Ζει κόντρα στους δίσεκτους καιρούς; Ζει ακόμα και τώρα στα Επτάνησα -και όχι μόνον- το μουσικό λαϊκό ή και εξεγερτικό επτανησιακό πνεύμα;
Εννοούμε καταρχάς το εμπνευσμένο από τη ζωή, τα πάθη και τους πόθους του λαού για μια καλύτερη και πιο όμορφη ζωή μουσικό πνεύμα του Κερκυραίου μουσουργού Νικόλαου Μάντζαρου, αλλά και του Ζακύνθιου τόσο μουσικού ποιητικού βάρδου Διονύσιου Σολωμού, που συνεργαζόμενοι έκαναν τι, νομίζετε, σύμφωνα με τον Μίκη Θεοδωράκη; Ό,τι λίγο-πολύ επαναστατικό έκανε ο ίδιος με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη στη δική του εποχή!
Επίσης, ας προσθέσουμε εμείς, ό,τι ο ίδιος έκανε με τον άλλο τόσο οικουμενικό ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Τον Νομπελίστα σαν τον Σεφέρη και τον Ελύτη ποιητή της Λατινικής Αμερικής που είχε γράψει για μια «πολιορκημένη» Ελλάδα κι έναν «άνθρωπο με το γαρύφαλλο», όπως τον είχαν καταγράψει φωτογραφίες και σκίτσο του Πάμπλο Πικάσο, συνδέοντας ανεξίτηλα τη σχέση των λαϊκών αγωνιστών κι επαναστατών της Ελλάδας με το λουλούδι.
Υπήρξαν, εννοείται, αρκετοί Επτανήσιοι μουσουργοί μετά τον Μάντζαρο ή στα χρόνια του, όπως και γυναίκες-συνθέτριες πιανιστικών έργων με πρώτες και καλύτερες ίσως τη συνομήλική του Ζακύνθια συνθέτρια έργων για πιάνο Σουζάνα Νεράντζη, τις Κερκυραίες Φραντζέσκα Κοράγγιου και Αμαλία Γενατά και την Κεφαλονίτισσα Σοφία Δελλαπόρτα, που συνέχισαν το πρωτοποριακό μουσικό έργο του.
Οι μουσουργοί αυτοί σημάδεψαν μάλιστα μουσικά την εποχή τους με το έργο τους. Οι επτανησιακές νότες τους, ενώ ύμνησαν τον σηκωμό του ’21, εστίασαν συχνά στις νέες συνθήκες, στα νέα δίκαια του λαού, στη νέα πατριωτική του δράση, όπως και σε πανανθρώπινες αξίες που αναδεικνύουν παγκόσμιας εμβέλειας έργα ξένων μουσουργών. Ακόμη και -γιατί όχι- στην κοινωνική και πολιτική πια λαϊκή Αντίσταση στην αδικία, στην Αντίσταση σε επιδρομείς και κατακτητές, στους νέους λαϊκούς ήρωες, στον πόθο για μια δίκαιη κοινωνία, σε μια ριζική κοινωνική αλλαγή, σε μια νέα Επανάσταση των φυτών και των λουλουδιών, αν το προτιμάτε με τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη.
Μ’ έναν άλλο Οδυσσέα, τον ομηρικό τολμηρό ήρωα, ήταν συνδεδεμένη άλλωστε η πρώτη ίσως σχετική σύγχρονη επτανησιακή μουσική δημιουργία, αφού σ’ αυτόν αναφερόταν ένα άσωστο έργο του δάσκαλου του Μάντζαρου στο βιολί Στέφανου Πογιάγου (1768-1826) του μεγαλωμένου σε χρόνια που τα νησιά μας τα συγκλόνιζαν τα απελευθερωτικά μηνύματα της Γαλλικής αστικής Επανάστασης. Τότε που ο λαός μαζί τα θούρια του Ρήγα Φεραίου τραγουδούσε τη γαλλική «Μασσαλιώτιδα» και τη γαλλική «Καρμανιόλα» σε ελληνικές εκδοχές.
Άφησε βαθιά αποτυπώματα, αν και ήταν βραχύβια και «θάφτηκε» από την κατοπινή κυρίαρχη τάξη, η παράδοση εκείνων των χρόνων.
«Ακούτε την ελληνική “Καρμανιόλα” στη γειτονιά; Πόσο πιο όμορφη είναι!», είχε πει με υπερηφάνεια μια Κερκυραία στον σταθμευμένο στο νησί Ιταλό ιστορικό Κάρλο Μπότα τα τέλη του 1797, όπως μαρτυρείται σε επιστολή που ο Ζακύνθιος ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Αρβανιτάκης ανέσυρε από τη λήθη το 2020. Μιλώντας για την απήχηση της μεταφρασμένης στα ιταλικά και κατόπιν στα ελληνικά γαλλικής «Καρμανιόλας» στην Κέρκυρα, ο συγγραφέας και ιστορικού κειμένου για την Κέρκυρα αργότερα στο Μιλάνο, Κάρλο Μπότα, είχε σημειώσει τότε: «Τα ελληνόπουλα την τραγουδούν στις γειτονιές».
Τότε που η νέα Γαλλική Δημοκρατία διαβαζόταν στα νησιά μας ως «Madre Patria» πλήρως συνυφασμένη, όπως έγραφε ο Βενέδικτος Πιέρης, με τα ελληνικά συμφέροντα των πολλών και με «την ευτυχία στην Ανθρωπότητα».
Ήταν μόλις το 1798! Που ο Κερκυραίος λόγιος Στέλιος Βλασσόπουλος, μιλώντας σε κερκυραϊκή δημοκρατική Λέσχη είχε σημειώσει ότι η μουσική «έχει έναν σκοπό πιο υψηλό» κιόλας από την ευχαρίστηση και την καλαισθησία, καθώς «οι τύραννοι συντηρούν μουσικούς για να πολλαπλασιάζουν τις απολαύσεις τους, όπως έκανε ο δικός μας Αλκίνοος με τον Δημόδοκο, ενώ οι σκλάβοι με τη μουσική ανακουφίζουν τα δεινά τους». Και τι δεν μπορείς να καταφέρεις, σύμφωνα με τον ίδιο, όταν εμπνέεσαι από μουσική που μιλά για τα δίκια σου! Μπορείς να βαδίζεις «στην απόσειση του ζυγού των τυράννων»! Ακόμη και «στην αδιαφορία για τη μανία των συνασπισμένων βασιλιάδων της Ευρώπης»! Ακόμη και «στην ήττα των καταπιεστών της ανθρωπότητας»!
Έκφραση κι εκείνης της παράδοσης στις νεότερες συνθήκες αποτελεί ίσως το γεγονός ότι στα μέσα του εικοστού αιώνα η τραγωδία «Ο Θάνατος του Διγενή» του Λευκάδιου ποιητή Άγγελου Σικελιανού έγινε από τον Ζακύνθιο μουσουργό Αλέκο Ξένο, με τη συγκατάθεση του ποιητή, αθάνατο μουσικό έργο με τον τίτλο «Ο Διγενής δεν πέθανε». Αφιερωμένο στον -φυλακισμένο στην Κέρκυρα νωρίτερα, ας θυμίσουμε- εκτελεσμένο δημοκράτη αγωνιστή της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής δημοκρατίας Νίκο Μπελογιάννη και τον ανυπότακτο ελληνικό λαό.
Ο Λευκάδιος μεγάλος ποιητής έχει μελοποιηθεί πλούσια από τον πολυαγαπημένο σε όλα τα Επτάνησα και γενναιόδωρο με τους πνευματικούς προγόνους του Μίκη Θεοδωράκη. Ποιος δεν έχει ακούσει το «Πνευματικό Εμβατήριό» τους; Το ‘χει τραγουδήσει μαζί με τον Θεοδωράκη και το πιο λυρικό αηδόνι που έβγαλε ποτέ η Επτάνησος, η εκπληκτική Λευκάδια μέτζο σοπράνο Αγνή Μπάλτσα, η κατά τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν «σπουδαιότερη δραματική μεσόφωνος της εποχής» του. Όπως έχει κάνει και ο τόσο άξιος Κερκυραίος βαρύτονος Παντελής Κοντός.
Επιτρέψτε μας, πριν από οτιδήποτε άλλο, μια μοναδική, αφού δεν υπάρχει άλλη, συγκλονιστική περιγραφή του 1880 περίπου για τις ιστορικές στιγμές της πρώτης μελοποίησης του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» στην Κέρκυρα, στα 1828-1829.
Είναι καμωμένη απ’ τον ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Δε Βιάζη που σε παιδική ηλικία, όταν ο Ιππότης Μάντζαρος συχνά παρέδιδε μαθήματα μουσικής δωρεάν, ήταν μαθητής του. Παρατίθεται εδώ όπως παρουσιάζεται στην έκδοση «Διονυσίου Σολωμού Τα Κερκυραϊκά» που -καθόλου τυχαία- την Πρωτοχρονιά προσφέρθηκε από μια οικογένεια Επτανησίων ως ευχετήριο δώρο στον Μίκη Θεοδωράκη:
«Πολάκις ηκούσαμεν τον Μάντζαρον λέγοντα ότι, οσάκις κατά την σύνθεσιν των δύο μελοποιήσεων του Ύμνου επαιάνιζεν απόσπασμα εις τον Σολωμόν, ή ενώπιον αυτού εμπνεόμενος έθετεν επί του χάρτου τας νότας και έπειτα τας έκρουεν εις το πιάνο τραγουδώντας, ο ποιητής εσκίρτα εκ του ενθουσιασμού. Ετραγούδαε και αυτός μετά του φίλου μουσουργού. Βλέπων ο Ποιητής ότι η μουσική ήτο αντάξια της ποιήσεως, δηλαδή ότι οι νότες διερμήνευον την ιδέαν της ποιήσεως, ανελύετο εις δάκρυα εκ της συγκινήσεως. Τότε εξαφθείς υπό εκστάσεως και ο Μελοποιός και έτι πλέον εμπνευσθείς εξηκολούθει γράφων. “Τόσον ήτο μεγάλη κατά την στιγμήν εκείνην η συγκίνησίς μας”, εξηκολούθει λέγων ο Μάντζαρος, “που ενομίζαμεν ότι δεν ήμεθα εις την γην και κλαίοντες ο ένας κατησπάζετο τον άλλον. Ήσαν δάκρυα προερχόμενα το μεν εκ του ενθουσιασμού της επιτυχίας του έργου, το δε ότι η τέχνη κατόρθωνε πρεπόντως να υμνήση την ελευθερίαν της αναγεννωμένης πατρίδος δια του αίματος τόσων αγίων ηρώων”».
Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται πάντα από την παιδική ηλικία του ότι κοσμούσε το σπίτι του σε περίοπτη θέση, μεταξύ άλλων, ένα αντίτυπο της πρώτης έκδοσης των «Ευρισκομένων» του Σολωμού το 1859 στην Κέρκυρα.
Τον έχει επηρεάσει βαθιά ο -μην ξεχνάμε, μουσική διάνοια σύμφωνα με τον Μάντζαρο- Σολωμός, όπως έχει πει πολλές φορές. Επίσης, όπως έχει πει, στα Επτάνησα, στο νησί της Κεφαλονιάς -με τους τόσους μουσικοσυνθέτες όπως ο πρωτοπόρος της στρατευμένης στον λαό Τέχνης Νικόλαος Τζανής Μεταξάς- έλαβε μικρός την απόφαση ν’ αφιερωθεί στη Μουσική, καθώς έζησε εκεί τέσσερα περίπου χρόνια. Επτανήσιοι ποιητές, με πρώτον το Σολωμό, ξεχωρίζουν στα πρώτα «Παιδικά Τραγούδια» του. Ουδείς έχει μελοποιήσει τόσο πολύ Επτανήσιους ποιητές όσο ο ίδιος, ακόμη και σε συμφωνικά έργα του, όπως η ξακουστή «Τρίτη Συμφωνία» του η εμπνευσμένη σε μεγάλο βαθμό από την «Τρελή Μάνα» του Σολωμού.
Πόσο πολύ; Μόνο η πλήρης αξιοποίηση του μουσικού αρχείου του θα δώσει απάντηση. Σίγουρα υπάρχουν κι ανέκδοτα έργα του με ποίηση επτανησιακή.
Σώζεται ανέκδοτο ηχητικό απόσπασμα με τον συνθέτη στο πιάνο, στο περιθώριο μια πρόβας στο Παρίσι, το 1973, να τραγουδά στίχους του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Την περίφημη και γνωστή με δικές του νότες δισκογραφικά μόνο από παιδική χορωδία «Αγράμπελη», όπως αυτός την εμελοποίησε το 1939 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών.
Ας μοιραστούμε με την άδειά του εν είδει χαιρετισμού του στα Επτάνησα, θα λέγαμε, τη χαρά και τη συγκίνηση που προσφέρει η φωνή του Μίκη Θεοδωράκη, με σεκόντο τη φωνή του Κερκυραίου ερμηνευτή Πέτρου Πανδή, σ’ ετούτο το μικρό μα όμορφο ηχητικό απόσπασμα από το περιθώριο κάποιας πρόβας σε στιγμές χαλάρωσης τον Αύγουστο του 1973, στο Παρίσι, με τον ίδιο στο πιάνο να τραγουδά, τι νομίζετε; «Ποια είν’ εκείνη που κατεβαίνει…». Το περίφημο ποίημα «Η Αγνώριστη» του Σολωμού, δηλαδή. Το είχε μελοποιήσει έφηβος. Κάπου ανάμεσα στα 1940-1943:
Όσο για την πρώτη μελοποίηση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» από τον Μάντζαρο στην Κέρκυρα στα 1828-1829 ή και 1830, στην οποία αναφερθήκαμε λίγο πριν με τα λόγια του Δε Βιάζη, δεν είναι η μοναδική που ίσως γνωρίζετε, φίλες και φίλοι, αν διανύετε την πρώτη νεότητα.
