Δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, που έβαλε κι επέβαλε το ποιητικό μεγαλείο του Διονύσιου Σολωμού στην πνευματική ζωή της Αθήνας. Στο ισόγειο-ημιυπόγειο και τον πρώτο όροφο οικήματος στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού. Εκεί στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα εστεγάστηκαν δύο κερκυραϊκοί «Μαύροι Γάτοι». Που λάμψανε στην Αθήνα.
«Φως που καίει», για να δανειστούμε όχι τυχαία έναν στίχο του ποιητή Κώστα Βάρναλη, αφού εσχετίστηκε και με τους δύο, ήταν αμφότεροι!
Ο πρώτος ήταν το λογοτεχνικό καφενείο «Μαύρος Γάτος», ομώνυμο κερκυραϊκού καφενείου που φέρεται να ‘χε ανοίξει στην περιοχή του λιμανιού της Κέρκυρας το 1862, αλλά και του παριζιάνικου καφέ «Chat Noir» που ήτανε στέκι Γάλλων διανοουμένων. Από πάνω του, στον πρώτο όροφο, εστεγαζόταν ο δεύτερος «Μαύρος Γάτος». Λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής. Πρωτοπόρο. Όπως και το καφενείο.
Κερκυραίοι οι δύο ιδιοκτήτες και του καφενείου και του περιοδικού. Αδέλφια. Φευγάτοι απ’ το χωριό Σιναράδες.
Ο ένας απ’ αυτούς ήτανε ο πολυγραφότερος ίσως μέχρι σήμερα -και πιο αδικημένος σε εκδηλώσεις για το τεράστιο έργο του- Κερκυραίος διανοούμενος. Ο λογοτέχνης Γεράσιμος Σπαταλάς (1877-1971).
Δεν υπήρξε στον καιρό του μεγαλύτερος υπερασπιστής-Κέρβερος του έργου του Διονύσιου Σολωμού. Μα κι ο πρώτος μάλλον που επίστεψε πολύ στην ποιητική αξία τού επτά χρόνια μικρότερού του Κώστα Βάρναλη κι επαρουσίασε στο αθηναϊκό κοινό το πρώτο μεγάλο άσμα του, τον «Προσκυνητή» του, ανταποκρινόμενος σε πρόταση του υπότροφου σπουδαστή τότε στο Παρίσι απροσκύνητου ίσαμε το τέλος του ποιητή.
Ο άλλος, ο εικονιζόμενος εδώ αδελφός του Γιάννης Σπαταλάς, έκανε «κουμάντο» στο καφενείο και το ανέδειξε σε κορυφαίο πνευματικό στέκι, συνυφασμένο μάλιστα με τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην Αθήνα.
Έμελλε και οι δύο αυτοί «Μαύροι Γάτοι» να κατεβάσουν τα ρολά τους τέτοιον καιρό περίπου πριν από εκατό χρόνια. Το 1921.
Άφησε εποχή εκείνο το καφενείο στην Αθήνα τα χρόνια 1917-1921. Και ποιοι δεν εσύχναζαν λίγο-πολύ σ’ αυτό! Ο Βάρναλης, ο Λευκάδιος Άγγελος Σικελιανός, ο δικός μας Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο λάτρης της Κέρκυρας Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Κωστής Παρορίτης, ο Σωτήρης Σκίπης, ο Ζακύνθιος Μαρίνος Σιγούρος, ο Τέλλος Άγρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Κερκυραίος οπαδός του φουτουρισμού στην ποίηση Φώτος Γιοφύλλης, ο Κλέων Παράσχος, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Δημήτρης Ταγκόπουλος του περιοδικού-συμβόλου των δημοτικιστών «Νουμάς» όπου εφιλοξενήθηκαν αμέτρητες συνεργασίες Κερκυραίων διανοουμένων, ο Κωστής Βελμύρας, ο Ηλίας Βουτιερίδης, ο Κώστας Καρθαίος, ο Ρήγας Γκόλφης, ο Ρώμος Φιλύρας, όπως βέβαια και ο Παλαμάς. Εσχημάτιζαν μοναδικές συντροφιές. Το καφενείο επλημμύριζε στίχους της λογοτεχνικής αφρόκρεμας του τόπου, λογοτεχνικά σχέδια, όνειρα για την πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας.
Και όχι μόνον! Κοινωνικοί και πολιτικοί αγωνιστές έδιναν επίσης το «παρών», αφού αρκετοί από τους λογοτέχνες-επισκέπτες του καφενείου δεν έκρυβαν άλλωστε τη συμπάθειά τους στις σοσιαλιστικές ιδέες. Ανάμεσά τους μαρτυρείται ότι εστάθηκαν μερικές φορές τόσο ο φυλακισμένος αργότερα στην Κέρκυρα Άρης Βελουχιώτης όσο και ο μεγαλωμένος ή και γεννημένος στην Κέρκυρα πρωτομάρτυρας του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος Δημοσθένης Λιγδόπουλος. Ήτανε «σοσιαλιστικό» καφενείο, κατά την Αστυνομία, τρομερό!
