Με αφορμή τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821, το παρόν εγκαινιάζει μια μικρή σειρά άρθρων, που αποσκοπούν στην παρουσίαση όλων των γλυπτών ανδριάντων, που έχουν φιλοτεχνηθεί και κατόπιν τοποθετηθεί σε κοινόχρηστους χώρους, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, για να τιμήσουν τη σεπτή μνήμη του Ιωάννη Καποδίστρια (1776- 1831), Κερκυραίου κόντε και πρώτου κυβερνήτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους.
Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στην Κέρκυρα
Πρώτη απ’ όλες τις πόλεις τιμά τον Καποδίστρια η γενέτειρά του Κέρκυρα με τη δημιουργία ενός μεγαλόπρεπου ανδριάντα. Η ανέγερσή του οφείλεται στον επιφανή Κερκυραίο Ιωάννη Τουρλινό, ο οποίος όρισε στη διαθήκη του να διατεθεί το ποσό των τριών χιλιάδων χρυσών δραχμών για το συγκεκριμένο φιλοτέχνημα· στην ολοκλήρωσή του συνέβαλε ο Δήμος Κερκυραίων. Το έργο αρχίζει να δημιουργείται σε λευκό πεντελικό μάρμαρο, το 1882, από τον Λεωνίδα Δρόση (1834-1882), αλλά λόγω του αιφνίδιου θανάτου του προς το τέλος του χρόνου, αποπερατώνεται, το 1887, από τον μαθητή του Γεώργιο Ξενάκη (1865-1911), οπότε τοποθετείται στη Χώρα της Κέρκυρας, συγκεκριμένα στο κέντρο της Πάνω Πλατείας, μπροστά από την Ιόνιο Ακαδημία, και αποκαλύπτεται στις 12 Απριλίου της ίδιας χρονιάς επί δημαρχίας Ιωάννη Παδοβά.
Το εν λόγω γλυπτό (εικ. 1), με διαστάσεις υπερβάλλουσες του συμβατού, εδράζεται πάνω σε ψηλό και καλαίσθητο βάθρο, του οποίου οι πλατιές επιφάνειες επιτρέπουν την παρουσία ενός πλούσιου και αξιοσημείωτου ανάγλυφου και εγχάρακτου διακόσμου, με θεματικό περιεχόμενο που σχετίζεται στενά με την τιμώμενη προσωπικότητα αλλά και το νησί που κοσμεί. Έτσι, στην εμπρόσθια όψη του, κάτω ακριβώς από τα πόδια της μορφής, αναπαρίσταται το οικόσημο της οικογένειας Καποδίστρια, πλαισιωμένο από δύο κλαδιά δάφνης αποθεωτικού χαρακτήρα (εικ. 2) ενώ, σε κατώτερο σημείο, αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα το επώνυμο και το αξίωμα του εικονιζομένου, ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ/ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ/ΤΗΣ/ΕΛΛΑΔΟΣ. Στην αριστερή πλαϊνή όψη, σημειώνεται, επίσης μέσα σε δάφνινο πλαίσιο, η λέξη πίστις ενώ, στη δεξιά, αποτυπώνονται η λέξη πατρίς και η εικόνα του φοίνικα, εμβληματικό πουλί του Καποδίστρια. Τέλος, στην οπίσθια όψη του, εικονίζεται η Απήδαλος Ναυς, σύμβολο της Κέρκυρας.
Ο Καποδίστριας εικονίζεται όρθιος και επιβλητικός, φορά το τυπικό ευρωπαϊκό κοστούμι της ανώτερης κοινωνικής τάξης της εποχής του και είναι τυλιγμένος με αρχαιοπρεπή μανδύα. Αποδίδεται δε σε ήρεμη και πλήρη άνεσης στάση, με το κεφάλι σε ανεπαίσθητη παρέκκλιση προς τα δεξιά, με τον κορμό σε ελαφρά κάμψη, με το στηρίζον πόδι, απόλυτα ευθύ, να πατά στέρεα στη βάση και να επωμίζεται όλο το βάρος του σώματος, ενώ το αναπαύον, αρκετά χαλαρό και μόλις λυγισμένο στο γόνατο, προβάλλει με φυσική χάρη, υπερβαίνοντας επιπλέον κατά τι το όριο της βάσης. Με τη σειρά τους, το αριστερό χέρι συγκρατεί, στο ύψος της μέσης, τον μακρύ μανδύα, ανασηκώνοντάς τον συγχρόνως εν μέρει, ενώ το άλλο, διαγράφοντας το στέρνο και με την παλάμη και τα δάχτυλα ανυψωμένα ωσάν να θέλει να εμφάνει κάποιο σημείο του λόγου του, προβαίνει σε χειρονομία ρητορικής φύσης, ωστόσο όχι ιδιαίτερου στόμφου, η οποία συνοδεύει συνήθως την αγόρευση ενός πολιτικού προσώπου· χωρίς αμφιβολία, το έργο πραγματεύεται τη στιγμή όπου ο εικονιζόμενος ομιλεί απευθυνόμενος σε ομολόγους του ή σε πλήθος λαού.