Δεν είναι αυτή, ξέρουμε πια οι μεγαλύτεροι, που όλοι μάθαμε στο σχολείο. Ο Μάντζαρος και ο Σολωμός φαίνεται ότι ήθελαν η μουσική του ν’ ανταποκρίνεται όσο μπορεί στην επαναστατική και ηρωική ορμή του 1821 και συγχρόνως να επιτρέπει στον λαό να τον τραγουδά εύκολα, με ρυθμό που ανταποκρίνεται ακόμη και σε σχετικά νωπά συλλογικά του ακούσματα του καιρού που η Γαλλική αστική Επανάσταση έφτασε απελευθερωτικά απ’ τον φεουδαρχικό βενετικό ζυγό στα Επτάνησα. Έγραψε άλλωστε μουσική και για τα σαλόνια και για τα καντούνια ο Μάντζαρος. Είναι νεότερη η μελοποίησή του που με μισή καρδιά υιοθετήθηκε απ’ την επίσημη Ελλάδα το 1865 τροποποιημένη κι απλουστευμένη με τις αρχικές στροφές του «Ύμνου» και όλοι μας μαθαίνουμε από παιδιά.
Αν δεν έχει τύχει ν’ ακούσετε ή δεν έχετε κρατήσει στη μνήμη τη μελοποίηση εκείνη -που, παρεμπιπτόντως, σε ηγέτες των Ελλήνων πολιτικών επαναστατών του καιρού μας φέρνει στον νου και τη γαλλική «Μασσαλιώτιδα»- δεν έχετε παρά να την αναζητήσετε στο Γκουγκλ με τα στοιχεία Φιλαρμονική Μάντζαρος, Ύμνος εις την Ελευθερίαν 2009 και, πιστέψτε μας, θα ευφρανθείτε.
Είναι εξαιρετική, θα συμφωνήσετε πιστεύουμε όσοι δεν την έχετε ακούσει, η απόδοση εκείνης της μελοποίησης που η Φιλαρμονική «Μάντζαρος» το 2009, με μαέστρο τον Σπύρο Δολιανίτη, είχε παρουσιάσει στο Μέγαρο Μουσικής. Αν το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες και είναι σωστές οι πληροφορίες μας, πιθανότατα η σύνθεση αυτή θ’ αντηχήσει πάλι στην Αθήνα σε ταιριαστό μέρος εφέτος σε εκδήλωση εορτασμού των 200 χρόνων της Επανάστασης του 1821.
Όπως εξαιρετική ήταν βέβαια μια «νύχτα γιομάτη θαύματα νύχτα σπαρμένη μάγια», το 2018, η απόδοση μέρους της στο αθηναϊκό Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα Νιάρχου από την «Παλαιά» όπως αποκαλείται πρώτη και ιστορική Φιλαρμονική του τόπου, τη γαλουχημένη μουσικά από τον ίδιο τον Μάντζαρο Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας. Σε ενορχήστρωση που εκείνη τη χρονιά είχε κάμει ο 42χρονος σήμερα και τόσα πολλά υποσχόμενος με τις ήδη δεκάδες πρωτότυπες συνθέσεις, διασκευές και ενορχηστρώσεις του εικονιζόμενος στην εισαγωγική φωτογραφία αρχιμουσικός της Σπύρος Προσωπάρης.
Αυτός που, δύο αιώνες από τότε που ο Πογιάγος συνέθεσε το χαμένο ελληνόφωνο μουσικοχορευτικό θέαμα-έργο «Παρά Φαιάξοιν άφιξις του Οδυσσέα», έχει συνθέσει πια, μεταξύ άλλων, το υπέροχο συμβολικό έργο «Μυθόραμα» -που από το 2020 ξεκίνησε διεθνή δισκογραφική καριέρα ενταγμένο στο άλμπουμ «Spring Ritual»- με τη σουίτα «Στη μυθική Χώρα των Φαιάκων» και «Το τραγούδι του Δημόδοκου» και την «Επιστροφή στην ομηρική Σχερία».
Δικές του είναι, επίσης, μελωδίες με δεκάδες συμβολισμούς για λαϊκούς ήρωες της ντόπιας λογοτεχνίας, για τη λαϊκή παράδοση. Καθώς και φρέσκα, μοντέρνα έργα-διασκευές από τη σοφία Επτανήσιων μα και ξένων μουσουργών που με πολύν ιδρώτα, πολλές θυσίες, κάποτε και με το αίμα τους, πέφτοντας πάνω στο πόντιουμ ή από εχθρικά βόλια, υπηρέτησαν ή προσπάθησαν να υπηρετήσουν τον λαό όπως αρμόζει στους πνευματικούς ανθρώπους, συχνά γυρίζοντας και την πλάτη σε πλούσιες θέσεις στην Αθήνα ακόμη κι όταν η κυρίαρχη αστική τάξη τούς έθετε ως μισθωτούς στην υπηρεσία της. Δεν είναι καθόλου λίγοι άλλωστε όσοι με το έργο τους, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, απαρνήθηκαν την αστική τάξη παρόλο που από αυτήν προέρχονταν.
Γιος βιοπαλαιστών, όπως τόσοι και τόσοι Επτανήσιοι συνθέτες και μαέστροι από τα μέσα του 19ου αιώνα και δώθε που η οικονομική και η κοινωνική εξέλιξη έπαψαν αυτό το μονοπώλιο από την αστική τάξη, ο Προσωπάρης στο λαϊκό προάστιο Μαντούκι σε ηλικία δώδεκα ετών, θυμίζουμε, είχε δημιουργήσει χορωδία.
Αντιπροσωπεύει σήμερα, επιτρέψτε μας να πούμε, ένα πολύτιμο μουσικό κεφάλαιο καταρχάς του νησιού και της Επτανήσου. Όπως κι ένας άλλος συνθέτης και μαέστρος που -όπως θα δούμε αρκετά πιο κάτω- διαπρέπει με το έργο του στα κερκυραϊκά χώματα. Γιος οικοδόμου.
Διότι, για να περάσουμε σ’ έναν τρίτο, προικισμένο μαέστρο των ημερών μας με διεθνείς διακρίσεις που διευθύνει την Καμεράτα του Μεγάρου Μουσικής, δίκιο έχει νομίζουμε, φίλες και φίλοι, ο καταγόμενος από την Κέρκυρα Γιώργος Πέτρου. Έχει απόλυτο δίκιο όταν αναρωτιέται για ποιον μουσουργεί ο καθένας!
Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μάντζαρος, αλλά και ο αμφισβητίας του έργου του τελευταίου Μανώλης Καλομοίρης είναι οι αγαπημένοι του Έλληνες συνθέτες. Επίσης, το μιούζικαλ τον συγκινεί. Του αρέσουν πολύ οι Μπαχ, Μότσαρτ, Σοστακόβιτς, Τσαϊκόφσκι, αλλά και οι Deep Purple, ο Ντέιβιντ Μπόουι, οι Μπιτλς, ο Στίβεν Στόνχαϊμ. Ανέβασε και τα «Κάρμινα Μπουράνα» στο Ηρώδειο. Με όλα τα μουσικά όργανα της εποχής μας. Όπως το θέτει, «καλή μουσική είναι μία και δεν ορίζεται από το στιλ της, αλλά από την ποιότητά της». Όποιες κι αν είναι οι μουσικές προτιμήσεις του, έχει δίκιο όταν λέει ότι στον Πολιτισμό υπάρχει πάντα το ερώτημα: «Ποιον αφορά αυτό που κάνω;». Εν τέλει, συμπληρώνουμε, ποια κοινωνική τάξη;
«Τόπος είναι η μουσική μας, οι ρυθμοί μας, οι μελωδίες που ακούμε, η θάλασσα, ο αέρας. Οι ήχοι μας είναι ο τόπος μας. Η Ελλάδα όπως έχει το δικό της φως έχει και τους δικούς της ήχους», πιστεύει.
Το ίδιο τα Επτάνησα!
Όπου ο επαναστάτης λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης μάς θύμισε εδώ κι έναν αιώνα, μεταφράζοντας τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνα για τον αγώνα του Σωκράτη, ότι για τον τυφλό αοιδό Δημόδοκο και τους αρχαίους Έλληνες η μουσική ήταν «μέγιστη» φιλοσοφία, όπως βεβαιώνει πια και το Διεθνές Σεμινάριο Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής του Ιονίου Πανεπιστημίου, που συνεργάζεται για εξειδικευμένες έρευνες με το τόσο φιλόξενο σε μουσικές εκδηλώσεις Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας. Κατατείνουν οι έρευνες στο ότι η κιθάρα και μια μορφή μαντολίνου ήταν από την αρχαιότητα λαϊκά μουσικά όργανα στα Επτάνησα. Επιγραφικές μαρτυρίες βεβαιώνουν, όπως απέδειξε ο πανεπιστημιακός Θεόδωρος Παππάς, ότι στην αρχαία Κέρκυρα οι αθλητικοί αγώνες συνδυάζονταν με μουσικούς, που «αποτελούσαν σημαντική γιορτή για την πόλη». Μαζί με τη γυμναστική και τον χορό η μουσική έπαιζε «καίριο ρόλο στην παιδεία της αρχαίας Κέρκυρας».
Η σύγχρονη Ιστορία, φίλες και φίλοι, το έφερε έτσι!
Έλαχε από παλιά στα νησιά του Ιονίου ο κλήρος της πρώτης ελληνικής αντιστασιακής – επαναστατικής έντεχνης μουσικής ή, για να το πούμε κι αλλιώς, μουσικής για τη λαϊκή Αντίσταση κι Επανάσταση. Σε πρώτη φάση με τη λογική της αστικής τάξης βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς, αφού αυτή ηγήθηκε του ’21 και αυτή, με επικεφαλής τον Ιωάννη Καποδίστρια τα πρώτα χρόνια, διαμόρφωσε το σύγχρονο νεοελληνικό κράτος. Όχι μόνον όμως! Ούτε, όπως λέγεται, σε μονομερή συνάφεια με τη Δύση, αφού άλλωστε η αρχαία ελληνική μουσική με την Ανατολή είχε κυρίως συνάφεια.
Αν και τα λόγια του λογοτέχνη Ευγένιου Αρανίτση έχουν ειπωθεί για την Κέρκυρα, λίγο-πολύ ισχύει συνολικά για τα Επτάνησα ότι «η έννοια παρυφές είναι εδώ, ούτως ή άλλως, το κλειδί· βρισκόμαστε στις οιονεί παρυφές της Δύσης, αλλά και -για τους Δυτικούς- στις παρυφές της Ανατολής. Κέρκυρα ονομάζουμε την πόλη-Πύλη ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς». Σύμφωνα με τον εξαίρετο Αθηναίο μαέστρο και πανεπιστημιακό Μίλτο Λογιάδη, το επτανησιακό μουσικό έργο του 19ου αιώνα, όσο κι αν θεωρείται μονομερώς δυτικότροπο, στην πραγματικότητα είχε τον «χαρακτήρα του σταυροδρομιού πολιτισμών». Έναν ευρύτερο, με άλλα λόγια, διεθνή χαρακτήρα.
Ο Νικόλαος Μάντζαρος, όπως απέδειξε ο μουσικολόγος και ιστοριοδίφης με αμέτρητες μελέτες Κώστας Καρδάμης εγκύπτοντας σε κατάλοιπα του ιδιοφυούς μουσουργού στο Μουσείο της Παλαιάς πρώτης Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας της σταδιακά δημιουργημένης μεταξύ 1837-1840, ήδη το 1830 στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα είχε μελοποιήσει και τον «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου που, θυμίζουμε, συμβολικά είχε καλέσει «να σφάξωμεν τους λύκους, που τον ζυγόν βαστούν και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν».
Εμελοποίησε και μέρος από τη σολωμική «Ωδή εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον», καθώς και το επίγραμμα «Η καταστροφή των Ψαρών», ενώ αριστούργημα θεωρείται η «Χορωδιακή καντάτα» του για υψίφωνο και ανδρική χορωδία η γραμμένη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, μάλλον στα 1823/1824. Το 1842 ολοκλήρωσε τη σύνθεση του ελληνικού μελοδράματος «Ο Αίας μαστιγοφόρος».
Εν πολλοίς μη Επτανήσιοι, καθώς ο Γιώργος Λεωτσάκος κι άλλοι ερευνητές και μελετητές μουσικολόγοι και διαπρεπείς μουσικοί όπως ο Βύρων Φιδετζής από τους νεότερους έφεραν στο φως και ανέδειξαν στην Αθήνα νέες επτανησιακές συνθέσεις, ήταν εκείνοι που αποκατέστησαν το έργο του και το ανάλογο έργο άλλων Επτανησίων της εποχής του, που είχαν κατηγορηθεί ότι παρόλο που εμπνέονταν από την Επανάσταση του 1821 και άλλα εθνικά θέματα δεν μπόρεσαν να δώσουν «ελληνικό χαρακτήρα» στη μουσική τους, μόνο μιμούμενοι τάχα την αντίστοιχη ιταλική, ενώ ο Μάντζαρος (1795-1872) στην πραγματικότητα το είχε πετύχει.
Ο Μάντζαρος θεωρείται πια ο συνθέτης της πρώτης σωσμένης όπερας Έλληνα δημιουργού, με το έργο του «Don Crepuscolo», το 1815. Δικά του και το πρώτο γνωστό έργο σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα, τα πρώτα γνωστά ελληνικά έργα για κουαρτέτο εγχόρδων, το πρώτο ελληνικό πιανιστικό ρεπερτόριο, το πρώτο ελληνικό έργο σε μορφή φούγκας, αλλά και η πρώτη μνημονευόμενη -δυστυχώς χαμένη- ελληνική μουσική συμφωνία.
Είτε λοιπόν ο Μάντζαρος αποτελούσε όντως εμβληματικό μουσουργό πριν απ’ όλα μιας δυναμικής επτανησιακής αστικής τάξης που υιοθετούσε τη χρήση της νεοελληνικής γλώσσας για την έκφραση των ταξικών στόχων της με εθνικό μανδύα είτε όχι, κράτησε το έργο του κοντά στη λαϊκή χορωδιακή πρακτική, χωρίς να προδώσει τον έντεχνο χαρακτήρα του.