Ιδού πόσο… τρομερό:
«Οι συλληφθέντες κατέθεσαν ότι η εκτύπωση και διανομή των κατασχεθέντων προκηρύξεων εγένετο κατόπιν επανειλημμένων συσκέψεων των ανωτέρω και άλλων σοσιαλιστών συνδικαλιστών εις το επί της οδού Ακαδημίας και Ασκληπιού καφενείον των αδελφών Σπαταλά “Ο Μαύρος Γάτος”, το οποίον ήτο κέντρον σοσιαλιστών δημοκρατικών αναρχικών λογίων, απαγγελλόντων εκεί μακροσκελή και τρομερά έργα των, πεζά και έμμετρα».
Μόλις διαβάσατε μια κάπως συγκεχυμένη, κακογραμμένη είδηση αστυνομικής έμπνευσης που εδημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα «Σκριπ» τον Μάιο του 1917. Οι αδελφοί Σπαταλά ήλθαν πράγματι αντιμέτωποι τότε με την κατηγορία της «υπόθαλψης σοσιαλιστικών ιδεών», παράνομων κατά την κρίση της Αστυνομίας. Μολονότι το καφενείο είχε ταυτιστεί και με τον αθηναϊκό μποεμισμό, γεγονός είναι ότι εκεί εσχεδιάστηκαν νέες εκδόσεις, νέα βιβλία, νέα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η «Νέα Τέχνη», το «Νέον Φως», η «Λογοτεχνία» και η «Ανθρωπότης». Συγχρόνως, το καφενείο ήταν επίκεντρο πολιτικών ζυμώσεων. Ο καφενόβιος «Μαύρος Γάτος», βλέπετε, εκτός των άλλων ήταν τόπος συναντήσεων και για τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών» ή, καλύτερα, για πρόσωπα συνδεδεμένα σε κάποια φάση με σοσιαλιστική οργάνωση του Ιθακήσιου αγωνιστή και λόγιου Πλάτωνα Δρακούλη, ο οποίος πολύ πριν είχε κυκλοφορήσει το «Εγχειρίδιον του εργάτου, ήτοι αι βάσεις του σοσιαλισμού». Κάθε τόσο, λοιπόν, έδιναν το «παρών» στο καφενείο αστυνομικοί με πολιτικά, επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση των τρομερών κοινωνικών «ανατροπέων»!
Σ’ αυτό το καφενείο είχε συσταθεί και η «Καλλιτεχνική συντροφιά» νέων ποιητών με επικεφαλής την Ευγενία Ζωγράφου, που εξέδωσε το πολιτιστικό περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρηση» κι έθεσε το θέμα της καθιέρωσης των πνευματικών δικαιωμάτων των λογοτεχνών.
Το καφενείο στην ακμή του οργάνωνε και εκδηλώσεις με ποιητικές απαγγελίες, εφιλοξένησε εκδήλωση για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αλλά και συναυλίες.
Παρά ταύτα, όπως θα προσέξατε ίσως στην εισαγωγική φωτογραφία την παρμένη από την εφημερίδα «Σκριπ», εσυκοφαντήθηκε ως κέντρο… ανισόρροπων κι εκμεταλλευτών κιόλας της σοσιαλιστικής ιδέας! Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η «ανισόρροπη» επίμαχη προκήρυξη των συλληφθέντων, δύο εκ των οποίων είχαν εκκινήσει από τον «Μαύρο Γάτο», ετολμούσε να καλέσει τον εργατόκοσμο σε ξεσηκωμό εναντίον του καθεστώτος, με τα εξής μελετημένα στον ύποπτο και για αναρχισμό «Μαύρο Γάτο» τρομερά λόγια: «Έχετε εις τον εαυτόν σας και τον εργατικόν αγώνα εμπιστοσύνη. Στρέψατε τα βλέμματά σας εις τους εργάτας των άλλων χωρών. Με το στιβαρό χέρι άνοιξαν τη θύραν προς την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας, με την οποίαν θα καταργήσουν τας διακρίσεις των τάξεων προς το συμφέρον της ανθρωπότητας».
Παρά τις διώξεις, άντεξε. Αλλά όχι περισσότερο από τις αρχές του 1921. Η συνεχής και αδιάκριτη αστυνόμευση, σε συνδυασμό με τις πολεμικές συνθήκες, το εσκότωσαν. Ούτε ο άλλος «Μαύρος Γάτος» μπόρεσε να επιζήσει.
Ο υμνητής της Κέρκυρας, κάτοικος μάλιστα στην περιοχή Ύψος του νησιού επί μακρόν επιφανής λογοτέχνης Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος αποτύπωσε στο βιβλίο του «Αστροφεγγιά» την αίγλη του καφενείου μ’ ετούτα τα πυκνά νοημάτων λόγια: «Ήταν ένα δρομάκι προς λογής-λογής παραδείσους αυτό το στενόμακρο καφενεδάκι, μια γόνιμη γης σπαρμένη όνειρα και πόθους, ανθισμένη από φλογάτα και θεόφτωχα νιάτα». Αρκετοί άλλοι λογοτέχνες άφησαν σχετικές μαρτυρίες. Που τις εντόπισαν, μεταξύ άλλων, ο Κερκυραίος εκπαιδευτικός Θανάσης Γιοχάλας και η Τόνια Καφετζάκη στο βιβλίο τους «Αθήνα, ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία».
