη. Αν τον περίμεναν τα έξοδα των παιδιών στο σπίτι και λογαριασμοί σωρός ακόμη και για να ‘χει λίγο φως και νερό, για τα στοιχειώδη, δηλαδή, για να επιβιώσει και να μεγαλώσει και να μορφώσει τα παιδιά του. Πολύ περισσότερο, αν ήταν απογοητευμένος, απελπισμένος από την υποχώρηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος ή δεν ήξερε κιόλας με πόσους -και πόσο αιματηρούς- αγώνες οι πρόγονοί του κατάχτησαν κάποτε την οκτάωρη ημερήσια εργασία!
Έτσι δεν είναι φίλες και φίλοι;
Όχι κάποια γενική και αόριστη Ελευθερία, αλλά η Ανάγκη, αυτή η «μαμή της Ιστορίας», καθορίζει τη στάση μας.
Προφανώς, λοιπόν, η υποκριτική στον τόσο αίσχιστο βαθμό κυρίαρχη οικονομική και πολιτική τάξη στο πρόσωπο του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη «βγάζει» το αποκρουστικό, ανελεύθερο πρόσωπό της, μιλώντας για… ελευθερία του εργαζόμενου να δουλεύει δέκα ώρες και βάλε. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι προσωπικά ο κ. Χατζηδάκης το πρόβλημα. Μιαν ολόκληρη κυρίαρχη τάξη εκφράζει αυτός μ’ όσα αναίσχυντα μας λέει.
Είναι η ελληνική, η ευρωπαϊκή, η παγκόσμια εκείνη κοινωνική τάξη που πάντα, μα πολύ περισσότερο εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, δηλαδή μετά την πτώση του «αντίβαρου» της Σοβιετικής Ένωσης ως πρώτης μεγάλης απόπειρας του ανθρώπου να οικοδομήσει μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, «βαράει αλύπητα» τους εργαζόμενους παντού σχεδόν όπου γης, 135 χρόνια πια, σήμερα, μετά την ηρωική κι αιματοβαμμένη εξέγερση των Αμερικανών εργατών. Η τάξη που ζητάει πίσω όλο και περισσότερα απ’ όσα υπό πίεση παραχώρησε. Που γυρίζει πίσω την Ανθρωπότητα, ενώ η τεχνολογική πρόοδος επιτρέπει όχι μόνο τόσα όσα είχε κατακτήσει η εργατική τάξη -αυτή στην οποία οφείλουμε όλα σχεδόν όσα βλέπουμε γύρω μας και χρησιμοποιούμε όπως είχε γράψει ένας Κεφαλονίτης το 1895- μα κι άλλα τόσα απ’ όσα έχουν κατακτηθεί!
Διότι έχει δίκιο δυστυχώς ο κ. Χατζηδάκης όταν μας λέει ότι αυτό που θέλει να νομοθετήσει είναι λίγο-πολύ η ευρωπαϊκή «κανονικότητα» κι ότι όλα αυτά τα απαίσια που θέλει να νομοθετηθούν βρίσκουν στήριξη σε ευρωπαϊκές «Οδηγίες», σε πράξεις δηλαδή της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μάλιστα επί πολλά χρόνια εψήφιζε και με τα δυο της χέρια η περιφερειάρχης μας των Ιονίων Νήσων στις Βρυξέλλες. Απλώς η δύναμη του εργατικού κινήματος εμποδίζει ή καθυστερεί σε άλλη χώρα λίγο και σε άλλη χώρα πολύ την πλήρη υλοποίηση σειράς βαθιά αντεργατικών νομικών προβλέψεων. Όσο και αν οι διάφοροι υποστηρικτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης «μασάνε τα λόγια» τους επ’ αυτού και καμώνονται ότι δήθεν οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πράττουν διαφορετικά ή ότι τάχα φταίνε οι «νεοφιλελεύθεροι» και όχι συνολικά οι υπερασπιστές του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, δεν μπορεί παρά να γνωρίζουν, όπως όλοι μας, πως αυτή είναι η πικρή, πικρότατη πραγματικότητα.
Δεν θα ασχοληθούμε άλλο όμως με τον κ. Χατζηδάκη ή και με τους κωμικοτραγικούς ισχυρισμούς του ότι με τις ανατροπές του νομοσχεδίου του έρχονται σχεδόν ημέρες δόξας για την ελληνική οικονομία, αφού άλλωστε, όπως προαναφέραμε, δεν είναι προσωπικό το πρόβλημα. Αρκούμαστε ν’ αφιερώσουμε στον ίδιο και το λοιπό κυβερνητικό πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης που δείχνει έτοιμο -όπως δυστυχώς και το αντίστοιχο επτανησιακό- να υπερψηφίσει αυτή τη χυδαία «μεταρρύθμιση», λίγους ταιριαστούς στίχους του Γερμανού αγωνιστή διανοούμενου Μπέρτολτ Μπρεχτ που πολλές φορές έργα του έχουν παρουσιαστεί στα νησιά μας:
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε:
Να ο δρόμος προς τη δόξα.
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε:
Να ο δρόμος για το μνήμα.
Κι ετούτους:
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λένε πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη
Για τους ανθρώπους του λαού!
