Προσωπικότητα που σφράγισε με την πολυσχιδή δράση του τη ζωή στην Κέρκυρα επί δεκαετίες τον προηγούμενο αιώνα.
Αυτό ήταν ο Ερωτόκριτος Μωραΐτης, που έφυγε από τη ζωή το 1978 σε ηλικία 83 ετών και ακόμα και πολιτικοί του αντίπαλοι, πλην των πλέον φανατικών υποστηρικτών της εξόντωσης των αγωνιστών του ΕΑΜ την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, του «έβγαζαν το καπέλο».
Αριστερός σοσιαλιστής και Γραμματέας του ΕΑΜ της Κέρκυρας την ύστερη περίοδο της Κατοχής, αλλά και μετά απ’ αυτήν σε συνθήκες νέων διώξεων μέχρι που η λειτουργία του απαγορεύτηκε.
Γιατρός από εκείνη την πάστα των ιατροφιλόσοφων κι αγωνιστών Επτανήσιων λειτουργών της ιατρικής επιστήμης που θεράπευαν όχι μόνο το σώμα. Αποκούμπι των φτωχών κι αδικημένων της ζωής. Τον θυμούνται να τους δίνει, όχι να τους παίρνει χρήματα. Γιατρός με μελέτες κι εργασίες για τις αδενοπάθειες. Παθολόγος με επιστημονικές περγαμηνές.
Άνθρωπος με πολλά πνευματικά ενδιαφέροντα που κάλυπταν όλη τη ζωή, τον νου, την καρδιά, στάθηκε στο πλευρό της πρωτοπόρου των κερκυραϊκών Γραμμάτων λογίας Ειρήνης Δενδρινού, όταν όλα «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» η νέα η μακαρθική μεταπολεμική. Κατάβαθα μορφωμένος. Με ευγένεια ψυχής.
Με λόγον ποιητικό. Συνάμα στιβαρό. Σολωμικό. Βαθιά επτανησιακό. Και κρητικό. Μα και κάπως δαντικό. Επίσης, κάπως σεξπιρικό.
Πιο Κερκυραίος, δηλαδή, από πολλούς Κερκυραίους; Πανέλληνας, κυρίως, θα λέγαμε, κατά το «Είμαι και Ζακυθινός και Μωραΐτης κι’ Ανατολίτης κι’ Αθηναίος, είμαι Πανέλληνας» που ‘χε πει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο ίδιος χωρίς τοπικιστικούς σοβινισμούς ασπαζόταν.
Σθεναρός υποστηρικτής μιας Ελλάδας διαφορετικής από εκείνη που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά. Με τον λαό να απολαμβάνει όλα όσα δικαιούται, ήθελε. Όλα όσα του ανήκουν.
Αλύγιστος, αν και μετριοπαθής ως χαρακτήρας, όπως επίσης έχει περιγραφεί από φίλους και γνωστούς του.
Ποιος από ‘κείνα τα χρόνια δεν θυμάται το θάρρος του όταν υποτιθέμενοι εθνικόφρονες προχωρούσαν σε βανδαλισμό των γραφείων της εφημερίδας του ΕΑΜ «Φωνή του Λαού»! Όταν το μεταπολεμικό κράτος εξαπέλυε απηνείς διωγμούς εναντίον των κομμουνιστών της Κέρκυρας και άλλοι ΕΑΜίτες έκαναν πίσω διαχωρίζοντας τη θέση τους απ’ το ΕΑΜ, εκείνος έμεινε μαζί με τους κομμουνιστές και ακόμη και χωρίς αυτούς, όταν δεν μπορούσαν να εμφανιστούν επειδή τους αναζητούσαν για να τους συλλάβουν, κράτησε ψηλά τη σημαία του ΕΑΜ και υπερασπίστηκε τον ηρωικό σηκωμό του αθηναϊκού λαού τον Δεκέμβρη του 1944!
Με το ίδιο αγωνιστικό πνεύμα του πρωτεργάτη του ΕΑΜ της Κέρκυρας συναδέλφου του και φίλου του κομμουνιστή γιατρού Σπύρου Γλυκιώτη.
