Στις αρχές του 21ου αιώνα, συγκεκριμένα το 2001, δημιουργείται σε χαλκό από τον γλύπτη Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (ή Παλιόγλου) μία ακόμη γλυπτή απεικόνιση του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, η οποία βρίσκεται στην πόλη Coper, στις ακτές της Αδριατικής, στη Σλοβενία. Η συγκεκριμένη πόλη παλαιότερα ονομάζονταν Capo d’ Istria, και αποτελεί τόπο καταγωγής της οικογένειας Καποδίστρια από το όνομα της οποίας προήλθε και το όνομά της. O παρών είναι ο πρώτος χρονολογικά από τους δύο ανδριάντες, οι οποίοι φιλοτεχνούνται αυτόν τον αιώνα, με θέμα τον Καποδίστρια – ο άλλος είναι εκείνος που βρίσκεται στην Αγία Πετρούπολη, στη Ρωσία – και επίσης ο ένας από τους δύο που δεν βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Η παραγγελία του εν λόγω γλυπτού ήταν πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Σλοβενίας, στο πλαίσιο τιμής προς την συγκεκριμένη προσωπικότητα, τη χρονιά ακριβώς, που έκλειναν εκατόν εβδομήντα χρόνια από τη δολοφονία της.
Το γλυπτό είναι τοποθετημένο σε περίοπτο σημείο, στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας, που υπάρχει στην εν λόγω πόλη. Φέρει δε διαστάσεις υπερβάλλουσες του συμβατού και εδράζεται σε μικρό μαρμάρινο βάθρο χαμηλού ύψους, ορθογώνιου σχήματος και λιτής όψης. Στην εμπρόσθια όψη του βάθρου είναι σημειωμένο – σήμερα δυσδιάκριτο λόγω φθοράς – το ονοματεπώνυμο του εικονιζόμενου.
Η μορφή παρουσιάζεται ντυμένη με το σύγχρονο ένδυμα της ανώτερης τάξης της εποχής της και καθισμένη σε κάθισμα της ίδιας εποχής, με στήριγμα στα νώτα και χωρίς βραχίονες. Χαρακτηριστικά στοιχεία όπως η στενή πλάτη του καθίσματος και το κατώτερο σημείο των μπροστινών ποδιών του, αποδομένο στο σχήμα του ποδιού ενός λιονταριού, παραπέμπουν στο στυλ Empire των αρχών του 19ου αιώνα. Μέσω των άνω, φανερά ρεαλιστικής φύσης, επιλογών του δημιουργού, η μορφή ταυτίζεται με την πραγματικότητα του χρόνου και του τόπου όπου έζησε πριν γίνει κυβερνήτης της Ελλάδας, δηλαδή την εποχή του Ναπολέοντα, όταν βρισκόταν ως διπλωμάτης της Ρωσίας στη Γαλλία και την Ελβετία. Στο στυλ του καθίσματος του έργου, κάθε άλλο παρά αρχαιοπρεπές, ο γλύπτης προτείνει μια πιο σύγχρονη εκδοχή του θέματος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους ανδριάντες της νεοελληνικής τέχνης με σχετικό θέμα. Ωστόσο, αν και ο γλύπτης προστρέχει σε ρεαλιστικά κατά βάση θέματα – το δείξαμε – η παρουσία του αρχαιοελληνικής προέλευσης υφάσματος – σινδόνης – το οποίο καλύπτει από την κορυφή του ως κάτω όλο το κάθισμα, καθώς και ο τρόπος της τοποθέτησής του πάνω από το σύγχρονο ρούχο στην περιοχή των μηρών της μορφής, μαρτυρούν ότι τελικά δεν απομακρύνεται εντελώς από τα κλασικιστικά πρότυπα, που διέπουν την ευρωπαϊκή και τη νεοελληνική ανδριαντοποιία τους δύο προηγούμενους αιώνες.