Ο λαός! «Πάντοτ’ ευκολοπίστευτος και πάντα προδομένος» όπως είπε ο Σολωμός στην «Προς Επτανησίους Ωδή» του για τον επτανησιακό λαό, αλλά θέλει-δε θέλει ποιος μπορεί ολότελα να τον αγνοήσει;
Ο Καρδάμης απόδειξε ότι μια πλειάδα Επτανήσιων μουσουργών βασίστηκε δημιουργικά στις μνήμες των λαϊκότροπων επαναστατικών μελωδιών, όπως αυτές διατηρήθηκαν ή δημιουργικά συναιρέθηκαν στην αστικολαϊκή, έστω, επτανησιακή φωνητική πρακτική. Επίσης, ότι πριν ακόμη από την άφιξη των Γάλλων Δημοκρατικών στα νησιά μας είχαν ήδη διαμορφωθεί οι συνθήκες, με τη συμβολή της οικογένειας Πογιάγου και Ιταλών προσφύγων, για τη δημιουργία πρωτότυπης έντεχνης μουσικής παραγωγής, τη δημιουργία της έντεχνης επτανησιακής μουσικής ταυτότητας φυσικά και με ξένες επιρροές, εν μέρει κι από φωτισμένους στο ιστορικό Πανεπιστήμιο της Πάδοβας λόγιους, αφού τίποτε δεν λειτουργεί εν κενώ και όλα πάντα συναιρούνται. Ο Ζακύνθιος μελετητής και μουσικολόγος Νίκιας Λούντζης με το βιβλίο του «Ιόνιο Λιμπερτά» κι άλλες εργασίες του βεβαίωσε εξάλλου ότι οι επτανησιακές αρέκιες κι αριέττες έχουν τη βάση τους σε τραγούδια της δουλειάς, εργατικά, με επιρροές κι από τραγούδια των ξένων πληρωμάτων των πλοίων της ισχυρής προεπαναστατικής επτανησιακής ναυτιλίας του Ιονίου, που έφτανε και στην Πόλη και στον Δούναβη και στη Ρωσία.
Ο Ιππότης Μάντζαρος λοιπόν, επιλέγοντας την απόδοση της μουσικής του από τετράφωνο ανδρικό χορωδιακό σχήμα με συνοδεία πιάνου, κάθε άλλο παρά επρόδωσε, ως πνευματικός άνθρωπος, τον λαό! Αντιθέτως, δικαιούται και μέρος της λαϊκής αναγνώρισης και αίγλης του Σολωμού!
«Η επτανησιακή μουσική είναι η αρχή της εθνικής μουσικής, σε μια εποχή που το νέο ελληνικό κράτος κατακλύζεται από μία βαυαροκρατία που συνοδεύεται από μία βαρβαροκρατία», σύμφωνα με τον Ζακύνθιο συνθέτη και μαέστρο Ιάκωβο Κονιτόπουλο, γενικό γραμματέα της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.
Ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων για τον ελληνικό Διαφωτισμό και τη μουσική Χάρης Ξανθουδάκης έχει σημειώσει ότι για τον Μάντζαρο «το εθνικό στην ελληνική μουσική βρισκόταν στη διασταύρωση της υψηλής φόρμας με την απλή μελωδική γραμμή, την ελληνική απλότητα». Επιπλέον, ότι για εκείνον ο «Ύμνος» ήταν «το δοκιμαστήριο πάνω στο οποίο εφάρμοσε τις μουσικές του ιδέες για μια καινούργια Ελλάδα».
Κατά τον ίδιο, ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του -θυμηθείτε, ειρήσθω εν παρόδω, τη δήλωση του παλιού κομμουνιστή ηγέτη Χαρίλαου Φλωράκη ότι ο ίδιος και οι συγκρατούμενοί του επαναστάτες αγωνιστές στις φυλακές της Κέρκυρας στα 1955 ένιωθαν «ελεύθεροι πολιορκημένοι» και το γεγονός ότι το 1957 είχαν κάνει έρανο για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τους ναζιστικούς βομβαρδισμούς της οικίας του ποιητή στην πόλη της Κέρκυρας- επιχείρησε να μετουσιώσει στους στίχους του μουσικές «ιδέες του Μάντζαρου».
Μπορούμε να το σκεφτούμε κι αντίστροφα αφού ο -και πιανίστας- Σολωμός, σύμφωνα με τον Μάντζαρο, πάνω απ’ όλα «αισθανόταν» μουσικά.
Σύμφωνα με τον Μίκη Θεοδωράκη, «στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν”, όπως πάντα στα έργα του, ο Σολωμός “παγίδευσε” τη μουσική μέσα στο στίχο του. Τη μουσική που ο Μάντζαρος τη βρήκε, την ανέσυρε, την έκανε κτήμα όλων μας, με τον τρόπο που μόνον η μεγάλη μουσική, το ιερό αυτό μυστήριο, μπορεί να το πετύχει. Ολόκληρη η ποίηση του Σολωμού, άλλωστε, ήταν αυτός ο αγώνας, να γράψει μουσική με σκέψη και με λόγο».
Ας αναλογιστούμε ακόμη μία φορά τη διαχρονική κι αγωνιστική απήχηση εκείνης της παράλληλης κι αδιαίρετης ίσως πνευματικής δημιουργίας του Μάντζαρου και του Σολωμού μαζί, μέσα από δύο εικόνες:
Μόλις είδατε ένα πορτρέτο του ποιητή καμωμένο απ’ τον αγωνιστή ζωγράφο Ασαντούρ Μπαχαριάν μέσα στις φυλακές της Κέρκυρας το 1957.
Μόλις είδατε και μιαν απ’ τις πανομοιότυπες κάρτες για ταχυδρόμηση από τους πολιτικούς κρατούμενους των φυλακών που ο ίδιος είχε φτιάξει το 1955 με σολωμικούς στίχους και οι λογοκριτές διέγραφαν.
Πού να ‘ξεραν κιόλας οι λογοκριτές ότι ο Σολωμός με το φωτεινό πνεύμα του παρέμενε και το 1848 υπέρ των Επαναστάσεων που, βέβαια, δεν ήταν πια μόνο αστικές καθώς εργάτες και άλλα λαϊκά στρώματα μετείχαν πια και με δικά τους αιτήματα!
Πού να ‘ξεραν πως, αγνοώντας τον φόβο ότι του άνοιγαν τα γράμματα όπως έλεγε, είχε γράψει τότε από την Κέρκυρα στον αδελφό του στη Ζάκυνθο: «Σε όλα τα μέρη της γης οι επαναστάσεις πέφτουν σαν κοπάδια σπουργίτια. Αλήθεια, τι όμορφα που το σκαρφίστηκαν καμπόσοι μεγαλουσιάνοι να θέλουν να εμποδίσουν τα ωραία πεπρωμένα του ανθρώπου! Πόσο γρήγορα προθυμοποιήθηκαν να παραστήσουν τους καλούς, ε; Θα έχουμε μεγάλα ανακατώματα, αλλά και μεγάλους αγώνες· το ξέρουμε βέβαια. Ο τελικός όμως καρπός θα είναι το αγαθό». Είχε βοηθήσει άλλωστε Ιταλούς επαναστάτες-πρόσφυγες στην Κέρκυρα.
Θα είχαν λογοκρίνει και τον Μάντζαρο αφού αυτός τις 31 Δεκεμβρίου 1850 είχε γράψει για τον Σολωμό, «ύστερα από εικοσιδύο χρόνια στενής φιλίας», όχι μόνον ότι «αισθάνεται τη μουσική πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο» και με δυο λόγια ότι περίπου ήταν γεννημένος μουσικός, αλλά κι ότι «οι ιδέες του όλες συνιστούν αξιώματα νέα στην ουσία τους ή στον τρόπο με τον οποίο τις θεάται» με μορφή «συνολικής ιδέας περιεκτικής των πάντων» και, επιπλέον, μπορούσε να φανταστεί ένα φωτεινό μέλλον ταιριαστό με τα «ύψιστα συμφέροντα» ολόκληρης της ανθρωπότητας!
Πού να ‘ξεραν κι ότι, ας προσθέσουμε παρενθετικά, ο Ηπειρώτης επαναστάτης λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης από το 1925 είχε διακρίνει, χωρίς ν’ αλλάξει γνώμη όταν έγινε κομμουνιστής, ότι «ο ιδεαλισμός δεν ξεμάκρυνε το Σολωμό από την αίσθηση της πραγματικότητας, όπως δεν ξεμάκρυνε και τον Έγελο, που απ’ τις ιδέες του φαίνεται τόσο πολύ επηρεασμένος. Η ποίησή του θρέφεται από τη μεγάλη πραγματικότητα του καιρού του, από την Εθνική Επανάσταση, που τη μετασχηματίζει με μεγάλη δύναμη σ’ αισθητική και πνευματική παράσταση. Ο Σολωμικός Ιδεαλισμός, όταν μεταμορφώνεται σε ποιητική ύλη και παίρνει μορφή καλλιτεχνική, παίρνει τους χαρακτήρες της ελληνικής πραγματικότητας». Και όχι μόνον! «Μήπως η κοινωνική επαναστατική κίνηση η σημερινή, που στηρίζεται, ωστόσο, στη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν ανέδειξε έως τώρα πλήθος ήρωες που δέχτηκαν θεληματικά την έσχατη θυσία χωρίς καμιά ιδιοτέλεια; Η ηθική του Σολωμού, που οδηγεί στη θυσία, το κορύφωμα αυτό της ηθικής όλων των εποχών κι όλων των λαών, κλείνει μέσα της αξίες που δεν μπορεί να τις καταλύσει ο χρόνος».
Για τον Μάντζαρο και την ελληνικότητα της μουσικής του είναι ακόμη ισχυρότερες απ’ όσες άλλων μελετητών προαναφέρθηκαν οι ανάλογες διαπιστώσεις του σπουδαιότερου Επτανήσιου μουσικολόγου των ημερών μας -και διδάσκοντα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο- Κώστα Καρδάμη σε μονογραφία του για τον μεγάλο συνθέτη, άξια να διδάσκεται στα μουσικά σχολεία μας. Η μουσική του «Ύμνου» εμπεριέχει «αστικολαϊκά» αν όχι και σκέτα «λαϊκά» επτανησιακά μουσικά ακούσματα της περιόδου που ο αστός λόγιος Βλασσόπουλος διατύπωνε τις δικές του αλήθειες για τον ρόλο της Μουσικής και άρχιζε να διαμορφώνεται μια έντεχνη επτανησιακή μουσική δημιουργία.
Συμπίπτουν οι διαπιστώσεις του Κυθήριου πανεπιστημιακού και αγωνιστή λόγιου Γιώργου Κεντρωτή, που το 2003 είχε γράψει κι επιμεληθεί το βιβλίο «Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος», όπως ήταν το πλήρες όνομά του, χαρακτηρίζοντάς τον στο εξώφυλλο «Πατριάρχη των Ελλήνων μουσικοσυνθετών, ύπατο διδασκάλων διδάσκαλο και μέγα των Μουσών θιασώτη και μύστη».
Εξόριστος στην Ικαρία το 1948 μαζί και μ’ έναν Κερκυραίο αγωνιστή-πατέρα μελλοντικού επίλεκτου ερμηνευτή τραγουδιών του, τον εικονιζόμενο στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας εκπαιδευτικό Δημήτριο Πανδή με τον ίδιο στο δεξιό άκρο, ο ήδη μουσικός Μίκης Θεοδωράκης ήδη άκουγε όλο και πιο πολύ μέσα του στον μουσικό Σολωμό -που τόσο ενέπνευσε τον Μάντζαρο- μια «παγκόσμια αρμονία»:
«Μελετώντας τον αδιάκοπα, ανακάλυπτα διαρκώς νέα μουσική: μια παράξενη αρμονία γέμιζε το πνεύμα μου. Και θα περνούσαν δεκαετίες ασταμάτητης επαφής και αναζήτησης του “ήχου” μέσα στον σολωμικό στίχο, μέχρι την “Τρίτη Συμφωνία” μου, στην οποία θα μελοποιούσα εκείνη τη στροφή που χτύπησε βαθιά μέσα μου στα 1940:
“Τώρα που η ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ηύρε απάντεχα / και εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαλινά”… Και δεν ήταν οι μόνοι στίχοι του για τους οποίους έγραψα μουσική, καθώς την ίδια παγκόσμια αρμονία, το ίδιο ηθικό αίτημα με τον Σολωμό αναζητούσα και αναζητώ σε όλη μου τη ζωή και με όλη μου την τέχνη».
Τότε στην Ικαρία, το 1948 σε ηλικία 23 ετών, εμελοποίησε το ποίημα του Κερκυραίου Λορέντζου Μαβίλη «Έρως και Θάνατος» για φωνή και πιάνο, το ενταγμένο στο έργο του «Τέσσερα κομμάτια για τον Δεκέμβρη 1944» με τέσσερα τραγούδια, που ηχογραφήθηκε τελικά το 1960.
Τη χρονιά, δηλαδή, που ηχογραφήθηκε και ο επικολυρικός «Επιτάφιος» του Ρίτσου με πρώτη φωνή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και δεύτερη φωνή την Κερκυραία Καίτη Θύμη, αφού προηγήθηκε λίγες ημέρες νωρίτερα η λυρική ηχογράφηση με την καταγόμενη από την Κέρκυρα Νάνα Μούσχουρη.
Αν και όχι Επτανήσιος, μεταξύ 1940-1943, δηλαδή σε ηλικία 15-18 ετών, εμελοποίησε και την «Άνοιξη» και την «Πρωτομαγιά» του Σολωμού. Το ίδιο έκανε το 1943 με το «Όλα κοιμούνται κι όλα σβήνουν» του Μαβίλη που όλη του η μελωδία ενσωματώθηκε και στο πολύ κατοπινό τραγούδι του «Σαν να μην έζησα
ποτέ».
