Κατά πολύ μεταγενέστερος των δύο προηγούμενων ,που ήδη παρουσιάστηκαν στη σχετική σειρά άρθρων, ο παρών καθιστός ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια (εικ.1)* φιλοτεχνείται σε λευκό πεντελικό μάρμαρο από τον Γεώργιο Μπονάνο (1863- 1939),ανάμεσα στα χρόνια 1930 και 1933 ‘ τον Νοέμβριο του 1933 είχε ήδη τοποθετηθεί στη θέση ,που βρίσκεται σήμερα. Το έργο κοσμεί τον αύλειο χώρο του κτιρίου της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, πλαισιώνοντας την αριστερή πλευρά της πλατιάς κεντρικής κλίμακας, ενώ ακριβώς απέναντι του, στη δεξιά πλευρά, βρίσκεται εκείνο του Αδαμάντιου Κοραή. Υπερβαίνοντας αρκετά τις συμβατές διαστάσεις ( 2,50 μ. ύψος), το γλυπτό εδράζεται σε σχεδόν μηδαμινού ύψους βάση, στην εμπρόσθια όψη της οποίας αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα το επώνυμο της τιμώμενης προσωπικότητας, Καποδίστριας. Εργο και βάση στηρίζονται, με τη σειρά τους, σε ψηλό, ορθογώνιου σχήματος βάθρο,που αναδεικνύει επαρκώς τη μορφή στον ευρύ περιβάλλοντα χώρο.
Η καθήμενη απεικόνιση της μορφής μαρτυρεί ότι ο δημιουργός του έργου, μέγας ανδριαντοποιός και μαρμαροφάγος, σύμφωνα με την έκφραση του καθ. Στέλιου Λυδάκη,* δεν καταπιάστηκε αποκλειστικά με την όρθια μνημειακή μορφή. Ο εν λόγω ανδριάντας είναι ο δεύτερος από τους δύο καθιστούς ανδριάντες, που φιλοτέχνησε ο Μπονάνος ‘ ο άλλος είναι εκείνος τoυ Παντελή Βασσάνου (1901), κατά τριάντα χρόνια προγενέστερός του,που κοσμεί από το 1904 τη μεγαλοπρεπή κλίμακα της κεντρικής πρόσοψης του διοικητικού κτιρίου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά.
Το θέμα της ανέγερσης μνημείου προς τιμή του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας ανέκυψε αμέσως μετά τη δολοφονία του, πρόθεση ωστόσο, που δεν ευοδώθηκε. Το θέμα ανακινήθηκε το 1917,επί πρυτανείας Θ. Σκούφου καθώς και τα δύο επόμενα χρόνια, στο πλαίσιο του προγράμματος του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πήρε και πάλι αναβολή λόγω της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της υποτίμησης της δραχμής.Το 1929 ανακινήθηκε εκ νέου επί πρυτανείας του Γ. Ματθαιόπουλου και ξεκίνησε έρανος για την κατασκευή του, που διενεργήθηκε σε όλη την Ελλάδα. Κατόπιν προκηρύχθηκε διαγωνισμός, ο οποίος κατοχυρώθηκε υπέρ του Μπονάνου.