Ο Καποδίστριας αποδίδεται σε στάση κατά μέτωπο, με τον κορμό στητό, τα χέρια να αναπαύονται στους μηρούς, το αριστερό κρατώντας επιπλέον ένα βιβλίο. Το συγκεκριμένο παραπληρωματικό στοιχείο αποτελεί συμβολική εικονοποίηση της ευαισθησίας και της εν γένει μεγάλης συμβολής του στα θέματα της παιδείας, και ιδιαίτερα λίγο αργότερα, ως Κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, στην οργάνωση της ελληνικής παιδείας. Με τη σειρά τους, τα πόδια του, υιοθετώντας τη φυσική στάση ενός καθήμενου ανθρώπου, αποδίδονται σε σχετική παραλληλότητα, δημιουργώντας αρκετό κενό μεταξύ τους, κάτι άλλωστε σκόπιμο και αναγκαίο προκειμένου να αναδειχτεί έτσι η πολύ εκφραστική κύμανση που δημιουργείται από το ξεδίπλωμα του υφάσματος ανάμεσά τους.Στη σχηματική πραγμάτωση των κάτω άκρων της μορφής, το έργο γειτνιάζει φανερά με εκείνο του Γεωργίου Μπονάνου, που αναπαριστά τον Παντελή Βασσάνη, έργο το οποίο κοσμεί την εμπρόσθια όψη του Βασσάνειου Μεγάρου στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά, όπως επίσης και με εκείνο του Γεωργίου Βρούτου με θέμα τον Αδαμάντιο Κοραή, που βρίσκεται μπροστά από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας.
Φανερά εμπνευσμένο από τον τύπο της αντρικής καθήμενης μορφής, που η νεοελληνική ανδριαντοποιία πραγματεύεται από την αρχή ήδη του 20ού αιώνα, το παρόν έργο θυμίζει περισσότερο εκείνον του Ιωάννη Καποδίστρια, που κοσμεί τον αύλειο χώρο του κτιρίου της πρυτανείας του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Ωστόσο, στη σχηματική απόδοσή τους, τα έργα διαφέρουν, κυρίως ως προς τον αρχαιοελληνικό – κλασσικό τύπο καθίσματος, την κύπτουσα στάση του κορμού και τη χιαστή πόζα των ποδιών του Καποδίστρια της Αθήνας, για να πλησιάσουν περισσότερο σε σημεία όπως για παράδειγμα η επιλογή του ίδιου παραπληρωματικού στοιχείου, του βιβλίου, που κρατά στα χέρια η μορφή. Η επιλογή, επιπλέον, του δημιουργού να τοποθετήσει, εδώ, το ύφασμα με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό να καλύπτει και ένα μέρος από το σύγχρονο ρούχο της μορφής στην περιοχή των μηρών, φέρνει το έργο πλησιέστερα σε έργα όπως τον επίσης καθιστό ανδριάντα που παριστάνει τον Ολύμπιο Δία, έργο του Λεωνίδα Δρόση, που βρίσκεται στον αύλειο χώρο μπροστά από την Ακαδημία Αθηνών, εκείνο του Γεώργιου Βρούτου με τον Κοραή, τέλος, εκείνο που αναπαριστά τον Κωστή Παλαμά, έργο του Βάσου Φαληρέα.
Στην πλαστική του απόδοση, το έργο διέπεται από ένα ρεαλιστικό ύφος μνημειακής υφής, με διαθέσεις απλουστευτικής φύσης, κυρίως όσον αφορά τη διαχείριση των όγκων, οι οποίοι πλάθονται αρκετά επίπεδοι, καθώς και εκφραστικής, που αφορά την επεξεργασία της επιφάνειάς τους. Αν και επιβλητικός στο στήσιμό του, η όψη του προσώπου του Καποδίστρια αποπνέει συγκαταβατικότητα, καλοκαγαθία και συμπάθεια, τηρώντας με συνέπεια την αλήθεια της ψυχής και της ζωής του.
Πρόκειται για έργο φανερά μνημειακού χαρακτήρα, το οποίο, εκτός ότι μακραίνει τη γραμμή των γλυπτών απεικονίσεων του Καποδίστρια, εισάγοντάς την στον 21ο αιώνα, προεκτείνει επιπλέον ως τις αρχές αυτού του αιώνα – παράλληλα με τις ρεαλιστικές τάσεις – την κλασικιστική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη μνημειακή γλυπτική τον 19ο και τον 20ό αιώνα, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρά τον κλασικιστικό επιπλέον χαρακτήρα, στον οποίο παραπέμπει το έργο σε μια πρώτη ανάγνωση, η απώτερη πρόθεση του γλύπτη παραμένει στο πλαίσιο μιας καθαρά ρεαλιστικής προσέγγισης του θέματος.
*H γράφουσα απευθύνει ειλικρινείς ευχαριστίες για τις πληροφορίες που της παρείχαν, στη Διευθύντρια του Μουσείου Καποδίστρια στην Κέρκυρα, κ. Ντάρια Κοσκόρου, όπως εξίσου στις κυρίες Χαραλαμποπούλου και Γραμμένου.