Την επόμενη φορά που θα περάσετε απ’ το πανέμορφο χωριό Σιναράδες για μια βόλτα ίσως στην περίφημη «Ρούγα» του, φίλες και φίλοι, αν σταθείτε λίγο μπορείτε να δείτε το σπίτι όπου εγεννήθηκαν κι εμεγάλωσαν τα δύο αδέλφια. Μια επιγραφή έχει τοποθετηθεί σ’ αυτό, για τον λογοτέχνη Σπαταλά.
Την εντοίχισαν πριν από δεκαοκτώ χρόνια ο αείμνηστος Παναγιώτης Περιστέρης και ο Σταμάτης Κυριάκης, με την ευκαιρία συνεδρίου με θέμα «Το θέατρο στην Επτάνησο και ο Γεράσιμος Σπαταλάς» που οργάνωσε το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κέρκυρας, με πρωτοβουλία του πρώτου. Αναφέρεται μόνο στον Γεράσιμο Σπαταλά, ο όγκος του λογοτεχνικού έργου του οποίου, κρατηθείτε, περιλαμβάνει τουλάχιστον 572 εργασίες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που οι πανεπιστημιακοί Ευριπίδης Γαραντούδης και Άννα Κατσιγιάννη είχαν την καλοσύνη να θέσουν υπόψη μας. «Εδώ γεννήθηκε ο λόγιος Γεράσιμος Σπαταλάς (1877- 1971)», αναφέρει η πέτρινη αναμνηστική πλάκα. «Συγγραφέας και ποιητής. Μέλος του σοσιαλιστικού ομίλου Κέρκυρας», είχε ζητηθεί να λέει ακόμη, μα δεν εχώρεσαν κι αυτά.
Είναι απίστευτο σε όγκο, φίλες και φίλοι, το πνευματικό έργο του!
Ο Μίκης Θεοδωράκης το 1960 έγραψε άρθρο για μιαν έμμετρη μετάφραση από τον Σπαταλά τραγωδίας του Ευριπίδη, ανακοινώνοντας ότι τα μεταφράσματα του Σπαταλά είχαν «μέσα τους» τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων και τον έκαναν ν’ αλλάξει τη θεώρησή του για τη μουσική που ταιριάζει, καταρχάς, στο ελληνικό θέατρο! «Κατόρθωσα να λύσω το δύσκολο πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής στιχουργίας και συγχρόνως και της μουσικής», έτσι ώστε να μπορεί ν’ ανεβεί στο θέατρο κάθε αρχαία ελληνική τραγωδία ή κωμωδία «με την ίδια μουσική που παιζότανε στην αρχαιότητα», έγραψε ο Σπαταλάς σ’ έναν φίλο του λίγο μετά. Αφιέρωσε στη μελέτη της Μετρικής και της Στιχουργίας σημαντικό μέρος της πολύ εργατικής ζωής του, αν και δεν αφορούσε αυτόν τον τομέα κυρίως το ευρύτατο έργο του. Η αρχαία τραγωδία στην οποία αναφερόταν ο Μίκης ήταν οι «Φοίνισσες», που ανέβηκε τότε στην Επίδαυρο με πρωταγωνιστές την Κατίνα Παξινού, την Άννα Συνοδινού, τον Αλέξη Μινωτή και τον Θάνο Κωτσόπουλο.
Εξήντα χρόνια από τότε οι «Φοίνισσες» συνεχίζουν ν’ ανεβαίνουν από το Εθνικό Θέατρο μ’ εκείνη τη μετάφραση του Σπαταλά κι εκείνη τη μουσική του Θεοδωράκη.
Τότε εκδοτικός οίκος εκυκλοφόρησε την πρωτοποριακή μελέτη του Σπαταλά «Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική μουσική και στιχουργία», που μνημονεύεται με τ’ όνομά του σε παγκόσμιες εγκυκλοπαίδειες.
Μετά τα εγκωμιαστικά σχόλια και του Μίκη ακολούθησε η έκδοση της μελέτης του «Η αναβίωση της Τραγωδίας με την αρχαία της μουσική».
Γνωρίζετε, φίλες και φίλοι, άλλον τόσο παλαιό Κερκυραίο μεταφραστή ελληνικών και ξένων λογοτεχνικών αριστουργημάτων που ακόμα και σήμερα το Εθνικό Θέατρο και άλλα θέατρα προτιμούν τις δικές του μεταφράσεις;
Αυτό κάνουν και με έργα του Ιταλού κωμωδιογράφου Κάρλο Γκολντόνι, όπως «Ο υπηρέτης δύο αφεντάδων», που με τη δική του μετάφραση απ’ το 1937 κυκλοφορεί ακόμη ως αυτοτελές βιβλίο.
