Στο μουσείο του Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου ( ΠΙΙΕΤ ) , στη Χώρα της Τήνου, συναντούμε ακόμη μία γλυπτή απεικόνιση του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, * φιλοτέχνημα του Τήνιου γλύπτη Ιωάννη Βούλγαρη (Βερναδάδο 1884 – Αθήνα 1960) .
Το έργο έχει δημιουργηθεί σε πρόπλασμα γύψου και σε μικρές σχετικά διαστάσεις ( ύψος 108 εκ. , πλάτος 42 εκ. , βάθος 63 εκ.) , χωρίς αμφιβολία, με την προοπτική να επαναδημιουργηθεί σε μάρμαρο ή να χυτευτεί σε χαλκό, στόχος που προφανώς τελικά δεν ευοδώθηκε – ίσως ο πόλεμος, ίσως ο θάνατος του καλλιτέχνη δεν το επέτρεψαν. Το γλυπτό εδράζεται σε απόλυτα λιτή, ορθογώνιου σχήματος βάση – στήλη από ξύλο. Στο ανώτερο σημείο της εμπρόσθιας όψης της, υπάρχει ένθετη επιγραφή με κεφαλαία γράμματα, η οποία πληροφορεί σχετικά με το θέμα και τον δημιουργό του έργου,
Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ.
Το παρόν αποτελεί μέρος του συνόλου των έργων, που δωρίζονται στο εν λόγω μουσείο το 1972 από τον γιο του γλύπτη, Ευάγγελο Βούλγαρη. **
Είναι άγνωστο αν το έργο υπήρξε παραγγελία ή πρωτοβουλία του ίδιου του γλύπτη, καθώς και ο ακριβής χρόνος της δημιουργίας του. Το σίγουρο είναι ότι έχει φιλοτεχνηθεί μετά την επιστροφή του καλλιτέχνη από το Παρίσι, δηλαδή είτε ανάμεσα στα 1917 και 1930 – χρόνια που ο Βούλγαρης δημιουργούσε την προτομή του Θ. Κολοκοτρώνη και τον επίσης καθιστό ανδριάντα του Ελ. Βενιζέλου – οπότε είναι προγενέστερο του σχετικού καθιστού ανδριάντα του Γ. Μπονάνου, που βρίσκεται στα Προπύλαια τουΠανεπιστημίου, στην Αθήνα, είτε μετά από εκείνον, οπότε συνιστά και το νεότερο της ομάδας των γλυπτών έργων με θέμα τον Καποδίστρια, που φιλοτεχνήθηκαν τον 20ό αιώνα.
Ο Καποδίστριας εικονίζεται σε πολύ νέα ηλικία, πριν ακόμη γίνει κυβερνήτης της Ελλάδας, ντυμένος με το τυπικό κοστούμι της εποχής και το μακρύ πανωφόρι, και καθισμένος σε θρόνο,ο οποίος, φανερά εμπνευσμένος από τα αρχαιοελληνικά γλυπτά των κλασικών χρόνων, αποτελείται στο κάτω μέρος από το κάθισμα και στο άνω από το ερεισίνωτο. Το κάθισμα συνιστά μια πλήρη συμπαγή παρουσία, πάνω στην οποία διακρίνεται, σε λεπτή ανάγλυφη απόδοση, ο σκελετός του, καθώς και ένας αρκετά ενδιαφέρων ημιανάγλυφος και εγχάρακτος διάκοσμος. Το ερεισίνωτο εξάλλου πλαισιώνεται εκατέρωθεν – κατά τον κλασικό τρόπο αλλά και την κλασικιστική νοοτροπία – από ύφασμα με πλούσιο όγκο, που κατεβαίνει νωχελικά καλύπτοντας όλη την εσωτερική του πλευρά και συνεχίζει επιπλέον και στη δεξιά πλα’ι’νή όψη του καθίσματος, όπου ενώνεται με το πανωφόρι για να την καλύψουν σχεδόν εξ ολοκλήρου. Σ’ αυτήν την κατιούσα πορεία του, το ύφασμα δημιουργεί ένα αξιοπρόσεκτο κυματοειδές – σιγμοειδές σχήμα, που ”προικίζει” με εκφραστική χροιά την εν γένει σύνθεση και χρησιμεύει επιπλέον ως φόντο στη μορφή.