Οργάνωσε με άλλους συναγωνιστές του πανηγυρικό εορτασμό του ΕΑΜ τα τέλη του 1945, ξεσηκώνοντας πάλι τον κερκυραϊκό λαό για τα δίκαιά του. Στο Γυμναστήριο του «Κερκυραϊκού» αθλητικού συλλόγου που τον «Ύμνο» του είχε γράψει ο Κωστής Παλαμάς. Ο ποιητής εκείνος που είχε πει: «Φτάνει ένας»!
Δεν τράπηκε σε φυγή αλλά μπήκε μπροστά για να αποτρέψει μια γενικευμένη ένοπλη σύγκρουση σε όλο το νησί τον Οκτώβριο του 1944, όταν την επομένη της απελευθέρωσης κρατικά, ημικρατικά και παρακρατικά όργανα του ΕΔΕΣ εξαπέλυσαν δολοφονική επίθεση σε άοπλους διαδηλωτές χαρμόσυνης εκπληκτικής σε όγκο συγκέντρωσης του ΕΑΜ, όπου ήταν βασικός ομιλητής.
Συγχρόνως συγκρούστηκε με τους Βρετανούς και αντέδρασε στον μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Έδρασε κατευναστικά με την ελπίδα, την αυταπάτη βέβαια όπως αποδείχθηκε ότι είχαν πολλοί στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, ότι τελικά θα γινόταν σεβαστό το δικαίωμα του λαού να διαλέξει ελεύθερα, όπως πίστευε, τον δρόμο που επιθυμούσε.
Αποσύρθηκε αργότερα από τον πολιτικό στίβο. Εις μάτην ο άλλοτε σοσιαλιστής στο νησί Γεράσιμος Λύχνος, σε υψηλή διευθυντική θέση πια στο μεγαλύτερο ελληνικό εκδοτικό συγκρότημα των Αθηνών, του πρότεινε ξανά και ξανά να είναι υποψήφιος με το κεντρώο όπως χαρακτηριζόταν Κόμμα των Φιλελευθέρων, εναντίον υποτίθεται της Δεξιάς. Δεν ξεχνούσε τι είχε συμβεί!
Ο Ερωτόκριτος Μωραΐτης γεννήθηκε το 1895 στο κερκυραϊκό χωριό Άγιοι Δέκα το υμνημένο απ’ τον Όσκαρ Ουάιλντ με υπέροχους στίχους και γεμάτο απογόνους Κρητικών προσφύγων απ’ τον 9ο ακόμη αιώνα, όπως μάλλον κι η δική του φαμίλια, καθώς κι άλλων λίγων τον 17ο αιώνα με την πτώση της Κρήτης απ’ τους Βενετούς στους Οθωμανούς. Βεβαιωμένα, καταγόταν απ’ το κρητικό χωριό Άγιοι Δέκα!
Θέλησε κι έγινε γιατρός.
Με σπουδές στην Πάδοβα, στην Ιταλία.
Πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία.
Κι επέκρινε τους τυχοδιωκτισμούς των Βρετανών και των Ελλήνων υποτελών τους.
Το 1929 ανήκε σ’ αυτούς που έστερξαν να προσφέρουν βοήθεια στους Κερκυραίους αγρότες για να ιδρύσουν Αυτόνομο Οργανισμό Αγροτικής Πίστης μπας και ξεφύγουν κάπως απ’ τα τραπεζικά δόκανα. Δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του. Άγιος ο λαός έλεγε!
Εκεί που ο Ιρλανδός ποιητής Όσκαρ Ουάιλντ το 1877 έγραψε το ποίημα «Santa Decca» με στίχους όπως ετούτοι:
Τα μεσημέρια τραγουδούν ανέμελα οι βοσκοί
γιατί ο Πάνας πέθανε (…)
Έπαψε ο Ύλας να γυρεύει τις πηγές (…)
Κι όμως – ίσως σ’ αυτό το γητεμένο
από τη θάλασσα νησί
μασώντας τα πικρά φρούτα της μνήμης
κάποιος θεός κείται
κρυμμένος εις τα ασφόδελα.