Αλλά δεν ήταν μόνο μεταφραστής θαυμάσιος ο Γεράσιμος Σπαταλάς.
Όχι μόνο μετέφρασε Όμηρο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Διονύσιο Αλικαρνασσέα, Αριόστο, Βοκκάκιο, Δάντη, Ντ’ Αννούντσιο, Ουγκαρέττι κι άλλους όπως ο Πιραντέλλο κι ο Γκολντόνι, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, το 1847 είχε αναφερθεί σε «canzonette di Corfu» γνωστές στη Βενετία από τον 18ο αιώνα.
Έγραψε και ο ίδιος θεατρικά έργα.
Έχετε δει στην Κέρκυρα τη γραμμένη το 1930 μονόπρακτη θεατρική του σάτιρα «Η κληρονομιά της τσάτσας»; Κι όμως, τιμήθηκε με βραβείο για το θεατρικό έργο του απ’ την Ακαδημία Αθηνών.
Και τι δεν έγραψε!
Πριν απ’ όλα ήταν αγωνιστής-φωτιστής των εργατών της Κέρκυρας τη δεκαετία του 1910.
«Μια μέρα – αφηγήθηκε πολλά χρόνια μετά ο εμβληματικός Κερκυραίος κομμουνιστής Νίκος . Βαρότσης στον Γεράσιμο Χυτήρη- μ’ ευρήκε στο δρόμο ο δικηγόρος Γιώργης Καίσαρης, αδελφός του καθηγητή. Με προσκάλεσε σε μια συγκέντρωση εργατών, που θα γινόταν σε λίγες μέρες, σε μια σάλα, όπου κατά προτίμηση, δίνονταν χοροί από την ισραηλιτική κοινότητα, στο καντούνι των Αγίων Πάντων. Πήγα και βρήκα τη σάλα γεμάτη. Ανέβηκε ο Καίσαρης στο πατάρι των μουσικών κι άρχισε να μιλεί. Τότες ήταν ο Βενιζέλος στα πράμματα, ύστερα από το Γουδί. Υποστήριζε και συνιστούσε πως χρειάζεται η εργατική τάξη ν’ αποχτήσει συλλόγους (…), επιδίωκε να τραβήξει τους εργάτες με το μέρος του. Αυτή την πρόθεση προσπαθούσε να εξυπηρετήσει κι ο Καίσαρης. Οι εργάτες, όμως, που είχαν αποθαρρυνθεί από τα πολιτικά κόμματα της εποχής, διαμαρτυρήθηκαν για όσα υποστήριζε ο ομιλητής και τον εξανάγκασαν να διακόψει το λόγο του. Μερικοί τους στράφηκαν σ’ εμένα και με παρακάλεσαν να μιλήσω. Τους αποκρίθηκα πως δεν μπορούσα, γιατί είχα προσκληθεί από τον Καίσαρη. Συνέστησα, όμως, στον Γεράσιμο Σπαταλά, τον ποιητή, που καθόταν δίπλα μου, να μιλήσει αυτός».
Ασπάστηκε από νωρίς την εργατική-σοσιαλιστική ιδεολογία και την υπηρέτησε με την καλλιτεχνική πένα του. Τόσο, ώστε ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος εκείνον ανέφερε πρώτο στα έργα του για την Ιστορία του εργατικού κινήματος και τη νεοελληνική λογοτεχνία, ως παράδειγμα των στιχουργών εργατικών κι επαναστατικών τραγουδιών οι οποίοι «εκδηλώνανε τη συμπάθειά τους και τον ενθουσιασμό τους για τον εργάτη και τους αγώνες του με ωραίους και συγκινητικούς στίχους».
Να, σε συγκεντρωτική έκδοση με τα τεύχη του πρώτου έτους του, ο «Μαύρος Γάτος» που εκυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1919. Εκέρδισε αμέσως αναγνώριση ως λογοτεχνικό περιοδικό υψηλού επιπέδου. Εθεωρήθηκε σταθμός στην εξέλιξη των νεοελληνικών Γραμμάτων.
Σ’ αυτόν εδιάλεξε να ιδεί το φως της δημοσιότητας το πρώτο μεγάλο ποίημά του ο Βάρναλης, καθώς μάλιστα άφηνε πίσω τον ιδεαλισμό κι επροσχωρούσε στον μαρξισμό.
Σώζεται επιστολή του ποιητή απ’ τη Γαλλία, γραμμένη τις 10 Αυγούστου 1919, μ’ ετούτα τα λόγια:
«Αγαπημένε μου Ποιητή Γ. Σπαταλά,
Σου το στέλνω, ακόμα νωπό. Τ’ ονομάζω άσμα πρώτο. Καθαυτό είν’ ένα είδος προοίμιο· πρόσωπο του κυρίου ποιήματος· μια δικαιολογία στα πεταχτά των πίστεών μου. Οπού φαίνεται, πως ομιλώ εγώ, ξέρε το, πως εγώ αληθινά δεν υπάρχω. Αντιπροσωπεύω κάποιον τρίτον· ίσως εκείνον, που έπρεπε να υπάρχει. Κάποτε το εγώ γίνετ’ εμείς· κάμνω τότε την αντίθεση της συνολικής ψυχής απέναντι των μονάδων, που παρανοούν το βάθος της. Κι’ ο πόθος μου είναι, όντας συνεργάτης αυτής της ψυχής, να βρεθώ δημιουργός με τη δύναμή της.