Άξιον ιδιαίτερης μνείας είναι η στενή σχέση που διαπιστώνεται ανάμεσα στο σώμα και στην ενδυμασία της μορφής, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της συνθετικής κίνησης του δεξιού ποδιού και του αριστερού χεριού της, με απόρροια μια ενδιαφέρουσα ποικιλότροπη απόδοση της πτυχολογίας του μανδύα. Αξιοποιείται, έτσι, η αισθητική του χιασμού, με τη λοξή διάταξη των πτυχών σε όλο το μπροστινό κάτω μέρος της σύνθεσης ενώ, στην αριστερή πλευρά, οι αρμονικοί κάθετοι κυματισμοί τους ευνοούν τον σχηματισμό μιας απαλής linea serpendinatα, η οποία ευλογεί το σύνολο με ήπια κινητική δυναμική και με μια ευχάριστη εκφραστική χροιά ιδεαλιστικής υφής. Ωστόσο, παρά την ελαφρά αυτή κινητοποίηση, η σύνθεση, εξαιτίας της στάσης των άκρων της μορφής, που δεν απομακρύνονται καθόλου από τον βασικό κατακόρυφο άξονά της, μοιάζει μάλλον να «δαμάζεται» μέσα σε ένα αρκετά κλειστό περίγραμμα και, κατά συνέπεια, να διαπνέεται από μια εμφανή εσωστρεφή διάθεση.
Ρεαλιστικές τάσεις, όπως το κοστούμι και η πιστότητα στην απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών της μορφής, συνδιαλέγοντα, εδώ, με στοιχεία, τα οποία συσχετίζονται συνειδητά με την Αρχαιότητα, όπως η εν γένει πόζα και ο μανδύας της, καθώς και με ιδεαλιστικές διαθέσεις, κλασικής προέλευσης, ίδιον του ελληνικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα. Μέσω της προσφυγής του δημιουργού στις άνω επιλογές, επιδιώκεται η εξύψωση της μορφής σε ιδέα καθώς και η αποθεωτική παρουσίασή της. Στο τελευταίο, συμβάλλει επίσης η τοποθέτησή της σε ψηλό βάθρο αλλά και ο διάκοσμος που φέρουν οι τέσσερεις όψεις του, όλα εμπνευσμένα σύμφωνα με το ίδιο πνεύμα. Με αυτόν τον τρόπο, η μορφή απομακρύνεται από τον πραγματικό χώρο και χρόνο, όπου έζησε και έδρασε, και προωθείται σε προγενέστερους – αρχαιοελληνικούς, ρωμαϊκούς, αναγεννησιακούς – όταν οι πολιτικοί άνδρες περιβάλλονταν με ηρωικό ιδεώδες, ισχύ και αίγλη. Η προβολή εξάλλου του ενός ποδιού στο πλάι, μοτίβο καθαρά αρχαιοελληνικής καταγωγής, στο οποίο οι κλασικιστικοί χρόνοι δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση, επιλέγεται συχνά με πρόθεση την ανάδειξη του κύρους της μορφής, ενίοτε την ηρωοποίησή της. Μέσω αυτών των στοιχείων, η όψη της μορφής αποπνέει δυναμισμό, αυτοπεποίθηση και υπεροχή, συνάδοντας απόλυτα με το ύπατο πολιτικό της αξίωμα αλλά και με την αριστοκρατική οικογενειακή της καταγωγή.
Το έργο εγγράφεται φανερά στο πλαίσιο της μνημειακής ανδριαντοποιΐας, που έχει να επιδείξει η γλυπτική του 19ου και του πρώτου μισού περίπου του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, ανήκει στην κατηγορία των γλυπτών που δημιουργούνται σύμφωνα με τις αντιλήψεις του κλασικισμού στην Ευρώπη, τις οποίες έφεραν στην Ελλάδα οι Βαυαροί, τα μετεπαναστατικά χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. Αυτός ο εικονογραφικός τύπος της όρθιας μορφής, με την προβολή του ποδιού, τη στροφή του κεφαλιού προς την πλευρά του άνετου σκέλους και τη χαρακτηριστική πραγμάτωση των πτυχών του χιτώνα, βρίσκει την αφετηρία του στις αρχαιοελληνικές γλυπτές μορφές του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., όπως για παράδειγμα το άγαλμα της Νέμεσης του Αγοράκριτου στον Ραμνούντα, τα αγάλματα Grimani από την Κρήτη, τον Δία της Δρέσδης και τον Δημοσθένη, για να περιοριστούμε στις πλέον ενδεικτικές και γνωστές αποτυπώσεις του θέματος .Επανεμφανίζεται ,στην ευρωπαϊκή γλυπτική των νεότερων χρόνων, στους πλήρεις μεγαλείου ανδριάντες αυτοκρατόρων και βασιλιάδων. Στα συμφραζόμενα της νεοελληνικής γλυπτικής, απαντάται κυρίως σε ανδριάντες ιστορικών και ηρωικών μορφών, όπως εκείνος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, έργο του Γεωργίου Φυτάλη, και εκείνος του Ρήγα Φεραίου, έργο του Ιωάννη Κόσσου, οι οποίοι κοσμούν τον αύλειο χώρο του κτιρίου της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αν εξαιρεθεί η διαφορετική κίνηση του δεξιού χεριού της μορφής που αναπαριστά, ο εν λόγω ανδριάντας του Καποδίστρια γειτνιάζει εμφανώς με τους προγενέστερους εκείνους του Σίμωνα Σίνα και του Ιωάννη Βαρβάκη, έργα επίσης του Δρόση, αλλά και με τον ανδριάντα του William Ewart Gladstone του Γεωργίου Βιτάλη, δίνοντας ένα ίσης αξίας λαμπρό παρόν μέσα σε αυτήν τη μακροχρόνια και γεμάτη γόητρο θεματική κατηγορία της νεοελληνικής γλυπτικής.
πολύ καλή και λεπτομερής παρουσίαση….