Ο καταξιωμένος διεθνώς Ζακύνθιος αγωνιστής-κομμουνιστής συνθέτης Αλέκος Ξένος (1912-1995) μετουσίωσε στη δική του εποχή περισσότερο ίσως από κάθε άλλον Επτανήσιο μουσουργό ολκής το πέρασμα στη φάση της ωρίμανσης των συνθηκών για μιαν άλλη Αντίσταση και ειρηνική ή βίαιη Επανάσταση πολιτική, κοινωνική, ταξική ακόμη, για μια νέου τύπου Δημοκρατία, για μια δημοκρατική κι αταξική πια «παγκόσμια αρμονία».
Όχι άδικα θεωρείται, αναμφισβήτητα πιστεύουμε, ο κορυφαίος Επτανήσιος μουσουργός του περασμένου αιώνα.
Γιος μαραγκού, «μουσικό γέννημα-θρέμμα» της γης του Σολωμού και του Κάλβου όπως τον προσδιόρισε με τη σοφή πένα του ο Νίκιας Λούντζης στις μουσικές λογοτεχνικές νότες του, μόλις δέκα χρόνια περίπου αφότου έφυγε από τη Ζάκυνθο έγραψε τη Συμφωνία τη γνωστή ως «Της Αντίστασης», μετέχοντας κι ο ίδιος δραστήρια στην Εθνική Αντίσταση, στο ΕΑΜ, στα βουνά. Έμεινε αλύγιστος πολιτικά όσες πολλές αδιάκοπες πολιτικές διώξεις κι αν αντιμετώπισε, συνεισφέροντας από διακεκριμένες θέσεις στη μουσική σκηνή της Αθήνας, αλλά και με τη συνδικαλιστική του δράση που οδήγησε σε σπουδαίες κατακτήσεις για τον μουσικό κόσμο και τη μουσική Παιδεία με νέα, αναγκαία ιδρύματα. Η μουσική ιδιοφυία του Μάνου Χατζηδάκη, σε συνέχεια εκείνης του Μανώλη Καλομοίρη, όχι μόνον επαίνεσε, αλλά και ανέδειξε και ραδιοφωνικά το έργο του, πολλές φορές, σε δύσκολους καιρούς.
«Αηδονολάλειε στήθος μου»!
Στο βουνά αντήχησε μέσα του η αθάνατη σολωμική μουσική προτροπή κι έγραψε τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από το λαό, όπως «Ο Ύμνος της Αλληλεγγύης», «Ο Ύμνος της ΕΠΟΝ», «Τραγούδι για τ’ Αετόπουλα» και βέβαια το πασίγνωστο «Τραγούδι του Αρη» για τον έγκλειστο στις φυλακές της Κέρκυρας το 1939 θρυλικό Άρη Βελουχιώτη. Στην ορκωμοσία της Κυβέρνησης του Βουνού παρουσίασε τον μελοποιημένο από τον ίδιο «Ύμνο της ΠΕΕΑ». Στη διάρκεια του ιταλοελληνικού πολέμου είχε γράψει την πρώτη του σύνθεση με τίτλο «Εισαγωγή στη Λευτεριά», για την οποία είχε πει αργότερα: «Αυτό είναι ένα έργο πρωτόλειο, χωρίς πολλές αξιώσεις. Αλλά για μένα είναι ένα αγαπημένο παιδί, γιατί φτιάχνοντάς το αισθάνθηκα μια λευτεριά και μια απολύτρωση σπάζοντας και ξεφεύγοντας από τους φραγμούς της καθιερωμένης διδασκαλίας τόσων ωδειακών χρόνων… Μ’ αυτό συμμετείχα σε μια πνευματική αντίσταση ενάντια στον σκοτεινό, κτηνώδη φασισμό».
«Φως το χέρι, φως το πόδι κι όλα γύρω σου είναι φως», για να το πούμε με σολωμικό στίχο!
Ο Μίκης Θεοδωράκης πρώτος ερµήνευσε σε δίσκο «Το τραγούδι του Άρη», καθώς ο δίσκος του «Αντάρτικα – Chants des partisans Grecs», πριν από πενήντα περίπου χρόνια, είναι πιθανότατα και ο πρώτος µε αντάρτικα τραγούδια. Ο ίδιος πάλι αργότερα εμελοποίησε «Ύµνο της ΕΠΟΝ», με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Το τραγούδι «Τα αετόπουλα» αποδόθηκε με ηχογράφηση-ντοκουµέντο του 1945 και στα γαλλικά από χορωδία. Ο Κερκυραίος Πέτρος Πανδής στον πρώτο δίσκο και αργότερα με τον Νότη Μαυρουδή τραγούδησε τους αντάρτικους ύμνους κι άλλα τραγούδια απ’ την Εθνική Αντίσταση, με όχι µόνο έντεχνη αλλά και λόγια ιδανική ερμηνεία, με κιθάρα και μαντολίνο, συνδυάζοντας το λυρικό με το λαϊκό στοιχείο.
Το πιστεύω του για τη μουσική ο Αλέκος Ξένος το εξέφρασε έτσι: «Πιστεύω πως πρέπει να αφομοιώνουμε ό,τι καλύτερο υπάρχει στη μουσική, για να εκφράσουμε τις ιδέες μας. Όχι μεταφυσικά, αλλά πάντα δίπλα και πλάι στο λαό. Αν εκφράσεις τη ζωή, το έργο σου θα μείνει. Αν όχι, θα χαθεί».
Εμπνεύστηκε το βαθιά λαϊκό-ελληνικό έργο «Ο Διγενής δεν πέθανε» από την τραγωδία του Επτανήσιου συμμαχητή του στο ΕΑΜ Σικελιανού «Ο θάνατος του Διγενή», μετά την εκτέλεση του αγωνιστή Μπελογιάννη. Είχε βαθιά φιλία με τον Άγγελο Σικελιανό -που είχε γράψει «Δεν είναι χίμαιρα να καβαλάς το όνειρο»- και ανταποκρινόμενος σε σχετική επιθυμία του δέχθηκε να το μελοποιήσει λέγοντας στον ποιητή πολύ συγκινώντας τον: «Γιατί δάσκαλε θα πρέπει να πεθάνει οπωσδήποτε, ενώ ξέρουμε ότι αυτές οι ιδέες ζουν; Εγώ θα γράψω ένα έργο και θα λέω τα αντίθετα: Ο Διγενής δεν πέθανε, γιατί οι ιδέες ποτέ δεν πεθαίνουν». Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ίδιος που έγραψε ποίημα για τον Κερκυραίο ήρωα του αγώνα εναντίον της Χούντας Κώστα Γεωργάκη, διέσωσε: «Η μουσική του κ. Ξένου είχε χαρίσει μια από τις τελευταίες καλές συγκινήσεις στον αλησμόνητο ποιητή».
Ο Αλέκος Ξένος έγραψε συμφωνικά έργα όπως τα πιο γνωστά «Νέοι Σουλιώτες», «Σπάρτακος», «Τζαβέλας», «Προμηθέας», ενώ εμελοποίησε μεταξύ άλλων στίχους του Σολωμού και του Κάλβου και το τραγουδισμένο το 1952 από τη χορωδία του Κόκκινου Στρατού στη Μόσχα «Εμπρός» του Κωστή Παλαμά. Επίσης, είχε μελοποιήσει τον «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου. Απέραντο είναι το Αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη και στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Αθήνα, ενώ τα κορυφαία ελληνικά μουσικά σώματα, όπως και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, έχουν τιμήσει με ειδικές συναυλίες το μουσικό έργο του.
Είχε «υποκλιθεί» σ’ αυτό και ο καταγόμενος από την Κεφαλονιά επίσης αναγνωρισμένος μουσικοσυνθέτης Γεώργιος Σκλάβος (1886-1976), αν και μάλλον ακροδεξιών φρονημάτων και κατά τον Εμφύλιο διώκτης Αριστερών μουσικών. Ο συνθέτης και των ορχηστρικών ποιημάτων «Ηρωικό ποίημα» και «Αετός», θαυμάσιος μεταφραστής και εκδότης το 1933 της «Επίτομης Ιστορίας της Μουσικής» του Ούγκο Ρίμαν «δια τους φιλόμουσους, την σπουδάσουσαν νεολαίαν, αλλά και δια τους μουσικούς», συγγραφέας μελέτης με τίτλο «Η μουσική εις την Επτάνησον» και δάσκαλος, μεταξύ άλλων, του μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου που δημιούργησε το αθάνατο λαϊκό μουσικό ορατόριο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».
Είχαν κι έχουν «υποκλιθεί» στο έργο του Ξένου για την τόση μεγαλοσύνη του, θα λέγαμε, ακόμη κι εκείνοι οι άξιοι μουσικά Κερκυραίοι μουσικοσυνθέτες που -μπερδεύοντας τις έννοιες της Πατρίδας και του Έθνους με τα στενά ταξικά και πατριδοκαπηλικά κι εθνοκαπηλικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης- συνέγραψαν έναν από τους «Ύμνους» της Οργάνωσης Νεολαίας της στρατιωτικής δικτατορίας του Μεταξά το 1936 και τρεις δεκαετίες μετά τον «Ύμνο» της Χούντας των συνταγματαρχών του 1967, μετανιώνοντας αργότερα για την απάρνηση αυτή της Ελευθερίας του ελληνικού λαού. Η Ιστορία μπορεί να τα γράφει βέβαια όλα για όλους, μα κρίνει κυρίως απ’ το συνολικό έργο τους.
Έγραψε επίσης ο Αλέκος Ξένος για τον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων το σπουδαίο μουσικό έργο «Κύπρος – Ελλάδα μας».
Στη Ζάκυνθο «στην ταβέρνα του Μορούλια ακούοντας τα τραγούδια των εργατών, τις ζακυνθινές αρέκιες και τα άλλα λαϊκά τραγούδια της Εφτανήσου μικρός έπαιρνα τα πρώτα μαθήματα της μουσικής», είχε πει. Εργάτης τσαγκάρης μέχρι τα δεκαοχτώ του, από δεκατεσσάρων ετών φοιτούσε στη Φιλαρμονική του νησιού.
Στεκόμαστε κι άλλο σ’ εκείνον, γιατί η ιστορία του στους μουσικούς και συνδικαλιστικούς στίβους συνδέεται, συγχρόνως, με επτανησιακές μουσικές Μορφές που σημάδεψαν την ελληνική μουσική ιστορία στις αυγές και στα ύστερα χρόνια του εικοστού αιώνα.
Στο Ωδείο Αθηνών έλαμψε μαζί του και ο Κερκυραίος Σπυρίδωνας Καίσαρης (1859-1946), συνθέτης μεταξύ άλλων του εμβατηρίου «Η ελληνική σημαία» και του μελοδράματος «Ολονυχτιά της Κρήτης» με το επαναστατικό «Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη». Προχώρησε μπροστά.
Αδελφός του ήταν ο Ιωσήφ Καίσαρης (1845-1923), ανώτατος στρατιωτικός μουσικός και συνθέτης πολλών εμβατηρίων, όπως το «Νενικήκαμεν» των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, αλλά και πολλών βαλς τον επόμενο αιώνα, όπως το «Μη μου άπτου», τόσων ώστε για τα βαλς και τις πόλκες του να χαρακτηριστεί «Έλληνας Γιόχαν Στράους».
Ο μουσουργός Διονύσιος Βισβάρδης (1910-1999), το εμβατήριο του οποίου «Περνάει ο Στρατός» από το 1930 εκατάφερε να εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες, ήταν άλλη μία προσωπικότητα με την οποία ο Αλέκος Ξένος συνδέθηκε επίσης στενά, από τη Ζάκυνθο ακόμη. Το 1953, μετά τους σεισμούς που έπληξαν στο νησί, είχε επιστρέψει για λίγο στη Ζάκυνθο, αναλαμβάνοντας αναγεννητικό και οργανωτικό ρόλο στη Φιλαρμονική του νησιού -που ως βραχύβιο σχήμα πρωτοεμφανίστηκε λίγο μετά την Επανάσταση του ’21 με καθοδηγητή τον μυημένο στη Φιλική Εταιρεία Φραγκίσκο Καρβελλά- και κατορθώνοντας να της προσδώσει την παλαιά της αίγλη. Διαλέξεις του είχαν θέματα «H Eλληνική Mουσική από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα» και «H Eλληνική Mουσική και τα Δημοτικά μας τραγούδια στον αγώνα του 1821». Υλικά της ζωής και του έργου του βρίσκονται από το 2014 στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.
«Παιδιά» των ιδεών του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης και του ’21 σε συνθήκες με βρετανική καταπίεση ήταν οι πρώτες Φιλαρμονικές στα Επτάνησα!
Ο Κερκυραίος τρομπετίστας γέννημα-θρέμμα της Παλαιάς Φιλαρμονικής και κορυφαίος μουσικολόγος Σπύρος Μοτσενίγος (1911-1970) ήταν άλλος ένας μουσικός συναγωνιστής του Ξένου. Είναι αυτός ο ίδιος στον οποίο οφείλουμε τη μνημειώδη «Νεοελληνική Μουσική: Συμβολή εις την Ιστορίαν της», που εξέδωσε το 1958 ανατρέποντας και κονιορτοποιώντας καθιερωμένες αντιλήψεις στην Αθήνα, μεταξύ άλλων, για το έργο των παλιών Επτανήσιων μουσουργών. Το κληροδοτημένο στην Εθνική Βιβλιοθήκη «Αρχείο Νεοελληνικής Μουσικής», εντυπωσιακό σε όγκο ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα, συνεχίζει να αποτελεί εφαλτήριο για τους ερευνητές της μουσικής της Ελλάδας.