Στη σχηματική της απόδοση, η μορφή επαναλαμβάνει τη μορφική σύνταξη, η οποία βασίζεται στο γνωστό θέμα της αντρικής καθιστής μορφής, που κυριαρχεί στη μνημειακή γλυπτική των νεότερων χρόνων. Ωστόσο, εδώ, ο γλύπτης, αν και διατηρεί ζωντανά αρκετά στοιχεία της κλασικιστικής πλαστικής παράδοσης, προτείνει μια πιο προσωπική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο εν λόγω τύπος προβάλλεται μέσα από μια δυναμικότερη και εκφραστικότερη πραγμάτωση, απαντώντας σε πιο σύγχρονες αναζητήσεις, όπως θα δείξουμε αμέσως πιο κάτω.
Έτσι, ο Καποδίστριας αποδίδεται με το κεφάλι σε αρκετά έντονη στροφή αριστερά και με τον άνω κορμό να κάμπτεται με σχετική ορμή εμπρός.
Τα χέρια του, ελαφρά λυγισμένα στον αγκώνα και τον καρπό, ακουμπούν πάνω στους μηρούς, ωστόσο όχι σε στάση ράθυμης χαλάρωσης, όπως σε άλλα έργα αυτού του είδους, αλλά μάλλον μοιάζοντας να πιέζουν το συγκεκριμένο σημείο σαν να αποζητούν να στηρίξουν ή και να συγκρατήσουν την προκύπτουσα στάση του άνω κορμού ‘ το δεξιό χέρι κρατά επιπλέον διπλωμένο ειλητάριο. Τα πόδια, με τη σειρά τους, τοποθετημένα σύμφωνα με τη φυσική στάση ενός καθιστού προσώπου, διακρίνονται με σαφήνεια μεταξύ τους λόγω του κενού τμήματος, που δημιουργείται ανάμεσά τους . Επιπλέον, το δεξιό από αυτά προβάλλεται περισσότερο από το αριστερό, το οποίο, εντονότερα λυγισμένο στο γόνατο, φέρεται λίγο πιο πίσω.
Μέσω των άνω επιλογών, ο δημιουργός επιτυγχάνει να προσδώσει στη μορφή ζωντάνια, εκφραστικότητα και σχετική κινητική διάθεση, ούτως ώστε να πλησιάζει περισσότερο τη φυσική εικόνα ‘ με αυτόν τον τρόπο, αν και στην πραγματικότητα, η μορφή στέκει άπραγη, εν τούτοις δείχνει ότι βρίσκεται μεταξύ αδράνειας και δράσης. Με την κάμψη εξάλλου του άνω κορμού, των χεριών και των ποδιών της, δημιουργείται επιπλέον μια επιτυχής εναλλαγή οξείων και αμβλείων γωνιών, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις τέλεια ορθές γωνίες που σχηματίζουν το άνω και κάτω μέρος του καθίσματος. Με αυτόν τον τρόπο, ο συμπαγής, αδρανής όγκος του επίπλου ” αντιφάσκει ” με τη ” ζωντανή ” και ελαφρά δρώσα μορφή, την οποία ”υποδέχεται ” ωστόσο με απόλυτα φιλόξενη διάθεση, ασφαλίζοντας έτσι την αρμονική συνύπαρξή τους.
Εδώ, ο γλύπτης εσκεμμένα δεν παραμελεί καμία όψη του έργου, αντίθετα – το δείξαμε – η ανάδειξη όλων τους αποτελεί κύριο μέλημά του. Ετσι, μέσα από την επιλογή της τοποθέτησης του υφάσματος, ώστε το τελευταίο να προεξέχει περιβάλλοντας το πίσω μέρος του ερεισινώτου και επίσης, μαζί με το πανωφόρι, τις πλα’ι’νές όψεις του καθίσματος, το έργο απομακρύνεται από μια επιπεδικής φύσης διαχείριση, αποκτώντας περισσότερο όγκο, έντονα περιοπτικό χαρακτήρα και περαιτέρω πεδία έκφραστικής δυναμικής.