Μ’ εξαιρετικήν εχτίμηση
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ»
Το «εγώ» του Βάρναλη άρχιζε, τότε, να γινόταν «εμείς».
Αμέσως ο Σπαταλάς εδημοσίευσε ολόκληρο το ποίημα, μαζί με την επιστολή. Αφιέρωσε έξι σελίδες στο «Άσμα πρώτο, Ο Προσκυνητής» με τις εξήντα οχτάστιχες στροφές, στο τέταρτο φύλλο του «Μαύρου Γάτου» του, τις 4 Σεπτεμβρίου 1919.
Ιδού ένα μικρό απόσπασμα:
Ποια νάναι, Λαέ μου, η πιο μεγάλη ώρα
η χρεία σου να βαλτώ να τη βοηθήσω·
η πιο βαθυά σου αλήθεια, η άμοιαστη ώρα,
που μες σε αστήθι καίει παλληκαρίσο·
να σταματήσω τη άξαφνα αστροθώρα
στο βλέμμα σου ομπροστά, τ’ άτρεμο κ’ ίσο.
Νόμος μοιραίος μαζί σας μεγαλώνει:
πούθε αρχινάει και πού άραγες τελειώνει;
Ήξερε καλά σε ποιον αγαπημένο του απευθυνόταν ο Βάρναλης. Εγνώριζε και την ιδεολογία και ποιήματα-δυναμίτες του Σπαταλά, τελείως άγνωστα σήμερα στο κοινό, αδημοσίευτα από τότε οπουδήποτε, που η Βιβλιοθήκη της Βουλής εδέχθηκε με καλοσύνη ν’ αναζητήσει και να ψηφιοποιήσει γι’ αυτές εδώ τις γραμμές και να θέσει στη διάθεσή μας, παρμένα από κατάλογο δυσεύρετων εκδόσεων εκείνης της περιόδου. Τιτλοφορούνται «Καπιταλισμός», «Ρωσσία», «Η πρώτη Δημοκρατία», για να σταθούμε μόνο σε τρία πιο χαρακτηριστικά σε τίτλους. Προέρχονται απ’ τις ποιητικές συλλογές που ο Σπαταλάς εξέδωσε στην Αθήνα με τίτλους «Αιμάτων σταλαχτίτες» το 1915 και «Ωδές, Μπαλάντες, Ελεγείες» το 1917.
Διότι ήταν και ποιητής ο εκδότης του μηνιαίου δεκαεξασέλιδου φιλολογικού-λογοτεχνικού «Μαύρου Γάτου», στις σελίδες του οποίου μέχρι το 1921 είδαν το φως συναρπαστικά κείμενα-ντοκουμέντα.
Σ’ αυτόν επαρουσιάστηκαν τότε βιβλιοκριτικά ο δυσεύρετος «Ερμάνος και η Δωροθέα» του Γκέτε μεταφρασμένος απ’ τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, όπως και ο «Κατάδικος» του τελευταίου, ιδωμένος απ’ τον Σπαταλά ως «ένας ελεύτερος πολιορκημένος από τους ταπεινούς, που δεν είναι παρά οι πραγματικοί κατάδικοι».
Με ανέκδοτη επιστολή του Κερκυραίου λόγιου Γεώργιου Καλοσγούρου από την Ελβετία στον Ζακύνθιο ποιητή Στέφανο Μαρτζώκη για τον χαρακτήρα και την αξία της δίκαιης φιλολογικής κριτικής, στην πρώτη σελίδα, εξεκίνησε το πρώτο τεύχος την 1η Ιουνίου 1919.
Ο Κωστής Παλαμάς με φιλική επιστολή κι ανέκδοτο κείμενο-ντοκουμέντο εκατέλαβε όλη την πρώτη σελίδα στο τρίτο τεύχος.
Θέμα του ο «ιδεώδης ποιητής», η «Ιδέα που είναι η θρησκεία μας».
Στο περιοδικό ο Σπαταλάς εδημοσίευσε τις θέσεις του για την ανάγκη δημιουργίας συλλόγου των ανθρώπων των Γραμμάτων. Αλλά και την αντίθεσή του σε δήθεν σοσιαλιστικές θέσεις ανθρώπων που ήταν ενάντιοι στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας το μετέπειτα κομμουνιστικό, που είχε ιδρυθεί το 1918. Για τον Σπαταλά εμετρούσε προπάντων «η δύναμη του έργου του συγγραφέα», όπως εξηγούσε, επικρίνοντας «μπροσουρογραφίες» και «συνταγές λογοτεχνίας».