Του έγραψε λίγους μήνες μετά ο Ξένος, εκφράζοντας τον θαυμασμό του: «Φίλε Σπύρο, διαβάζοντας το βιβλίο σου “Νεοελληνική Μουσική” αισθάνθηκα βαθειά συγκίνηση και ικανοποίηση, όχι μόνο γιατί μέσα σ’ αυτό, για πρώτη φορά, φαίνεται ένας ολόκληρος πολιτισμός που ζήσαμε κι εμείς στη δύση του πια, στα παιδικά μας χρόνια (οι Μπάντες, Χορωδίες, Μανδολινάτες κ.ά), όχι μόνο γιατί σ’ αυτό το βιβλίο διατυπώνονται σκέψεις για τη σημασία και το ρόλο της Εφτανησιώτικης Μουσικής Σχολής, που είναι σύμφωνες μ’ αυτό που πιστεύω κι εγώ. Αλλά το κυριώτερο, γιατί το βιβλίο σου διαπνέει μια αισιόδοξη πνοή για μια ανανέωση στα μουσικά μας ζητήματα, ανανέωση, πούναι χρειαστή κι άμεσα αναγκαία για την φυσιολογική ανέλιξη και προκοπή του μουσικού μας πολιτισμού».
Ο τόσο σπουδαίος με την τόσο σημαντική συμβολή στην «Εθνική Ελληνική Μουσική Σχολή» της εποχής Μανώλης Καλομοίρης, ως γνωστόν, απαξίωνε επί μακρόν ως «ιταλίζοντες» εκείνους τους δημιουργούς, με φυλετικά επιχειρήματα μάλιστα, για να υποστηρίξει τελικά αργότερα -ας αναφερθούμε παρενθετικά σε μερικούς από αυτούς- ότι ο Διονύσιος Λαυράγκας ήταν «ένας σεβαστός πρόδρομος της ελληνικής μουσικής», ότι ο Παύλος Καρρέρ ήταν «ο πρώτος που μας χάρισε (…) το χρώμα του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού», ότι έργα του Γεώργιου Λαμπελέτ ήταν «πρότυπα λιτής, απέριττης και αγνής ελληνικής μουσικής», ότι έργα Επτανησίων ήταν «ελληνικά διαμάντια» και το 1935 και το 1944 ν’ ανεβάσει τις όπερες «Μάρτυς» και «Ρέα» του Σπύρου Σαμάρα που αρχικά απέρριπτε. Το 1945, όταν με υπερβολικές κατηγορίες του αποδόθηκε πρόθεση συνεργασίας με τους κατακτητές, ο Αλέκος Ξένος ήταν εκείνος που τον υπερασπίστηκε στο δικαστήριο με σθένος.
Ο δικός μας, ο Επτανήσιος Ξένος, επαινεμένος κι απ’ τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ήταν διεθνής. Το συμφωνικό έργο του «Της Ειρήνης», εμπνευσμένο από τραγούδια του Ανδρέα Κάλβου, του Σολωμού κι άλλων ποιητών, επί Χούντας το είχε στείλει στον ΟΗΕ, ενώ την ίδια περίοδο συνέθετε -μόνο μερικώς σωσμένη- καντάτα για διπλή χορωδία, σολίστ, αφηγητή και μεγάλη ορχήστρα με τους σολωμικούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους», πιστός στη σολωμική παρακαταθήκη να μιλάμε και να δημιουργούμε με τον νου στα ύψιστα συμφέροντα των ανθρώπων.
Είχε συνθέσει και έργο για την Ωδή «Εις Μούσας» του Κάλβου. Το 1962 έγραψε τη μουσική για το έργο του Εθνικού Θεάτρου «Ρήγας Βελεστινλής».
Εκτιμήθηκε για τη ζωή και το έργο του, πριν απ’ απ’ όλα, απ’ όλους σχεδόν τους Επτανήσιους μουσικούς δημιουργούς, όπως κι από άλλες μουσικές μορφές του διαμετρήματος του Δημήτρη Μητρόπουλου, του Νίκου Σκαλκώτα, του Φιλοκτήτη Οικονομίδη, δάσκαλου του Μίκη Θεοδωράκη στο Εθνικό Ωδείο.
Το 1984 στο Πάρκο Ελευθερίας στην Αθήνα ο Κερκυραίος και με πολλές διεθνείς εμφανίσεις εξαίρετος μαέστρος και αρχιμουσικός της ΕΡΑ και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Ευθύμιος Καβαλλιεράτος (1937-1995), ο αγαπητός στο κερκυραϊκό κοινό «Άκης», διηύθυνε συναυλία με έργα του Ξένου που κυκλοφόρησε ηχογραφημένη το 1992 με την υπογραφή-έπαινο του Νίκια Λούντζη. Είχε και ο ίδιος άλλωστε δικές του σπουδαίες συνθέσεις. Ήταν άλλη μία σημαντική μουσική προσωπικότητα της Επτανήσου. Κομμουνιστής, αγωνιστής.
Το ίδιο έκανε στη συνέχεια και ο πολύ νεότερός του γνωστός Ζακύνθιος μαέστρος Ανδρέας Πυλαρινός.
Ο ίδιος και ο αδελφός του Ραφαήλ Πυλαρινός έχουν διευθύνει μεγάλες ορχήστρες.
Το 1987 ο Ζακύνθιος διαπρεπής σολίστ μαντολίνου Δημήτρης Μαρίνος ηχογράφησε άλλο έργο του Ξένου.
Ο μαέστρος και κερκυραϊκής Συμφωνικής Ορχήστρας Άλκης Μπαλτάς, από οικογένεια που ανέδειξε μαέστρο Φιλαρμονικής του νησιού το μακρινό παρελθόν, είχε διευθύνει το 1999 την παγκόσμια πρώτη εκτέλεση της «Εισαγωγής» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Ξένου.
Ο σύλλογος των Ζακυνθινών δασκάλων «Διονύσιος Σολωμός» είχε εκδώσει το 2006 είκοσι έξι «Παιδικά Τραγούδια» του Ξένου, αντίστοιχα θα λέγαμε εκείνων του Μίκη Θεοδωράκη, με επιμέλεια του Ζακύνθιου πιανίστα Διονύση Σιμιτέκολου.
Συνεργάστηκε ακόμη ο Ξένος στενά, στα νιάτα του, με δύο άλλους Κερκυραίους, τον βιολονίστα Σπύρο Αβατάγγελο και τον κορνίστα Σπύρο Λέκκα ή Γουλιελμή, ο οποίος είχε κινδυνέψει με εκτέλεση κατά την Κατοχή.
Ο ίδιος ο Ξένος είχε συλληφθεί δύο φορές. Τον καταζητούσαν οι Γερμανοί όταν ανέβηκε στα βουνά.
Τότε, στα χρόνια της Αντίστασης, κυνηγημένος, ο Μίκης Θεοδωράκης θα έγραφε την «Πρώτη Συμφωνία» του, προστρέχοντας στο τέλος της στον Σολωμό: «Αύριο θα κόψουμε / κάτι λουλούδια / αύριο θα ψάλουμε / κάτι τραγούδια / εις την πολύανθη / Πρωτομαγιά».
Πόσες και πόσες αξέχαστες μουσικές προσωπικότητες εγέννησαν τον εικοστό αιώνα τα Επτάνησα!
Κεφαλονίτης ήταν ο βιολονίστας τότε και αργότερα γνωστός διεθνώς, όπως κι ο Ξένος, διαπρεπής αρχιμουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Δημήτρης Χωραφάς (1918-2004).
Όπως Κεφαλονίτης ήταν και ο μουσουργός υψηλού επιπέδου Αντίοχος Ευαγγελάτος (1902-1981), που το 1947 είχε τολμήσει να μεταδώσει από το ελληνικό Ραδιόφωνο, όπου ήταν μουσικός διευθυντής, το γραμμένο όπως λεγόταν τότε και για τους Αντάρτες έργο του Ξένου «Τζαβέλας». Σώζεται πρακτικό συνεδρίασης του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου το 1966 που ορίζει πρόεδρό του τον Ευαγγελάτο και γραμματέα του τον Ξένο.
Σώζεται και μια συγχαρητήρια επιστολή στον Ξένο από τον πνευματικό άνθρωπο που με κίνδυνο της ζωής του έσωσε από τις φωτιές στη Ζάκυνθο κατά τους σεισμούς του ’53 χειρόγραφα ανεκτίμητης αξίας του Διονύσιου Σολωμού με εντελώς άγνωστα και αδημοσίευτα κείμενα και τ’ όνομά του έγινε αιώνιο. Τον Νίκο Βαρβιάνη, που δήλωνε στον Ξένο -ο οποίος πάντα δήλωνε βαθιά «μπολιασμένος» από τον επτανησιακό πολιτισμό- υπερήφανος ως Επτανήσιος για το μουσικό έργο του.
Στην Αντίσταση ο Ξένος είχε συμπέσει και με τον μεγάλο μουσουργό διεθνούς φήμης Γιώργο Σισιλιάνο (1920-2005) τον μαθητή του Γεώργιου Σκλάβου τον στενά συνδεδεμένο οικογενειακά με την Κέρκυρα, που η ζωή και το έργο του αποτέλεσαν βιβλίο των εκδόσεων «Κέρκυρα» και ο οποίος στη διάρκεια του Εμφυλίου προστάτευε στο σπίτι του στην Αθήνα τον καταζητούμενο τότε Μίκη Θεοδωράκη και ασχολήθηκε με όλα τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Όχι τυχαία, ο Ζακυνθινός ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Δημήτρης Αρβανιτάκης, που επιμελήθηκε έκδοση για τον Αλέκο Ξένο, φρόντισε και τον τόμο «Γιώργος Σισιλιάνος, ο συνθέτης στην πρωτοπορία της σύγχρονης μουσικής», που εξέδωσε το Μουσείο Μπενάκη το 2007 με την επιστημονική επιμέλεια της Κερκυραίας συζύγου του εκπαιδευτικού Έλλης Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου. «Η τέχνη, που είναι η πεμπτουσία της μνήμης του ανθρώπου και μέτρο του βαθμού πολιτισμού στον οποίο βρίσκεται ένας λαός, δεν ανήκει στους λίγους», πίστευε.
Όπως συνέπεσε πνευματικά και με τον από τα Κύθηρα -όπου έχει καταγραφεί από τον Πλούταρχο στο έργο του «Περί Μουσικής» η διθυραμβική μουσική μορφή του Φιλόξενου του Κυθήριου τον 5ο αιώνα π.Χ.- κι απ’ την Κέρκυρα καταγόμενο λαμπρό και τιμημένο κι από την Ακαδημία Αθηνών μουσουργό Μιλτιάδη Καρύδη (1923-1997). Που καταδιώχθηκε και αποβλήθηκε από την Ακαδημία Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης τη χιτλερική περίοδο, ενώ σπούδαζε διεύθυνση ορχήστρας, αρνούμενος με κίνδυνο της ζωής του να αποδεχθεί τη φασιστική ιδεολογία. Διετέλεσε αρχιμουσικός σε ορχήστρες σε μεγάλα ευρωπαϊκά λυρικά θέατρα και στο τέλος της ζωής του, μέχρι που «έπεσε» σε πρόβα της, γενικός διευθυντής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκε τότε και ο επίσης διεθνούς φήμης από την Κεφαλονιά καταγόμενος συνθέτης και μαέστρος Αργύρης Κουνάδης (1924-2011). Έγραψε έργα σε πολλά είδη κλασικής μουσικής, που έχουν παιχτεί σε δεκάδες χώρες. Απ’ το 1950 συνεργάστηκε με το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλού Μάνου, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκη. Το έργο του ξεκίνησε από τη λαϊκή μουσική για να φθάσει ως τη μουσική πρωτοπορία.
Στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, στην Αθήνα, μετείχε στην ΕΠΟΝ, είχε συνθέσει κι αυτός «Ύμνο» της και είχε συλληφθεί και φυλακιστεί από τους Γερμανούς. Έλεγε ‘κείνος ο πρώτος ύμνος της ΕΠΟΝ σε στίχους του Γιώργου Τσαπόγα με τη δική του μουσική:
Φλόγα του ’21, η ΕΠΟΝ συνεχιστής
Στου λαού μας τον αγώνα, γίνεται εκδικητής
Σε βουνά και σε λαγκάδια σε απάτητες κορφές
Λυγεροί σαν τα ζαρκάδια, σκαρφαλώνουμε πλαγιές
Κόσμος νέος θα προβάλει, της δουλιάς, της προκοπής
Κι η ειρήνη θα στεριώσει, ως την άκρια της Γης.
«Η τέχνη πρέπει να συνεχίζει την παράδοση με σύγχρονα μέσα», πίστευε. Μελέτησε κι εξέδωσε δισκογραφικά καλλίφωνες «Κεφαλονίτικες αριέτες».
Συναγωνιστής εξάλλου του Ξένου στις τάξεις του ΕΑΜ ήταν ο δολοφονημένος το 1943 στη Βιάννο της Κρήτης σε ηλικία πενήντα ετών από τους Ναζί Κερκυραίος αγωνιστής και διακεκριμένος μουσικοσυνθέτης ελαφράς οπερέτας -όπως της πασίγνωστης «Ριρίκας» με τη διακριτική κοινωνική κριτική που η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέβασε το 2013- και καθηγητής μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση Στάθης Μάστορας. Προς τιμήν του η δημοτική χορωδία της Βιάννου φέρει το όνομά του. Τον έχει μνημονεύσει για τη δράση του με το ΕΑΜ, μεταξύ άλλων, η Κρητική αγωνίστρια παιδαγωγός Έλλη Αλεξίου.
Εκτελέστηκε μαζί με πολλούς άλλους Κρητικούς τις 14 Σεπτεμβρίου 1943, την ίδια ημέρα που οι Ναζί πυρπολούσαν τη γενέθλια πόλη του με τους πιο εγκληματικούς εμπρηστικούς βομβαρδισμούς. Ο πατέρας του Μιχάλης Μάστορας (1864-1942), κορνετίστας και μουσικοδιδάσκαλος, ήταν εκ των ιδρυτών του Ωδείου Κέρκυρας, όπου και φοίτησε αρχικώς.
Ο Στάθης Μάστορας ήταν δημιουργός μερικών από τα πιο όμορφα και δημοφιλή έργα οπερέτας, αλλά και συντάκτης πρωτότυπης επιστημονικής μαθηματικής διατριβής. Τις 14 Σεπτεμβρίου 1943 τον είχαν συλλάβει τυχαία. Δεν ψέλλισε καν ότι ήταν καθηγητής του χωριού. Τίποτε. Βάδισε περήφανα στην αιωνιότητα.