Εκεί, στο περιβεβλημένο με αρχαίους μύθους Γαλήσιον όρος του χωριού, είχε επιλέξει για να περάσει, όταν έρθ’ η ώρα του, στον άλλο κόσμο. Εκεί αποσυρόταν κάθε τόσο. Εκεί του ‘γραφε και η Ειρήνη Δενδρινού.
Συχνά απαντούσε σε παλιούς συναγωνιστές του, δίνοντάς τους κουράγιο κι αισιοδοξία, με λόγια που παρέπεμπαν σ’ ετούτους τους στίχους του Διονύσιου Σολωμού:
Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν,
και τα βασίλεια κι όλα,
τίποτα δεν είναι σαν στητή,
μένει η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της
κοιτά χαμογελώντας
κι ανθοί σ’ αυτά
παντού κι αργά βλασταίνουν (…)
Άλλες φορές τα παρηγορητικά λόγια του παρέπεμπαν σ’ ένα δίστιχο του ίδιου του «Ερωτόκριτου»:
Και καθανείς που διάβασε εδά ας το κατέχει,
μη χάνεται στα κίνδυνα μα πάντοτ’ ολπίδα ας έχει.
΄Ρωτόκριτος!
Ένας Κρητικός Κερκυραίος ή καλύτερα Κερκυραίος Κρητικός, όπως του λέγανε, με τις καλύτερες αρετές και των δύο λαών του Ιονίου αφενός και του Αιγαίου-Κρητικού πελάγους αφετέρου. Γέννημα-θρέμμα στο ιόνιο νησί όπου ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου έφτασε κιόλας το 1710 και πέρασε στη λογοτεχνική ιστορία ως «επτανησιακό χειρόγραφο» ενσωματωμένο με ιδιαίτερον τρόπο στο επτανησιακό γλωσσικό ιδίωμα. Στο βαθιά μουσικό νησί όπου έστω καθυστερημένα ο συνθέτης Σπύρος Μαυρόπουλος το 2000, πριν ενορχηστρώσει εκπληκτικά τη «Διεθνή» των Εργατών όλου του κόσμου, μελοποίησε τμήμα του «Ερωτόκριτου».
Ανοιχτό βιβλίο, λένε, ήταν ο επιστήμονας Κερκυραίος Ερωτόκριτος.
Τον χαρακτήριζαν, όπως τον θυμάται ακόμη σήμερα ο υπέργηρος γιατρός Σπύρος Μώρος, οι αρετές της εντιμότητας, της Τιμής, της φιλίας, της γενναιότητας, του κουράγιου. Οι κυρίαρχες δηλαδή, θα έλεγε κανείς, του «Ερωτόκριτου» του Κορνάρου! Ήταν «πολύ καλός γιατρός» με «μεγάλη προσφορά στην Κέρκυρα».
Κοντά στο παλιό Νοσοκομείο, θυμίζουμε, βρίσκεται ο δρόμος που φέρει τ’ όνομά του.
Σαν άλλος Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Σαν εκείνον τον νεότερό του επαναστάτη Κερκυραίο λογοτέχνη του έργου «Η τιμή και το χρήμα» που έβαζε την Τιμή πάνω από το χρήμα και αλληλογραφούσε θερμά πριν απ’ αυτόν με την -πανέμορφη λόγια και μαχήτρια σε αντιπολεμικές κινητοποιήσεις- Ειρήνη Δενδρινού λες κι αυτή ‘τανε μέσα του ό,τι η Αρετούσα για τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου. Κάπως έτσι κι ο Ερωτόκριτος Μωραΐτης είχε αναπτύξει μαζί της έντονους ψυχικούς και πνευματικούς δεσμούς.
