Ένας ακόμη ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια απαντάται στο Ναύπλιο, πρώτη πρωτεύουσα του
μετεπαναστατικού, νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, πόλη επίσης, στην οποία η τιμώμενη προσωπικότητα ορκίστηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας στις 14 Απριλίου 1827 και διέμεινε ως την ημέρα της δολοφονίας του στις 27 Σεπτεμβρίου 1831* . Την απόφαση για την ανέγερση του παρόντος ανδριάντα πήρε το Δημοτικό Συμβούλιο Ναυπλίου, στις 9 Νοεμβρίου 1929, ”εις εκτέλεσιν του ΙΖ’ ψηφίσματος της εν Αθήναις συνελθούσης Εθνικής Συνελεύσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 1832 ”, και τη χρηματοδότησή του ανέλαβε η Κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου,
ο Δήμος και οι κάτοικοι του Ναυπλίου, καθώς και οι Κοινότητες Ναυπλίας. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 30.11.1930, ημέρα εορτασμού της εκατονταετηρίδας από την απελευθέρωση του Ναυπλίου. Πάνω στον θεμέλιο λίθο, που δεν σώζεται πλέον, ήταν σημειωμένη η ακόλουθη φράση, “Τω Ιωάννη Καποδίστρια, ευγνωμονούσα η πατρίς ανήγειρε. Πρωθυπουργούντος του Ελευθερίου Βενιζέλου εν έτει 1930 ”. Στη συνέχεια, το έργο αρχίζει να φιλοτεχνείται σε λευκό πεντελικό μάρμαρο από τον Ανδριώτη γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο το 1931 και αποπερατώνεται το 1932, για να τοποθετηθεί ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο του 1933, επί δημαρχίας Κ. Κοκκίνου, σε περίοπτο σημείο της πόλης – όπου βρίσκεται έως σήμερα – συγκεκριμένα στο μέσο της μεγάλης κεντρικής πλατείας, η οποία φέρει τιμητικά το όνομά του. *
Μετρώντας διαστάσεις πέραν των συμβατών, το εν λόγω γλυπτό αγγίζει το ύψος των 2,60 μέτρων, ενώ εδράζεται σε χαμηλό βάθρο, ορθογώνιου σχήματος, απόλυτα λιτής όψης και ίδιου υλικού, του οποίου το ύψος δεν υπερβαίνει τα 1,10 μέτρα. Η κατασκευή του βάθρου οφείλεται στον αρχιτέκτονα Στάμο Παπαδάκη. Αξίζει να προστεθεί εδώ ότι το μικρό ύψος του βάθρου, αν και δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα όσον αφορά την ανάδειξη του έργου στον ευρύ και ανοικτό χώρο, που κοσμεί, το καθιστά εν τούτοις εύκολα προσβάσιμο στον οποιονδήποτε περαστικό, με συνέπεια τους αλλεπάλληλους έως σήμερα βανδαλισμούς του. Στην εμπρόσθια όψη του βάθρου, αναγράφονται με μαύρα κεφαλαία γράμματα το ονοματεπώνυμο και το αξίωμα του εικονιζόμενου, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ / ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ .
Ο Κυβερνήτης εικονίζεται σε ώριμη ηλικία, ντυμένος με το επίσημο ένδυμα των ευρωπαίων πολιτικών και διπλωματών της εποχής του και σε στάση ορθή και μετωπική. Έχει το κεφάλι σε ανεπαίσθητη παρέκκλιση προς τα αριστερά του, το αριστερό πόδι ελαφρά λυγισμένο στο γόνατο και σε μικρή προβολή, ενώ το άλλο, το στηρίζον, στέκει απόλυτα ευθύ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια πόζα συγκρατημένης δυναμικής, η οποία παραπέμπει περισσότερο σε απαρχή κίνησης. Πρόκειται για μια πιο εξελιγμένη εκδοχή του Κούρου των ύστερων αρχα’ι’κών χρόνων – του φθίνοντος 6ου αιώνα π.Χ. – όπως και του πρώιμου κλασικού τύπου της όρθιας ανδρικής μορφής, των οποίων η στάση δημιουργεί την εντύπωση της επικείμενης κίνησης. Με τη σειρά τους, το αριστερό χέρι της μορφής κατεβαίνει φυσικά, παράλληλα με το σώμα, κρατώντας στην παλάμη τα γάντια της, ενώ το δεξιό, λυγισμένο στον αγκώνα, φέρεται μπροστά, προβαίνοντας σε χειρονομία ρητορικής φύσης, που συνοδεύει, όπως συνηθίζεται, το λόγο ενός πολιτικού άνδρα.