Το λιμπρέτο στην όπερά του «Ριρίκα» είχε γράψει ένας άλλος Επτανήσιος λαϊκός αγωνιστής, ο μνηστευμένος τότε με δισεγγονή του διάσημου Αυστριακού συνθέτη Φραντς Σούμπερτ Κυθήριος λιμπρετίστας και των «Απάχηδων των Αθηνών» Γιάννης Πρινέας.
Στην Κέρκυρα ο Μάστορας είχε δάσκαλο μουσικής, μεταξύ άλλων, τον Αλέξανδρο Γκρεκ (1876-1959), πιανίστα που δημιούργησε αξέχαστες οπερέτες, έγραψε λαμπρή μουσική ιστορία και στην Αίγυπτο και περιφρονούσε και το χρήμα και τη δόξα, μένοντας με τον ταπεινό λαό.
Όπερα, συμφωνικό ποίημα, μπαλέτο, οπερέτα, εμβατήρια θριαμβευτικά και πένθιμα συνθέτουν το εκτεταμένο έργο του. Ιστορική είναι η οπερέτα του «Μυριέλλα», την οποία αναβίωσε το 2019 η Παλαιά Φιλαρμονική. Συνέθεσε επίσης έργο για τον «Χορό του Ζαλόγγου» και εμβατήριο για την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Επί τέσσερις δεκαετίες έγραψε τη δική του μουσική ιστορία, ακόμη και στην Αίγυπτο.
Η όπερά του «Ανδρονίκη», με λιμπρέτο γραμμένο σε στενή συνεργασία μαζί του από τον λογοτέχνη Ανδρέα Βρανά, εμπνευσμένο απ’ το ιστορικό μυθιστόρημα του Στέφανου Ξένου «Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως, ήτοι σκηναί εν Ελλάδι από τα 1821-1827», προγραμματίζεται ν’ ανέβει εφέτος σε σκηνή από τον Δήμο της Αθήνας. Το χειρόγραφο σπαρτίτο βρέθηκε το 2014 στο Αρχείο του Ωδείου Αθηνών από ομάδα ερευνητών του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Μαθητής του Γκρεκ στην Κέρκυρα ήταν και ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης (1896-1979), που έγραψε περί τις πενήντα οπερέτες και άλλα έργα, όπως είκοσι πέντε περίπου μουσικές κωμωδίες, κάποιες από τις οποίες έκαναν διεθνή καριέρα. Όπως οι περισσότεροι Επτανήσιοι ομότεχνοί του, είχε διεθνή ορίζοντα.
Το εθνικό και το διεθνικό πνεύμα χαρακτήριζαν ανέκαθεν τους Επτανήσιους μουσουργούς.
Ο επίσης Κερκυραίος Ναπολέων Λαμπελέτ (1864-1932), συνθέτης με λαμπρή καριέρα στη Βρετανία και αλλού στο εξωτερικό, εστάθηκε απ’ τους πρωτοπόρους στη δημιουργία ελληνικού μελοδράματος, μαζί με τον συμμαθητή του στη Νάπολη και φίλο του Διονύσιο Λαυράγκα. Πέραν των άλλων, συμμετείχε στην πρωτοβουλία για την ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών. Φωτεινό πνεύμα με διεθνή ορίζοντα, έγραψε «Σουδανέζικη σερενάτα», ανέδειξε τη σμυρνέικη Εστουδιαντίνα παραδοσιακής μουσικής «Τα Πολιτάκια», διασκεύασε «νέγρικα σπιρίτσουαλς» για
δύο γυναικείες φωνές και πιάνο.
Η σύγχρονη δισκογραφία περιλαμβάνει έργα του στις εκδόσεις «Επτανησιακή Μουσική» και «Έντεχνα επτανησιακά τραγούδια του ΙΘ’ αιώνα».
Ο αδελφός του Γεώργιος Λαμπελέτ (1875-1945), συνθέτης και μουσικοκριτικός, έγραψε κύκλους τραγουδιών, χορωδιακά και οργανικά έργα, καθώς και μουσικοθεωρητικές εργασίες για το εθνικό στοιχείο στην ελληνική λόγια και δημώδη μουσική. Θεωρείται, όπως και ο Γκρεκ, από τους πρωτεργάτες της «Εθνικής Μουσικής Σχολής». Άρθρο του με τίτλο «Η εθνική μουσική», το 1901, είχε προκαλέσει αίσθηση. Έγραψε μελέτες με τίτλους «Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι» και «Η γένεσις της ομοιοκαταληξίας εις την ποίησιν και η σχέσις αυτής προς την μουσικήν». Καταγράφηκε ως υπερβολικά ίσως «εθνικιστής» μουσουργός. Γιος κι αυτός του συνθέτη Εδουάρδου Λαμπελέτ (1820;-1903), πατέρα και του επίσης συνθέτη Λουδοβίκου Λαμπελέτ (1868-1928).
Εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό «Μουσικά Χρονικά» και αντιτάχθηκε σε θέσεις του Καλομοίρη καθώς και Επτανησίων για την «εθνική μουσική». Εμελοποίησε πολλά «παιδικά ποιήματα» του λάτρη του κερκυραϊκού τοπίου Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Ο ίδιος ο Ζακύνθιος λογοτέχνης Γρηγόριος Ξενόπουλος -που καταπολεμώντας κάθε σοβινισμό είχε πει «Είμαι και Ζακυθινός και Μωραΐτης κι’ Ανατολίτης κι’ Αθηναίος, είμαι Πανέλληνας»- είχε πάρει μέρος σ’ εκείνη τη διαμάχη, πολύ πριν ηγηθεί της Ένωσης Επτανησίων Αθήνας στο πλευρό του ΕΑΜ την περίοδο της Κατοχής. «Ούτε δια μια στιγμή σε διάστημα πέντε αιώνων δεν υπήρξαμε Ιταλοί. Πάντοτε Έλληνες. Ένα τραγούδι του Καρρέρη, του Ξύνδα, του Λαμπελέτ, διαφέρει πολύ, όχι μόνο ως φόρμα, αλλά και ως ψυχή, από ένα ιταλικό. Ένας Βενετσιάνος, ένας Ναπολιτάνος, ένας Μιλανέζος δεν το αναγνωρίζει για δικό του. Θα έλεγε: “αυτό το τραγούδι είναι βέβαια ευρωπαϊκό, αλλά έχει μέσα του κάτι άλλο, κάτι αλλιώτικο”. Και αυτό το κάτι άλλο, το κάτι αλλιώτικο που βρίσκει ο Ιταλός δεν είναι άλλο παρά η αθάνατη Επτανησιακή γνήσια ελληνική ψυχή». Αυτά έγραψε το 1922.
Έστω με διαφορετική οπτική ένας γεννημένος στην Οδησσό γόνος κεφαλονίτικης επιχειρηματικής οικογένειας, ο μουσικοσυνθέτης, μουσικοκριτικός και λογοτέχνης Νικόλαος Βεργωτής (1897-1966) έμελλε λίγα χρόνια μετά να εισφέρει τη δική του σημαντική συμβολή στην Ιστορία της ελληνικής Μουσικής. Το δημοσιευμένο σε ογδόντα οκτώ συνέχειες στον αθηναϊκό Τύπο τη διετία 1928-1929 μελέτημά του «Τα μουσικά μας ιδρύματα – Η ιστορία μιας πεντηκονταετίας (1871-1924)» έχει επανεκδοθεί και από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, λόγω της σπουδαιότητάς του, το 2016.
Ο Σπυρίδων Καψάσκης (1909-1967), άλλος Ζακύνθιος διακεκριμένος μουσουργός, κατέλειπε σπουδαίο καλλιτεχνικό και παιδαγωγικό έργο, μεταξύ άλλων για τη βυζαντινή και την εκκλησιαστική μουσική. Υπήρξε μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού», που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1865 με «μόνον σκοπόν την εκπαίδευσιν των εργατικών τάξεων». Έχουν εκδοθεί μουσικά έργα του, όπως το «Τραγουδούσε η Επτάνησος». Καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο -κόρη του ήταν η Κική Καψάσκη (1936-2020), καθηγήτρια μουσικής σε Παιδαγωγική Ακαδημία, που συνέγραψε, μεταξύ άλλων, το μουσικό έργο «Η Ειρήνη» για παιδική χορωδία- υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της Χορωδίας και Μαντολινάτας της Ραδιοφωνίας, το 1942.
Έγραψε πολλές εκκλησιαστικές συνθέσεις σε βυζαντινή και «κρητο-επτανησιακή» μουσική των ναών της Επτανήσου. Επίσης, μεταξύ άλλων, «Θεωρία των Ήχων», «Μικρόν Θεωρητικόν της Βυζαντινής Μουσικής» και την συνδυασμένη με το έργο του Σολωμού μελέτη «Επτανησιακή μουσική – Ευρωπαϊκή μουσική». Άλλη μελέτη του περί το 1960 είχε τίτλο «Ο Νικόλαος Μάντζαρος και ο Εθνικός μας ύμνος».
Ο Κερκυραίος λογοτέχνης και κατά τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο πρόμαχος των σοσιαλιστικών ιδεών στην ελληνική λογοτεχνία τις αρχές του εικοστού αιώνα Γεράσιμος Σπαταλάς (1877-1971) έμελλε, κυρίως τα χρόνια πριν το 1960 και λίγο μετά, να γράψει τη δική του πολύ σημαντική ιστορία στη μελέτη και την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής, στην οποία και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του.
Ήταν, θυμίζουμε, τα χρόνια που ο Μίκης Θεοδωράκης δοκίμαζε να δώσει, αν χρησιμοποιούμε κατάλληλα μερικά ειπωμένα γενικώς το 1960 λόγια του Αλέκου Ξένου, «μια ανανέωση στα μουσικά μας ζητήματα, ανανέωση, πούναι χρειαστή κι άμεσα αναγκαία για την φυσιολογική ανέλιξη και προκοπή του μουσικού μας πολιτισμού», έστω διαφορετική κάπως από εκείνη που προτιμούσε ο Ξένος σ’ εκείνη τη φάση.
Η έντεχνη λαϊκή μουσική του «Επιτάφιου» με τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου, θέμα πολλών κι έντονων συζητήσεων τότε, ήταν λόγω των καινοτομιών της άσχετη δήθεν με αυτή που αποκαλούμε επτανησιακή ή και παραδοσιακή ελληνική μουσική;
Προσέξτε, παρακαλούμε, την απάντηση που ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης έχει δώσει και τη θέση που έχει προσδώσει για τη μουσική του «Επιτάφιου» στην επτανησιακή μουσική παράδοση: «Έχει μέσα και το επτανησιακό και το κρητικό και το λαϊκό και το ρεμπέτικο στοιχείο, αυτά τα ακούσματα που είχα μέσα μου». Όπως είχε συμπληρώσει, «το γνήσιο ελληνικό έργο θα πρέπει να είναι και γνήσιο σύγχρονο έργο».
Άρχιζε ίσως τότε μια νέα εποχή γενικότερα για την ελληνική μουσική, λόγια και έντεχνη;
Την ίδια χρονιά, το 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης δοκίμασε τις αστείρευτες μουσικές δυνάμεις του στο θέατρο, με λόγια μουσική για αρχαία ελληνική τραγωδία σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου με σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή. Τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη μουσουργούσε. Που εξήντα πια χρόνια μετά παίζονται ακόμη με την ίδια μουσική και -προσοχή- και την ίδια μετάφραση. Κατέληξε, αφού διάβασε τη μετάφραση που είχε γράψει ο Γεράσιμος Σπαταλάς, σε μιαν όπως είπε «θεμελιακή αναθεώρηση» της αντίληψης που και ο ίδιος είχε «για τη θέση της μουσικής μέσα στην αρχαία τραγωδία» και ίσως γενικότερα. Εστίαζε στα μεταφρασμένα από τον Σπαταλά χορικά της τραγωδίας και -σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αυγή» της εποχής- τις 4 Δεκεμβρίου 1960 εξηγούσε τι διαπίστωσε με το που τα διάβασε:
«Διέκρινα ότι τα 60%, τα 70%, τα 80% των στίχων έφερναν πράγματι μέσα τους τη μουσική. Ώστε σχημάτισα αμέσως την πεποίθηση ότι το έργο του μουσικού δεν ήταν ούτε να στηρίξει την απαγγελία, ούτε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, αλλά να “ακούσει” αυτή τη μυστική μουσική που ανεδύετο μέσα από τους ίδιους τους στίχους». Ενώ κάποιοι τον κατηγορούσαν κιόλας για τους νέους ελληνικούς, όπως επέμενε, ήχους που πρότεινε, αυτός έσκυβε δύο χιλιάδες χρόνια πίσω. Ν’ «ακούσει» αυτό που ο Σπαταλάς είχε βρει. Για να δώσει εκείνα τα «ακούσματα» και νέα.
Δύο χρόνια αργότερα, τα τέλη του 1962, στον πρώτο διαγωνισμό του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας για «συνθέσεις σοβαράς μουσικής» απονεμήθηκαν ισότιμα βραβεία στον Αλέκο Ξένο, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιαννιώτη Δημήτρη Δραγατάκη και τον Πειραιώτη Μενέλαο Παλλάντιο, μετέπειτα ακαδημαϊκό που για το συνθετικό έργο των Επτανήσιων μουσουργών είπε από νωρίς ότι «αποτελεί το γερό θεμέλιο του ελληνικού μουσικού πολιτισμού».
Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1961, ο Αλέκος Ξένος είχε απογειώσει στ’ άστρα την ελληνική μουσική δημιουργία. Εμελοποίησε το ποίημα «Ύμνος της Νιότης» του Κώστα Βάρναλη -που είχε στα πρώτα του ποιητικά βήματα στην Αθήνα πνευματικόν παραστάτη τον Σπαταλά- προς τιμήν του κοσμοναύτη Γκαγκάριν.
Ο Σπαταλάς!