Στα αρχεία του κράταγε κι ό,τι αφορούσε τον απόντα απ’ το 1923 απ’ τη ζωή αντιπολεμικό «Ντίνο» Θεοτόκη τον λατρεμένο για την πένα του από την ίδια αυτή Ειρήνη, με την οποία μοιράζονταν οι δυο τους πια τις απόψεις για τον σοσιαλισμό, τους κοινωνικούς αγώνες, τους πολέμους, τη δημοτική γλώσσα του λαού. Εξίσου ίσως γοητευμένος μαζί της.
Αφιέρωση μια ιστορική φωτογραφία με λόγια βαθειάς εκτίμησης τού έστειλε η Ειρήνη Δενδρινού τον Αύγουστο του 1960 στο χωριό.
Ήταν απ’ τη συγκέντρωση δημοτικιστών στο χωριό της Κορακιάνας το 1905, όπου καλεσμένοι ήταν μα δεν μπόρεσαν να ‘ναι παρόντες κι ο Παλαμάς κι ο Ψυχάρης, αλλά ήταν ο Θεοτόκης, ο Λορέντζος Μαβίλης, ο Αλέξανδρος Πάλλης και πόσοι άλλοι εικονιζόμενοι ή όχι στη φωτογραφία. Την πρόσφερε στον «πολύτιμο φίλο» της. Της θύμιζε «μίαν από τις ωραιότερες σελίδες» της ζωής της.
«Αγαπημένε μου και στερνέ μου φίλε», του ‘γραφε πια «με τους στοργικώτερους φιλικούς χαιρετισμούς» της κι ευχές για τον νέο χρόνο σε όλη την οικογένειά του τις πρώτες ημέρες του 1965.
«Σε σένα, ερημίτη των αγίων δέκκα υγεία ακλόνητη και κανέναν έλεγχο συνειδήσεως που μας εγκαταλείψατε για το ερημητήριό σας στους αγίους Δέκκα» συνέχιζε, καλώντας τον ερχόμενος στην πόλη να περάσει ένα πρωί να την βρει. «Θα χαρώ τόσο πολύ!».
«Αγαπητή Κυρά» την προσφωνούσε ο ίδιος τις 9 Φεβρουαρίου 1959 στέλνοντάς της «φιλιά κι αγάπη» μαζί με τη βαθειά του εκτίμηση, καθώς εκείνη δεχόταν τιμές για τα 80χρονά της.
Συνέχιζε απ’ το χωριό:
«Άλλος της Μούσας διαλεκτής, στης άνθησίς Σου τον καιρό, λύρα κρατώντας ορφική για Σε τραγούδησε, κι’ άλλοι πειό άξιοι κι αρμόδιοι απ’ εμέ τα ογδοηντάχρονά Σου σήμερα αντάξια θα τιμήσουν. Εγώ λίγα λουλούδια πτωχικά μονάχα, μπορώ να Σου προσφέρω και που τα συνοδεύει μιά ολόψυχη ευχή, έτσι σαν τώρα, θαλερή, χαρούμενη κι’ ευτυχισμένη ως τα εκατό Σου να γιορτάσεις».
Τόσο για το θάρρος όσο και για τις γλωσσοπλαστικές του προτιμήσεις στον επτανησιακό θα λέγαμε πολιτικό του λόγο μιλά με δικά του λόγια, περισσότερο από άλλα, το φύλλο της εφημερίδας του ΕΑΜ Κέρκυρας «Φωνή του Λαού» με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 1945, αφιερωμένο καθώς ήταν αφιερωμένο στον εορτασμό των τεσσάρων χρόνων του ΕΑΜ εν μέσω κορύφωσης των διωγμών των αγωνιστών του μετά από δολοφονίες και πιέσεων για «αποκήρυξη» τουλάχιστον του αθηναϊκού Δεκέμβρη του 1944.