Ο Κερκυραίος βουλευτής του νέου κόμματος Αριστοτέλης Σίδερις επαρουσίασε στο δέκατο τεύχος βιβλία του Γεώργιου Σκληρού με συμπεράσματα για την πάλη των κοινωνικών τάξεων και αναφορές στον Μαρξ.
Σε πρώτες και εσωτερικές σελίδες επαρουσιάστηκαν, επίσης, ανέκδοτα λογοτεχνικά κείμενα της Γαλάτειας Καζαντζάκη και άλλων μη Επτανήσιων πνευματικών ανθρώπων, λυρικά ποιήματα του Σπύρου Νικοκάβουρα από την Κέρκυρα, μεταφράσεις σονέτων του Πετράρχη από τον Σπαταλά, καθώς και μετάφραση φιλοσοφικού έργου από τον Θεοτόκη.
Σε κάποια από έντεκα τεύχη που εμελετήσαμε είχαν τη θέση τους βιβλιοκριτικές για τη μεταφρασμένη απ’ τον Ιάκωβο Πολυλά «Ιλιάδα», αναφορές στον υποστηρικτή από το 1860 της κομμουνιστικής ιδέας λόγιο Νικόλαο Κονεμένο για μετάφρασμα του Δάντη, καθώς κι επικρίσεις γιατί τ’ αποτελέσματα διαγωνισμών για κρατικά λογοτεχνικά βραβεία έδειχναν ότι «περιφρονιώνται» έργα του Θεοτόκη, του -πρώτου μεταφραστή μέρους του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου»- Κώστα Χατζόπουλου, αλλά και του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Σε συνέχειες επαρουσιάστηκαν εξάλλου εργασίες του Σπαταλά για τον Ούγο Φόσκολο και τον Σολωμό.
Τον τίτλο «Κερκυραίοι» έφερε ποίημα του Σπαταλά γραμμένο το 1915. Απ’ το 1911 ετραγούδησε υπέροχα την Κέρκυρα πολλές φορές, νοσταλγικά κιόλας, με στίχους όπως ετούτοι το 1930:
Από τον Παντοκράτορα μια νύχτα αστροφεγγάτη,
Τόπε γενέθλιε, σ’ είδα∙
Είμουν μικρός και μ’ έσερνε στην εκκλησιά η ελπίδα,
Μα ξάφνου μούγιναν ναός των ουρανών τα πλάτη.
Καντήλια τ’ άστρα, στο στρωτό το πέλαο μύρια ακόμη,
Μα πιο τρανά και πλήθια,
Στα τείχη ελάμπανε οι φανοί κι’ ανοίγαν κάποιοι δρόμοι
Του απέραντου, που εχάνονταν μες του πελάου τα στήθια.
Μάταιη κάθ’ άλλη πια ομορφιά∙ κάποια κρυφή ομιλία
Με κράζει πάντα εκεί,
Πώχουν κ’ οι βράχοι μαγική κρυμμένη μια ψυχή
Μες το ναό σου, ω Κέρκυρα, που ζει τη φαντασία.
Κι ετούτοι:
Σα δαχτυλίδι η όχτη σου, π’ αδιάκοπ’ άϋλα χάδια
Στα ολόστρωτά σου τα νερά τα δέντρα αντιφεγγούν,
Και η πέτρα σου είναι σμάραγδος, π’ ωραία περιπλοκάδια
Και κυπαρίσσια, σκαλιστά με τέχνη αιώνια, ανθούν,
Ω, Λίμνη εξαίσια επρόβαλες με το Πεντικονήσι!
Αγνάντια οι Άγιοι Δέκα ορθοί, σ’ έξταση ωραία πεσμένοι,
Στη θέα σου, ενώ σηκώνονταν να ιδούν, έχουν βυθίσει,
Και κάποιον ίσκιο στο Νησί βάρκα Μακάριου πγαίνει.
Μα να που ο ήλιος με φιλιά ροδόπνοα πάει στη δύση…
Άναψε η Λίμνη ολάκερη, φλόγες πετά απ’ τα χείλια,
Χρυσά έχει πλέσια ο σμάραγδος, κ’ οι Άοι Δέκα έχουν σκιρτήσει
Μες απ’ τη ρέμβη, με ζωηρή γιουλένια ανατριχίλα.
Κι άλλους πολλούς στίχους, πάλι το 1930, όπως ετούτοι:
Κάστρο παλαιό, που ως πυργοτό στηλώνεσαι καράβι,
Στο πέλαο, που το Βράχο σου του κάκου πάντα σκάβει,
Τέκνο καιρών Βυζαντινών και χρόνων Βενετσάνου,
Μ’ υπόγεια σκοτεινά, βαθειά, μα που γελάει απάνου
Πνοή καθάρια τ’ ουρανού του Ελληνικού δροσάτη,
Σα γέλοιο ωραίο της νίκης του στον ξενικό προστάτη˙
Μαζί ετραγούδησε και τους Σιναράδες, όπου είχε δει το φως τις 19 Απριλίου 1877. «Πώς θυμάμαι το χωριό» τιτλοφορείται το ποίημα αυτό. Ήταν γιος του ναυτεργάτη Σπύρου Σπαταλά και της Μαρίας Βασιλά. Εδημοσίευσε το ποίημα στο πρώτο τεύχος του «Μαύρου Γάτου» του το 1919. Να μερικοί στίχοι του:
Πώς το θυμάμαι τη χωριό την ώρα που νυχτώνει!