Αξίζει επιπλέον να σημειωθεί ότι αν συνδυάσουμε το ειλητάριο, που η μορφή κρατά διπλωμένο στο χέρι – στοιχείο, το οποίο παραπέμπει, μέσα σ’ άλλα, σε πολιτική δραστηριότητα και σε συνταγματικές διατάξεις – με το νεαρό της ηλικίας της, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το παρόν έργο πραγματεύεται τον Καποδίστρια
( 1776 – 1831 ) στα πρώιμα χρόνια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, συγκεκριμένα γύρω στο 1803, όταν εκείνος – μόλις 27 ετών – είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της ”Επτανήσου Πολιτείας” και το ειλητάριο αποτελεί μάλλον αναφορά στο Σύνταγμά της, το οποίο ο Καποδίστριας συνέταξε κατά τη διάρκεια εκείνης της θητείας του.
Η κάμψη προς τα εμπρός του άνω κορμού της μορφής γειτνιάζει με το γνωστό σχήμα, το οποίο ήδη συναντούμε στον επίσης καθιστό Καποδίστρια του Γ. Μπονάνου, στην Αθήνα. Ως προς την πόζα του αριστερού χεριού, που ακουμπά στον μηρό, αλλά και των ποδιών της, το έργο βρίσκει επίσης αναφορά στις καθήμενες μορφές του Παντελή Βασσάνου, του Γεωργίου Αβέρωφ και του Ιωάννη Θερμογιάννη, όλα τους έργα, τα οποία έχουν ως κοινή εικονογραφική αφετηρία τύπους ήδη πραγματευμένους στο πλαίσιο της κλασικιστικής γλυπτικής, όπως για παράδειγμα εκείνον του βασιλιά Μαξιμιλιανού Ιωσήφ, έργο του Christian Daniel Rauch.
Στην πλαστική της πραγμάτωση, η μορφή αποδίδεται με σωματότυπο μικρό και ραδινό, έχοντας τις πλάτες στενές, τον κορμό και τα πόδια σχετικά κοντά. Διαπιστώνεται επίσης μια ελαφρά δυσαρμονία διαστάσεων ανάμεσα στο αρκετά μεγάλο μέγεθος του κεφαλιού – που κυριαρχεί στη σύνθεση – και το υπόλοιπο σώμα της μορφής. Τα φυσιογνωμικά εξάλλου χαρακτηριστικά του προσώπου της, ακολουθώντας έναν εξιδανικευμένο ρεαλισμό, ωραιοποιούνται, εξευγενίζονται. Ωστόσο, παρά την ήρεμη και ευγενική όψη της, η μορφή αποπνέει φανερά τη δυναμικότητα και την ορμητικότητα της νιότης καθώς και τη σιγουριά, το κύρος και την επιβλητικότητα της θέσης και της αξίας της.
Στο παρόν έργο, ο καλλιτέχνης, αν και διατηρεί αρκετά στοιχεία κλασικής καταγωγής και κλασικιστικής παράδοσης, υπακούει επιπλέον σε καινούργιους δημιουργικούς κανόνες και προσαρμόζεται περισσότερο στην έκφραση ενός νέου πνεύματος, που δεν είναι άλλο από αυτό του μέγιστου Γάλλου μετρ και δημιουργού του Σκεπτόμενου και των Προεστών του Καλαί . Η έντονη διάθεση του γλύπτη για έκφραστικότητα, που χαρακτηρίζει το παρόν, όπως άλλωστε και το σύνολο των έργων του Βούλγαρη, οφείλεται αναμφίβολα στην επιρροή του Rodin, ενώ η ευγένεια, που αποπνέει η μορφή, αποτελεί ένα καθαρά ιδιωματικό στοιχείο της τέχνης του.
* η άλλη, στο ίδιο μουσείο, είναι ο Καποδίστριας του Λ. Σώχου, που παρουσιάστηκε σε προηγούμενο άρθρο της παρούσας σειράς.
** Στυλιανός Λαγούρος, Ιωάννης Εμμ. Βούλγαρης (1884-1960), Εκδόσεις ”Τήνος”.
Οι ευχαριστίες της γράφουσας, θερμές και ειλικρινείς, πηγαίνουν στην κυρία Nικολέττα Τριανταφύλλου, πρόεδρο του Πνευματικού Κέντρου Πανόρμου, Γιαννούλης Χαλεπάς, Δήμου Τήνου, όπως εξίσου και στην κυρία Ελευθερία Αφεντάκη, υπεύθυνη του μουσείου ΠΙΙΕΤ, στην οποία οφείλεται και η λήψη των σχετικών φωτογραφιών, που ανήκουν στο προσωπικό αρχείο της γράφουσας και δημοσιεύονται για πρώτη φορά στον Τύπο.