Η σύνθεση παρουσιάζει περαιτέρω εικονογραφικό ενδιαφέρον με την παρουσία ενός κομμένου κορμού δέντρου, ο οποίος εφάπτεται με τη μορφή στα δεξιά της και ανέρχεται ως το ύψος περίπου των γλουτών της. Στον εν λόγω κορμό, αποφύονται νέα κλαδιά και φύλλα.
Με την επιλογή του κομμένου κορμού του δέντρου,
ο δημιουργός αξιοποιεί ένα αρχαιοελληνικό θέμα,
το οποίο επαναλαμβάνεται ακόμη πιο συχνά στα αγάλματα των ρωμα’ι’κών χρόνων και αναδεικνύεται αργότερα – με την επίδραση του χριστιανισμού – κατά κόρον από τη γλυπτική της Αναγέννησης. Μέσω αυτού του σχήματος, στα έργα των προγενέστερων ιστορικών χρόνων όπως και στο παρόν, πρωταρχική κοινή επιδίωξη των δημιουργών είναι η ασφαλέστερη στήριξη της αναπαριστώμενης μορφής και η επιπλέον σταθερότητα της σύνθεσης.
Ωστόσο, με την παρούσα επιλογή, ο γλύπτης τείνει επιπλέον στον συμβολισμό και την αλληγορία. Έτσι, το εν λόγω θέμα αποκτά εδώ και συμβολικές διαστάσεις, που έχουν ως στόχο να μορφοποιήσουν ιδέες, μέσα από τις οποίες το έργο καθίσταται και συναισθηματικά εκμεταλλεύσιμο. Οπότε, το γεγονός ότι ο κορμός είναι κομμένος αρκετά χαμηλά παραπέμπει στην επιτάφια σπασμένη κολόνα, μοτίβο αρκετά προσφιλές στην επιτύμβια γλυπτική των νεότερων χρόνων, το οποίο συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή, που κόπηκε ξαφνικά – ίσως και πρόωρα – λόγω θανάτου. Ο στολισμός της ενίοτε με ένα μαραμένο λουλούδι αποτελεί επίσης συχνή εικονογραφική επιλογή των δημιουργών, που αποσκοπεί στον ίδιο συμβολισμό, ενώ αντίθετα εκείνος με γιρλάντες ή στεφάνια από όμορφα, ζωηρά λουλούδια παραπέμπει στην προσδοκώμενη, πολυπόθητη ανάσταση και αναγέννηση. Σύμφωνα με τον καθηγητή Στέλιο Λυδάκη, η απαρχή του τύπου της σπασμένης κολόνας εντοπίζεται στα γραπτά του Βρέντεμαν ντε Βρις από το 1577, όπου επίσης αναφέρεται ως σύμβολο του θανάτου.*
Στο παρόν έργο, ο συμβολισμός του κομμένου
κορμού του δέντρου αλλά και των νέων φύλλων,