Μακριά χανόταν το βουνό σ’ αχνοϋφασμένα θάμπη,
Κ’ ενώ η μονότονη φωνή γρικιώτανε του γκιώνη,
να σμίγουν έβλεπα μαζί κ’ η θάλασσα κ’ οι κάμποι.
Πόσες ποιητικές συλλογές και παραλλαγές τους, όλες σχεδόν με ευδιάκριτα ή δυσδιάκριτα κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα και ύμνους στον έρωτα, είναι γνωστό ότι εξέδωσε; Δεκαπέντε! Το 1964, επτά χρόνια πριν φύγει απ’ τη ζωή, την τελευταία. Συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτές και μεταφράσεις στίχων του Πετράρχη και του Ούγου Φόσκολου.
Είχε γράψει και ποίημα «Από τη φυλακή», καθώς είχε φυλακιστεί, φαίνεται, για τις ιδέες του. Το 1941 έγραψε το ποίημα «Ώρα Πολέμου» και το 1945 το «Επί γης Ειρήνη».
Κορυφαίο του ποίημα θεωρείται η «Ωδή στον κόρακα». Ο κόρακας, το τρίσμαυρο και νυχτερόχρωμο πουλί, κατά την ποιητική έκφραση, είναι και πλάσμα υπερήφανο, γιατί δεν σκύβει το κεφάλι και δεν αφήνεται στην αγκαλιά της μοίρας. Τρισμακάριστο για την υψηλή υπηρεσία που παρέχει. Πηγαίος εργάτης του ωραίου και του γερού. Ασκητής αφιερωμένος σ’ ένα μυστικό νόημα κι ένα θεάρεστο έργο. Μέσω αυτού ο Σπαταλάς μαστιγώνει τα «πλήθος ψοφίμια που αφανίζουν μέσα μας κάθε καλό». Επιβραβεύει τους ανθρώπους οι οποίοι επιτελούν ή θέλουν να επιτελέσουν έργο «εξαγνιστικό». Δεν εδίσταζε, ως απόφοιτος της Φιλοσοφικής που ήταν κιόλας, ν’ αναμετρηθεί με «αντιποιητική» θεματολογία!
Πιστός στο σολωμικό παράδειγμα και την επτανησιακή παράδοση, σύμφωνα με τον ανθολόγο Μιχαήλ Περάνθη, ενστάλαξε στους στίχους του τη φιλοσοφημένη ή και την έντονη φυσιολατρική του διάθεση, που ίσως συνέβαλε ώστε να τον κάνει στο τέλος της ζωής του καλλιεργητή φιστικιών.
Έγραψε λογοτεχνική εποποιία στη μελέτη, την ανάδειξη-μεταλαμπάδευση και την υπεράσπιση του σολωμικού έργου, όσο κανένας άλλος Επτανήσιος τον εικοστό αιώνα. Οι γόνιμες έρευνές του γύρω από τον Σολωμό τον απασχολούσαν μέχρι τη δύση του. Επραγματοποίησε και κριτικές εκδόσεις μέρους του σολωμικού έργου.
Με δικές του μεταφράσεις εκυκλοφόρησε τα σολωμικά ιταλικά ποιήματα, τα πρώιμα και τα κατοπινά, με δύο ξεχωριστές εκδόσεις.
Με άλλες μελέτες του που εκδόθηκαν με τίτλους «Η ποίηση στη ζωή μας και η εγωπάθεια, η άγνοια και η ακρισία» και «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και οι φυσικές υπερβολές της πολεμικής κριτικής» επήρε μέρος δυναμικά, με πλούτο επιχειρημάτων, στη διαμάχη ανάμεσα στον Γιάννη Αποστολάκη και τον Κώστα Βάρναλη για την αποτίμηση του σολωμικού έργου τη δεκαετία του 1920.
Έχουν εντοπιστεί στη βιβλιογραφία του, φίλες και φίλοι, περισσότερες από εξήντα άλλες δημοσιεύσεις του κάθε μορφής για τον Ζακύνθιο πατέρα της νεοελληνικής ποίησης και όσους, όπως επίστευε, παρανοούσαν ή αμφισβητούσαν το μεγαλείο του έργου του!
Το 1936 είχε επανεκδώσει τα «Διονυσίου Σολωμού τα Ευρισκόμενα» με δικά του σχόλια και δική του κατάταξη, ενώ το 1958 εδημοσίευσε μελέτη με τίτλο «Η στιχουργική τέχνη του Διονυσίου Σολωμού αρχαία ελληνική».