Ήταν εκείνος ο φτωχός Κερκυραίος που -καθώς πια νέοι εργάτες κι άλλοι βιοπαλαιστές της ζωής έπαιρναν μαζί με περισσότερο εύπορους τη μουσική σκυτάλη απ’ τους παλιούς αριστοκράτες συνθέτες, σε συμφωνία με την ορμητική ανάδυση της εργατικής τάξης στο κοινωνικό προσκήνιο με δικούς της εκπροσώπους- ισχυριζόταν, όπως έγραψε σε φίλο του, ότι ανακάλυψε τα μουσικά άστρα των αρχαίων Ελλήνων. Τη μουσική του ομηρικού Δημόδοκου, αυτήν, ακριβέστερα, από τ’ αρχαία ελληνικά πνευματικά αριστουργήματα. Πολύ μετά, το 1990, κυκλοφόρησαν «Άπαντά» του, με αρκετές από τις αμέτρητες μελέτες και ποιητικές δημιουργίες και μεταφράσεις του έργων του Δάντη και άλλων Μεγάλων της παγκόσμιας πνευματικής δημιουργίας, μαζί με δική του ανάλυση και υπεράσπιση της μουσικής Ποιητικής του Διονύσιου Σολωμού και των μουσικών ιδεών του Νικόλαου Μάντζαρου.
Τον τίτλο «Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική μουσική και στιχουργία» έφερε μία απ’ τις παλιές μελέτες του. Προηγήθηκαν, με πρώτη το 1932, μελέτες για τη «Νεοελληνική Μετρική», τη «Μορφολογία του δημοτικού τραγουδιού μας», την «Τονική στιχουργία στην αρχαία ελληνική», τη «Στιχουργία των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών μας» και λίγο μετά το 1960 νέα με τίτλο «Η αναβίωση της τραγωδίας με την αρχαία της μουσική».
Πέθανε σε απερίγραπτη ένδεια, το 1971, καθώς το καθεστώς της Χούντας είχε απαλλοτριώσει κτήμα από το οποίο βιοποριζόταν, χωρίς σχετική αποζημίωση. Πόσο φώτιζε το έργο του την ελληνική Μουσική και Ποιητική; Τόσο ώστε το 1996 οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης εξέδωσαν με την επιμέλεια του Ευριπίδη Γαραντούδη και της Άννας Κατσιγιάννη, κάτω από τον τίτλο «Η στιχουργική τέχνη» και το όνομά του, είκοσι τέσσερα διαφορετικά μουσικά, κατά βάση, μελετήματά του. «Κατόρθωσα να λύσω το δύσκολο πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής στιχουργίας και συγχρόνως και της μουσικής», είχε γράψει σε φίλο του.
Η επικοινωνία, συγχρόνως, με το πνεύμα, τη ζωή και το έργο των μεγαλύτερων μουσουργών παγκοσμίως επίσης αποτέλεσε μέριμνα Επτανησίων διανοητών. Αυτό, μεταξύ άλλων, έκανε στα χρόνια 1946-1956 με βιβλία του για τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Σούμπερτ και τον Πουτσίνι, με διασκευασμένα κείμενα βιβλίων του εξωτερικού, ο Κερκυραίος δημοσιογράφος Δημήτριος Καλλονάς, που -αν και ύμνησε πρόσκαιρα τον Ιωάννη Μεταξά- είχε εκδώσει το βιβλίο «Η Ισπανία στις φλόγες, Viva la muerte» για τον Ισπανικό Εμφύλιο, ζώντας από κοντά κι Επτανήσιους στο πλευρό των Δημοκρατικών. Ήταν απόγονος του Ιωάννη Καλλονά της ιδρυτικής ομάδας της Παλαιάς Φιλαρμονικής.
Ούτε το πνεύμα του Σπύρου Μοτσενίγου, στην κατοπινή Αθήνα, εγκατέλειψε τους Επτανήσιους πρωτουργούς.
Από εκείνους ίσως τους ανθρώπους που όπως έλεγε ο Αλέκος Ξένος «κρατούν μέσα τους άσβηστη τη φλόγα των υγιών παραδόσεων του βαθειά ανθρώπινου, φιλελεύθερου και υψηλόφρονος εφτανησιώτικου πολιτισμού» και συμβάλλουν «στη διατήρηση και διάδοση του καλού», ο Ζακύνθιος συνθέτης, μουσικολόγος και συγγραφέας Τάκης Καλογερόπουλος (1946-2009) κατά την περίοδο 1994-2002 εξέδωσε το επτάτομο πολύτιμο «Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής από τον Ορφέα έως τις μέρες μας».
Το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα αναδείχθηκαν εξάλλου, μεταξύ άλλων, δύο Επτανήσιοι συνθέτες έντεχνης λαϊκής μουσικής που πολύ ασχολήθηκαν και με τη λόγια μουσική, κυρίως υποστηρίζοντας φωνητικά σύνολα.
Ο Ζακύνθιος Δημήτρης Λάγιος (1952-1991) ερεύνησε το προεπαναστατικό τραγούδι στην Ελλάδα και εξέδωσε, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικούς δίσκους με τίτλους «Λαϊκά τραγούδια της Ζάκυνθος» και «Του Σολωμού και της Ζάκυνθος» και άλλους πολλούς με έντεχνη μουσική και λόγια στιχουργία. Επίσης, το έργο «Του Μαντολίνου» με μουσική Επτανήσιων συνθετών διασκευασμένη από τον ίδιο για μαντολίνο. Το 2011 πραγματοποιήθηκε η πρώτη δημόσια παρουσίαση του ανέκδοτου έργου του «Κάλβειος Ραψωδία». Υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος του «Κάλβειου Κέντρου Μουσικών Μελετών» και του «Κάλβειου Ωδείου». Τραγούδια του με ήχους που διασώζουν και διαδίδουν την επτανησιακή μουσική παράδοση και «ταξιδεύουν» τον ακροατή στο Ιόνιο αποτέλεσαν την πρώτη δισκογραφική του εμφάνιση το 1975, σε μια δυσεύρετη ηχογράφηση αφιερωμένη στον Ρήγα Φεραίο.
Είχε μελοποιήσει και τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα» του Οδυσσέα Ελύτη, που το 1937 είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει στη σολωμοκρατούμενη Κέρκυρα στον Σολωμό φοιτώντας σε στρατιωτική Σχολή και αργότερα κήρυξε τον Ζακύνθιο βάρδο της Ελευθερίας έναν απ’ τους πέντε – δέκα μεγαλύτερους ποιητές «όλων των αιώνων». Ο Γιώργος Νταλάρας, θυμίζουμε, ήταν ο ερμηνευτής του μεγαλύτερου μέρους του έργου του.
Ο Κερκυραίος μουσικοσυνθέτης Σπύρος Σαμοΐλης, υποστηρικτής χορωδιών σε διάφορα μέρη του νησιού και διασώστης λαϊκών ασμάτων και υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα των Ελλήνων κομμουνιστών στην Κέρκυρα το 1977, νωρίτερα είχε μελοποιήσει, μεταξύ άλλων, τμήμα από τις «Γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου. Επίσης, έχει ασχοληθεί με την παραδοσιακή μουσική της Επτανήσου. Το μουσικό έργο του περιλαμβάνει επαναστατική ποίηση και, μεταξύ άλλων, το ποίημα του Νίκου Πανδή «Αναφορά στο Ρήγα» Φεραίο με τη φωνή του Πέτρου Πανδή.
Νεαρός ήταν μαέστρος στην κερκυραϊκή Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκίμμης, περιοχής της νότιας Κέρκυρας με αγωνιστές -και μουσικούς- ναυτεργάτες που είχαν πολεμήσει και δώσει μάλιστα τη ζωή τους για τη Δημοκρατία ακόμη και στον Ισπανικό Εμφύλιο κι έναν ΕΛΑΣίτη Λευκιμμιώτη νεκρό στην πιο σπουδαία νικηφόρα ελληνική μάχη εναντίον των Γερμανών κατά την Κατοχή στην Αμφιλοχία, που ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης τον έχει ζωγραφίσει. Μαθήτευσε κοντά στον Μίκη Θεοδωράκη. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο. Το 1977 Κρατική Ορχήστρα παρουσίασε στο Ηρώδειο τη λαϊκή του όπερα «Σαν του γιοφυριού της Άρτας». Επίσης, έχει συνθέσει το μελόδραμα «Ο Λάμπρος» σε ποίηση του Διονύσιου Σολωμού.
Τώρα γράφει ένα νέο λαϊκό ορατόριο με τίτλο «Το κάλλος το Ιόνιον», σε ποίηση του Κεφαλονίτη Σπύρου Ζαχαράτου που μετέχει τόσο στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών όσο και στην Ένωση Μουσικών Στιχουργών Ελλάδας.
Άλλοι σημαντικοί Επτανήσιοι συνθέτες του καιρού μας με πολύ ενδιαφέρον έργο, όπως οι Κεφαλονίτες Δημήτριος Τυπάλδος και Παναγής Μπαρμπάτης, έχουν εισφέρει πολλά με χορωδιακές διασκευές τους, μεταξύ άλλων, σε φωνητικά-χορωδιακά μουσικά σύνολα και στη διάδοση του έργου του Μίκη Θεοδωράκη στα Επτάνησα και σε ολόκληρη τη χώρα.
Ο πρώτος, εγγονός πολιτικού της περιόδου της αγγλοκρατίας, το 1980 έφτιαξε σχολή κλασικής κιθάρας για μικρά παιδιά, η οποία εξελίχθηκε σε μουσικό σώμα με Μπαχ, Βιβάλντι κι άλλους κλασικούς στο ρεπερτόριό του, καθώς και στη γνωστή Παιδική Χορωδία που, μεταξύ άλλων, ηχογράφησε με τον Μίκη Θεοδωράκη τα «Παιδικά Τραγούδια» του. «Μια τόση δα φλόγα θ’ αντέξει άραγες στην παγωνιά των καιρών;», είχε αναρωτηθεί ο Μίκης το 1991. Αντέχει!
Όπως και το έργο, μια και μιλάμε για τα «Παιδικά Τραγούδια» του Θεοδωράκη, το αντίστοιχο που έχει πράξει στη Λάρισα ο μαέστρος Δημήτρης Καρβούνης από την περιοχή της Τσαριτσάνης όπου παλαιά είχαν μετοικήσει, κυνηγημένοι, πολλοί Επτανήσιοι!
Ένας άλλος Καρβούνης, ως γνωστόν, ο Ιθακήσιος λογοτέχνης κι αγωνιστής Νίκος Καρβούνης, στα χέρια του οποίου το 1912 είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ο Λορέντζος Μαβίλης πολεμώντας όπως κι εκείνος με διεθνιστικό σώμα Γαριβαλδινών στα βουνά της Ηπείρου για την απελευθέρωσή της, είχε γράψει και είχε πρώτος μελοποιήσει, συγχρόνως, σε βουνά εναντίον των Γερμανών πια, τον αντάρτικο ύμνο «Στ’ άρματα, στ’ άρματα / εμπρός στον αγώνα / για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά», για «πανανθρώπινη λευτεριά»! Τον τόσο ωραία τραγουδισμένο με άλλες μελοποιήσεις από τον Πέτρο Πανδή.
Η δισκογραφία του Τυπάλδου, θυμίζουμε, περιλαμβάνει και τον «Ολυμπιακό Ύμνο» του Σπύρου Σαμάρα με τη χορωδία και το συγκρότημα μουσικής δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος».
Ο δεύτερος έχει παρουσιάσει πολλά αφιερώματα, μεταξύ άλλων, στην ξένη και ελληνική οπερέτα, την όπερα, την επτανησιακή καντάδα, ενώ έχει διασκευάσει και ενορχηστρώσει πολλά έργα για ποικίλα μουσικά σύνολα. Επίσης, είχε δημιουργήσει Χορωδία Λυρικών Καλλιτεχνών. Είναι ο εμπνευστής και δημιουργός της συμφωνικής μαντολινάτας και των μουσικών συνόλων της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδας, που έχουν αποδώσει μοναδικά τις επτανησιακές μελωδίες του Λάγιου «Όμορφη και παράξενη πατρίδα» και του επίσης Ζακύνθιου Τιμόθεου Αρβανιτάκη «Ξανθός Απρίλης».
Ο ίδιος επιμελήθηκε άλλωστε προ ετών το γνωστό εκπληκτικό χορωδιακό υπερθέαμα με υπέροχες χορωδιακές διασκευές και ενορχήστρωση τραγουδιών από το έργο του Μίκη για συμφωνική μαντολινάτα.
Το απέραντο αυτό έργο, στη γοητεία του οποίου υπέκυψε με την άδεια του συνθέτη και ο Κερκυραίος ερμηνευτής ποικίλων τραγουδιών Σάκης Ρουβάς!
Υπάρχουν μουσικοί συνεχιστές και του Θεοδωράκη στα Επτάνησα, με τόλμη, θα ‘λεγε κανείς. Με το πανελλήνιας εμβέλειας πνεύμα του Ξενόπουλου! Αλλά και λες κι ο Μίκης Θεοδωράκης κράτησε διαρκώς πολύ βαθιά μέσα του, λες και δεν έβγαλε ποτέ από μέσα του για την ακρίβεια, τον παιδικό μουσικό Ιόνιο γιαλό του!
«Κράζω σε σέ Σολωμέ»!
Αυτή, θυμίζουμε, ήταν μια «κραυγή» του Μίκη στη Ζάτουνα της Αρκαδίας όπου είχε εκτοπιστεί από τη Χούντα το 1970, πριν του επιτραπεί, μετά τη διεθνή κατακραυγή, να φύγει για το Παρίσι.
Τέσσερα χρόνια από τότε, εννιά χρόνια μετά από μιαν εκδήλωση στην Αθήνα οργανωμένη απ’ την υπό τον Μίκη Θεοδωράκη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη με παρόντα τον Αλέκο Ξένο και αντικείμενο τραγούδια για την ισπανική Αντίσταση και κλασική ισπανική μουσική και λόγια για τον Πάμπλο Πικάσο κι έναν ισπανόφωνο ποιητή Πάμπλο το 1965!
Το 1974.
