Στην πίσω, βορεινή, πλευρά του κτιρίου της διοίκησης και αρκετά κοντά στην κεντρική πύλη της εισόδου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, διαμορφώνεται ένας ευρύς ανοικτός χώρος, εν είδει πλατείας, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει ο μεγαλόσχημος και αρχαιοπρεπής ανδριάντας του Θεμιστοκλή ( 527 ή 524-459 π.Χ. ), Αθηναίου πολιτικού, στρατηγού και θριαμβευτή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 π.Χ.).
Η πρωτοβουλία για την ανέγερση του έργου ανήκει στον τότε διοικητή της Σχολής, τον Κερκυραίο αντιναύαρχο Βασίλειο Μαρτζούκο, ο οποίος αναθέτει τη δημιουργία του στον καταξιωμένο γλύπτη Χρήστο Λαζαράκη, το 2005. Ο αντιναύαρχος – όπως μου εξήγησε ο ίδιος – έκρινε, και πολύ σωστά, ότι μετά τα αγάλματα του Ποσειδώνα, του Κωνσταντίνου Κανάρη και του Ιωάννη Ματρώζου, καθώς και τις προτομές της Μπουμπουλίνας, του Ανδρέα Μιαούλη και άλλων ναυμάχων αγωνιστών του 1821, όλα έργα προγενέστερα του παρόντος, που κοσμούν τους υπαίθριους χώρους της εν λόγω Σχολής από τον περασμένο αιώνα, θα θεωρείτο στάση αγνώμων και άδικη να λείπει από τη σπουδαιότερη ναυτική σχολή της Ελλάδας η γλυπτή απεικόνιση της σημαντικότερης ναυτικής στρατηγικής προσωπικότητας, που ανέδειξε η Αρχαιότητα.
Το γλυπτό δημιουργείται αρχικά σε μακέτα από πλαστελίνη γλυπτικής, πολύ μικρών διαστάσεων ( 0,47 μ. ύψος ), οι οποίες αντιστοιχούν σε κλίμακα που αναλογεί στο 1/5 του έργου, κατόπιν σε πρόπλασμα γύψου, για να χυτευτεί αμέσως μετά σε ορείχαλκο. Αποπερατώνεται το 2006, οπότε τοποθετείται στο βορειοδυτικό σημείο της Πλατείας Ελευθερίας – όπου λαμβάνουν χώρα οι επίσημες τελετές της Σχολής – και αποκαλύπτεται το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς.
Ωστόσο, η πρώτη αυτή τοποθέτηση του έργου δεν ήταν και η τελική. Θα ακολουθήσει μια μικρή οδύσσεια από μετακινήσεις και εκ νέου τοποθετήσεις του. Έτσι, ένα χρόνο μετά την αποκάλυψή του, το γλυπτό μεταφέρεται σε ένα απόμερο σημείο προς τα δυτικά της επικράτειας της Σχολής για να απομακρυνθεί λίγους μήνες μετά από τη Σχολή. Πολύ αργότερα, ανάμεσα στα χρόνια 2013-2014, το έργο θα επιστρέψει στην επικράτειά της για να τοποθετηθεί στη σημερινή του θέση.
Υπερβαίνοντας τις συμβατές διαστάσεις, το γλυπτό αγγίζει το ύψος των 2,35 μέτρων και εδράζεται σε τετράγωνη βάση μηδαμινών διαστάσεων (0,09 μ. ύψος και 0,07 μ. πλάτος έκαστης πλευράς) από το ίδιο υλικό, πάνω σε ορθογώνιου σχήματος βάθρο από λευκό μάρμαρο, όχι ψηλό ( 1,10 μ. ύψος και 0,77 μ. πλάτος έκαστης πλευράς ) και πολύ λιτό στην όψη. Στο ανώτερο σημείο της πρόσοψης του βάθρου, είναι σημειωμένο με εγχάρακτα κεφαλαία γράμματα το όνομα της τιμώμενης προσωπικότητας, ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ. Ακριβώς από κάτω, υπάρχει, μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο, του οποίου τα ανώτερα άκρα είναι αμβλυγώνια, ανάγλυφος διάκοσμος, όχι μεγάλου πάχους, με θεματικό περιεχόμενο, που συνδέεται άρρηκτα με την αναπαριστώμενη μορφή και τη φύση της Σχολής που κοσμεί. Πρόκειται για την παράσταση αρχαίου πλοίου, συγκεκριμένα μιας τριήρους αποδομένης σε πλάγια όψη. Σε κατώτερο επίπεδο – εκτός πλαισίου – υπάρχει εγχάρακτη επιγραφή που αναβιώνει την ιστορική φράση ΕΧΟΥΜΕ ΓΗΝ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ / ΕΧΟΝΤΑΣ ΠΛΟΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ. Η ιδέα της επιλογής του εικονογραφικού διακόσμου καθώς και της επιγραφής με την αρχαία ρήση ανήκει στον αντιναύαρχο Μαρτζούκο και συμφωνήθηκε από κοινού με το δημιουργό του έργου.