Εκδόσεις και κριτικά σημειώματά του για άλλους λογοτέχνες αφορούσαν, περισσότερο, τον Λορέντζο Μαβίλη, τον φίλο και συναγωνιστή του Κωνσταντίνο Θεοτόκη και τον Ιάκωβο Πολυλά. Ανέδειξε εξάλλου τον Κερκυραίο λαϊκό ποιητή Σπύρο Περούλη, εργάτη-τσαγκάρη απ’ το χωριό Ποταμός, γνωστό πια για το ποίημά του «Η Ηλιώ».
Δοκίμια και άλλες μελέτες του εστίασαν στη μορφολογία και τη στιχουργία των δημοτικών τραγουδιών, με ειδικές εκδόσεις το 1946 και το 1960, καθώς και στη μελική βυζαντινή ποίηση, επίσης το 1960.
Εξέδωσε επίσης ανθολογία νέων Ελλήνων ποιητών κι επιλογές ιταλικής ποίησης μεταφρασμένης απ’ τον ίδιο.
Η στερνή μελέτη του ήταν μάλλον μία «Γύρω στην προϊστορική Ελλάδα» πέντε χρόνια πριν φύγει απ’ τη ζωή, το 1966.
Νωρίτερα, είχε εκδοθεί μελέτη του για έναν απ’ τους σημαντικότερους επαναστάτες αγωνιστές του 1821, εκπαιδευμένο και στα Επτάνησα κάποια περίοδο. «Παπαφλέσσας, ο επαναστάτης καλόγερος» το ετιτλοφόρησε.
Το τεράστιο έργο του συμπεριλαμβάνει εξάλλου δεκαοκτώ διηγήματα.
Δεν ενδιαφέρθηκε για δημοσιότητα, τιμές και οικονομική άνεση. Εζούσε επί πολλά χρόνια από κτήμα με φιστικιές συγγενών της γυναίκας του που ο ίδιος ακόμη και στα βαθιά του γεράματα, υπέργηρος πια, εκαλλιεργούσε μαζί της στο Μεγάλο Πεύκο έξω απ’ την Αθήνα.
Η Χούντα των συνταγματαρχών, η ακραία αυτή έκφραση του ελληνικού καπιταλισμού που ο Σπαταλάς εστιγμάτισε και ποιητικά στα νιάτα του, απαλλοτρίωσε το κτήμα χωρίς, καν, να εισφέρει αποζημίωση για την καλλιέργεια των φιστικιών
Ο Γεράσιμος Σπαταλάς έπεσε έτσι, για να το πούμε περίπου με στίχο του αγαπημένου του Σολωμού, «σε βυθό από βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος».
Επέθανε τις 29 Αυγούστου 1971, περνώντας «τις τελευταίες του ημέρες σε απερίγραπτη αθλιότητα», σε φοβερή ένδεια, όπως ο Πέτρος Χάρης της φιλολογικής «Νέας Εστίας» εξήγησε το ίδιο έτος. Το σχετικό δημοσίευμά είχε τον εξής τίτλο: «Απίστευτο!».
Ο δικός μας Κώστας Δαφνής έγραψε: «Κανείς δεν πήρε είδηση το θάνατο του Σπαταλά».
Μετά τη Χούντα εκδοτικός οίκος ανέσυρε από τη λήθη το χρονολογούμενο από το 1953 έργο-μετάφραση του μυθιστορήματος «Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ» του Λουίτζι Πιραντέλλο από τον Γεράσιμο Σπαταλά, το λογοτεχνικό αρχείο του οποίου απόκειται πια στο Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο.
Επίσης, άλλος εκδοτικός οίκος έφερε στο φως μιαν άλλη εργασία του, εκδίδοντας το βιβλίο «Σοφοκλέους Οιδίπους επί Κολωνώ», με εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις του Σπαταλά.
Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το 1997 εξέδωσαν 24 μουσικοστιχουργικές εργασίες του σε τόμο με τίτλο «Η στιχουργική τέχνη». Σε ένδειξη τιμής, τον επρολόγισε ο δύσκολος σ’ επαίνους άξιος πανεπιστημιακός, λόγιος και καλός φίλος της Κέρκυρας Νάσος Βαγενάς. «Η συναγωγή των αξιολογότερων μετρικών εργασιών ενός παραγνωρισμένου Έλληνα μετρικού», έγραψε μεταξύ άλλων γι’ αυτόν, «είναι χρήσιμη, αφενός επειδή ο Σπαταλάς μελετά την προσωδιακή βάση και τα γενικά χαρακτηριστικά των νεοελληνικών στίχων, και αφετέρου γιατί προσεγγίζει όχι μόνο από στιχουργική, αλλά και από αισθητική σκοπιά το έργο σημαντικών Ελλήνων ποιητών».
Δικές του μεταφράσεις ιταλικών ποιημάτων του Σολωμού είδαν εξάλλου πάλι το φως της δημοσιότητας το 2009 στην έκδοση «Διονυσίου Σολωμού Τα Κερκυραϊκά».
Μήπως είναι καιρός, όταν το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες, να σκεφτούμε κάτι για μιαν ουσιαστική γνωριμία με το τεράστιο έργο του και τις παρακαταθήκες του, με τη βοήθεια ίσως και του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο χωριό του ή στην πόλη της Κέρκυρας;