Έγραψε τότε, μεταξύ άλλων, ως «συναγωνιστής», ενώ ήταν Γραμματέας του ΕΑΜ Κέρκυρας, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας επωνύμως:
* «Βασιλική δικτατορία και καμουφλαρισμένος φασισμός ήταν το τραγικό του Δεκέμβρη δίλημμα. Και ο αγώνας άρχισε με τη δολοφονία του Λαού στην Πλατεία του Συντάγματος κι’ ο αγώνας συνεχίζεται άγριος, σκληρός, αμείλικτος και θα συνεχισθεί ως την ώρα που θα ξεριζωθεί και το τελευταίο του φασισμού στη χώρα μας υπόλειμμα, ως την ώρα που θ’ αποκτήσει ο λαός την αληθινή του λευτεριά και θα επιβάλλει τα απαράγραπτα πάνω στην ζωή δικαιώματά του».
* «Ακολουθούν οι άγριες χιτλερικές ορδές και πιο πίσω ακόμα δειλά προχωρούν του Μπενίτο Μουσσολίνι τα τσακάλια (…) Μαύρο κι’ αδιαπέραστο το σκοτάδι της σκλαβιάς απλώνεται στη θλιμμένη Χώρα. Ο λαός της καταδικάζεται στην πείνα και την εξαθλίωση (…) Εκείνοι που θάπρεπε να τον βοηθήσουν, να τον καθοδηγήσουν, να τον εμψυχώσουν, ή περάσαν στην υπηρεσία του εχθρού ή αποτραβηχτήκαν σαν σαλίγκαροι στα καβούκια τους».
* «Κατακτητής και εθνοπροδότες προσπαθούν να πνίξουν στο αίμα το Λαϊκό ξεσήκωμα. Μα το ΕΑΜ δεν τρομοκρατείται, στέκει ακλόνητο στη θέση του και αχρηστεύει με τη σειρά όλα τα καταχθόνια του εχθρού σχέδια. Συγκροτείται η Εθνική Αλληλεγγύη, κερδίζεται η μάχη του ψωμιού, ο Λαός δεν πεθαίνει όπως πρώτα στους δρόμους από την πείνα. Η επιστράτευση για δουλειά στα εργοστάσια της Γερμανίας ματαιώνεται».
* «Σχηματίζεται κυβέρνηση των βουνών κι’ ο λαός στις περιοχές αυτές γνωρίζει ευνομία και τάξη που ποτέ προτήτερα δεν γνώρισε (…) Ο θρυλικός Κόκκινος Στρατός κατεβαίνει στα Βαλκάνια κι’ ο εχθρός αναγκάζεται ν’ αποσυρθεί από την Ελλάδα».
* «Δεκέμβρης του 1944… Ντόπια και ξένη αντίδραση με συνεπίκουρο το δοσιλογισμό και του φασισμού τα υπολείμματα μ’ επικεφαλής τον επίορκο Γλύξμπουργκ Γεώργιο απειλούν τη με τόσους αγώνες και θυσίες αποχτηθείσα λευτεριά. Ελευθερία ή θάνατος ήταν το σύνθημα των ηρώων του 1821».
Το «ξεσκλάβωμα» από τα κάθε λογής «πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεσμά» ζητούσε η προκήρυξη για τον εορτασμό, καταγγέλλοντας τη σύμπραξη δήθεν «δημοκρατικών» δυνάμεων με τις πιο αντιδραστικές εναντίον του λαού και καταλήγοντας: «Ζήτω ο κερκυραϊκός λαός».
Γιατρός και ο γιος του Γιάννης Μωραΐτης (1921-1993). Με πλούσια κοινωνική προσφορά ως πρόεδρος της Ιατροχειρουργικής Εταιρείας Κέρκυρας με την πολύ γνωστή κοινωφελή κι επιστημονική, μη κερδοσκοπική δραστηριότητα. Επί οκτώ χρόνια ήταν επικεφαλής της, από το 1983.
Αγωνιστής. Κομμουνιστής. Νεαρός πήρε μέρος κι αυτός στην Εθνική Αντίσταση στο νησί, μαζί με τον πατερά του. Ήταν στην Εργατική Αλληλεγγύη, στέλεχος και συνυπεύθυνος με τη Γεωργία Ρούση για την έκδοση της εφημερίδας της «Αλληλεγγύη».