Ντυμένος με τη στρατιωτική του ενδυμασία και αρματωμένος, ο Θεμιστοκλής στέκει όρθιος και σε στάση πλήρη πολεμικής ετοιμότητας. Αποδίδεται με τον κορμό και το κεφάλι σε ελαφρά στροφή στα δεξιά του, με τα πόδια σε διάσταση, το δεξιό επιπλέον σε ομόρροπη με το κεφάλι προβολή. Τα χέρια, με τη σειρά τους, ενώ κατεβαίνουν κατά μήκος του σώματος, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από αυτό, το δεξιό κρατώντας δυναμικά το ξεγυμνωμένο ξίφος, το άλλο κραδαίνοντας ήπια στο πλάι την ασπίδα.
Με τη στροφή του κορμού, του κεφαλιού και του δεξιού ποδιού της μορφής, με τα ελεύθερα περιγράμματα καθώς και με τους πλάγιους άξονες που δημιουργούνται από τις φυγόκεντρης φύσης κινήσεις των χεριών της με τα όπλα, δημιουργείται μια αξιοπρόσεκτη κινητική δυναμική και ένας έντονος εκφραστικός ρυθμός, που ερμηνεύουν πειστικά την ένταση της στιγμής, αντανακλώντας ταυτόχρονα την αγωνιστική διάθεση του στρατηγού. Επιπλέον, η επιλογή της διάστασης των ποδιών της μορφής συμβάλλει στη σταθερότητα και την ασφαλέστερη στήριξή της, ενώ η στάση των χεριών της, όπως και τα παραπληρωματικά στοιχεία – σπαθί, ασπίδα – ολοκληρώνουν συνθετικά το έργο, ενισχύουν το θεματικό του περιεχόμενο και το ανοίγουν στο χώρο, καθιστώντας το περίοπτο, δημιουργώντας έτσι στο θεατή την επιθυμία να κινηθεί γύρω από αυτό.
Αν και υπάρχει ενέργεια και δυναμισμός, ωστόσο η κίνηση του στρατηγού, στην ουσία, δεν είναι ακόμη πολεμικά δρώσα αλλά προετοιμάζεται κι αυτή όπως και η επικείμενη μάχη. Αν το ξίφος και η ασπίδα, που έχει η μορφή ανά χείρας, παραπέμπουν σε πόλεμο, ο τρόπος που τα κρατάει οδηγούν στη σκέψη ότι η μάχη δεν διεξάγεται ήδη αλλά βρισκόμαστε μόλις πριν ή ακριβώς στη στιγμή της εκκίνησής της. Έτσι, η ασπίδα, η οποία δεν είναι τοποθετημένη μπροστά από το θώρακα της μορφής, κάτι απαραίτητο σε ώρα μάχης για την προφύλαξή της από τα χτυπήματα του εχθρού, όπως και το ξίφος, το οποίο, στη συγκεκριμένη τοποθέτησή του, δεν στρέφεται ευθέως κατά του εχθρού με πρόθεση επίθεσης αλλά κατευθύνεται προς τα κάτω – συμβολική αναφορά στα πάτρια εδάφη – ως επιτακτική προτροπή για αγώνα υπέρ βωμών και εστιών, συνιστούν στοιχεία, τα οποία υποδεικνύουν ότι το έργο πραγματεύεται τη στιγμή που, μόλις λίγο πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Θεμιστοκλής παροτρύνει και ενθαρρύνει με σθένος τους στρατιώτες του να πολεμήσουν για την ελευθερία της Ελλάδας.