Ένας ελληνικός και συνάμα παγκόσμιος επικολυρικός «ανάκουστος κιλαϊδισμός», όπως θα ξανά ‘λεγε ίσως και ο ίδιος ο Σολωμός, αντήχησε στο Παρίσι, μαζί με τα Κρουστά του Στρασβούργου και την Εθνική Χορωδία της Γαλλίας. Πρωτακούστηκε τότε το μεγαλύτερο ίσως ελληνικό και παγκόσμιο επαναστατικό μουσικό έργο-λαϊκό ορατόριο, φτιαγμένο ακόμη και για ορχήστρες και χορωδίες και τενόρους λόγιας μουσικής, στη γνήσια ισπανική γλώσσα του Νερούδα, ρητορικό για δύο φωνές και με αφηγητή για όποια γλώσσα δει, ελληνικά καμωμένη ασυναγώνιστα από τη λόγια αριστοκράτισσα του λαϊκού Μεταξουργείου της Αθήνας Δανάη Στρατηγοπούλου.
Ήταν το «Canto General» για τη γραμμένη στην ισπανική γλώσσα ομώνυμη μεγαλόπνοη οικουμενική εξεγερτική ποιητική σύνθεση του Νομπελίστα Χιλιανού επαναστάτη ποιητή Πάμπλο Νερούδα, φίλου του Πάμπλο Πικάσο, που είχε ήδη μιλήσει και για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα εναντίον της Χούντας με δημόσιες παρεμβάσεις του.
Έργο που έμελλε να παρουσιαστεί όσο ποτέ άλλο ελληνικό μουσικό έργο σε δεκάδες χώρες -περισσότερο και από τον «Ζορμπά»- και να φθάσει να παίζεται τουλάχιστον μία φορά κάθε εβδομάδα παγκοσμίως, από μουσικά και φωνητικά σύνολα σε όλη σχεδόν τη Γη. «Συναρπαστικό», όπως το ‘χει χαρακτηρίσει κι ο Κερκυραίος μουσικοκριτικός Φώντας Τρούσας.
Έργο παγκόσμιο. Άρα και επτανησιακό, τουλάχιστον όσο -για ν’ αναφέρουμε τυχαία κάποια μακρινά μας μέρη- της Κορσικής ή του Αμβούργου και βέβαια συνολικά της Λατινικής Αμερικής που το χαρτογραφικό σχήμα της κι αυτό της Κέρκυρας μοιάζουν πολύ κιόλας, θα μπορούσε να πει κάποιος; Ή μήπως και κάτι τις πιο δικό μας, αν συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι -τυχαία άραγε;- και τα τρία πρόσωπα με τα οποία έχει συνδυαστεί έχουν λουστεί μουσικά στον Ιόνιο γιαλό;
Αναφερόμαστε φυσικά, πλην του Μίκη λόγω των παιδικών του χρόνων στην Κεφαλονιά, στη Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή με την κοινή επτανησιακή καταγωγή. Αν συμφωνείτε, σταθμίστε αρκούντως και κάτι που ο Πανδής έχει πει για τη δική του μουσική ταυτότητα κι αφορά εξίσου υποθέτουμε την καταγόμενη απ’ την Κεφαλονιά και τα Κύθηρα Μαρία Φαραντούρη. Εκατάλαβε ο Θεοδωράκης τις ιδιαίτερες μουσικές του «καταβολές», ότι «ως Κερκυραίος θα τραγουδούσα πιο κοντά στη Δύση. Έτσι, όταν αποφάσισε να προχωρήσει με το “Canto General”, θεώρησε ότι ήταν ένα έργο που ταίριαζε στη φωνή της Μαρίας και τη δική μου», έχει πει. Γεγονός είναι ότι -είτε υπάρχει στη μουσική κάτι τυχαίο είτε όχι- μ’ αυτές ιδιαίτερα τις φωνές το έργο του Θεοδωράκη αποδείχθηκε ότι «μεταδιδόταν αμέσως στο κοινό, σε όποια χώρα και αν ταξιδεύαμε, όσο και αν ήταν άγνωστη στους θεατές η γλώσσα και η μουσική».
Το έργο, όπως έχει ειπωθεί, αντιπροσωπεύει την πιο σπουδαία ρυθμική έρευνα του Θεοδωράκη. «Εμπνέεται τόσο από τους λατινοαμερικάνικους όσο και από τους ελληνικούς παραδοσιακούς ρυθμούς, αποτελεί ένα διεθνές έργο», υποστήριξε πειστικά το 1980 η εργαζόμενη κάποτε στην Ελλάδα Αυστραλιανή μουσικοκριτικός Gail Holst. «Η μελωδία του πρώτου μέρους και η τρίλλια της θυμίζει το κελάιδισμα των πουλιών», προσέθεσε, θεωρώντας ότι στο έργο «υπάρχουν περάσματα εξαιρετικής ομορφιάς και «ένα από τα καλύτερα είναι για τον άντρα σολίστα Πέτρο Πανδή», το «America Insurrecta», καθώς το κείμενό του «είναι εκπληκτικά κοντά στο πνεύμα της Ρωμιοσύνης». Σύμφωνα με την ίδια, το έργο-καντάτα της Ελευθερίας και προσφορά στους λαούς όλου του Κόσμου «εκείνο που το διακρίνει από τα περισσότερα κλασσικά έργα είναι η χρήση των παραδοσιακών ρυθμικών σχημάτων». Είναι, «με τρόπο που δεν βρίσκουμε σε κανένα άλλο σύγχρονο έργο, πραγματικά πολυρυθμικό», με τέτοια σύνθετα μέτρα και ήχους που ωστόσο, ενώ «για το δυτικό αυτί είναι ασυνήθιστοι», εμφανίζονται στη μουσική της Ελλάδας σε παρόμοια μορφή με ιδιάζουσα μετρική, «είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί ενθουσιάζουν τον ακροατή» διεθνώς και οι Έλληνες πάλι «τους ακούν από παιδιά».
Όπως προσδιόρισε το σπαρτίτο του ο μουσικός εκδοτικός οίκος «Νάκας» διεθνώς, πρόκειται για «ορατόριο για mezzo soprano, bass baritone, μεικτή χορωδία και 15 όργανα». Ο εξαιρετικός μαέστρος Λουκάς Καρυτινός που το μουσικό αυτό έργο-κραυγή για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και Δημοκρατία
το έχει διευθύνει σε συναυλίες, όπως άλλωστε και ξένοι μαέστροι αφού από πολλούς έχει θεωρηθεί διεθνώς ως αριστουργηματικός συνδυασμός ποίησης και μουσικής που μιλά κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων, έχει καταθέσει ετούτη την άποψη: «Έχει απόλυτη μουσική αξία και είναι τόσο δύσκολο στην ερμηνεία για τους μαέστρους που στέκει στα δυσκολότερα και ωραιότερα έργα της απολύτου μουσικής».
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο το Μουσικό Τμήμα του Ιονίου Πανεπιστημίου το 2014 στην παλιά Ιόνιο Ακαδημία -που δίδασκε και Μουσική- οργάνωσε «Χιλιανό Μουσικό Γκαλά» αφιερωμένο στον Πάμπλο Νερούδα.
Μήπως δεν ισχύει και σήμερα ο στίχος του Νερούδα ότι «οι πιστολάδες σεργιανίζουν με τη “δυτική κουλτούρα” υπό μάλης»;
Ορθά δεν έχει πει ο Θεοδωράκης ότι το «Canto» του είναι «σκέτος δυναμίτης στα θεμέλια της αμερικανοκρατίας όπου γης»;
Στην Κέρκυρα λοιπόν. Όπου η επτανησιακή κουλτούρα και η ισπανική καταγωγή του ποιητή-ήρωα Λορέντζου Μαβίλη έσμιξαν σε στίχους τόσο μελωδικά ώστε συνάρπασαν τον Μίκη Θεοδωράκη από την εφηβική του κιόλας ηλικία. Στα Επτάνησα, απ’ όπου οι εξόριστοι από τους Βενετούς κυρίαρχους εύρισκαν καταφύγιο σε ιταλικές κτήσεις και άλλα μέρη της τότε Ισπανίας. Στα Επτάνησα όπου είδαν το φως νέοι που κίνησαν στην Ισπανία το 1936 για να πολεμήσουν μαζί με τους Δημοκρατικούς για ιερές αξίες υμνημένες από τον Πάμπλο Νερούδα, συμπαραστάτη των Ελλήνων δημοκρατών με τους ισπανόφωνους στίχους του όταν στην Αθήνα κάποιοι «έστηναν κρεμάλες» κι ο Αλέκος Ξένος μουσουργούσε τον αθάνατο «Διγενή» του ή όταν άλλοι στην Αθήνα, αργότερα, έβγαζαν στους δρόμους τα τανκς. Στην Κέρκυρα. Όπου αιώνες πριν είχε σταθεί ως τραυματίας κι Επτανήσιων κιόλας συμπολεμιστής-Δον Κιχώτης ο αθάνατος σαν τον Σολωμό και τον Νερούδα μέγιστος των Ισπανών ποιητής Μιγκέλ Θερβάντες και το 2013 γι’ αυτόν τον «αυτόκλητο σωτήρα των απανταχού δύσμοιρων και ανυπεράσπιστων για έναν κόσμο ομορφιάς και δικαιοσύνης» η ορχήστρα εγχόρδων της Παλαιάς Φιλαρμονικής υπό τη διεύθυνση του Προσωπάρη οργάνωσε υπέροχη
εκδήλωση με τη σουίτα «Don Quixotte».
Ε, λοιπόν, όπως ήταν καιρός πια να βρεθεί κάποιος Επτανήσιος να το κάνει, ο Προσωπάρης με το βαθειά επτανησιακό μουσικό έργο και τις μεγάλες δυνατότητες, που τα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου διηύθυνε και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε κοντσέρτο της -κι είχε επιλεγεί για να αποδώσει έργο του Σοστακόβιτς ογδόντα χρόνια από τότε που αυτός εκδήλωνε την αλληλεγγύη του στον Αλέκο Ξένο κι εμελοποιούσε ελληνικό άσμα- έχει σκύψει ήδη πολύ στο παγκόσμιο, πολύ απαιτητικό ισπανόφωνο «Canto General» του Μίκη.
Έχει ήδη μελοποιήσει τμήματά του για μπάντα!
Για μπάντα Φιλαρμονικής! Με διασκευή κι ενορχήστρωση, φυσικά και με χορωδία, δηλαδή, με την οποία θα κάνει σχεδόν παντού εφικτό κάτι ανέφικτο σήμερα χωρίς τον εφιάλτη του κόστους της μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας: να μπορούν οι χιλιάδες μπάντες σ’ όλη τη Γη να παρουσιάσουν το για το ίδιο λόγο «άπαιχτο» ακόμα και στην Κέρκυρα μαγευτικό και συναρπαστικό «Canto General» με λαϊκές λυρικές φωνές και λαϊκές χορωδίες!
Αρκεί για να παρουσιαστεί το «Canto General» εφέτος ίσως κιόλας, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, από μια κερκυραϊκή Φιλαρμονική και κερκυραϊκές φωνές, διασκευασμένο για μπάντα Φιλαρμονικής; Ναι, αν συντρέξουν βέβαια όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Ν’ ανοίξει έτσι ο δρόμος ώστε το παγκόσμιο αυτό έργο-ύμνος του Νομπελίστα ποιητή στην Ελευθερία και στα δίκαια των απλών ανθρώπων να μπορεί, με άλλα λόγια, να φτάσει παντού, με μιαν ανεκτίμητης αξίας επτανησιακή προσφορά στη διεθνή μουσική δημιουργία και -γιατί όχι- στην ανθρωπότητα!
Αυτό φίλες και φίλοι, αν θεωρείτε υπερβολικά τέτοια λόγια, δεν είχε καλέσει ο Σολωμός στους περίφημους «Στοχασμούς» του που τόσο εκτιμούσε ο Μάντζαρος, όπως τους διέσωσε ο Ιάκωβος Πολυλάς στα «Ευρισκόμενα» του ποιητή πριν από 160 περίπου χρόνια;
Αυτό δεν είχε καλέσει μ’ εκείνο το «Κάμε…» που έγραψε καθώς ξεκίναγε να γράψει τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του απευθυνόμενος στον εαυτό του κι έμεινε ως παρακαταθήκη;
«Κάμε» το έργο, είχε γράψει, με τον νου εις «τα μεγαλήτερα συμφέροντα της Ελλάδας»!
Και όχι μόνον.
«Κάμε» το με τον νου συγχρόνως και εις «τα μεγαλήτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος»!
Δένοντας κιόλας το έργο σου με «το παγκόσμιο σύστημα», όπως είχε πει και τόσο υπέροχα εκφράσει με τον στίχο «Αραπιάς άτι Γάλλου νους βόλι Τουρκιάς τόπ’ Άγγλου»!
Για μια «Παγκόσμια Δημοκρατία», θα λέγαμε σήμερα, όπως με το ανυπότακτο πνεύμα τους το διατύπωσαν εκείνοι οι πρώτοι Επτανήσιοι Ριζοσπάστες του 1848 και τόσο μελωδικά και μαχητικά το εξέφρασε ο πρώτος «Ριζοσπάστης» τους στην Κέρκυρα το 1850! Κι όπως το εξέφρασε ‘κείνος ο στίχος «Όλ’ η Γη είναι μια χώρα» που γράφτηκε απ’ τον μελετητή του Σολωμού και φίλο του Σπαταλά Κώστα Βάρναλη και θαυμάσια εμελοποίησε ο Σπύρος Σαμοΐλης σ’ ετούτα τα χώματα! Μήπως κι ο Άγγελος Σικελιανός δεν είχε καλέσει όχι μόνο «να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα», αλλά και «να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο»; Για μια «ήττα των καταπιεστών της ανθρωπότητας» του καιρού μας, για να το πούμε με τα ειπωμένα το 1798 σ’ αυτό εδώ το σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά «αρμονικό νησί» των Κορυφών εμπνευσμένα λόγια του Στέλιου Βλασσόπουλου!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…