Η μορφή εικονίζεται ντυμένη με το τυπικό ευρωπα’ι’κό ένδυμα της ανώτερης τάξης της εποχής της και καθισμένη σε αρχαιοπρεπές κάθισμα – θρόνο – ,ενισχυμένο με στήριγμα για τα νώτα – ερεισίνωτο – και χαμηλά στηρίγματα για τα χέρια, το οποίο καλύπτεται εν μέρει, σύμφωνα με τον κλασικό τρόπο, από σινδόνη, που το περιβάλλει άνωθεν και συνεχίζει ως κάτω αγγίζοντας σχεδόν τη βάση. (εικ.2) *
Το μοτίβο της καθήμενης μορφής – στο πλαίσιο της αρχαιοελληνικής τέχνης – ανάγει την καταγωγή του στα αγάλματα των γεωμετρικών και αρχα’ι’κών χρόνων, όπως για παράδειγμα το ασβεστολιθικό αγαλμάτιο από τη Χαλκίδα στο Λούβρο, ο Κιθαριστής, αργότερα η θεά του Πρινιά, κατόπιν τα αγάλματα του Βραγχίδη. Στον τύπο εξάλλου του καθίσματός, με το χαρακτηριστικό ερεισίνωτο και τους πλα’ι’νούς χαμηλούς βραχίονες ,καλυμμένο επιπλέον με σινδόνη, το έργο γειτνιάζει εμφανώς με τις επιτύμβιες ανάγλυφες στήλες του δεύτερου μισού και του τέλους του 5ου αιώνα,όπως η Ηγησώ, ο Σωσίνος και η Αμφαρέτη. Το θέμα αναπαράγεται από την ευρωπα’ι’κή μνημειακή γλυπτική των νεότερων χρόνων, ιδιαίτερα από τον 18ο αιώνα και μετά, στο πλαίσιο των αντιλήψεων του κλασικισμού, που κατακλύζουν εκείνα τα χρόνια την Ευρώπη, με ενδεικτικότερο και γνωστότερο παράδειγμα τον καθιστό Βολταίρο του Jean-Antoine Houdon (1781).
Ο Κυβερνήτης αποδίδεται με τον κορμό κατά μέτωπο ενώ το κεφάλι του στρέφει ελαφρά αριστερά. Στη μετωπική του όψη, φαίνεται στητός και επιβλητικός, ενώ αντίθετα αν ειδωθεί από τα πλάγια, ο άνω κορμός του εμφανίζεται ωσάν να κύπτει ελαφρά προς τα εμπρός. (εικ.3) * Αυτή η ελαφρά κάμψη ίσως ξεγελάει προς στιγμή, θεωρούμενη ότι εικονοποιεί συμβολικά έναν ελαφρύ κάματο, παραπέμποντας στο σκεπτικό ότι η μορφή κλίνει λόγω του βάρους των ευθυνών του αξιώματός της, κάτι ωστόσο, που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Αντίθετα, πρόκειται για στάση, που ερμηνεύει μάλλον μια φυσική ορμή, μια εγρήγορση, ως απόρροια της υπερβολικής προσήλωσης στα καθήκοντα και τα οράματά της. Με αυτήν τη σχηματική επιλογή, το άνω μέρος του σώματος της μορφής διακρίνεται από το ερεισίνωτο αλλά και από τον κάτω κορμό. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο, η μορφή δεν προβάλλεται μόνο στην πρόσθια όψη της, αλλά επιτυγχάνεται ανάπτυξη και των πλάγιων όψεων, ούτως ώστε η σύνθεση να γίνεται περίοπτος. Αλλωστε και η καθιστή μορφή ,από τους δαιδαλικούς ήδη χρόνους, ευνοούσε την εκδίπλωση στο χώρο. Ετσι, η ουσία όπως και η δράση του εικονιζόμενου εκφράζεται το ίδιο, ίσως και ακόμη περισσότερο, στις πλα’ι’νές όψεις. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το αρκετά δυναμικό γραμμικό σχήμα του άνω κορμού είναι ελεγχόμενο και δεν διαταράσσει καθόλου την ισορροπία και τη σαφήνεια του συνόλου.
Με τη σειρά τους, τα χέρια της μορφής, αποδίδονται λυγισμένα συμμετρικά και σε ορθή σχεδόν γωνία ‘ το δεξιό αναπαύεται άτονο και άπραγο στο πλα’ι’νό στήριγμα του καθίσματος, ενώ το άλλο συγκρατεί ένα βιβλίο, όπου είναι χαραγμένη η φράση Δράξασθε παιδείας, εμβληματική ρήση και πρωτεύων στόχος του Καποδίστρια. Το βιβλίο, μείζον και ουσιαστικής σημασίας παραπληρωματικό στοιχείο της σύνθεσης, συσχετίζει τον εικονιζόμενο με το ανώτατο μορφωτικό ίδρυμα, του οποίου υπήρξε εμπνευστής και ιδρυτής, και το οποίο, με αξίωση του Δόμπολη -δωρητή του εν λόγω ιδρύματος -φέρει προς τιμή του την ονομασία Καποδιστριακόν.