Αυτή η γεμάτη ορμητικότητα και αποφασιστικότητα στάση του στρατηγού, με το σώμα ευθυτενές, το στήθος προτεταμένο, το κεφάλι αγέρωχο και κραδαίνοντας τα όπλα του, όχι μόνο παραπέμπει στη ναυμαχία, που επίκειται οσονούπω, αλλά προοιωνίζει επιπλέον τη νικηφόρο έκβασή της.
Εδώ, ο Θεμιστοκλής – αν και τα κρατάει στα χέρια του – δεν πολεμάει ακόμη με τα όπλα αλλά με την καρδιά και τη ψυχή του, αποτελώντας ο ίδιος με τη στάση του ένα απτό παράδειγμα γενναιότητας για τους στρατιώτες του.
Ως προς αυτό το σημείο, η παρούσα μορφή διαφέρει φανερά από εκείνη στον ομώνυμο ανδριάντα του γλύπτη Νικόλα (Παυλόπουλου, 1909-1990 ), που βρίσκεται επίσης στον Πειραιά, κοντά στο λιμένα, η οποία, αποδομένη σε στάση περισσότερο παθητική, έχει το ξίφος ακόμη στη θήκη του και προβαίνει σε χειρονομία ρήτορα, προσπαθώντας να εμπνεύσει και να παροτρύνει το στρατό με τα λόγια, ενώ στο δικό του έργο, ο Χρήστος Λαζαράκης διάλεξε αντίθετα να απαθανατίσει το στρατηγό ως ένα παράδειγμα έμπρακτης ανδρείας και αγωνιστικότητας για τους στρατιώτες του, που είναι και το πλέον ενδεικτικό και πειστικό.
Όπως στο σχήμα το ίδιο και στο πλάσιμό του, το έργο κινείται φανερά στο πνεύμα του ρεαλισμού. Έτσι, η μορφή δομείται από καθαρούς όγκους, που αναδεικνύουν ένα σωματότυπο ρωμαλέο και σφύζοντα από δύναμη, με τονισμένη μυολογία, ιδιαίτερα σε σημεία όπως οι κνήμες με τους φουσκωμένους μύες, στοιχεία, τα οποία συνάδουν απόλυτα με την αρρενωπή φύση και τη στρατιωτική – πολεμική ιδιότητα του εικονιζομένου.
Στο παρόν έργο, ο γλύπτης επιτυγχάνει να συνδυάσει θέμα και επάρκεια έκφρασης. Χωρίς να εξαντλείται σε περιττές λεπτομέρειες, εστιάζει στην κίνηση, καθιστώντας τη μορφή φορέα εκφραστικής αλήθειας και συνεπούς απόδοσης του στιγμιαίου, δίνοντας έτσι έμφαση στο ουσιαστικό. Ο Θεμιστοκλής, εδώ, ενσαρκώνει την εικόνα του στρατηγού, που κινείται και ο ίδιος, με θάρρος και αποφασιστικότητα, στην πρώτη γραμμή της μάχης μαζί με τους στρατιώτες του ως primus inter pares, αποτελώντας το ιδανικότερο και γνησιότερο πρότυπο πατριωτισμού για τις εσαεί επερχόμενες γενιές. Γιατί η διδαχή και το παράδειγμα είναι περισσότερο στάση ζωής και πράξεις παρά λόγια. Με τον τρόπο αυτό, το θεματικό και ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου ανάγεται επιπλέον από χρονικό σε διαχρονικό, από ειδικό σε γενικό.
*Η λήψη των φωτογραφιών όλων των έργων έγινε από τη γράφουσα, το Μάη του 2021, ανήκουν στο προσωπικό της αρχείο και είναι η πρώτη δημοσίευσή τους σε έγχρωμη μορφή στον Τύπο.
Η γράφουσα απευθύνει ειλικρινείς ευχαριστίες στον αντιναύαρχο Βασίλειο Μαρτζούκο και στο γλύπτη Χρήστο Λαζαράκη, για την πολύτιμη βοήθεια που της παρείχαν.