Στο τοπικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ο γιατρός Θεόδωρος Γουλής τον θυμάται ακόμα με πόσο πείσμα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τη διάσπαση του κόμματος των Ελλήνων κομμουνιστών έμεινε πιστός στις ιδέες του για τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία, στο ΚΚΕ.
Γιατρός διαπρεπής κι αυτός. Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή, υφηγητής πριν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Τα εγγόνια του Ερωτόκριτου Μωραΐτη, το καθένα με τις ιδέες του για το παρόν και το μέλλον, έμελλε να κάνουν, μεταξύ άλλων, κάποια από τα πράγματα για την Τέχνη και τα Γράμματα που εκείνος δεν πρόλαβε.
«Σολωμός, Ταυτότητα και Ποιητική» είναι ένα μόνο από τα βιβλία-καρποί του νεότερου Ερωτόκριτου Μωραΐτη, που έχει διδάξει και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο νεοελληνική λογοτεχνία. Πρότεινε μια νέα γεωπολιτική ανάγνωση του Σολωμού, με βάση τη διαφορετικότητά του όπως εγγράφεται στον πολιτιστικό κώδικα του ιονίου χώρου.
Με τις απηχήσεις βέβαια και της Κρήτης και του «Ερωτόκριτου» ακόμη, όπως έχουν αποτυπωθεί στον σολωμικό «Κρητικό» ή και στο ποίημα «Μήτηρ Θεού» του Άγγελου Σικελιανού.
Ιδιαίτερα γνωστές είναι μελέτες του για τον Δάντη και τον Σέξπιρ. Με θέματα «Ο πολιτικός στοχασμός του» για τον πρώτο και «400 χρόνια μετά: τραγωδία ή παραμύθι;» για τον δεύτερο, το έργο και η ζωή του οποίου αποτελούν επί χρόνια κατεξοχήν λογοτεχνική του απασχόληση. «Η αδυναμία μας να διαβάσουμε την τραγικότητα της ζωής και της ιστορίας», όπως εκείνος, «μπορεί όντως να είναι το τέλος της μεγάλης αυτής πνευματικής κληρονομίας με ανυπολόγιστο τίμημα για όλο τον ευρωπαϊκό ή και τον παγκόσμιο πολιτισμό», πιστεύει. «Η τραγική ευφυία που μας είχε εκπαιδεύσει να βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας αποδομείται».
Έχει θέσει κι άλλα, προπατορικά ίσως ερωτήματα, όπως για τον κίνδυνο να υποπέσουμε στο «δόγμα της Σκύλας» ή «την μηδενιστική δίνη μιας άνευ νοήματος ζωής της Χάρυβδης».
Αλλιώς: «Πόσο καλά, αλήθεια, γνωρίζουμε τον ομηρικό Οδυσσέα;».
Χορδές που πάλλονται, σαν αγαπητός στην Κέρκυρα επτανησιακός-κρητικός ή κρητικός-επτανησιακός χορός, πολλοί στίχοι του.
Σε ποιητική συλλογή του «Η Πόλη των Νεκρών», αφιερωμένη στη μνήμη των γονιών του, στην πόλη του επιζεί «η κοφτερή τους γλώσσα». Μα «οι ζωντανοί ζούνε μέσα της κι όμως δεν την γνωρίζουν» και φοβάται μήπως «τίποτε δεν θα βγάλει από μέσα τους τη φωνή του δικαίου που ‘χουνε πνίξει». Ωστόσο όπως η πόλη «ούτε τελειώνει ποτέ κι ο πόθος για δικαιοσύνη» και «μόνοι μας δεν θα ‘μαστε ποτέ», αφού «ο άνθρωπος κατάγεται απ’ το φως».
Η πόλη «προσμένει το θεό που θα την αφυπνίσει», αλλά έχει και τον συλλογικό εαυτό της: «Είμαστε: μην τ’ αρνείστε καθόλου»!