Εξίσου άξιο προσοχής είναι το κάτω μέρος του σώματος της μορφής, με τη χαρακτηριστική στάση των ποδιών της, που, διπλώνοντας ομοιόμορφα στο κατώτερο σημείο τους,δημιουργούν ένα όμορφο χιάζον σχήμα, το οποίο επιτυγχάνει, ως ένα ορισμένο βαθμό,να διασπαστεί η φορμαλιστική στατικότητα,που χαρακτηρίζει το έργο, και το οποίο, μαζί με την όξυνση της γωνίας ,που δημιουργεί η κλίση προς τα εμπρός του άνω κορμού της μορφής,βοηθάει τη σύνθεση να ”ξεπαγώσει” λίγο, να αποκτήσει ενέργεια και ζωτικότητα, εμψυχώνοντάς την επιπλέον με μια ελαφρά εκφραστική χροιά. Θα προσθέταμε επίσης ,εδώ, ότι ένας τετραγωνισμός του περιγράμματος του συμπαγούς όγκου – μια κυβόσχημη απόδοση – που επιδιώκεται στο κατώτερο ήμισυ της σύνθεσης, εκτός ότι ασφαλίζει τη στερεότητα του έργου, χρησιμεύει συγχρόνως ως κατάλληλο φόντο για να προβληθούν τα διπλωμένα πόδια της μορφής.
Η χιαστή απόδοση των κάτω άκρων της μορφής αποτελεί εξέλιξη του σχετικού σχήματος των σταυρωμένων ποδιών των μορφών, που απαντώνται στους κλασικούς χρόνους ‘ παραθέτουμε ενδεικτικά το κομμάτι από τη ζωφόρο του Ερεχθείου, που εικονίζει μια καθιστή γυναικεία μορφή με τα πόδια το ίδιο διπλωμένα, την καθιστή γυναίκα από το αέτωμα του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο και τη νεαρή αντρική μορφή από την ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα, όπου άλλωστε ο χιασμός αποδίδεται λίγο πιο χαλαρός.
Συνιστώντας επιτυχή συνδυασμό ρεαλιστικών τάσεων με στοιχεία κλασικής και κλασικιστικής προέλευσης, το παρόν έργο εντάσσεται καθαρά στη μνημειακή γλυπτική δραστηριότητα, που η νεοελληνική τέχνη διατηρεί ως την προπολεμική δεκαετία του 1930. Πριν κλείσουμε, θεωρούμε άξιο ενδιαφέροντος να θυμίσουμε τα λόγια του ίδιου του Μπονάνου σχετικά με την εντύπωση, που του δημιουργούσε η μορφή του έργου του, όπως τη μεταφέρει ο Σοφιαλάκης : ”ο Μπονάνος συνήθιζε να λέει ότι ο Καποδίστριας κάθεται σαν Χριστός και βλέπει τις κακίες του κόσμου.” *
* Στέλιος Λυδάκης ,Οι Ελληνες Γλύπτες
* Θεοδώρα Μαρκάτου, Ο γλύπτης Γεώργιος Μπονάνος
(διδακτορική διατριβή)
* Η λήψη των φωτογραφιών έγινε από τη γράφουσα, άνήκουν στο προσωπικό της αρχείο και είναι η πρώτη
δημοσίευσή τους στον Τύπο. Η γράφουσα απευθύνει θερμές ευχαριστίες στην κυρία Ελένη Μεντζαφού, βιβλιοθηκονόμο στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας για την πολύτιμη βοήθειά της.