που έχουν βλαστήσει διατηρείται ο ίδιος με εκείνον των προαναφερθέντων επιτύμβιων τύπων και διακοσμητικών στοιχείων. Το κομμένο δέντρο παραπέμπει και πάλι στο σταμάτημα, στο ”κόψιμο” της ζωής, στο θάνατο, εν τούτοις, εδώ, δεν αφορά έναν οργανικό αλλά έναν αλληγορικό θάνατο, εκείνον της ελευθερίας της Ελλάδας, που συμπίπτει με την μακροχρόνια υποδούλωσή της στους Οθωμανούς. Τα φύλλα, που έχουν ήδη αρχίσει να βλασταίνουν εκ νέου, αποσκοπούν επίσης, με τη σειρά τους, να μορφοποιήσουν την ιδέα της Παλιγγενεσίας του Έθνους, δηλαδή παραπέμπουν στην εκ νέου γένεσή της Ελλάδας ως νεοσύστατο κράτος, το οποίο αρχίζει να αναπτύσσεται όπως ένα δέντρο για να ανθίσει και να αποδώσει και πάλι καρπούς. Σε αυτό το πλαίσιο, το δέντρο συσχετίζεται επιπλέον άρρηκτα τόσο με τον εικονιζόμενο όσο και με τη χώρα, που εκείνος κυβερνά πασχίζοντας για την ανασύστασή της,
αποτελώντας και αλληγορική μορφοποίηση της αποστολής της μορφής ως κυβερνήτη της Ελλάδας.
Στη μορφοπλαστική απόδοση της μορφής που αναπαριστά, το έργο απέχει από τα κλασικά και κλασικιστικά πρότυπα των προγενέστερων εκείνων με σχετικό θέμα και κινείται σε ένα καθαρά ρεαλιστικό ύφος, αρχα’ι’κής υφής, που βασίζεται προπάντων στη λιτότητα και την απλούστευση, τάσεις άλλωστε, τις οποίες ο Τόμπρος προωθούσε εκείνα ακριβώς τα προπολεμικά χρόνια του 1930. Άλλα στοιχεία αρχα’ι’κής καταγωγής εντοπίζονται στα χαρακτηριστικά του προσώπου της μορφής, κυρίως στο συγκρατημένο, πλην συμπαθητικό χαμόγελο της, που θυμίζει το αρχα’ι’κό μειδίαμα, στην κόμη της, που έχει αποδοθεί με τρόπο σχηματοποιημένο, αλλά και στο ένδυμα της, που στο κατώτερο ήμισυ της σύνθεσης, αποδίδεται με ακόμη πιο αυστηρά απλουστευτικό τρόπο, εφαρμόζοντας στενά στα μέλη της και αφήνοντας να διαγραφούν κάτω από αυτό συνοπτικά οι ανατομικές λεπτομέρειες, ιδιαίτερα τα γόνατα. Ως προς το τελευταίο σημείο, η παρούσα μορφή μαρτυρεί εγγύτατη γειτνίαση με τις δύο γυναικείες μορφές – κυρίως εκείνη στα δεξιά – στο επίσης έργο του Τόμπρου και των ίδιων περίπου χρόνων, οι Δύο Φίλες. Μέσα στο ρεαλιστικό και αντικλασικιστικό πνεύμα, που διέπει την πραγμάτευση της εικονιζόμενης προσωπικότητας, αποφεύγεται επιπλέον η προσφυγή σε μοτίβα όπως ο αρχαιοπρεπής μανδύας και το υπερβάλλον ύψος του βάθρου.