Θέλουμε να κλείσουμε αυτές τις γραμμές με μια διπλής σημασίας υπενθύμιση ιστορικού γεγονότος που αφορά μεν την Κέρκυρα, μα στην πραγματικότητα αφορά όλα τα Ιόνια νησιά μας, γιατί πάνω-κάτω τα ίδια συνέβησαν, τότε, σ’ όλα τα νησιά μας: Τι συνέβαινε, εννοούμε, ακριβώς τέτοιες ημέρες πριν από εκατό χρόνια. Ναι, το 1921.
Τότε λοιπόν, γιορτάζοντας την Εργατική Πρωτομαγιά, οι εργαζόμενοι της Κέρκυρας διαδήλωναν με συνθήματα για το 8ωρο. Τώρα, ακριβώς έναν αιώνα μετά, η εργατική τάξη, οι εργάτες και οι υπάλληλοι στα νησιά μας, δεν μπορούν παρά να κάνουν, μαζί με τους άλλους εργαζόμενους της χώρας, ό,τι οι παππούδες και οι προ-παππούδες μας, για τον ίδιο ακριβώς λόγο! Αυτό, νομίζουμε, τα λέει όλα για το «εκσυγχρονιστικό» κυβερνητικό νομοσχέδιο!
Το μόνο ερώτημά μας είναι αν οι εργατοϋπάλληλοι των νησιών μας θα έχουν μαζί τους, όπως τότε, όχι μόνο εκείνα τα άλλα κοινωνικά στρώματα που έχουν κάθε συμφέρον να συμπαρατάσσονται σαφώς με την εργατική τάξη, αλλά γενικά και όσους δηλώνουν δημοκράτες και γνωρίζουν φυσικά ότι βασικό
-το βασικότερο στην πραγματικότητα- μέτρο της Δημοκρατίας είναι τα δικαιώματα των εργαζομένων. Τότε, το 1921, όλα εκείνα τα χρόνια, τόσο στην Κέρκυρα όσο και στα άλλα νησιά μας είχαν συμπαραταχθεί με την εργατική τάξη με δηλώσεις τους, με λόγια, με πράξεις, επιστήμονες και διανοούμενοι οπαδοί της αστικής Δημοκρατίας, μαζί με συναδέλφους τους οπαδούς της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής Δημοκρατίας, συμβάλλοντας και αυτοί σε κατακτήσεις του εργατικού κινήματος. Αρκούμαστε να αναφέρουμε επ’ αυτού τον Παναγιώτη Γιωτόπουλο και τον Θεόδωρο Μακρή, που ηγήθηκαν διαφόρων κοινωνικών τοπικών επιστημονικών και συναφών οργανώσεων και φορέων στην Κέρκυρα και αναρωτιόντουσαν τι σόι Δημοκρατία είναι αυτή στην οποία οι διακηρύξεις για Ελευθερία και Δημοκρατία σταματούν στις πόρτες των εργοστασίων ή για να το πούμε με τη σημερινή πραγματικότητα στις πόρτες των ξενοδοχείων και γενικότερα των τόπων εργασίας!
Θα συμφωνείτε ίσως, υποθέτουμε φίλες και φίλοι, ότι σε τελική ανάλυση αυτό που διακυβεύεται είναι πόσο πιο άδικο ταξικά, πόσο πιο ανελεύθερο, πόσο πιο στυγνά εκμεταλλευτικό, πόσο πιο δικτατορικό υπέρ της κυρίαρχης αστικής τάξης και εις βάρος της εργατικής τάξης στους τόπους εργασίας θα γίνει το είδος της Δημοκρατίας που έχουμε και το οποίο ακόμη και όταν μας επιτρέπει να κάνουμε δημοψήφισμα, τότε, μόλις μέσα σε μια νύχτα, αν το επιτάσσουν τα συμφέροντα των λίγων, το «όχι» μας το κάνει «ναι». Πόσο λιγότερο δημοκρατική, για να το πούμε με δύο λέξεις, θα γίνει η χώρα μας.
Κατά τα άλλα, η μόνη απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον μπορεί με δημοκρατική πανστρατιά να κερδηθεί αυτή η δημοκρατική μάχη, βρίσκεται, νομίζουμε, σε λόγια πάλι του Μπρεχτ, μα και σε λόγια του διεθνώς σημαντικότερου Έλληνα πεζογράφου του περασμένου αιώνα, που είχε επισκεφθεί και τα μέρη μας.
«Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει», ήταν τα λόγια με τα οποία το απάντησε ο Μπρεχτ.
Ο Νίκος Καζαντζάκης το απάντησε μ’ ετούτα τα λόγια: «Μη ρωτάς αν θα νικήσεις ή θα νικηθείς. Πολέμα!».
Αν προτιμάτε την απάντηση ενός Επτανήσιου σπουδαίου λογοτέχνη που για εργατικό ξεσηκωμό της εποχής του έγραψε σονέτο με πρώτο στίχο τα λόγια «Σηκώθη η άγια εργατιά το δίκιο της να λάβει», να τι αυτός, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, απάντησε πριν από ακριβώς εκατό χρόνια: «Φτάνει δα να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του για να τους χορέψει στο ταψί»!
Ποιοι ψήφισαν τον κύριο Χατζηδάκη?????αυτοί να μας απαντήσουν