Όλες οι προαναφερθείσες επιλογές – εικονογραφικές και πλαστικές – έχουν τεθεί στην υπηρεσία των μηνυμάτων, που θέλησε να μεταφέρει ο δημιουργός. Έτσι, η ρητορικής φύσης χειρονομία της μορφής, παρόλο που δεν τείνει σε καμία περίπτωση στη μεγαλοστομία και τον στόμφο, της προσδίδει εξωτερική προβολή και μια κάποια έκφραση, και μαζί με την απαλή στροφή του κεφαλιού, την αργή κίνηση και το συγκρατημένο χαμόγελο, που διαγράφεται στο πρόσωπο, συνιστούν στοιχεία, που μαρτυρούν μάλλον εξωστρέφεια και επικοινωνιακή διάθεση, συνάδοντας συγχρόνως στενά και με την πολιτική της ιδιότητα. Σε αυτό το σκεπτικό συμβάλλει και η επιλογή του χαμηλού βάθρου του έργου. Η ελεγχόμενη εξάλλου ενεργητικότητα, που χαρακτηρίζει τις εν γένει κινήσεις της μορφής, εναρμονίζεται, με τη σειρά της, απόλυτα με τη μετριοπάθεια, τη διακριτικότητα και τη σεμνότητα, που τη διέκριναν και στη ζωή. Επιπλέον, μέσω της απουσίας του μανδύα, αναδεικνύεται η κίνηση και προωθείται η πλαστική ελευθερία στη σύνθεση, ενώ η απουσία ψηλού και μεγαλοπρεπούς βάθρου, χωρίς να αφαιρεί το κύρος της μορφής, την απογυμνώνει ως ένα βαθμό από την περιττή αίγλη της καταγωγής και του αξιώματός της, φέρνοντας την πιο κοντά στη γη, στη ρεαλιστική πραγματικότητα, στον αληθινό χρόνο και τόπο της δράσης της, τείνοντας επιπλέον να την εξοικειώσει, ακόμη και να την εξισώσει, κατά ένα τρόπο, με τους απλούς πολίτες. Το όραμα του δημιουργού είναι να παρουσιάσει τον κυβερνόντα άρχοντα πιο ανθρώπινο, πιο προσιτό, πιο απτό. Σ’ αυτό το σημείο, ο Καποδίστριας του Τόμπρου διαφέρει φανερά από εκείνον του προγενέστερου σχετικού έργου του Δρόση και του Ξενάκη, που βρίσκεται στην Κέρκυρα, στο οποίο, τοποθετημένος σε ψηλό βάθρο και τυλιγμένος με τον αρχαιοπρεπή μανδύα του, ο Κυβερνήτης εξυψώνεται, ακόμη αποθεώνεται, μοιάζοντας απομονωμένος και απρόσιτος.
Τέλος, αν λάβουμε υπόψη τη σχεδόν πανομοιότυπη απόδοση της μορφής – ενδυματολογικά στοιχεία, κόμη, ηλικία , φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά – όπως τη βλέπουμε για παράδειγμα στον ζωγραφικό πίνακα του Χαράλαμπου Παχή, ο οποίος χρονολογείται από τον 19ο αιώνα και στον οποίο ο Κυβερνήτης απεικονίζεται να κείται μόλις δολοφονημένος, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το έργο πραγματεύεται την ημέρα της δολοφονίας του ‘ συγκεκριμένα λίγα λεπτά πριν από το τραγικό γεγονός, όταν ο τελευταίος, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό, έχοντας αφήσει το Κυβερνείο, διασχίζει το κέντρο της πόλης και βαδίζει προς το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Σε αυτό το σκεπτικό συμβάλλει επίσης και η επιλογή της τοποθέτησης του έργου στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης.
Ο παρών ανδριάντας εγγράφεται επάξια στη χορεία των εξεχουσών πολιτικών μορφών, που η νεοελληνική μνημειακή γλυπτική τέχνη απαθανάτισε
και έχει να επιδεικνύει περήφανα στα διακόσια σχεδόν χρόνια που της αναλογούν.
* ή τον Οκτώβριο του 1831
* sitographie , Τόποι Μνήμης της Επανάστασης του 1821
* Λυδάκης Στέλιος, Οι Ελληνες Γλύπτες, σ. 214
Η γράφουσα απευθύνει ειλικρινείς ευχαριστίες στην κυρία Λαμπρινή Καρακούρτη, διευθύντρια του παραρτήματος της Eθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο, για την πολύτιμη βοήθειά της στη διεξοδική επιτέλεση του έργου της.
Αντουανέττα Λογίου – Μπουρή